Απλά μαθήματα πορτοφολάδικης τέχνης
ΑΠΛΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΠΟΡΤΟΦΟΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘΕΝΑ
8 ΤΡΟΠΟΙ «ΞΑΦΡΙΣΜΑΤΟΣ»
(Με την ευγενική συνδρομή της Ολλανδικής αστυνομίας)
Το «λάχανο»: Πορτοφόλι γεμάτο με χαρτονομίσματα, στην αργκό των πορτοφολάδων.
Ξαφρίζω: Η κυριολεκτική σημασία του ρήματος συναντάται συνήθως σε οδηγούς μαγειρικής και κυρίως σε συνταγές οσπρίων όπου το ξάφρισμα, κατά την κορύφωση του βρασμού, είναι απαραίτητο για τη βελτίωση της γεύσης και της υφής του εδέσματος (φάβα), καθώς ο αφρός θεωρείται μιαρός.
Η παρεπόμενη-μεταφορική σημασία του ξαφρίσματος, συνδέεται με την αφαίρεση εμπράγματων (κλεπταποδοχή) σε ταχύ χρόνο, συνήθως πρόχειρα και σχετικά επιφανειακά, αλλά όμως εύστοχα.
Το ξάφρισμα είθισται να λαμβάνει χώρα σε μικρούς ή ελλιπώς ελεγχόμενους χώρους και συνήθως προκαλείται από ομάδα τουλάχιστον 2 ατόμων, που ενθουσιωδώς συγκροτείται και που λαμβάνουν την απόφαση να ξαφρίσουν, εφόσον κάτι συγκεκριμένο τους λείπει την δεδομένη στιγμή, και αυθόρμητα μπουκάρουν όπου κάτσει.
Πράσο: (Κλασσική αργκό): Το πορτοφόλι.
Η μέθοδος κατά την οποίαν ο πρασάς (πορτοφολάς) βυθίζει στην τσέπη του θύματος (κορόιδου) τον μέσο και παράμεσο εν είδει ψαλιδιού, προκειμένου να του ξαφρίσει την πορτοφόλα. Συνήθως, η θεάρεστος πράξις τελείται σε μέσο μαζικής μεταφοράς σε αστικά κέντρα, όπου οι επιβάται στέκονται κρεμασμένοι από τας χειρολαβάς σαν κρέατα, με την βοήθεια πρασά-αβανταδόρου (με τον οποίον φαινομενικώς δεν γνωρίζεται ο πρωταγωνιστής πρασάς), ο οποίος και σπρώχνει το θύμα δήθεν τυχαία σε απότομο φρενάρισμα, το οποίο θύμα καταλήγει άθελά του εις την αγκαλιά του πρασά, ο οποίος αστραπιαία αφαιρεί το πράσο, ωσάν ταχυδακτυλουργός (!) χωρίς το κορόιδο ν’ αντιληφθεί οτιδήποτε (για ώρες) … Μάλιστα, ζητάει και συγγνώμη απο τον πρασά (!)
Ο ευσυνείδητος πρασάς, αν δεν είναι κανά κωλόπαιδο, μόλις τσιμπήσει το παραδάκι και δει μέσα κάρτες, σημαντικά έγγραφα κλπ. δεν τα πειράζει και συχνότατα αφήνει να πέσει το πορτοφόλι (χωρίς το μπερντέ φυσικά) σε πολυσύχναστο σημείο, όπου κάποιος χριστιανός θα βρεθεί να το επιστρέψει στο (μερικώς) ανακουφισμένο θύμα.
Αν το θύμα είχε πολλά λεφτά στο πορτοφόλι, δικαιούται να βρίζει (ερήμην) τους κλέπτας. Αν όμως, έχασε λίγα, τότε οφείλει να θαυμάσει την τέχνη των (και να έχει το νου του άλλη φορά). Ο πρασάς αφήνει, ως ανωτέρω, συνήθως τις κάρτες και τα έγγραφα άθικτα στο λάχανο, όχι βέβαια από αγνά αισθήματα, αλλά διότι περαιτέρω αξιοποίησή τους, εκφεύγει της αρμοδιότητός του. Δεν είναι ούτε χακεράς, ούτε πλαστογράφος, ούτε παρτίδες έχει με δαύτους (άσε που έτσι και γίνει τσακωτός, θα φάει επιπλέον σοπάκι και χρόνια φυλακής στην καμπούρα του).
Σημειωτέον, ότι η τέχνη του λαχανέματος, είναι τόσο δύσκολη, ώστε ε-δι-δά-σκε-το (!) στη φυλακή και στα χαμαιτυπεία από τους παλιότερους, ήδη και τουλάχιστον από την εποχή του Βίκτωρος Ουγκώ (βλ. «Άθλιοι»), αλλά και παρ’ ημίν, βλ. Ηλίας Πετρόπουλος («Το εγχειρίδιο του καλού κλέφτη»), Πέτρος Πικρός («Τουμπεκί») και Νίκος Τσιφόρος («Τα παιδιά της πιάτσας», «Παραμύθια πίσω απ’ τα κάγκελα» κ.α.).
Τα μαθήματα γινόσανται ως εξής: Υφίστατο ανδρείκελο με πορτοφόλι στη μέσα τσέπη (της καρδιάς) του σακακιού, στημένο με κουδουνάκια (!), τα οποία ντιντίνιζαν με το παραμικρό. Ο επίδοξος πρασάς καλείτο να τσουρνέψει το πράσο χωρίς να κάνει θόρυβο. Όταν το πετύχαινε και αφού είχε ξοδέψει αρκετά σε δίδακτρα (!), ελάμβανε το δίπλωμά του και εισήγετο εις την δημοσίαν χρήσιν.
Παράγωγα: πρασάς κτλ.
Συνώνυμα: λαχανεύω, λαχανάς, λαχάνεμα, τσουρνεύω, τσούρνεμα, πορτοφολάς, βουτάω, σουφρώνω, απαλλοτριώνω κτλ
Ισπανιστί: tacon=πράσο, ratonero=λαχανάς
Ιταλιστί: borseggiatore=πορτοφολάς
Αγγλιστί: pick-pocket (=το αυτό) / half inch (cockney rhyming slang: pinch), pinch, nick, yank κτλ=βουτάω, κλέβω.
Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, εγνώριζαν τους λωποδύτας (λώπος = ένδυμα + (κατα)-δύομαι = βουτάω), ήτοι τα τσογλάνια που μπαίνανε στα δημόσια λουτρά και κλέβανε τα ρούχα του κοσμάκη. Μάλιστα, ο φιλόσοφας Διογένης, έχοντας συλλάβει με το μάτι έναν απ’ αυτούς επ’ αυτοφώρω, του έκλεισε το μάτι, λέγοντάς του το λογοπαίγνιο: «Επ’ αλειμμάτιον, ή επ’ άλλ’ ιμάτιον»; (=για αλοιφή λουτρού ήρθες εδώ ή για να σουφρώσεις ρούχα;)
Επίσης: Τσουρνεύω, Τζουρνεύω, Λάχανο
πηγή: http://www.slang.gr/
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Nίκος Τσιφόρος: «Τα παιδιά της πιάτσας»
(Τα Παιδιά της πιάτσας δημοσιεύθηκαν στον Ταχυδρόμο, από Αύγουστο 1960 έως Νοέμβρη 1961, εκδ. Ταχυδρόμου, 1965)
ΠΡΙΝ ΜΠΟΥΜΕ ΣΤΟ ΨΗΤΟ
Πολλές φορές, επίσημα ή ανεπίσημα, δέχομαι μερικά παράπονα αναγνωστών μου. «Γιατί μεταχειρίζομαι μια γλώσσα παρακατιανή» – μερική τη θεωρούνε ακόμα και χυδαία. Κάθε είδος κομματιού έχει το δικό του ύφος το δικό του αέρα και τη δική του γλώσσα. Μ’ αυτό θέλω να πω ότι κάθε φορά η γλώσσα ξεκινάει από μια σκοπιμότητα όμως αυτή δεν είναι να «εκχυδαϊστή» η πλούσια σε λεξιλόγιο και εκφράσεις ελληνική γλώσσα, αλλά να δημιουργηθή μια ατμόσφαιρα. Συμβαίνει λοιπόν η πρόθεση τούτη να παρεξηγιέται από μερικούς αγκιστρωμένους εις τα θεόσφατα, που παραπονιούνται ότι τους τα χαλάμε. Έτσι, προκειμένου στα «Παιδιά της πιάτσας» να μεταχειριστώ ακριβώς τη γλώσσα της πιάτσας, παραθέτω σαν προκαταβολική συγνώμη τις δικαιολογίες μου και παρακαλώ να μην θιγή κανείς απ’ αυτήν. Η πραγματική πρόθεση είναι να δοθή η εικόνα στον χρωματισμό που της ταιριάζει και τίποτα παραπάνω. Κι’ ακόμα επειδή η καθαρή γλώσσα της πιάτσας δεν είναι απόλυτα γνωστή σε πολλούς, δίνω εξηγήσεις για το γλωσσάριο* που δεν είναι νοητό.
Ο υπόκοσμος γεννήθηκε στις κοινωνίες από τις βρεφικές τους ηλικίες. Ο Κάιν υπήρξε κιόλας ο πρώτος δολοφόνος. Ο Όμηρος έχει έναν υπόκοσμο περίεργο και υπαρκτό. Οι Αιγύπτιοι, οι Κινέζοι, η Γραφή, οι Ανατολικοί λαοί, μας δίνουνε πολλές εικόνες από τον υπόκοσμό τους, η εξελιγμένη Αθηναϊκή Δημοκρατία το ίδιο, η Ρώμη τον παραθέτει σε υπερβολή. Μέσα στην ιστορία όλων αυτών των λαών, την πραγματική «ιστορία» κι’ όχι την ιστορία της βιτρίνας και της αίγλης θα βρει τον υπόκοσμο όποιος ξέρει να διαβάση και θέλει να διαβάση.
Από τη μεταχριστιανική περίοδο κι’ ύστερα ο υπόκοσμος δρα σε χίλιες μορφές και με εκατομμύρια εμφανίσεις. Τα αισχρά πρόσωπα των Βυζαντινών, οι πληρωμένοι κακοποιοί των φεουδαρχών, ο παρασιτικός κόσμος των δυνατών, οι επαγγελματίες φονιάδες της γαληνότατης Βενετσιάνικης Δημοκρατίας, οι αράχνες που κινιούνται γύρω από τους Φράγκους και Γερμανούς ηγεμονίσκους, οι πράκτορες της Ιερής Εξέτασης, οι σκοτεινοί τύποι των Ιησουιτών, τα τσιράκια των Ρισελιέ και των γεμάτων αίγλη Λουδοβίκων, οι καταδότες της Γαλλικής Επανάστασης, οι έμπιστοι της Ναπολεόντειας αυτοκρατορίας, οι κατσαπλιάδες και οι ασυνείδητοι που κοντεύανε να βουλιάξουνε την δική μας Επανάσταση, όλος ο κόσμος, από τους ανθρώπους του μεγάλου απελευθερωτή της Νότιας Αμερικής Σιμόν Μπολιβάρ, μέχρι τους επίσημους κουρσάρους της βασίλισσας Ελισάβετ Ντρέηκ, Μόργκαν κ.λ.π.- και τους χρυσοντυμένους αποικιακούς αξιωματικούς της Βικτωρίας, βάσιζε την ύπαρξή του στη δράση του υποκόσμου που κινιέται παρασιτικά, δραστικά και αόριστα γύρω του.
Ρωτάνε καμμιά φορά γιατί υπάρχει υπόκοσμος. Είναι απλό. Γιατί υπάρχει και κόσμος. Η κοινωνία είναι ένα είδος κλίμακας, και οι Ινδοί ακόμα της δίνουνε τα σκαλοπάτια της, στο ψηλότερο τοποθετούνε το βραχμάνο, στο χαμηλότερο τον παρία. Και για να υπάρξη μια κλίμακα ωλοκληρωμένη, χρειάζονται όλα τα σκαλοπάτια, αλλιώς δεν θα ήτανε μια κλίμακα ολοκληρωμένη, θάτανε τ’ απάνω σκαλοπάτια αιωρούμενα.
Κοντά λοιπόν στους λίγους που διακρίνονται στην κοινωνία, τους μεγάλους, τους σοφούς, τους μεγάλους επιστήμονες, τους μεγάλους στρατιωτικούς, τους μεγάλους καλλιτέχνες, τους πλούσιους και τους επιχειρηματίες, υπάρχουνε σα βάση οι μικρότεροι, κοντά σ’ αυτούς οι πιο μικροί, κοντά στους πιο μικρούς οι ακόμα πιο μικροί, μέχρι που να φτάσουμε στο τέλειο ξέφτισμα, που αποτελεί αναγκαστικά τον υπόκοσμο και την αρχική αφετηρία της κοινωνικής υπόστασης. Το κοινό μέτρο είναι η ύπαρξη μέσα σε μια «μη διάκριση». Όποιος το ξεπερνάει, ανεβαίνει ένα, δύο, όλα τα σκαλοπάτια και ξεχωρίζει από τους άλλους. Έτσι έχουμε τα λίγο ξεχωριστά μέλη, τα ακόμα λιγώτερο και με αυτήν την κλιμάκωση φτάνουμε σε κείνους που δεν είναι πια ούτε «ασήμαντοι νομοταγείς πολίτες» αλλά πάρα κάτω κι’ από την «ανεκτήν ύπαρξη». Στον υπόκοσμο.
Κάθε άνθρωπος ζη, ενεργεί και κινείται ανάλογα με την διανοητική του σφαίρα. Σ’αυτό συντελεί ο χαρακτήρας, τα ψυχικά του συστατικά, τα πνευματικά του συστατικά, ο κύκλος που τον ανέθρεψε, η δουλειά που τον κινεί στην αυτοσυντήρηση, ένα σωρό συντελεστές των ενστίκτων του. Έτσι μπορούμε να συναντήσουμε ακόμα κι’ ένα διακεκριμένο μέλος της κοινωνίας, που υποχωρεί στις ενστικτώδεις φωνές και φτάνει ακόμα και σε σημείο να καλλιεργήση ανεξήγητες ή κατάπτυστες διαστροφές. Όταν λοιπόν άνθρωποι με εφόδια, με πνευματικότητα, με προσόντα, με απέραντο πνευματικό κόσμο, φτάνουν σε καταπτώσεις, ωρισμένες στιγμές, γιατί να μην πέσουνε σε κατάπτωση εκείνοι που δεν έχουν αυτά τα προσόντα;
Κάθε άνθρωπος ζη, ενεργεί και κινείται ανάλογα με την διανοητική του σφαίρα. Σ’αυτό συντελεί ο χαρακτήρας, τα ψυχικά του συστατικά, τα πνευματικά του συστατικά, ο κύκλος που τον ανέθρεψε, η δουλειά που τον κινεί στην αυτοσυντήρηση, ένα σωρό συντελεστές των ενστίκτων του. Έτσι μπορούμε να συναντήσουμε ακόμα κι’ ένα διακεκριμένο μέλος της κοινωνίας, που υποχωρεί στις ενστικτώδεις φωνές και φτάνει ακόμα και σε σημείο να καλλιεργήση ανεξήγητες ή κατάπτυστες διαστροφές. Όταν λοιπόν άνθρωποι με εφόδια, με πνευματικότητα, με προσόντα, με απέραντο πνευματικό κόσμο, φτάνουν σε καταπτώσεις, ωρισμένες στιγμές, γιατί να μην πέσουνε σε κατάπτωση εκείνοι που δεν έχουν αυτά τα προσόντα;
Με τούτο δεν θέλω να δικαιολογήσω τις υποκοσμικές ενέργειες. Όχι. Θέλω μόνο να βασίσω την ύπαρξη του υποκόσμου, σαν οργανικού στοιχείου μιας αστικής κοινωνίας. Λένε ότι στην κομουνιστική κοινωνία δεν υπάρχει υπόκοσμος. Αυτό δεν οφείλεται στην προπαγάνδα γιατί είναι αδύνατο μέσα σε εκατομμύρια ανθρώπινων υπάρξεων να βασιλεύη μια ισορροπία, οφείλεται στο ότι ο κουμουνισμός δεν αναγνωρίζει στοιχεία διακρίσεως, επομένως καταργεί την άμιλλα που είναι βασική προϋπόθεση της ανθρώπινης φύσης. Τα παράσημα ή τα ωρισμένα χρηματικά ποσά που δίνει με σκοπιμότητα στα διακρινόμενα μέλη του, δεν τον κάνουν να ποζάρη σαν ιδανική κοινωνία. Γιατί, απλούστατα, δίπλα στον παρασημοφορημένο εργάτη ή διανοούμενο που παίρνει εύκολα εισιτήρια για τα μπαλέτα Μπολσόι, είναι κι’ ο σκουπιδιάρης που καθαρίζει το δρόμο της Μόσχας και που σαν κοινωνικό στοιχείο τοποθετείται κάτω από τον παρασημοφορημένο, αποτελεί δηλαδή μιαν αρχή κατώτερης τάξης, άρα αρχή υποκόσμου.
Για να ξαναγυρίσουμε στη γλώσσα. Πώς δημιουργείται μια γλώσσα; Η επιστήμη που ερευνά την υπόθεση, μας καθορίζει ότι τα στοιχεία της πρώτης ανθρώπινης γλώσσας είναι τα σύμφωνα, που ξεκινάνε λίγο παραπάνω από το στομάχι και μεταδίδονται στις φωνητικές χορδές. Η πρώτη φωνή σε σύμφωνα που έβγαλε ο άνθρωπος ήτανε η φωνή που ειδοποιούσε τον διπλανό του να προφυλαχτεί από κάποιον εξωτερικό κίνδυνο. Από την αυτοσυντήρηση λοιπόν ξεκινάει η δημιουργία μιας γλώσσας και σιγά-σιγά αποκτάει τις λέξεις της, που οφείλονται κι’ αυτές στην αυτοσυντήρηση. Την εξεύρεση τροφής, την εξεύρεση νερού, όλ’ αυτά που βασίζονται στα σύμφωνα, πάρτε τη λέξη ύδωρ, δ ρ, βάσσερ, β ρ, κύλημα του νερού, σανσκριτικές ρίζες των Ελλήνων και των Γερμανών, των Ινδογερμανικών δηλαδή φυλών, που έχουν κοινή καταγωγή κι’ αφετηρία τον Ινδό ποταμό, απ’ όπου ξεκίνησαν σαν Άριοι να ξεχυθούν στην Ευρώπη. Σιγά-σιγά κάθε γλώσσα, ανάλογα με τις κοινωνικές ανάγκες, με την λαρυγγόφωνη τοποθέτηση, με το κλίμα και τις εξωτερικές συνθήκες, εξελίσσεται και αποκτά τις λέξεις της. Ό,τι υπάρχει κοστολογείται σε λέξη, ό,τι δεν υπάρχει είναι άγνωστο, οι λέξεις που ανταποκρίνονται στην πανανθρώπινη δράση υπάρχουν σε όλες τις γλώσσες, αντίθετα όσες έχουν τοπική τοποθέτηση δεν υπάρχουν στα λεξιλόγια των χωρών που δεν συναντούν το αντίστοιχο αντικείμενο ή την αντίστοιχη ενέργεια. Παράδειγμα: Όλος ο κόσμος πίνει, το ποτό λοιπόν υπάρχει σε όλες τις γλώσσες, αντίθετα η σκωτσέζικη φούστα, το κιλτ, είναι γνωστή σαν κιλτ σε όλες τις γλώσσες και δεν υπάρχει μετάφραση για τη δική μας φουστανέλα. Και μ’ όλες τις προσπάθειες να εθνικοποιήσουμε μερικές λέξεις δεν τα καταφέρνουμε. Το ραντάρ είναι ραντάρ σε όλες τις γλώσσες, το τηλέφωνο, τηλέφωνο, ο Χίτλερ που θέλησε να το κάνει «φερνσπρέχερ», θ’ απογοητευόταν σήμερα αν άκουγε τους Γερμανούς που το ξαναλένε «τελεφών».
Ο υπόκοσμος είναι φυσικό ν’ ακολουθήση τον πανανθρώπινο νόμο. Δημιουργεί λοιπόν κι’ αυτός τη γλώσσα του σύμφωνα με τις ανάγκες του. Κι’ επειδή ζη κάτω από μια συνεχή καταδίωξη, αφού παραβαίνει τα κοινωνικά δεδομένα, την έννομη τάξη, τους κανόνες της αρμονικής συμβιώσεως, έχει ανάγκη να φυλάγεται, να συνεννοήται και να δρα μέσα σε μια γλώσσα δική του. Έτσι, κάθε υπόκοσμος πάνω στη γη έχει ένα είδος δικής του γλώσσας, που υπάρχει ακριβώς για να προστατεύη και να συντηρήση την ύπαρξη του. Η περίφημη Γαλλική αργκό, η Αμερικανική σλανγκ, η οποιαδήποτε παράλληλη γλώσσα σε κάθε έθνος, αποτελεί ζωτικό στοιχείο του υποκόσμου που υπάρχει.
Επειδή όμως μια γλώσσα δημιουργείται από τις στιγμές, οι λέξεις που μπαίνουνε για να φτιάξουν τη γλώσσα του υποκόσμου, δημιουργούνται κι’ αυτές από τις ίδιες στιγμές ανάγκης ή χαρακτηρισμού. Ένα παράδειγμα από τη Γαλλική αργκό: Ο αστυνομικός επίσημα λέγεται «πολισιέ». Η τετρασύλλαβη λέξη δεν έδινε συντομία ειδοποιήσεως ότι έρχεται αστυνομικός, για να προλάβη να φυλαχτεί ο παράνομος. Ήθελε κάτι πολύ πιο σύντομο, κάτι σαν το κλείσιμο και το άνοιγμα του ματιού, αυτή την πονηρή παγκόσμια έκφραση. Ένα «φλικ» όσο ανοιγοκλείνει το μάτι. Και πήρε ακριβώς αυτή την ονομασία: «Φλικ». Κι’ ο υπόκοσμος τον ξέρει πια έτσι. «Λε φλικ». Ο αστυνομικός. Από τη στιγμή που ο αστυνομικός έγινε φλικ και το έμαθε, χρειάζεται κάτι άλλο για να προστατεύση μιαν άλλη κατάσταση. Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο οι κοινές γυναίκες των δρόμων κινήθηκαν μέσα στην πάντα μεταπολεμική επερχόμενη παραλυσία ηθών. Αποτέλεσμα ήταν να γεμίσουν νοσήματα και να καταστούν δημόσιος κίνδυνος. Η κοινωνική ανάγκη δημιούργησε μιαν αυστηρή αστυνομία ηθών, που τις κυνηγούσε συστηματικά. Αυτοί οι αστυνομικοί φορούσαν τότε -ήταν καλοκαίρι- ψάθινα καπέλα. Οι γυναίκες για να φυλάξουν ή μια την άλλη – κοινό γνώρισμα της καταδιωκόμενης αγέλης- δεν μπορούσαν να φωνάξουν «φλικ» γιατί οι αστυνομικοί τόξεραν και τις τιμωρούσαν. Βρήκαν λοιπόν μιαν άλλη λέξη που ανταποκρίνεται στο ψάθινο καπέλο: «Λε πάιγ». Οι ψάθες. Κι’ από τότε ο αστυνομικός της αστυνομίας ηθών λέγεται πια έτσι: «Πάιγ». Όλοι οι άνθρωποι μιλούν μια γλώσσα ανάλογα με τον κύκλο μέσα στον οποίο κινούνται. Ο Εγγλέζος υπηρέτης ενός λόρδου, τον ειδοποιεί σε τρίτο πρόσωπο ότι το «μπρέκφαστ του κυρίου είναι έτοιμο», ο δημοκρατικός Αμερικανός στρατιώτης λέει στον αξιωματικό του «γιες σερ», ο αβρός διπλωμάτης φιλεί με κομψές εκφράσεις το χέρι μιας ντάμας, ο καπετάνιος του ιστιοφόρου τα λέει κομμάτι ναυτικά «όρτσα τον πλώριπ», ο κοινός άνθρωπος σταράτα, ο πολιτευόμενος μιλεί στους ψηφοφόρους με μιαν ακαταλαβίστικη καθαρευουσιάνικη που την εκτιμούν ακόμα κι’ αν δεν την καταλαβαίνουν απόλυτα, ο δάσκαλος δεν κάνει σολοικισμούς κι’ άκουσα έναν βιομήχανο που σήμερα βρίσκεται με λεπτά να λέη ότι το επάγγελμα του είναι πολύ «προσωπιδοφόρο». Δεν ήταν η λέξη του γιατί πολλές φορές οι λέξεις του ενός σκαλοπατιού πηδάνε στο άλλο και χάνουν την έννοιά τους. Κοσμικές δεσποινίδες λένε πολλές φορές «σπάσαμε πλάκα», έκφραση που ξεκίνησε από ένα μάγκα που πάνω στο γλέντι του και το μεθύσι του έσπασε όλες τις πλάκες του γραμμοφώνου που τον διεσκέδαζε και μεταφυτεύτηκε στο Πανελλήνιο περιβόλι και δεν έχουνε απόλυτη επίγνωση του τι λένε, από την άλλη μεριά όμως λένε για την υδροσύριγγα που πίνουνε το χασίς «λουλάς», λέξη αχαρακτήριστη σε κείνους που την μεταχειρίζονται και που την ξέρουν με την λέξη «ναργιλές» – υπάρχουν άλλες πενήντα παράλληλες- αφού λουλάς είναι το επάνω μέρος, η εστία εκεί που μπαίνει ο καπνός με το χασίς και δεν αποτελεί παρά μόνο ένα εξάρτημα του ναργιλέ.
Η δική μας γλώσσα της πιάτσας, του υποκόσμου, ακολούθησε λοιπόν το γενικό νόμο. Να δημιουργή τις λέξεις της από τις ανάγκες της ή από τα χαρακτηριστικά γεγονότα και πράγματα. Κάποτε ένας μάγκας χρειάστηκε ένα παλτό να περάση τον χειμώνα του. Κατάφερε να βρη μια χλαίνη που την έκλεψε ένας φαντάρος της κλίκας του και που τον λέγανε Επαμεινώντα. Ο μάγκας έβαψε τη χλαίνη μπλε για να μην γνωρίζεται, την κόντηνε, γιατί το κοντό παλτό ήτανε τότε μόδα στον κόσμο του και μια και του την έδωσε ένας Επαμεινώντας την βάφτισε «Επαμεινώντα». Η λέξη έμεινε κι’ από τότε το παλτό λέγεται «Επαμεινώντας».
Άλλο: το τάλληρο λέγεται «κούτσουρο». Το κατοστάρικο «παππούς». Ο παππούς είναι ένα νόμισμα αξιοσέβαστο, μεγάλο και κατά συνέπειαν σαν παππούς εμπνέει τον σεβασμό. Το κούτσουρο είναι μια μονάδα, ένας αριθμός, μια αφετηρία. Αντιπροσωπεύει «ένα» πακέτο τσιγάρα, «ένα» λιτό γεύμα, μια μονάδα σε δόση χασίς κ.λ.π. Μόνο του λοιπόν δεν είναι παρά «ένα ασήμαντο». Ένα κούτσουρο.
Ανάλογα με τα παραπάνω παραδείγματα δημιουργείται η γλώσσα του υποκόσμου. Κάθε λέξη βέβαια έχει την αφετηρία της, το δικαιολογητικό της, ακόμα και την ιστορία της. Και μ’ αυτή την γλώσσα ζη και κινείται ο κόσμος αυτός.
Σαν έπαινό μας πρέπει να ομολογήσουμε ότι εμείς εδώ δεν έχουμε υπόκοσμο επικίνδυνο. Κάποτε δημοσιεύανε τα «Μεγάλα μαχαίρια» τους φονιάδες, τους σκληρούς, τους κακούργους που δράσανε. Η Ελλάδα δεν παρουσίασε πάρα πολύ περιορισμένο αριθμό υποκοσμικών εγκληματιών. Τα περισσότερα εγκλήματα που ξεκινάνε από το «σεξ» δεν οφείλονται στον υπόκοσμο. Να περίπου μια σύντομη περιγραφή του ποιοι είναι οι δικοί μας.
Γύρω από τους είκοσι, τριάντα παλληκαράδες της πιάτσας – σήμερα είναι ζήτημα κι’ αν υπάρχουν τόσοι- που αποτελούνε τον πυρήνα και κάνουνε τις μεγάλες δουλειές (λαθρεμπόριο, εκμετάλλευση γυναικών, ύποπτα μαγαζιά, παιχνίδια τυχερά) κινούνται κατά κατηγορίες τα παράσιτά τους, που αρχίζουνε από τους περιφρονημένους κλεφτομπουγαδάδες, τους κλεφτοκοτάδες, και επεκτείνονται στα συναφή στάδια ή αποτελούνε τη σωματοφυλακή, τα παλληκάρια και τους εντολοδόχους των μεγάλων. Συνήθως, όλος αυτός ο κόσμος -εκτός από τους κλέφτες- αποφεύγει να έρθη σ’ επαφή και σε σύγκρουση με τους αστούς. Μπορείτε να κυκλοφορήσετε στις περιοχές τους με χίλιες λίρες στην τσέπη, κανείς δεν θα σας πειράξη κατά κανόνα. Πριν από τον γκαγκστερισμό κυριαρχεί η πονηριά. Μπορεί να στα πάρουνε με τον παπά, με το μανιτάρι, με το παιχνίδι, δεν θα στα πάρουν όμως με το πιστόλι και όσες φορές γίνονται τίποτα «χολντ απς» σε βενζινάδικα, σε σωφέρ κ.λ.π. γίνονται από ατζαμήδες που δεν ανήκουν στην κλίκα. Παιδαρέλια που επηρεάζονται από τα φιλμ, ανόητα κι’ απερίσκεπτα παλιόπαιδα, ποτέ όμως άνθρωποι του υπόκοσμου με οντότητα.
Ο υπόκοσμος μια και κινείται έξω από το νόμο έχει νόμους δικούς του κι’ έθιμα δικά του. Απαιτεί κι’ αυτός έναν αλληλοσεβασμό δικαιωμάτων για την συνύπαρξη και ακριβώς η καταπάτηση αυτών των δικαιωμάτων, των νόμων του δηλαδή, δημιουργεί τις εσωτερικές του προστριβές που καταλήγουν να στείλουν στη φυλακή τα μέλη του. Η γλώσσα του όμως υπάρχει. Και λυπάμαι που η σειρά των κομματιών που περιγράφει τις «αληθινές» ιστορίες του – τις έζησα μαζί του- δεν θα γράφεται στο στυλ «ο υποκόμης ησπάσθη μεθ’ αβρότητος τα άκρα των δακτύλων της βαρώνης», αλλά θα γράφεται στη δική του την αληθινή γλώσσα. Είναι απαραίτητο, ακόμα κι’ αν ξυνίσουν λίγο οι συντηρητικοί. Που επί τέλους δεν θα χάσουν τίποτα, αν την ακούσουν κι’ αυτήν την παράξενη και υπαρκτή Ελληνική γλώσσα…
Νίκου Τσιφόρου – Τα παιδιά της πιάτσας
Νίκου Τσιφόρου – Part 1
Νίκου Τσιφόρου – Part 2
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΤΑ ΚΑΤΕΒΑΣΕΤΕ ΔΩΡΕΑΝ:https://periodikotrypa.wordpress.com/%cf%83%cf%85%ce%bd%ce%b5%cf%81%ce%b3%ce%ac%cf%84%ce%b5%cf%82-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%cf%83%cf%85%ce%bd%ce%b5%cf%81%ce%b3%ce%ac%cf%84%ce%bf%ce%b9/%ce%b7%ce%bb%ce%af%ce%b1%cf%82-%cf%80%ce%b5%cf%84%cf%81%cf%8c%cf%80%ce%bf%cf%85%ce%bb%ce%bf%cf%82/
ΠΗΓΉ:
https://periodikotrypa.wordpress.com/%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%AC%CF%84%CE%B5%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%AC%CF%84%CE%BF%CE%B9/%CE%BF-%CE%B3%CE%AC%CF%84%CE%BF%CF%82-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CF%87%CE%AC%CE%BD%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%B9-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CF%83%CE%BA%CE%BF%CF%84%CE%AC%CE%B4%CE%B9/5122-2/