Η Τέχνη ως εξουσιαστικός λόγος (Άπατρις 2009)
Με αφορμή τις συζητήσεις και τους οργισμένους αναθεματισμούς που κατακλύζουν το κοινωνικό δίκτυο που μας φιλοξενεί, σχετικά με τους όποιους «βανδαλισμούς» άψυχων κτισμάτων (τόσο για το γκραφίτι στο πολυτεχνείο, όσο και για τα αγάλματα πέριξ της νομικής στην Αθήνα), αναδημοσιεύω ένα παλαιότερο κείμενό μου που είχα γράψει στην εφημερίδα δρόμου «Άπατρις» το 2009 σχετικά με τη τέχνη.Θυμίζω: εκτός από τα ντουβάρια υπάρχουν και οι άνθρωποι. Και οι άνθρωποι όταν υποφέρουν, καταπιέζονται καταστέλλονται, τα ντουβάρια και οι πέτρες δεν έχουν καμία απολύτως αξία.
Το κείμενο είναι ελεύθερο για κάθε χρήση (εκτός της εμπορικής) ακόμη και χωρίς καμία αναφορά στο συγγραφέα του.
Η Τέχνη ως εξουσιαστικός λόγος
«Γιατί ποτέ δε λόγιασα το πότε και το πώς Μα εβύθισα τη σκέψη μου μέσα σε πάσα ώρα σα μέσα της να κρύβονταν ο αμέτρητος σκοπός…» (Α. Σικελιανός)
Με τον όρο τέχνη ορίζουμε το σύνολο της ανθρώπινης δημιουργίας με βάση την πνευματική κατανόηση, επεξεργασία και ανάπλαση, κοινών εμπειριών της καθημερινής ζωής σε σχέση με το κοινωνικό, πολιτισμικό, ιστορικό και γεωγραφικό πλαίσιο στο οποίο διέπονται. Η τέχνη είτε στη καλλιτεχνική μορφή της ( μουσική, ποίηση, ζωγραφική, γλυπτική, κλπ ) είτε στην τεχνική εφαρμογή της ( επιστήμη, κατασκευές, επαγγελματικές εφαρμογές, κλπ) αποδίδεται σε ανθρώπινες δημιουργίες και δραστηριότητες αυθαίρετες με τη ροπή του φυσικού κόσμου. Η τέχνη μπορεί να βασίζεται σε κανόνες αλλά αυτό δεν την υποχρεώνει να τους ακολουθεί και αυτό γιατί η φαντασία του ανθρώπου δεν δεσμεύεται από κανέναν κανόνα, οδηγία, ή διαταγή. Η φαντασία δεν ορίζεται από καμία αρχή, άρα είναι άναρχη και η τέχνη είναι φαντασία.
Η τέχνη εμφανίστηκε όταν εμφανίστηκε και ο άνθρωπος, αποτέλεσε και αποτελεί την ανθρώπινη έκφραση που δεν έχει άλλο σκοπό παρά να τον συμφιλιώσει με τους όρους της ύπαρξης του, προσαρμόζοντας τον σε αυτούς, είτε εντοπίζοντας και καταδείχνοντας τους , είτε συσκοτίζοντας και αποκρύπτοντας τις πηγές των προβλημάτων καθώς και τα ίδια τα προβλήματα που βαραίνουν τον άνθρωπο και τον εγκλωβίζουν. Αυτός ο εγκλωβισμός είναι που γεννά και την ανάγκη να εισχωρήσει ο άνθρωπος σε μια άλλη διάσταση της πραγματικότητας, να ξεφύγει από το πραγματικό και μέσα από το φανταστικό καταλήγει στη καλλιτεχνική δημιουργία ή στην απόλαυση των έργων αυτής της δημιουργίας. Η τέχνη είναι απόρροια της τάσης που εκδηλώνει ο κάθε άνθρωπος να ζει διαφορετικά και να βιώσει μια άλλη εμπειρία σε σχέση με αυτή που βιώνει μέσα στη κανονικότητα που του έχουν επιβάλει οι λογής εξουσίες θεσμικές, κρατικές, κλπ. Ο ρόλος της τέχνης στη ζωή του ανθρώπου είναι τόσο αναγκαίος όσο η τροφή και το νερό στα οποία οφείλει την επιβίωση του, και αυτό γιατί και μέσω της τέχνης ο άνθρωπος αγωνίζεται να απελευθερωθεί. Η τέχνη για τον άνθρωπο αποτελεί το γνωστικό μέσο που του επιτρέπει να κατανοήσει καλύτερα την αντικειμενική πραγματικότητα και κατά συνέπεια και τον ίδιο του τον εαυτό, αφού ο έσχατος καθορισμός της πραγματικότητας δεν βρίσκεται παρά μέσα στον ίδιο τον άνθρωπο που τη σημασιολογεί με τη φαντασία του και τη συνείδηση του, τη διαμορφώνει και την ορίζει με τη πράξη του.
Τι γίνεται όμως όταν η τέχνη χρησιμοποιείται σαν εργαλείο χειραγώγησης από την εξουσία αντιστρέφοντας τον απελευθερωτικό της ρόλο με αυτόν της μονοδιάστατης κατεύθυνσης σύμφωνα με τις επιταγές των χειραγωγών της; Η Τέχνη ως εξουσιαστικός λόγος συσκοτίζει και παραποιεί τη πραγματικότητα κανοναρχώντας και επιβάλωντας τον μονοδιάστατο λόγο της εξουσίας σαν τη μόνη αλήθεια. Αποθαρύνει στην ουσία τη συναίσθηση του βιώματος και της εμπειρίας απαιτώντας από τον άνθρωπο να δεχτεί ως έχει τον εξουσιαστικό λόγο χωρίς κριτική σκέψη (αφού «αυτό προστάζει η μόδα») μετατρέποντας τον από υποκείμενο σε αντικείμενο που η ίδια του η ύπαρξη καθορίζεται ολοκληρωτικά έξω και μακριά από τον ίδιο. Με αυτό τον τρόπο «άλλοι» «ανακαλύπτουν» τις ανάγκες του και στη συνέχεια τις «καλύπτουν» σύμφωνα με τις επιταγές τους, διατηρώντας τον έτσι δέσμιο και υποτελή.
Ακριβώς αυτός ο ορισμός είναι σήμερα και η μορφή της κυρίαρχης αλλοτρίωσης του ανθρώπου από τον καπιταλισμό. Για αυτό ότι αποκαλείται από τον εξουσιαστικό λόγο σήμερα «τέχνη», δεν περιέχει μέσα της συγκίνηση και πάθος, παρά μόνο το απόλυτο κενό της μηδενικής δημιουργικότητας και η τέχνη που δεν «αναστατώνει» δεν είναι τέχνη.
Η καπιταλιστική εξουσία έχει αρκετό περισσευούμενο χρήμα για να συντηρεί στρατιές ολόκληρες ηλιθίων που λικνίζονται ψευτοηδονικά νιαουρίζοντας σε μουσικούς διαγωνισμούς η πασαλείβοντας με χρώματα μουσαμάδες, δίνοντας τους το χρίσμα του «καλλιτέχνη» σε αντίθεση με κάποιους πιτσιρίκους που όταν κάνουν κάτι παρόμοιο τρώνε το ξύλο «της χρονιάς» τους, είτε γιατί «πήραν τα αυτιά» των γειτόνων με τις «γκαρίκλες» τους και τα «γρατσουνίσματα» χορδών, είτε «έκαναν ζημιές λερώνοντας» τους τοίχους. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια η χρησιμότητα της τέχνης για την εξουσία είναι προφανής: η καθήλωση του ανθρώπου σε ρόλο αντικειμένου του απαγορεύει να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από «θεατής».
Η λειτουργία της εξουσίας μέσα από τη τέχνη υποβιβάζει τη φαντασία σε φαντασίωση, τον ερωτισμό σε σεξουαλικότητα, τον δυναμισμό σε επιθετικότητα και τη φιλοδοξία σε συμφέρον. Μέσα από τους εξουσιαστικούς διαύλους των μ.μ.ε. και καταναλωτικής «ψυχαγωγίας» η μαζική παραγωγή ψευδεπίγραφων έργων τέχνης διοχετεύονται στο ευρύ κοινό δημιουργώντας μια κουλτούρα πλήρως διαχωρισμένη από την πραγματική τέχνη, διασπώντας την παράλληλα σε δύο είδη τέχνης. Μια για τις ευρείες και «αμόρφωτες» μάζες ( υποκουλτούρα) και μια για τις «πνευματικές» ελίτ ( «υψηλή» τέχνη).
Μέσα από την υποκουλτούρα ο άνθρωπος της καθημερινότητας «διαφεύγει» φαντασιακά από αυτήν, για να «ζήσει» για λίγο σε εξωτικά νησιά, να κάνει έρωτα με τους πιο γοητευτικούς εκπροσώπους του ερωτικού του πόθου (έτσι όπως αυτοί ορίζονται από τους χειραγωγούς του life style), ή να πολεμήσει κατατροπώνοντας ορδές «μελαψών και διψασμένων για αίμα» τρομοκρατών βγαίνοντας χωρίς γρατσουνιά από τη μάχη. Η πρόκληση της κατευθυνόμενης συναισθηματικής φόρτισης από την εξουσία επιτρέπει τη συνέχιση της υποταγής σε μη ανθρώπινους ρυθμούς ζωής. Η φαντασιακή «διαφυγή» από την αθλιότητα ευνοεί τη πραγματική παραμονή μέσα σε αυτήν. Η κοινωνία στερημένη από το βίωμα δέχεται να το υποκαταστήσει από το «θέαμα» που οι χειραγωγοί του σκόπιμα πλασάρουν. Έτσι η τέχνη λειτουργεί ως λόγος εξουσίας και με τις δύο μορφές. Σαν «μαζική τέχνη», εκφορτίζει συναισθηματικά τις αλλοτριωμένες «μάζες», προσφέροντας τους σαν θέαμα αυτό που θα έπρεπε να κάνουν πράξη και βίωμα οι ίδιες. Με αυτό τον τρόπο ακόμη και η επανάσταση μπορεί να καταναλωθεί θεαματικά και ακίνδυνα (για την εξουσία) από αυτές χωρίς καμία πρακτική συνέπεια. Όταν οι «καλοί» έχουν νικήσει τους «κακούς», ο θεατής μπορεί να κοιμάται ήσυχος.
Στην «υψηλή» της μορφή επίσης η εξουσιαστική τέχνη είναι κενωμένη από κάθε ουσιαστικό περιεχόμενο, δεν είναι παρά η κοινωνική διαδικασία δια μέσου της οποίας η κυρίαρχη εξουσιαστική ιδεολογία ανανεώνει το κορμό της και επιδεικνύει τους φορείς της. Πως μπορεί να βρει απήχηση ο αντιεξουσιαστικός ηρωισμός της Αντιγόνης σε μια καλοκαιρινή παράσταση στην Επίδαυρο μπροστά σε ένα κοινό που στη καλύτερηπερίπτωση δεν ενδιαφέρεται παρά να «πιάσει τη καλή» ή να βγάλει περισσότερα λεφτά, και στη χειρότερη να επιδείξει γενικώς τα νέα μοντελάκια που φοράει;
Κάτι τέτοιο φυσικά δεν πρόκειται να το παραδεχτούν ποτέ οι κατ’επάγγελμα λόγιοι και οι διανοούμενοι της εξουσίας που «βγάζουν το ψωμάκι» τους εκμαιεύοντας νοήματα από εκεί που δεν υπάρχουν και τα οποία δε τα χρειάζεται στη πραγματικότητα κανείς, εκτός βέβαια από εκείνους που τα χρησιμοποιούν κραδαίνοντας τα σαν σκήπτρα της εξουσίας και επιβεβαίωση της «αυθεντίας» τους. Η πραγματική εξήγηση βρίσκεται αλλού: στο ότι όλα αυτά δεν είναι παρά μια τελετουργία στην οποία εξυμνούνται τα σύμβολα και οι σημασίες της εξουσίας, ακόμη και όταν παρουσιάζονται σαν «θεματοφύλακες» των πολιτιστικών θησαυρών.
Εύλογα μετά από όλα αυτά μπαίνει το ερώτημα μήπως τελικά θα έπρεπε να παραμερίσουμε κάθε ενασχόληση μας με τη τέχνη σαν άχρηστη και επιβλαβή; Κάθε άλλο! Η ενασχόληση με τη τέχνη έξω από τη χειραγώγηση της δεν μπορεί να είναι παρά ένα από τα σημαντικότερα μέρη μιας προσπάθειας για την έξοδο μας προς μια ζωή που όντας πολύμορφη και μεθυστική θα ήταν απόλυτα διαφορετική της ισοπεδωτικής και αδιάφορης που ζούμε σήμερα. Προσπάθεια που μοιάζει με την αναζήτηση των κομματιών και τη συναρμολόγηση ενός πάζλ ώσπου να δημιουργηθεί η εικόνα που πραγματικά θέλουμε.
Γι’ αυτό το λόγο εκείνο που έχουμε να πράξουμε είναι να εισαγάγουμε τη τέχνη δηλαδή την αισθητική διάσταση, την ηθική ανάταση και την επιθυμία μας για ελευθερία, εκεί που ποτέ δεν ήταν μέχρι τώρα: στην ίδια τη κοινωνική πραγματικότητα και στη ζωή που ζούμε μέσα σε αυτή. Τότε η τέχνη θα χρειάζεται όλο και λιγότερο σαν «θέαμα» αφού η ίδια η ζωή θα τείνει να γίνει μια συνεχής αναζήτηση για το «ωραίο».
Μέχρι όμως να πετύχουμε την ενσωμάτωση της τέχνης στη ζωή, ας οπλιστούμε στη καθημερινή μίζερη πραγματικότητα με ότι πιο ωραίο μας έχει δώσει η τέχνη όταν είναι απελευθερωμένη από τους χειραγωγούς της εξουσίας, είτε αυτή είναι ένα «άτεχνο» punk τραγούδι μιας παρέας εφήβων, είτε μια αρχαία ελληνική τραγωδία ή ένας αριστουργηματικός σουρεαλιστικός πίνακας. Κάποτε κάποιος αναφώνησε μια πρόταση η οποία είναι από τα πιο σημαντικά πράγματα που έχουν ποτέ ειπωθεί: «δεν θέλω ρεαλισμό, θέλω μαγεία». Η πικρή πείρα όμως μας έδειξε πως όταν αποκόπτουμε το ρεαλισμό από τη μαγεία, τη πραγματικότητα από το όνειρο και το εφικτό από τη φαντασία, τότε δεν υπάρχει δυνατότητα να κατακτήσουμε την ευτυχία.
Όταν οι άνθρωποι καταλήγουν στο να διαλέξουν ένα ανάμεσα από αυτά, κάθε περιθώριο για να απελευθερωθούν πραγματικά εξαφανίζεται. Γι’αυτό ίσως η πρώτη πραγματική επανάσταση θα γίνει όταν καταφέρουμε να υπερβούμε αυτό το πλαστό δίλλημα του παρελθόντος και διακηρύξουμε: «και ρεαλισμό και μαγεία, ΤΑ ΘΕΛΟΥΜΕ ΟΛΑ !»
Ευάγριος Αληθινός
πηγή:
https://mpalothia.wordpress.com/2015/03/20/%CE%B7-%CF%84%CE%AD%CF%87%CE%BD%CE%B7-%CF%89%CF%82-%CE%B5%CE%BE%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B9%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CE%BF%CF%82-%CE%AC%CF%80%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%B9/