χωρίς κόκκινη γραμμή
Tα γράφω όσο μπορώ γυμνό από κάθε είδους συναισθηματισμό. Το μελό στριφογυρνάει ανάμεσα στα πόδια μου, χαϊδολογιέται, «παίξε με κι εμένα λίγο», το κλωτσάω, ξέρω ότι θα επιμείνει, ξέρει ότι λυγίζω εύκολα.
Στο μάρκετ, λίγο μετά τις πέντε το απόγευμα. Σχετική ησυχία. Είμαστε τρεις άνθρωποι και ένα ταμείο για να αναμετρηθούμε μαζί του. Μπορούμε αν συνεργαστούμε να το κατατροπώσουμε αλλά θα είναι μια πύρρεια νίκη, ένα στο χώμα, χιλιάδες -ταμεία- στον αγώνα, ματαιοπονώ όταν καταστρώνω στρατηγικές έχοντας πάρει νωρίτερα ξοζάλ. Έχω παρατηρήσει πως ούτε muzak παίζουν πια, ίσως για να σ’ αφήσουν -σκέφτομαι, αφελώς- απερίσπαστο να παλέψεις με αριθμούς, προσθαφαιρέσεις και ανύπαρκτα ρέστα. Γυναίκα ακαθόριστης ηλικίας και περιγράμματος -τα μπερδεύω τα 60 με τα 65 και τα 70, προς το παρόν- μπροστά στο ράφι με τις σάλτσες και τους πελτέδες. Υπάρχουν ακόμη πελτέδες, λοιπόν. Πιάνει, αφήνει, μελετά, κοιτάζει τιμές, κάνει να φύγει, επιστρέφει, παίρνει μια μικρή κονσέρβα με πελτέ, την βάζει στο καλάθι. Χεριού καλάθι, όχι ροδάτο, δεν μπορείς να περιφέρεσαι με άδειο καρότσι ώσπου να φτάσεις στα ταμεία, οι ματιές των ανθρώπων μαχαιρώνουν πιο εύκολα κι απ΄ τον Τζακ. Υπάρχουν ακόμη πελτέδες, τελικά.
Η ίδια, δυο μέτρα παρακάτω. Κόλλησε το μάτι μου πάνω της, ήμουν και στον ίδιο διάδρομο, καλύτερα να παρατηρείς ανθρώπους παρά λινγκουίνι και σπαγκέτι νούμερο τρία. Κοιτάζει τις τιμές στα μακαρόνια. Τα ψαχουλεύει, σα να πρόκειται να διαλέξει ντομάτες ή ροδάκινα. Φοβήθηκα, για μια στιγμή, ότι μπορεί να τα μυρίσει κιόλας πριν αποφασίσει. Δευτερόλεπτα πριν απελπιστώ και φύγω σε άλλον διάδρομο, βάζει ένα πακέτο στο καλάθι. Δεν πρόσεξα τι νούμερο ήταν, έχει και η περιέργεια όρια.
Όρια έχει αλλά έχει και όρεξη η ρουφιάνα σαν μυριστεί αίμα. Προσπαθώ να συμπληρώσω γρήγορα τη λίστα, μη τη χάσω απ’ τα μάτια μου και προλάβει να πάει στο ταμείο χωρίς να είμαι εκεί. Έχεις δει αυτούς που τρέχαν στις κερκίδες να δουν τους πλουμιστούς με τα κολάν και τα παπούτσια-μπαλαρίνες να μαχαιρώνουν ταύρους; Τέτοιος ήμουν εκείνη την ώρα.
Βγάζει στο ταμείο τα μακαρόνια, τον πελτέ και κάτι ακόμη. Γέρνω λίγο το κεφάλι αριστερά, να δω. Μια σοκολάτα μια σταλιά, μια χαψιά, άντε δυο αν θες να παρατείνεις την ηδονή. Αποκλείεται να υποκύψει στην καύλα, θα ΄χει εγγονάκι, σίγουρα. Ψαχουλεύει το μικρό μαύρο πορτοφόλι, ούτε χαρτί βλέπω μέσα, ούτε ακούω μέταλλα να τρίβονται μεταξύ τους, δίνει δίευρο, παίρνει και ρέστα, τα βάζει με σεβασμό αντάξιο κυριακάτικου αντίδωρου πίσω. Μακαρόνια και πελτές μπαίνουν σε σακούλα, έχουν δει και καλύτερες μέρες αυτές οι σακούλες. Πριν φτάσει στην έξοδο βγάζει το περιτύλιγμα απ’ τη σοκολάτα, δαγκώνει μια, δυο, τρεις. Μπορεί και να μην έχει εγγόνι, τελικά. Μετράω μπουκιές μιας άγνωστης, ακαθόριστης ηλικίας, γυναίκας στις πέντε το απόγευμα σε ένα άδειο σουπερμάρκετ. Χειρότερος απ’ αυτούς που καυλώναν βλέποντας ταύρους να ξεψυχάνε κάτω απ’ τον ήλιο.
Δεν ξέρω τι μπορεί να είχε στο μυαλό της την ώρα που έλιωνε μέσα της η σοκολάτα. Ελπίζω κάτι καλό. Κάτι πολύ καλό που είχε χάσει και το ξαναβρήκε έστω για λίγα δευτερόλεπτα.
Χτες το απόγευμα ανακάλυψα ότι εκτός από πελτέδες, στα μάρκετ και στα μπακάλικα πουλάνε και ψυχοφάρμακα για να γλυκάνεις την πίκρα σου. Χωρίς κόκκινη γραμμή, δίχως συνταγογράφηση.
Και άντε και γαμήσου μαλακισμένο που κατασκήνωσες ανάμεσα στα πόδια μου, που τρίβεσαι και μου δείχνεις με κάθε ευκαιρία τα κίτρινα δοντάκια σου, ηλίθιο κατασκεύασμα.
πηγή
http://amancalledkkmoiris.com/2015/05/19/%CF%87%CF%89%CF%81%CE%AF%CF%82-%CE%BA%CF%8C%CE%BA%CE%BA%CE%B9%CE%BD%CE%B7-%CE%B3%CF%81%CE%B1%CE%BC%CE%BC%CE%AE/#like-3956