Ο Κεμανί [Βιολιτζής] Σαρκής Εφέντης και η «μη γενοκτονία» των Αρμενίων
του Arda Ekşigil
Θα κάτσουμε στο τραπέζι, θα βάλουμε λίγο νερό στο ρακί, και λίγο πάγο. Θα πιάσουμε με το πηρούνι ένα μεζέ. Θα πιούμε μία γουλιά ρακί. Αν είμαστε τυχεροί θα σηκώσουμε το κεφάλι και θα αγναντέψουμε κάμποση ώρα το Βόσπορο. Όχι, δεν συμβαίνει τίποτα, είμαστε σε ντέρτια. “Μερακλώσαμε” όπως λένε οι Ρωμιοί. Τότε ακριβώς είναι που μας πιάνει ένα μακάμι “νιχαβέντ”.
Πάει κάμποσος καιρός που δεν μας είχε σιμώσει, γιατί δεν είχε έρθει η ώρα του. Ξέρει εκείνο πότε θα μας συντροφέψει, όπως κι εμείς γνωρίζουμε καλά τη στιγμή που θα ξαναζωντανέψει στο μυαλό μας, που θα ξεχυθεί απ’ τα χείλη μας:
Δεν παραπονιέμαι σε κανένα
Κλαίω για το χάλι μου
Τρέμω σαν ένοχος
Όσο κοιτώ το μέλλον μου
Η σκοτεινή τραβήχτηκε αυλαία
Τον φοβάμαι τον πόθο μου
Τρέμω σαν ένοχος
Όσο κοιτώ το μέλλον μου
“Πολλοί δεν καταλαβαίνουν την παλιά μας μουσική, κι όποιος δεν την καταλαβαίνει, δεν καταλαβαίνει τίποτα από μας” είπε ο Γιαχγιά Κεμάλ. Πράγματι δεν είναι εύκολο να καταλάβεις ή να εξηγήσεις την ψυχική κατάσταση που δημιουργούν μέσα μας αυτά τα τραγούδια κάνοντάς μας να νοιώθουμε θλίψη και χαρά συγχρόνως, μια “χαρμολύπη” όπως λένε πάλι οι Ρωμιοί. Τι κρίμα που λίγοι πια έχουν πραγματικά αφομοιώσει, ενσωματώσει μέσα τους τη γλυκόπικρη αυτή μουσική που μας περιβάλλει απ’ τα παιδικά μας χρόνια: από τους συγκλονιστικούς βυζαντινούς ψαλμούς ως τη λυπητερή μελωδία που έγραψε ο Μουράτ Γ΄ στο Σαρά-ι Χουμαγιούν (αυτοκρατορικό ανάκτορο) “Ξυπνήστε μάτια μου απ’ το λήθαργο, ξυπνήστε”.
Αξίζει παρόλα αυτά να θυμηθούμε τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους αυτής της παράδοσης που “πετώντας [τη] σε τυφλά πηγάδια μείναμε δίχως σκάλες” να ζωντανεύουμε με τα συντρίμμια της. Ο Κεμανί [Βιολιτζής] Σαρκής Εφέντης (Σουτζιάν) που έγραψε και συνέθεσε το “Kimseye Etmem Şikayet” (“Δεν παραπονιέμαι σε κανένα”) γεννήθηκε το 1885 στο Μπεσίκτας και ήταν γιος του Κεμανί (Βιολιτζή) Οννίκ Εφέντη από το Ουσκιουντάρ (Σκούταρι). Πήρε μαθήματα από τον Κεμανί (Βιολιτζή) Αλικσάν Αγά, και πολλές σημαντικές συνθέσεις φέρουν τη δική του υπογραφή. Τόσες πολλές που στα 1910 ήταν ήδη φημισμένος μουσικός. Έζησε στην Κωνσταντινούπολη έως το 1921 κι έπειτα έφυγε πρόσφυγας στο Παρίσι, όπου και πέθανε το 1944. Λένε πως η Σουζάν Σουτζιάν, η κληρονόμος του, φυλάει ακόμα το βιολί του. Εννοείται βέβαια πως τον Αρμένιο μουσικό που δημιούργησε αυτό το αριστούργημα που τόσο καλά μιλά για μας, που βρίσκουμε σε αυτό τον εαυτό μας, τον χάσαμε λόγω των “ατυχών συμβάντων” (δε λέω ‘γενοκτονία’ για το χατήρι σας). Πώς να μη σκεφτεί όμως ο άνθρωπος: Εσείς τι λέτε; Προτίμησε τη μυρωδιά του Σηκουάνα από την απλωσιά του Βοσπόρου ο Κεμανί Σαρκής Εφέντης ώστε να εγκαταλείψει την Ισταμπούλ όπου είχε γεννηθεί, μεγαλώσει και περάσει ολόκληρη τη ζωή του και να εγκατασταθεί στο Παρίσι; Ήταν αρκετά τα καφέ και οι διασκεδάσεις στα θέατρα του Παρισιού για να τον κάνουν να ξεχάσει τα βράδια που έπαιζαν μουσικές ο Ταμπουρί Τζεμίλ Μπέης, ο Λαουτατζής Αντόν και ο Κεμεντσετζής Βασιλάκης; Έχασε δηλαδή κι αυτός τα λογικά του αφού γλύτωσε από το Μετζ Γιεγκέρν, από τη “Μεγάλη” δηλαδή “Συμφορά” (βλέπετε πάλι δεν λέω τη λέξη ‘γενοκτονία’), πριν πεθάνει στο Παρίσι, όπως και ο γεννημένος στην Κουτάχεια Κομιτάς, ένας από τους μεγαλύτερους Αρμένιους συνθέτες; Να ευχήθηκε να είχε πεθάνει μια ώρα αρχύτερα, όπως εκείνος ο άλλος συνθέτης, ο Τατυός Εφέντης, να μην πρόλαβει να δει το 1915 και να ζήσει όσα ακολούθησαν; Να ακουμπούσε το βιολί του στον ώμο, όταν έφευγαν όλοι κι έμενε μόνος στο σπίτι, και να τραγουδούσε σιγανά σε μια γωνιά του δωματίου του το “Δενπαραπονιέμαι σε κανένα” που τραγουδάμε εμείς σήμερα στις ταβέρνες; Έτρεμε σαν ένοχος κοιτάζοντας το μέλλον του; Ένοιωθε αγανάκτηση για μας που, αν και ήταν από αυτούς που μίλησαν τόσο καλά για μας, εμείς δεν τον θεωρήσαμε δικό μας, τον εμποδίσαμε να πεθάνει στα χώματα που έζησε; Θα έρθει μια μέρα ελπίζω που θα μπορούμε να θυμόμαστε με ειλικρίνεια και σεβασμό και τους ανθρώπους μας αυτούς, που επωμίστηκαν άφωνοι όσα φοβερά δεινά έζησαν και συνέχισαν τη ζωή τους, όχι επειδή δεν παραπονέθηκαν στους άλλους, αλλά επειδή είναι δικοί μας, επειδή έζησαν μαζί μας στα ίδια χώματα, σιγομουρμούρισαν τις ίδιες μελωδίες, κοίταζαν τα ίδια νερά και μερακλώνονταν. Αφού στη χώρα αυτή μέρα δεν περνά χωρίς καϋμό, ας πούμε τουλάχιστον μαζί ένα μακάμι νιχαβέντ.
Μετάφραση: Άνθη Καρρά
Ο Arda Ekşigil σπούδασε Classics & History στο Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ και ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό του στο McGill University με θέμα “Οθωμανικά οράματα της Δύσης, 15ος – 17ος αιώνας”. Ζει τώρα στην Κωνσταντινούπολη και ασχολείται με τη συγγραφή. Μία πρώτη μορφή αυτού του κειμένου είχε δημοσιευτεί το Φεβρουάριο του 2013 στο blog του. Πολύ καλός γνώστης ο Arda Ekşigil της ελληνικής γλώσσας, επέβλεψε τη μετάφραση και ενέκρινε την προσθήκη των μουσικών παραπομπών που θα μεταφέρουν τον Έλληνα αναγνώστη στον κόσμο του Κεμανί Σαρκή Εφέντη, κομμάτι του οποίου και ο ίδιος αποτελεί.