Έθνος και Τάξεις(Μέρος 1ο)
«Όχι σύντροφοι… ο ρυθμός δεν πρέπει να επιβραδυνθεί! Αντίθετα, πρέπει να τον επισπεύσουμε όσο είναι μέσα στις δυνάμεις μας. Αυτό μας υπαγορεύουν οι υποχρεώσεις μας απέναντι στους εργάτες και τους αγρότες της Ε.Σ.Σ.Δ. Αυτό μας υπαγορεύουν οι υποχρεώσεις απέναντι στην εργατική τάξη ολόκληρου του κόσμου. Το να ανακόψουμε τον ρυθμό θα σήμαινε ότι μένουμε πίσω. Και αυτοί που μένουν πίσω βγαίνουν ηττημένοι. Δεν θέλουμε να ηττηθούμε. Όχι, δεν θέλουμε. Η ιστορία της παλαιάς Ρωσίας… βρισκόταν αδιάκοπα νικημένη εξαιτίας της καθυστέρησης της. Ηττήθηκε από τους Μογγόλους Χάνους, ηττήθηκε από τους Τούρκους μπέηδες, ηττήθηκε από τους Σουηδούς φεουδάρχες, ηττήθηκε από τους Πολωνο-Λιθουανούς Πάνες, ηττήθηκε από τους Αγγλο-Γάλλους καπιταλιστές, ηττήθηκε από τους Γιαπωνέζους βαρόνους, ηττήθηκε από όλους – εξαιτίας της καθυστέρησης της. Εξαιτίας της στρατιωτικής καθυστέρησης, της πολιτιστικής καθυστέρησης, της πολιτικής καθυστέρησης, της βιομηχανικής καθυστέρησης, της αγροτικής καθυστέρησης. Ηττήθηκε γιατί το να νικήσεις την Ρωσία απέφερε κέρδη στον νικητή χωρίς να επιφέρει τιμωρία. Θυμηθείτε τις λέξεις του προ-επαναστατικού ποιητή: “Είσαι φτωχή και γεμάτη αφθονία, είσαι δυνατή και ανήμπορη, Μητέρα Ρωσία”.
Ιωσήφ Στάλιν, Ομιλία προς διευθυντικά στελέχη, 1931
Ο αμερικανός φιλόσοφος Ρίτσαρντ Ρόρτυ έχει γράψει ότι, «Η εθνική υπερηφάνεια είναι για τις χώρες ότι ο αυτοσεβασμός για τα άτομα […] όπως μια πολλή μικρή δόση αυτοσεβασμού παρεμποδίζει το άτομο να υψώσει το ηθικό του ανάστημα, έτσι και μια κουτσουρεμένη εθνική υπερηφάνεια καθιστά αδύνατη την ενεργητική και αποτελεσματική συζήτηση για την εθνική πολιτική. Τα αισθήματα που τρέφει κανείς για τη χώρα του – η βαθιά ντροπή ή η φλογερή υπερηφάνεια, που προκαλούνται από διαφορετικές στιγμές της ιστορίας της και από τις ποικίλες εθνικές πολιτικές του παρόντος – είναι απαραίτητα αν θέλουμε η δημόσια συζήτηση να είναι εμπνευσμένη και παραγωγική. Αυτή η συζήτηση όμως πιθανόν να μην διεξαχθεί παρά μόνον όταν η υπερηφάνεια υπερισχύσει της ντροπής».[i] Καταλαβαίνει κανείς από το παραπάνω απόσπασμα ότι η εθνική ιστοριογραφία είναι ένας κλάδος της ακαδημαϊκής παραγωγής που πιο πολύ οφείλει να ευθυγραμμίζεται με τους κανόνες της θεολογίας στον τρόπο που επεξεργάζεται την θεματολογία της, παρά να προσεγγίζει το αντικείμενο της από την οπτική γωνία ενός ελεύθερου και, στο μέτρο που αυτό είναι εφικτό, αδέσμευτου στοχασμού. Όταν βέβαια μιλάμε για «αδέσμευτο» στοχασμό δεν αναφερόμαστε στην αφ’ υψηλού «αντικειμενικότητα» που διεκδικεί ο αντιδραστικός αστικός φιλελευθερισμός για λογαριασμό των ακαδημαϊκών εκπροσώπων του. Στα ζητήματα των κοινωνικών επιστημών οι εκάστοτε θεωρητικές διατυπώσεις και τα συμπεράσματα που επικρατούν σε κάθε κλάδο της ακαδημαϊκής έρευνας, επικαθορίζονται από το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα του οποίου αποτελούν μέρος και αντανακλούν τη θέση που κατέχει το υποκείμενο στην ταξική διαστρωμάτωση της ετερόνομης κοινωνικής ολότητας, εκφράζοντας εξορισμού φαντασιακές σημασίες που συνδέονται με ταξικά προνόμια και συμφέροντα. Ωστόσο, η επιστημονική μεθοδολογία που συνίσταται στην διατύπωση λογικά συνεκτικών προτάσεων που ακολουθούν η μία από την άλλη και που, στην τελική μορφή τους ως συμπεράσματα, δεν έρχονται σε αντίθεση με τα δεδομένα των αισθήσεων, παραμένει αναλλοίωτη, παρόλο που στο σύνολο της τίθεται στην υπηρεσία αντικρουόμενων ταξικών θεωρήσεων, εκκινώντας κάθε φορά από διαφορετικές αφετηρίες. Εκκινώντας δηλαδή, είτε από την αποδοχή (ορθόδοξη κοινωνική θεωρία), είτε από την απόρριψη (ριζοσπαστική κοινωνική θεωρία) των βασικών εξουσιαστικών θεσμών της ετερονομίας (Κράτος, χρήμα, αγορά).
Αντίθετα, στο πεδίο της εθνικής ιστοριογραφίας είναι οι ίδιες οι βασικές αρχές της επιστημονικής έρευνας που αθετούνται και μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα, εκφράζοντας μια a priori ιδεολογική δέσμευση του υποκειμένου να φτάσει στα επιθυμητά αποτελέσματα. Όπως οι θεολόγοι επιστρατεύουν την λογική για να διατυπώσουν δευτερογενή επιχειρήματα που αποστολή τους είναι πάντοτε να ενισχύουν και ποτέ να μην θέτουν σε αμφισβήτηση την πρωταρχική αξιακή δέσμευση τους, την ύπαρξη του Θεού, έτσι και η καθεστωτική ιστοριογραφία αυτοπεριορίζει την εμβέλεια των ερευνητικών εργαλείων της και αρνείται να επιτρέψει στην μεθοδολογία της να την παρασύρει σε ιστορικά συμπεράσματα που θα είχαν σαν αποτέλεσμα την αναίρεση της ίδιας της έννοιας του έθνους-κράτους. Όπως γράφει ο Φωτόπουλος αναφορικά με το ζήτημα της χρήσης ορθολογικών μεθόδων στην θεολογία, «Ακόμη και τα θρησκευτικά συστήματα χρησιμοποιούν ενίοτε τον Λόγο για να αντλήσουν τις αλήθειες τους, αν και εντός αυστηρά καθορισμένων ορίων. Τα όρια αυτά θέτει η πίστη σε κάποιες κεντρικές ανορθολογικές αλήθειες. Με άλλα λόγια, ο Λόγος χρησιμοποιείται από τα θρησκευτικά συστήματα κυρίως για να δικαιολογήσει μη κεντρικές ή δευτερεύουσες πεποιθήσεις. Ο Θωμάς Ακινάτης, επί παραδείγματι, υπήρξε ορθολογιστής υπό την έννοια ότι πίστευε πως το μεγαλύτερο μέρος της εξ αποκαλύψεως αλήθειας μπορούσε να γίνει κατανοητό και να αποδειχθεί με τον Λόγο. Εν τούτοις, ο ίδιος υποστήριζε επίσης ότι ορισμένα δόγματα, τα οποία ήταν απροσπέλαστα από τον Λόγο, πρέπει να γίνουν αποδεκτά βάσει της πίστης και μόνο. Παρομοίως, οι ορθόδοξοι Ινδουϊστές, όχι μόνον προσδίδουν απόλυτο κύρος στις Βέδες, αλλά και υποστηρίζουν ότι ο ανθρώπινος Λόγος πλανάται κάθε φορά που, με βάση την εμπειρία των αισθήσεων, έρχεται σε σύγκρουση με τα ιερά κείμενα».[ii]
Από αυτή την άποψη, ότι δεν είναι «εθνικό», δεν είναι λογικό. Ακόμη και στην περίπτωση που η διαδικασία της ιστορικής κατασκευής μιας εθνικής κοινωνικής ολότητας είναι διάσπαρτη από θηριωδίες, πολεμικές συρράξεις και πράξεις ωμού καταναγκασμού σε βάρος των γειτονικών λαών, ο επαγγελματίας ιστορικός έχει χρέος να αποσιωπήσει ή να παραποιήσει τα ιστορικά δεδομένα, εν μέρει ή στην ολότητα τους, αν η μυθολογία της εθνικής οικοδόμησης πρόκειται να διατηρήσει τα ιδεολογικά θέλγητρα της. Η ιστορία του έθνους πρέπει πάντοτε να προσλαμβάνει τις φιλολογικές διαστάσεις μιας εποποιίας. Η συμμετοχή στην «εθνική κοινότητα» οφείλει να συνιστά μια ανεξάντλητη πηγή ευγενών αισθημάτων όπως η υπερηφάνεια και η αυτοεκτίμηση για όσους την απαρτίζουν. Αλήθεια, ποιος θα επιθυμούσε να κατέχει την ιδιότητα του μέλους σε ένα έθνος «ασήμαντο», που η Ιστορία το έχει προσπεράσει και που ουδεμία αξιοσημείωτη συνεισφορά έχει να επιδείξει στην εξέλιξη της ανθρωπότητας και στην πρόοδο του ανθρώπινου «πολιτισμού»;
Επιπλέον, ακόμη και όταν η εθνική ιστοριογραφία εξαναγκάζεται από τις περιστάσεις να καταπιαστεί με εγκλήματα που μπορεί να διαπράχθηκαν στο παρελθόν στο όνομα του ιδανικού της «οικοδόμησης του έθνους», όπως είναι η γενοκτονία των αυτοχθόνων αμερικανών από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, ή η αναγνώριση της εκστρατείας εξόντωσης των Παλαιστινίων από την μετασιωνιστική ιστοριογραφία στο Ισραήλ, η άτυπη αυτή αναγνώριση εκλαμβάνεται ως βήμα προς την τελειοποίηση του έθνους ως ηθικού υποκειμένου. Με άλλα λόγια, όχι μόνο δεν αμφισβητεί τα βασικά ιδεολογικά χαρακτηριστικά και τους υλικούς ταξικούς διαχωρισμούς που συνεπάγεται το έθνος ως μονάδα κοινωνικής οργάνωσης, αλλά εντάσσεται σε ένα ιδεολογικό πλαίσιο γραμμικής προόδου της φαντασιακής εθνικής «κοινότητας» προς ένα ανώτερο στάδιο πολιτισμικής εξέλιξης. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που η ηθική «πρόοδος» και ο «εκδημοκρατισμός» στο επίπεδο του εθνικιστικού φαντασιακού δεν συνοδεύεται από την αλλαγή στις ιεραρχικές δομές και τις σχέσεις καταπίεσης της ετερόνομης κοινωνικής ολότητας. Στην καλύτερη περίπτωση, όταν οι αλλαγές στο ηγεμονικό φαντασιακό αντανακλούν μια πραγματική μετατόπιση στον ταξικό συσχετισμό δυνάμεων, δεν έχουμε παρά μια αναπαραγωγή των ιεραρχικών δομών και σχέσεων σε μικρότερη κλίμακα στο εσωτερικό της κάθε κοινωνικής μονάδας, την ομαλή ένταξη δηλαδή της επί μέρους κοινωνικής ομάδας στις βασικές δομές του κοινωνικού συστήματος. Ένα τέτοιο παράδειγμα συνιστά η κοινωνική άνοδος των αμερικανών εβραίων στις ΗΠΑ από τον πόλεμο του 1967 και ύστερα.[iii] Από την άλλη, όταν η αλλαγή επέρχεται αποκλειστικά στη σφαίρα των υποκειμενικών συνθηκών, σπάνια επηρεάζεται η σχέση εξάρτησης και υποτέλειας που εκφράζεται με την καθολική υλική υποταγή της καταπιεσμένης κοινωνικής ομάδας. Για παράδειγμα, παρά την όψιμη «μεγαλοψυχία» που φαίνεται να επιδεικνύει η σύγχρονη αμερικάνικη ιστοριογραφία ως προς το ζήτημα της ιστορικής εξολόθρευσης των ερυθρόδερμων λαών από το αποικιακό καθεστώς των ΗΠΑ, οι λιγοστοί «ινδιάνικοι» πληθυσμοί που έχουν απομείνει συνεχίζουν να διαβιούν κάτω από άθλιες συνθήκες σε υποβαθμισμένους καταυλισμούς-γκέτο, μαστιζόμενοι από ενδημική φτώχεια, τριτοκοσμικές αρρώστιες, έλλειψη σε πόσιμο νερό και στοιχειώδεις υπηρεσίες υγιεινής, εκτεταμένη διάδοση των πιο σκληρών ναρκωτικών ουσιών, κλπ.[iv] Ωστόσο, ελάχιστοι από τους «διαπρεπείς» ιστορικούς του συστημικού κατεστημένου δείχνουν να ενδιαφέρονται για το μαρτύριο του ινδιάνικου λαού, ή να τους απασχολεί η πραγματοποίηση της σύνδεσης ανάμεσα στην ιστορική γενοκτονία του έθνους των ινδιάνων και την κατάσταση ταξικής πολιορκίας και συνολικού ετεροκαθορισμού στην οποία βρίσκονται οι πληθυσμοί των αυτοχθόνων αμερικανών του σήμερα.
Πράγματι, το έθνος οφείλει πάντα να διατηρεί τα εξωγενή χαρακτηριστικά ενός ηθικού υποκειμένου, μιας διαχρονικής κοινωνικής μονάδας ταγμένης στην υπηρεσία ενός υπερβατικού και υπεριστορικού ηθικού κανόνα. Έτσι, το Ουλάν-Μπάτορ, πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους της Μογγολίας που ιδρύθηκε ύστερα από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, είναι διάσπαρτο με ανδριάντες και αγάλματα του Μογγόλου στρατηλάτη Τζένγκις-Χαν. Η αιματοβαμμένη φιγούρα του επιδρομέα και άρπαγα Τεμουτζίν αποτέλεσε για τις ελίτ του μογγολικού κράτους το μοναδικό ιστορικό πρόσωπο που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως σημείο αναφοράς γύρω από το οποίο θα μπορούσε να δομηθεί η νέα εθνική ταυτότητα. Κάθε εθνικό ιδεολογικό αφήγημα έχει ανάγκη από τον κεντρικό ήρωα του. Μπορεί κατά την εξάπλωση της η μογγολική αυτοκρατορία να δημιούργησε εκατόμβες νεκρών και ο Τεμουτζίν να ήταν υπεύθυνος για την εξολόθρευση του ενός πέμπτου του καταμετρημένου πληθυσμού της εποχής του, ωστόσο ο θρυλικός Χάνος ήταν εκείνος που ένωσε τις διασπασμένες τουρκο-μογγολικές φυλές, που τις απελευθέρωσε από την κηδεμονία των κινέζων αυτοκρατόρων και οδήγησε τους ξεχασμένους βαρβάρους πέρα από την ατέρμονη περιπλάνηση τους στην αφιλόξενη σιβηριανή στέπα και μπροστά από τα τείχη των μεγαλύτερων και πλουσιότερων πόλεων των «πολιτισμένων» εθνών της εποχής. Η δολοφονική μανία του Τεμουτζίν ήταν ο παράγοντας χάρη στον οποίο οι Μογγόλοι απέκτησαν τον δικό τους διακριτό ρόλο στο μεγάλο βιβλίο της ιστορίας του ανθρώπινου γένους. Φυσικά, στα πλαίσια του εθνικού ιδεολογήματος του μογγολικού έθνους-κράτους, ο κατά συρροή δολοφόνος μεταμορφώθηκε στην εξευγενισμένη φιγούρα ενός ρομαντικού πολεμιστή-βασιλιά που επιζητούσε να ελευθερώσει την ανθρωπότητα από τον ζυγό του ανθρώπινου «πολιτισμού» της εποχής του και να προσηλυτίσει τις αστικοποιημένες μάζες στις αρετές του νομαδικού τρόπου ζωής. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του, «Πρέπει να αποψιλώσουμε όλες τις πόλεις, ώστε όλος ο κόσμος να ξαναγίνει μια απέραντη στέπα όπου Μογγόλες μητέρες θα γαλουχήσουν παιδιά ελεύθερα και χαρούμενα».[v] Οι πράξεις του μπορεί να ήταν ειδεχθείς και οι μέθοδοι του κτηνώδεις, τα κίνητρα του ωστόσο ήταν αγνά και ιδεαλιστικά.
[i] R. Rorty, Η Αριστερή Σκέψη στην Αμερική του 20ου Αιώνα (Πόλις), σελ. 9-10.
[ii] Φωτόπουλος, Θρησκεία, Αυτονομία, Δημοκρατία (Ελεύθερος Τύπος), σελ. 82-3.
[iii] N. Finkelstein, Η Βιομηχανία του Ολοκαυτώματος (Εκδόσεις 21ου).
[iv] Ρ. Μηνς, «Η Γενοκτονία συνεχίζεται και όλοι σιωπούν», Άρδην¸ τεύχος 72, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2008.
[v] A. Maalouf, Οι Σταυροφορίες από τη Σκοπιά των Αράβων (Λιβάνη), σελ. 302.
πηγή:
https://antisystemic.wordpress.com/2015/02/22/%CE%AD%CE%B8%CE%BD%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%AC%CE%BE%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CE%BC%CE%AD%CF%81%CE%BF%CF%82-1%CE%BF/