Γραφικός χαρακτήρας
GAZAKAS
Στις πράξεις του αναγνώριζες -αν είχες τη διάθεση να ασχοληθείς λίγο παραπάνω δηλαδή, γιατί οι περισσότεροι τον προσπερνούσαν με αδιαφορία- την πένα (ή το μολύβι, το στυλό, τη γραφομηχανή, το πληκτρολόγιο, αναλόγως) διαφόρων γνωστών ή άγνωστων συγγραφέων. Οι πιο πολλές από αυτές γεννούσαν βέβαια αμηχανία ή προβληματισμό. Και πώς αλλιώς; Χαστούκιζε τον εαυτό του δημόσια, αφήνοντας μελανιές στα μάγουλά του, χάριζε γκρίζες γάτες (ακόμη κι αν ήξερε ότι δεν μπορούν να τις πάρουν -αυτός τις έδινε), μπέρδευε τον έρωτα με το καφκικό σύμπαν. Έλεγε σε όλους ότι είχε βρει την τιμωρία, μα δεν υπήρχε έγκλημα. Κι ακόμη, πλάγιαζε όπως πλάγιαζαν τα γράμματα ενός ποιητή του 19ου αιώνα, έτεινε σε αγνώστους το χέρι σαν καλλιγραφικό ήτ(τ)α, χάραζε ένα Ι στον τοίχο ενός παλιού ξενοδοχείου για κάθε μέρα που περνούσε. Πλησίαζε τις γυναίκες έχοντας αποφασίσει ποιο μέρος (του σώματος, όχι του λόγου) θα τους πρόσφερε απλόχερα. Κι εκείνες τον έβλεπαν να έρχεται με ένα φαρδύ-πλατύ ζήτα στο μέτωπο, στο μέρος της καρδιάς, στο χέρι ή στο στομάχι. Ερωτευόταν αυτήν που θα έπαιρνε τα περισσότερα. Όταν μιλούσε, απέφευγε τα μι και τις αρνήσεις, και όποτε τριγυρνούσε στο λιμάνι, δεν κοιτούσε τη θάλασσα, μα τους γερανούς. Είχε φτιάξει μια τεράστια συλλογή από αχρείαστα ευχαριστώ και περιττές συγγνώμες -καμιά φορά σκεφτόταν ότι θα ήταν προτιμότερο να είχαν ειπωθεί όλα τους το ένα στη θέση του άλλου. Η ευγνωμοσύνη ως υποκατάστατο των τύψεων, η μετάνοια ως συγκεκαλυμμένη ευγνωμοσύνη. Εξαφανιζόταν από τη ζωή των ανθρώπων σαν αντεστραμμένος από μηχανής θεός και εμφανιζόταν ξανά σαν απλός κομπάρσος.
Στις πράξεις του αναγνώριζες -αν είχες τη διάθεση να ασχοληθείς λίγο παραπάνω δηλαδή, γιατί οι περισσότεροι τον προσπερνούσαν με αδιαφορία- την πένα (ή το μολύβι, το στυλό, τη γραφομηχανή, το πληκτρολόγιο, αναλόγως) διαφόρων γνωστών ή άγνωστων συγγραφέων. Οι πιο πολλές από αυτές γεννούσαν βέβαια αμηχανία ή προβληματισμό. Και πώς αλλιώς; Χαστούκιζε τον εαυτό του δημόσια, αφήνοντας μελανιές στα μάγουλά του, χάριζε γκρίζες γάτες (ακόμη κι αν ήξερε ότι δεν μπορούν να τις πάρουν -αυτός τις έδινε), μπέρδευε τον έρωτα με το καφκικό σύμπαν. Έλεγε σε όλους ότι είχε βρει την τιμωρία, μα δεν υπήρχε έγκλημα. Κι ακόμη, πλάγιαζε όπως πλάγιαζαν τα γράμματα ενός ποιητή του 19ου αιώνα, έτεινε σε αγνώστους το χέρι σαν καλλιγραφικό ήτ(τ)α, χάραζε ένα Ι στον τοίχο ενός παλιού ξενοδοχείου για κάθε μέρα που περνούσε. Πλησίαζε τις γυναίκες έχοντας αποφασίσει ποιο μέρος (του σώματος, όχι του λόγου) θα τους πρόσφερε απλόχερα. Κι εκείνες τον έβλεπαν να έρχεται με ένα φαρδύ-πλατύ ζήτα στο μέτωπο, στο μέρος της καρδιάς, στο χέρι ή στο στομάχι. Ερωτευόταν αυτήν που θα έπαιρνε τα περισσότερα. Όταν μιλούσε, απέφευγε τα μι και τις αρνήσεις, και όποτε τριγυρνούσε στο λιμάνι, δεν κοιτούσε τη θάλασσα, μα τους γερανούς. Είχε φτιάξει μια τεράστια συλλογή από αχρείαστα ευχαριστώ και περιττές συγγνώμες -καμιά φορά σκεφτόταν ότι θα ήταν προτιμότερο να είχαν ειπωθεί όλα τους το ένα στη θέση του άλλου. Η ευγνωμοσύνη ως υποκατάστατο των τύψεων, η μετάνοια ως συγκεκαλυμμένη ευγνωμοσύνη. Εξαφανιζόταν από τη ζωή των ανθρώπων σαν αντεστραμμένος από μηχανής θεός και εμφανιζόταν ξανά σαν απλός κομπάρσος.
Ο γραφολόγος που εξέτασε ό,τι απέμεινε απ’ αυτόν (ένας ιατροδικαστής που κλήθηκε πρώτος δήλωσε αδυναμία -χαρακτήρα) είπε ότι χάθηκε γιατί τον έγραφαν.