Θερμές νύχτες σε παγωμένους καιρούς |
Του Πέτρου-Ιωσήφ Στανγκανέλλη |
Το πρώτο που θυμάμαι από την Ιφιγένεια ήταν ένα τραγούδι που μουρμούριζε: «Quella sera a Milano era caldo\ma che caldo, che caldo faceva» («εκείνη τη νύχτα στο Μιλάνο έκανε ζέστη\ μα τι τρομερή ζέστη έκανε»). Πρόδηλη η ειρωνεία για όποιον έχει περάσει έστω και μια νύχτα του Δεκέμβρη στο Μιλάνο. Την ιστορία την ήξερα, το τραγούδι όχι. Βρισκόμουν, δηλαδή, τριάντα χρόνια μετά, στην αντίθετη θέση από αυτήν του «μέσου ιταλού». Στις 12 Δεκεμβρίου 1969 μια βόμβα εκρήγνυται στην έδρα της Εθνικής Τράπεζας Γεωργίας. Προξενεί 16 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες. Η επίθεση φορτώνεται, αρχικά, στους αναρχικούς, και συγκεκριμένα στον Τζουζέππε Πινέλλι, ο οποίος συλλαμβάνεται και, κατά τη διάρκεια της ανάκρισής του, «αισθάνεται μια αδιαθεσία, πλησιάζει σε ένα ανοιχτό παράθυρο να πάρει αέρα, γλιστρά και πέφτει»: αυτή είναι η επίσημη αφήγηση του περιστατικού. Η «πραγματικότητα» είναι πολύ διαφορετική, παρόλο που κανείς δεν τη γνωρίζει με ακρίβεια. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο επιθεωρητής της αστυνομίας Λουίτζι Καλαμπρέζι ήταν αυτός που στις 15 εκείνου του Δεκέμβρη εκπαραθύρωσε τον αναρχικό σιδηροδρομικό – σύμφωνα με το τραγούδι, επειδή «είχε καταλάβει» πως η «σφαγή» ήταν μια από τις πρώτες κινήσεις των ιταλικών μυστικών υπηρεσιών και του παρακράτους με σκοπό την αποσταθεροποίηση. Την πρόκληση του φόβου, του φόβου για την «άκρα αριστερά», τους εργαζόμενους που αγωνίζονταν, τις φοιτητικές πορείες, τις διεκδικήσεις. Ένα καλομελετημένο σχέδιο που απευθυνόταν πρώτα στον «μέσο» ιταλό, τον φιλήσυχο και νομοταγή πολίτη, που κοιτά τη δουλειά του. Κι έπειτα, σε όλους. Το συγκεκριμένο τραγούδι, το οποίο σώζεται σε διάφορες παραλλαγές (περισσότερο ή λιγότερο λογοκριμένες), εντάσσεται στη μακρά παράδοση διάδοσης, μέσω του προφορικού λόγου, ενός πολιτικού μηνύματος ή μιας «εναλλακτικής» εξιστόρησης γεγονότων «από τα κάτω». Ή, ακριβέστερα, είναι ένα από τα τελευταία δείγματα αυτής της παράδοσης, η οποία ήδη αργοπέθαινε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, συντετριμμένη από την τηλεόραση ή διοχετευμένη στις πρώτες προσπάθειες για τη δημιουργία «πειρατικών» ραδιοσταθμών. Οι διασημότεροι «cantastorie», αυτοί που τραγουδούσαν ιστορίες, ήδη από την δεκαετία του 1950 ηχογραφούσαν τα τραγούδια τους, τα φτιαγμένα από τα υλικά της λαϊκής παράδοσης και μνήμης, και τα διακινούσαν σε εργατικές λέσχες, κομματικές οργανώσεις, γιορτές και πανηγύρια. Πέρα από τις ιστορίες, οι πιο «έντεχνοι» εξ αυτών προσπαθούσαν (συχνά, με θαυμαστά αποτελέσματα), να εκλαϊκεύσουν τη γραμμή του κόμματος – ακόμα και τις κυριότερες έννοιες του μαρξισμού. Ας αφήσω όμως τα ειδολογικά κι ας επιστρέψω, για λίγο ακόμα, στο τραγούδι. Η παραλλαγή που γνωρίζω, η λιγότερο λογοκριμένη, αφού διηγείται το «τι πραγματικά έγινε» εκείνο το «ζεστό» βράδυ στο Μιλάνο, περνά αμέσως στην επόμενη εικόνα: οι σύντροφοι του Πινέλλι μαζεμένοι πάνω από τον τάφο του να υπόσχονται δικαιοσύνη και εκδίκηση. Η «εκδίκηση» άργησε τρία χρόνια: ο επιθεωρητής Καλαμπρέζι δολοφονήθηκε το 1972. «Αργά ή γρήγορα η δικαιοσύνη θα έλθει»: έτσι τελειώνει η συγκεκριμένη εκδοχή. En passant, θίγεται η διάκριση μεταξύ Δικαίου και Δικαιοσύνης (χωρίς, μάλιστα την χρήση του προσδιορισμού «αστική»…). Δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια «απλή» αφήγηση ενός γεγονότος, μια αφήγηση ιδωμένη από μια συγκεκριμένη, υποκειμενική σκοπιά, αλλά σε μια μελοποιημένη σύνδεση μεταξύ της ιστορίας ενός ατόμου και της σχέσης της με μια αξία, με ένα συλλογικό επίδικο. Ένα τραγούδι «για χάρη» των αδυνάτων; Μια διά της μουσικής εκπλήρωση στο φαντασιακό μιας νίκης που ποτέ (όχι ακόμα) δεν ήλθε; Και η «πραγματικότητα»; Ας θυμηθούμε, στο σημείο αυτό, τον Πάκο Ιγκνάσιο Τάιμπο τον Β’: «Το 1969, ο πρόεδρος του Μεξικού προσπάθησε να με σκοτώσει. Το 1971, τον σκότωσα εγώ σ’ ένα μου μυθιστόρημα», λέει σε μια συνέντευξή του. Για να προσθέσει ειρωνικά: «δυστυχώς, ο πρόεδρος πέθανε στο κρεβάτι του». Οι «ήρωές του», συνήθως, στα έργα του πεθαίνουν ή παραμένουν, τελικά, ηττημένοι. Δικαιούνται, όμως, μιας θέσης στη λαϊκή μνήμη, παρόλο που δεν έγιναν ονόματα δρόμων. Ή μάλλον, ακριβώς γι’ αυτό. Ας παρατηρήσουμε τους «μεγάλους άνδρες» στη Σκιά της σκιάς. Οι θεωρούμενοι μεγάλοι, δεν υπάρχουν παρά μόνον ως αναφορές. Κι ας ρίξουμε μια ματιά σε ένα δευτερεύον πρόσωπο, τον Σεμπαστιάν Σαν Βισέντε, ένα πρόσωπο «πραγματικό», ιστορικό. Μια υποσημείωση της ιστορίας του επαναστατικού κινήματος. Στο συγκεκριμένο έργο, κάνει ένα πέρασμα. Τη σύντομη μεξικάνικη βιογραφία του (μόλις έξι σελίδες) ο Τάιμπο την παρουσιάζει σε ένα ιστορικό του έργο (Memoria Roja). Επιστρέφει σε αυτόν, στο De Paso, ένα ακόμη μυθιστόρημα. Ο Σαν Βισέντε καταλήγει, τελικά, να παρουσιαστεί διαδοχικά ως ιστορικό και μυθιστορηματικό πρόσωπο στους Αρχαγγέλους. Σε ένα κεφάλαιο με υπότιτλο «Ένα όνομα χωρίς δρόμο. Μια μαιηλερική εκδοχή». Κι εκεί, ο Τάιμπο θέτει μια σειρά από ερωτήσεις στο υλικό που μάζεψε για το πρόσωπό του. Ως ιστορικός, όπως μας λέει, δε μπορεί να επιλύσει το αίνιγμα ενός επαναστάτη που διάβαζε Λεοπάρντι και που οι μεξικάνοι σύντροφοί του τον αποκαλούσαν «Άγγελο εξολοθρευτή». Ενός αναρχικού συνδικαλιστή που τον είχαν εκλέξει κομμουνιστές για να τους εκπροσωπήσει. Και που έχει πια σβηστεί τόσο από την επίσημη ιστορία, τη σχολική, αυτή των νικητών, όσο κι από την άλλη, την ιστορία του μεξικάνικου συνδικαλισμού (μαζί με ολόκληρη την περίοδο όπου κομμουνιστές και αναρχικοί ήταν ενταγμένοι στα ίδια συνδικάτα), την ιστορία των ηττημένων. Έτσι, ο «ηττημένος» Τάιμπο προσπαθεί να επιτελέσει μια γνωστική και ταυτόχρονα ηθική και πολιτική αποστολή: να επαναφέρει στη μνήμη της τάξης του, στη λαϊκή μνήμη, ένα πρόσωπο που, κατ’ αυτόν, ανήκει εκεί. Όχι για να το δικαιώσει, αλλά για να το υπενθυμίσει. Πρόσωπα που ήρθαν κι έφυγαν από την ιστορία παραμένοντας σκιές. Αλλά υπήρξαν. Παρόλα αυτά, τελικά, πράγματι υπήρξαν. Ο «τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού» έγινε θεατρικό έργο από τον Ντάριο Φο. Η εξιχνίαση της δολοφονίας του επιθεωρητή Καλαμπρέζι βρίσκεται στο επίκεντρο της μελέτης του Κάρλο Γκίνζμπουργκ Ο δικαστής και ο ιστορικός. Η ίδια η δολοφονία του Πινέλλι, βέβαια, ουδέποτε εξιχνιάστηκε από την ιταλική αστυνομία. Μένει, όμως, (και) το τραγούδι, να μας υπενθυμίζει το συγκεκριμένο κρατικό έγκλημα. Στα καθ’ ημάς, όπου η αστυνομική βαρβαρότητα δεν απουσιάζει από την καθημερινότητά μας, έχουμε πολλά ονόματα να μνημονεύουμε. Κάποτε, εις μνήμην τους γράφονταν τραγούδια. Τώρα, μονάχα τα συνθήματα μας μείναν. Την μη (αυτο)λογοκριμένη εκδοχή του τραγουδιού μπορείτε να την ακούσετε εδώ |
↧
Θερμές νύχτες σε παγωμένους καιρούς
↧