Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ
Από τη στιγμή που το κράτος ανέλαβε το ρόλο του διαμεσολαβητή και ρυθμιστή των κοινωνικών σχέσεων, αντικαθιστώντας το εθιμικό δίκαιο που μέχρι τότε καθόριζε τις ζωές των ανθρώπων, η φυλακή ήταν το αμέσως επόμενο βήμα για την αντιμετώπιση ή πρόληψη, από μέρους του, τυχόν «αντικοινωνικών συμπεριφορών». Ως θεσμός καθιερώθηκε τον 16ο αιώνα, ως μηχανισμός τιθάσευσης της κοινωνίας μπορούμε να αναζητήσουμε την εμφάνισή της στα χρόνια της αθηναϊκής δημοκρατίας.
Συνήθως στην αθηναϊκή δημοκρατία ο ρόλος της φυλακής έγκειται στον προσωρινό εγκλεισμό κάποιου για ώρες ή μέρες με σκοπό την αποπληρωμή κάποιου χρέους προς το δημόσιο ταμείο ή εφαρμογή της θανατικής ποινής (με κώνειο). Οι πολίτες θανατώνονταν εάν επιχειρούσαν να καταλύσουν το πολίτευμα ή αν βεβήλωναν τους θεούς, ενώ αν κρίνονταν απλά επικίνδυνοι για την πόλη, εξορίζονταν (συνήθως 10 χρόνια).
Δεν έλειπαν, ωστόσο, αντιλήψεις για την χρησιμότητα των φυλακών που προσεγγίζουν τις αντίστοιχες των ημερών μας. Σ’ ένα από τα πρώιμα έργα του, τον «Λεύκιππο», ο Πλάτωνας πρότεινε τρία διαφορετικά είδη φυλάκισης: α. την κράτηση των ατόμων μέχρι την ημέρα της δίκης τους (αντίστοιχο της σημερινής προφυλάκισης), β. τον εγκλεισμό των ατόμων εκείνων που χαρακτηρίζονται σαν «αλήτες» κι «ανυπόταχτοι» σε σωφρονιστικά ιδρύματα και γ. τον εξορισμό των ατόμων εκείνων που εγκλημάτησαν σε ακατοίκητες περιοχές για να τιμωρηθούν.
Για τους αθηναίους η σωματική και ψυχική τιμωρία, όπως αυτή πραγματώνεται μέσα στη φυλακή, ταίριαζε μόνο στους δούλους, ενώ στους «ελεύθερους ανθρώπους» (χαρακτηρίζονταν έτσι αυτοί που είχαν την ιδιότητα του πολίτη μέσα στα πλαίσια της αθηναϊκής δημοκρατίας) επιβάλλονταν πρόστιμα. Εξαίρεση αποτελούσαν οι περιπτώσεις όσων όφειλαν χρήματα στο δημόσιο (φόρους), και δεν ήταν σε θέση να τα πληρώσουν. Αυτοί φυλακίζονταν, από τη στιγμή που δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν ούτε στη χρηματική ποινή που τους επιβάλλονταν.
Εκτός, όμως, από τα δεσμωτήρια, ως χώροι προσωρινής φυλάκισης χρησιμοποιούνταν και δημόσια κτίρια (κάτι τέτοιο συνέβαινε για παράδειγμα στην Τεγέα), ενώ δεν έλειπαν και περιπτώσεις όπως αυτή του 5ου αιώνα, όταν Κροτωνιάτες μετέτρεψαν το σπίτι ενός «εγκληματία» σε δεσμωτήριον.
Οι φυλακές αποσκοπούσαν στην παροχή εγγυήσεων προστασίας του αθηναϊκού πολιτεύματος. Για την «τήρηση της τάξης» χρησιμοποιούνταν άλλες μέθοδοι. Στον Σόλωνα αποδίδεται ο νόμος που τιμωρούσε τον ένοχο κλοπής με χρηματική ποινή και πενθήμερο περιορισμό στην ποδοκάκκη (ξύλο στο οποίο προσδένονταν το πόδι με αποτέλεσμα την ακινητοποίησης του σώματος). Αυτού του είδους ο περιορισμός λάμβανε χώρα σε δημόσιο χώρο, για τον παραδειγματισμό και των άλλων («ώστε να μπορούν να το δουν όλοι δεμένο», σχολιάζει ο Δημοσθένης), ενώ δεν άργησε να έρθει η στιγμή που η χρήση του συγκεκριμένου μηχανισμού τιμωρίας επεκτάθηκε και μέσα στη φυλακή.
Στη Ρώμη, η στέρηση της ελευθερίας ενός ανθρώπου, δηλαδή η φυλάκιση, μπορούσε να προέλθει είτε από μία δημόσια αρχή είτε από κάποιον ιδιώτη.
Οι δημόσιες αρχές, ελισσόμενες μέσα στο δικονομικό πλαίσιο της εποχής, για παραπομπή σε δίκη, παρέκαμπταν πολύ συχνά τη νομοθεσία που ήθελε τον Ρωμαίο πολίτη να δικάζεται από λαϊκή συνέλευση (είτε σε κατευθείαν δίκη είτε ύστερα από προσφυγή στο λαό). Ο ορισμός εγγύησης για τον κατηγορούμενο μπορούσε να οδηγήσει σε παράταση της κράτησης του εάν δεν είχε χρήματα για να την εξαγοράσει ή εάν δεν παρουσιάζονταν τρίτος να εγγυηθεί (κάτι τέτοιο συνέβαινε αρκετά συχνά). Η αναμονή για τη δίκη επιμηκύνονταν, και μαζί με αυτή την αναμονή επιμηκύνονταν και ο χρόνος παραμονής στη φυλακή.
Εκτός, όμως, από την παραπάνω περίπτωση, φυλάκιση γίνονταν και σε περιπτώσεις μεταξύ καταδίκης και εκτέλεσης της ποινής, χρέους προς τις αρχές αλλά και για λόγους δημόσια τάξης ή προστασίας του πολιτεύματος.
Μία συνηθισμένη εικόνα στους δρόμους της Ρώμης ήταν αυτή του οφειλέτη να σύρεται δέσμιος από τον πιστωτή του, ο οποίος έχοντας κατορθώσει να αναγνωριστεί δικαστικά η οφειλή, προέβαινε σε ιδιωτική φυλάκιση του οφειλέτη και τον υποχρέωνε σε δουλική εργασία μέχρις ότου αποσβεστεί το χρέος του. Ιδιωτικές φυλακές υπήρχαν και σε μεγάλες οικογένειες, δείγμα της απεριόριστης εξουσίας του αρχηγού της οικογένειας.
Στο δίκαιο του Βυζαντίου δεν περιέχονταν ποινές όπως αυτή της φυλάκισης. Τις αντικαθιστούσαν οι διάφορες μορφές καταναγκαστικών έργων και εξορίας, δύο άλλοί τρόποι στέρησης της ελευθερίας και καταρράκωσης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Τα καταναγκαστικά έργα διακρίνονταν σε «μέταλλον» (εξόρυξη μεταλλεύματος) και «έργον μέταλλον» (επεξεργασία μετάλλου). Τον 2ο αιώνα, όμως πιθανόν λόγω της εδαφικής και στρατιωτικής συρρίκνωσης της βυζαντινής αυτοκρατορίας, η δυνατότητες επιλογής τόπων για εξορία περιορίστηκαν και με ρητή διάταξη του Μανουήλ Κομνηνού καθιερώνεται το 1166 για πρώτη φορά η ποινή της ισόβιας κάθειρξης για τους δράστες ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως.
Από την πρώιμη περίοδο του Βυζαντίου, ίσως και νωρίτερα, τα μοναστήρια έρχονται να υποκαταστήσουν τον ρόλο των φυλακών. Άντρες και γυναίκες που έχουν διαπράξει εγκλήματα σχετικά με το γάμο, την οικογένεια και τη γενετήσια ζωή (μοιχεία, πορνεία, συναινετική διάζευξη) καθώς και κληρικοί ή μοναχοί και μοναχές που έχουν παραβιάσει με τη συμπεριφορά τους τις υποχρεώσεις τους απέναντι στην εκκλησία, ενίοτε και το κράτος, φυλακίζονται σε μονές. Παράλληλα με τη φυλάκιση, ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας των κρατουμένων περνάει στο ίδρυμα (μοναστήρια) που εκτίουν την ποινή τους.
Πέρα από τα μοναστήρια, μαρτυρίες κάνουν λόγο για ύπαρξη χώρων κράτησης και σε άλλα εκκλησιαστικά οικοδομήματα (π.χ. επισκοπεία). Την ίδια στιγμή επίσκοποι, στα πλαίσια της γενικότερης… κοινωνικής προσφοράς της εκκλησίας την εποχή εκείνη, οικοδομούν δεσμωτήρια! Αυτή η αγαστή συνεργασία βυζαντινού κράτους και εκκλησίας, με το περιεχόμενο που περιγράφηκε παραπάνω, είχε σαν αποτέλεσμα τη σημαντική οικονομική ενίσχυση των μονών.
Για μία βαθύτερη κατανόηση των συνθηκών που οδήγησαν στη θέσμιση του «σωφρονιστικού συστήματος», όπως το γνωρίζουμε και το βιώνουμε σήμερα, οφείλουμε να σταθούμε στις απαρχές του 17ου αιώνα.
Οι σύγχρονες φυλακές δεν αποτελούν εξέλιξη ή μετάλλαξη των μπουντρουμιών παλαιότερων εποχών. Αντίθετα, η εμφάνισή τους ανάγεται στα πτωχοκομεία, τα οποία δημιουργήθηκαν τον 17ο αιώνα, την περίοδο παρακμής της φεουδαρχίας. Ο «τριακονταετής πόλεμος» (μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας), οι ασθένειες και η ανακάλυψη νέων πολύτιμων μετάλλων στις υπερπόντιες χώρες προκάλεσαν κοινωνικές αναταράξεις. Πολλοί αγρεργάτες έγιναν περιπλανώμενοι επαίτες. Γρήγορα έγινε αντιληπτό, από την καθεστηκυία τάξης της εποχής, ότι στα πτωχοκομεία, όπου τους έδιναν φαγητό, συγκεντρώνονταν ένα εργατικό δυναμικό (ζητιάνοι, «κακοποιοί», «αλήτες») το οποίο θα μπορούσε να αποδειχθεί οικονομικά ωφέλιμο. Έτσι, τέθηκε σε εφαρμογή ένα «πείραμα». Οι κρατικές αρχές άρχισαν να τους υποχρεώνουν να δουλεύουν και να μένουν μόνιμα μέσα σε αυτά τα ιδρύματα. Κίνηση που έδινε την ευκαιρία στους εξουσιαστές της εποχής να έχουν ένα «επικίνδυνο», για τη σταθερότητα των κρατών τους, ανθρώπινο σύνολο υπό συνεχή επιτήρηση και σε μία δουλοπρεπή κατάσταση. Πρώτο βήμα για την στέρηση της ελευθερίας, εξ’ ολοκλήρου, ήταν η στέρηση της σωματικής ελευθερίας.
Στα 1557 δημιουργείται το πρώτο σωφρονιστήριο-εργαστήριο «πειραμάτων» στην Αγγλία (φρούριο Bridewell) και το 1596 στο Άμστερνταμ. Ακολουθεί η δημιουργία ανάλογων «σωφρονιστηρίων» στη Γερμανία και την Ελβετία. Οι φυλακισμένοι αναγκάζονται να υφαίνουν κυρίως μαλλί, αφού αυτός είναι ο κλάδος που «χτυπήθηκε» περισσότερο από την έλλειψη εργατικού δυναμικού.
Οι συνθήκες επιβολής όμως άλλαξαν και ταυτόχρονα και η χρησιμότητα των εγκλείστων σε αυτά τα «σωφρονιστικά εργαστήρια». Με τη μηχανοποίηση των μέσων παραγωγής ένα μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού έμεινε χωρίς δουλειά, με αποτέλεσμα η προσφορά εργασίας να πέσει σε χαμηλά επίπεδα. Η εργασία των κρατουμένων στα πτωχοκομεία ήταν πλέον οικονομικά ανώφελη (η ελεύθερη αγορά προσέφερε αρκετά φθηνότερο και ευέλικτο εργατικό δυναμικό), με αποτέλεσμα να αλλάξει εντελώς η μορφή της. Πλέον στοχεύει αποκλειστικά στο «σωφρονισμό» και την καταπίεση των ανθρώπων, αντί να υφαίνουν κουβαλούν άσκοπα πέτρες. Περνάμε, δηλαδή, στη φάση φυλάκισης σώματος και ψυχής, ολοκληρωτικής στέρησης της ελευθερίας.
Στα τέλη του 17ου αιώνα ιδρύονται άσυλα για την περισυλλογή εγκαταλελειμμένων παιδιών στην Φλωρεντία, τα οποία το 1703 θα μετατραπούν σε «σωφρονιστικά ιδρύματα». Από εκεί και πέρα θα συνεχιστεί η κατασκευή ασύλων-φυλακών για παιδιά τα οποία αντιμετωπίζουν προβλήματα (π.χ. νοητικά). Άσυλα τα οποία συνυπάρχουν χρονικά παράλληλα με τα ψυχιατρικά ιδρύματα, τα οποία από τα μέσα του 16ου αιώνα και μέχρι σήμερα, αποτελούν το πλέον γνωστό «σωφρονιστικό» μέτρο εγκλεισμού και εξουδετέρωσης του καθεστωτικού αντιπάλου. Αυτός ο τρόπος στέρησης της ελευθερίας εξελίχτηκε από τον σταλινισμό και τεκμηριώνεται ιδεολογικά στους χρόνους του τσάρου της Μόσχας Ιβάν Δ΄ του Τρομερού (1533-1584), σύμφωνα με τον οποίο ο υπήκοος που στρέφεται κατά του απόλυτου άρχοντα του, του τσάρου, δεν είναι απλώς εγκληματίας, αλλά και «σαλεμένος» στο μυαλό. Στη Ρωσία, μάλιστα, μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’80 (επίσημα), οι αντιφρονούντες παραπέμπονται μαζικά στις ψυχιατρικές κλινικές όπου υφίστανται φαρμακευτική αγωγή μέχρι την οριστική πνευματική τους κατάρρευση.
Κοινωνιολογία, A. Giddens, εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2002
Η ιδρυματική και εξωιδρυματική μεταχείριση των ανηλίκων στην Ελλάδα και το εξωτερικό, Α. Χάιδου, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1990.
Ένθετο της «Ελευθεροτυπίας» «Ιστορικά», τεύχος 214, 4 Δεκεμβρίου 2003.
Μπροσούρα Φυλακές: εξέλιξη κι ο ρόλος της αρχιτεκτονικής, Αυτόνομες εκδόσεις, Αθήνα 1983.
Συνήθως στην αθηναϊκή δημοκρατία ο ρόλος της φυλακής έγκειται στον προσωρινό εγκλεισμό κάποιου για ώρες ή μέρες με σκοπό την αποπληρωμή κάποιου χρέους προς το δημόσιο ταμείο ή εφαρμογή της θανατικής ποινής (με κώνειο). Οι πολίτες θανατώνονταν εάν επιχειρούσαν να καταλύσουν το πολίτευμα ή αν βεβήλωναν τους θεούς, ενώ αν κρίνονταν απλά επικίνδυνοι για την πόλη, εξορίζονταν (συνήθως 10 χρόνια).
Δεν έλειπαν, ωστόσο, αντιλήψεις για την χρησιμότητα των φυλακών που προσεγγίζουν τις αντίστοιχες των ημερών μας. Σ’ ένα από τα πρώιμα έργα του, τον «Λεύκιππο», ο Πλάτωνας πρότεινε τρία διαφορετικά είδη φυλάκισης: α. την κράτηση των ατόμων μέχρι την ημέρα της δίκης τους (αντίστοιχο της σημερινής προφυλάκισης), β. τον εγκλεισμό των ατόμων εκείνων που χαρακτηρίζονται σαν «αλήτες» κι «ανυπόταχτοι» σε σωφρονιστικά ιδρύματα και γ. τον εξορισμό των ατόμων εκείνων που εγκλημάτησαν σε ακατοίκητες περιοχές για να τιμωρηθούν.
Για τους αθηναίους η σωματική και ψυχική τιμωρία, όπως αυτή πραγματώνεται μέσα στη φυλακή, ταίριαζε μόνο στους δούλους, ενώ στους «ελεύθερους ανθρώπους» (χαρακτηρίζονταν έτσι αυτοί που είχαν την ιδιότητα του πολίτη μέσα στα πλαίσια της αθηναϊκής δημοκρατίας) επιβάλλονταν πρόστιμα. Εξαίρεση αποτελούσαν οι περιπτώσεις όσων όφειλαν χρήματα στο δημόσιο (φόρους), και δεν ήταν σε θέση να τα πληρώσουν. Αυτοί φυλακίζονταν, από τη στιγμή που δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν ούτε στη χρηματική ποινή που τους επιβάλλονταν.
Εκτός, όμως, από τα δεσμωτήρια, ως χώροι προσωρινής φυλάκισης χρησιμοποιούνταν και δημόσια κτίρια (κάτι τέτοιο συνέβαινε για παράδειγμα στην Τεγέα), ενώ δεν έλειπαν και περιπτώσεις όπως αυτή του 5ου αιώνα, όταν Κροτωνιάτες μετέτρεψαν το σπίτι ενός «εγκληματία» σε δεσμωτήριον.
Οι φυλακές αποσκοπούσαν στην παροχή εγγυήσεων προστασίας του αθηναϊκού πολιτεύματος. Για την «τήρηση της τάξης» χρησιμοποιούνταν άλλες μέθοδοι. Στον Σόλωνα αποδίδεται ο νόμος που τιμωρούσε τον ένοχο κλοπής με χρηματική ποινή και πενθήμερο περιορισμό στην ποδοκάκκη (ξύλο στο οποίο προσδένονταν το πόδι με αποτέλεσμα την ακινητοποίησης του σώματος). Αυτού του είδους ο περιορισμός λάμβανε χώρα σε δημόσιο χώρο, για τον παραδειγματισμό και των άλλων («ώστε να μπορούν να το δουν όλοι δεμένο», σχολιάζει ο Δημοσθένης), ενώ δεν άργησε να έρθει η στιγμή που η χρήση του συγκεκριμένου μηχανισμού τιμωρίας επεκτάθηκε και μέσα στη φυλακή.
Στη Ρώμη, η στέρηση της ελευθερίας ενός ανθρώπου, δηλαδή η φυλάκιση, μπορούσε να προέλθει είτε από μία δημόσια αρχή είτε από κάποιον ιδιώτη.
Οι δημόσιες αρχές, ελισσόμενες μέσα στο δικονομικό πλαίσιο της εποχής, για παραπομπή σε δίκη, παρέκαμπταν πολύ συχνά τη νομοθεσία που ήθελε τον Ρωμαίο πολίτη να δικάζεται από λαϊκή συνέλευση (είτε σε κατευθείαν δίκη είτε ύστερα από προσφυγή στο λαό). Ο ορισμός εγγύησης για τον κατηγορούμενο μπορούσε να οδηγήσει σε παράταση της κράτησης του εάν δεν είχε χρήματα για να την εξαγοράσει ή εάν δεν παρουσιάζονταν τρίτος να εγγυηθεί (κάτι τέτοιο συνέβαινε αρκετά συχνά). Η αναμονή για τη δίκη επιμηκύνονταν, και μαζί με αυτή την αναμονή επιμηκύνονταν και ο χρόνος παραμονής στη φυλακή.
Εκτός, όμως, από την παραπάνω περίπτωση, φυλάκιση γίνονταν και σε περιπτώσεις μεταξύ καταδίκης και εκτέλεσης της ποινής, χρέους προς τις αρχές αλλά και για λόγους δημόσια τάξης ή προστασίας του πολιτεύματος.
Μία συνηθισμένη εικόνα στους δρόμους της Ρώμης ήταν αυτή του οφειλέτη να σύρεται δέσμιος από τον πιστωτή του, ο οποίος έχοντας κατορθώσει να αναγνωριστεί δικαστικά η οφειλή, προέβαινε σε ιδιωτική φυλάκιση του οφειλέτη και τον υποχρέωνε σε δουλική εργασία μέχρις ότου αποσβεστεί το χρέος του. Ιδιωτικές φυλακές υπήρχαν και σε μεγάλες οικογένειες, δείγμα της απεριόριστης εξουσίας του αρχηγού της οικογένειας.
Στο δίκαιο του Βυζαντίου δεν περιέχονταν ποινές όπως αυτή της φυλάκισης. Τις αντικαθιστούσαν οι διάφορες μορφές καταναγκαστικών έργων και εξορίας, δύο άλλοί τρόποι στέρησης της ελευθερίας και καταρράκωσης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Τα καταναγκαστικά έργα διακρίνονταν σε «μέταλλον» (εξόρυξη μεταλλεύματος) και «έργον μέταλλον» (επεξεργασία μετάλλου). Τον 2ο αιώνα, όμως πιθανόν λόγω της εδαφικής και στρατιωτικής συρρίκνωσης της βυζαντινής αυτοκρατορίας, η δυνατότητες επιλογής τόπων για εξορία περιορίστηκαν και με ρητή διάταξη του Μανουήλ Κομνηνού καθιερώνεται το 1166 για πρώτη φορά η ποινή της ισόβιας κάθειρξης για τους δράστες ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως.
Από την πρώιμη περίοδο του Βυζαντίου, ίσως και νωρίτερα, τα μοναστήρια έρχονται να υποκαταστήσουν τον ρόλο των φυλακών. Άντρες και γυναίκες που έχουν διαπράξει εγκλήματα σχετικά με το γάμο, την οικογένεια και τη γενετήσια ζωή (μοιχεία, πορνεία, συναινετική διάζευξη) καθώς και κληρικοί ή μοναχοί και μοναχές που έχουν παραβιάσει με τη συμπεριφορά τους τις υποχρεώσεις τους απέναντι στην εκκλησία, ενίοτε και το κράτος, φυλακίζονται σε μονές. Παράλληλα με τη φυλάκιση, ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας των κρατουμένων περνάει στο ίδρυμα (μοναστήρια) που εκτίουν την ποινή τους.
Πέρα από τα μοναστήρια, μαρτυρίες κάνουν λόγο για ύπαρξη χώρων κράτησης και σε άλλα εκκλησιαστικά οικοδομήματα (π.χ. επισκοπεία). Την ίδια στιγμή επίσκοποι, στα πλαίσια της γενικότερης… κοινωνικής προσφοράς της εκκλησίας την εποχή εκείνη, οικοδομούν δεσμωτήρια! Αυτή η αγαστή συνεργασία βυζαντινού κράτους και εκκλησίας, με το περιεχόμενο που περιγράφηκε παραπάνω, είχε σαν αποτέλεσμα τη σημαντική οικονομική ενίσχυση των μονών.
Για μία βαθύτερη κατανόηση των συνθηκών που οδήγησαν στη θέσμιση του «σωφρονιστικού συστήματος», όπως το γνωρίζουμε και το βιώνουμε σήμερα, οφείλουμε να σταθούμε στις απαρχές του 17ου αιώνα.
Οι σύγχρονες φυλακές δεν αποτελούν εξέλιξη ή μετάλλαξη των μπουντρουμιών παλαιότερων εποχών. Αντίθετα, η εμφάνισή τους ανάγεται στα πτωχοκομεία, τα οποία δημιουργήθηκαν τον 17ο αιώνα, την περίοδο παρακμής της φεουδαρχίας. Ο «τριακονταετής πόλεμος» (μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας), οι ασθένειες και η ανακάλυψη νέων πολύτιμων μετάλλων στις υπερπόντιες χώρες προκάλεσαν κοινωνικές αναταράξεις. Πολλοί αγρεργάτες έγιναν περιπλανώμενοι επαίτες. Γρήγορα έγινε αντιληπτό, από την καθεστηκυία τάξης της εποχής, ότι στα πτωχοκομεία, όπου τους έδιναν φαγητό, συγκεντρώνονταν ένα εργατικό δυναμικό (ζητιάνοι, «κακοποιοί», «αλήτες») το οποίο θα μπορούσε να αποδειχθεί οικονομικά ωφέλιμο. Έτσι, τέθηκε σε εφαρμογή ένα «πείραμα». Οι κρατικές αρχές άρχισαν να τους υποχρεώνουν να δουλεύουν και να μένουν μόνιμα μέσα σε αυτά τα ιδρύματα. Κίνηση που έδινε την ευκαιρία στους εξουσιαστές της εποχής να έχουν ένα «επικίνδυνο», για τη σταθερότητα των κρατών τους, ανθρώπινο σύνολο υπό συνεχή επιτήρηση και σε μία δουλοπρεπή κατάσταση. Πρώτο βήμα για την στέρηση της ελευθερίας, εξ’ ολοκλήρου, ήταν η στέρηση της σωματικής ελευθερίας.
Στα 1557 δημιουργείται το πρώτο σωφρονιστήριο-εργαστήριο «πειραμάτων» στην Αγγλία (φρούριο Bridewell) και το 1596 στο Άμστερνταμ. Ακολουθεί η δημιουργία ανάλογων «σωφρονιστηρίων» στη Γερμανία και την Ελβετία. Οι φυλακισμένοι αναγκάζονται να υφαίνουν κυρίως μαλλί, αφού αυτός είναι ο κλάδος που «χτυπήθηκε» περισσότερο από την έλλειψη εργατικού δυναμικού.
Οι συνθήκες επιβολής όμως άλλαξαν και ταυτόχρονα και η χρησιμότητα των εγκλείστων σε αυτά τα «σωφρονιστικά εργαστήρια». Με τη μηχανοποίηση των μέσων παραγωγής ένα μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού έμεινε χωρίς δουλειά, με αποτέλεσμα η προσφορά εργασίας να πέσει σε χαμηλά επίπεδα. Η εργασία των κρατουμένων στα πτωχοκομεία ήταν πλέον οικονομικά ανώφελη (η ελεύθερη αγορά προσέφερε αρκετά φθηνότερο και ευέλικτο εργατικό δυναμικό), με αποτέλεσμα να αλλάξει εντελώς η μορφή της. Πλέον στοχεύει αποκλειστικά στο «σωφρονισμό» και την καταπίεση των ανθρώπων, αντί να υφαίνουν κουβαλούν άσκοπα πέτρες. Περνάμε, δηλαδή, στη φάση φυλάκισης σώματος και ψυχής, ολοκληρωτικής στέρησης της ελευθερίας.
Στα τέλη του 17ου αιώνα ιδρύονται άσυλα για την περισυλλογή εγκαταλελειμμένων παιδιών στην Φλωρεντία, τα οποία το 1703 θα μετατραπούν σε «σωφρονιστικά ιδρύματα». Από εκεί και πέρα θα συνεχιστεί η κατασκευή ασύλων-φυλακών για παιδιά τα οποία αντιμετωπίζουν προβλήματα (π.χ. νοητικά). Άσυλα τα οποία συνυπάρχουν χρονικά παράλληλα με τα ψυχιατρικά ιδρύματα, τα οποία από τα μέσα του 16ου αιώνα και μέχρι σήμερα, αποτελούν το πλέον γνωστό «σωφρονιστικό» μέτρο εγκλεισμού και εξουδετέρωσης του καθεστωτικού αντιπάλου. Αυτός ο τρόπος στέρησης της ελευθερίας εξελίχτηκε από τον σταλινισμό και τεκμηριώνεται ιδεολογικά στους χρόνους του τσάρου της Μόσχας Ιβάν Δ΄ του Τρομερού (1533-1584), σύμφωνα με τον οποίο ο υπήκοος που στρέφεται κατά του απόλυτου άρχοντα του, του τσάρου, δεν είναι απλώς εγκληματίας, αλλά και «σαλεμένος» στο μυαλό. Στη Ρωσία, μάλιστα, μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’80 (επίσημα), οι αντιφρονούντες παραπέμπονται μαζικά στις ψυχιατρικές κλινικές όπου υφίστανται φαρμακευτική αγωγή μέχρι την οριστική πνευματική τους κατάρρευση.
Β.
ΠΗΓΕΣ:Κοινωνιολογία, A. Giddens, εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2002
Η ιδρυματική και εξωιδρυματική μεταχείριση των ανηλίκων στην Ελλάδα και το εξωτερικό, Α. Χάιδου, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1990.
Ένθετο της «Ελευθεροτυπίας» «Ιστορικά», τεύχος 214, 4 Δεκεμβρίου 2003.
Μπροσούρα Φυλακές: εξέλιξη κι ο ρόλος της αρχιτεκτονικής, Αυτόνομες εκδόσεις, Αθήνα 1983.
Από την αναρχική εφημερίδα ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 31, 1 Νοεμβρίου 2004
πηγή:
https://anarchypress.wordpress.com/2015/05/17/%CE%B7-%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%B7-%CE%B5%CE%BE%CE%B5%CE%BB%CE%B9%CE%BE%CE%B7-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%86%CF%85%CE%BB%CE%B1%CE%BA%CF%89%CE%BD/