Ο Έλβις ζει!
by ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ
Κάθε τεχνίτης με μεγάλη φαντασία και σπουδαίες πλαστουργικές ικανότητες έχει αυτό το ελαφρώς παιγνιώδες και αστείο ύφος. Έχει μηχανισμό που κόβει Αγάπη από δακρύβρεχτες παρειές.
Το έθνος μας, το τόσο θλιμμένο και καημένο στην καρδιά αντιγράφει και ποθεί. Μικρότατον, αλλά κυβισμένο με μικροαστικά ένστικτα προσεύχεται και φιλοσοφεί.
Κι όταν το τέκνο του διεκδικεί την παρόρμησή του έρχεται η παιδεία και τη διακωμωδεί.
Παιδί μου, κρύψε τη στύση σου για να μην πάρει στραβό δρόμο και διεκπεραίωσε καθήκοντα συζυγικά και πάθη εντός της οικίας. Ζήσε λιτά. Με ζυμωτό ψωμάκι ελιές και φάβα.
Να καταναλώνεις αλλά με μέτρο. Να ζεις εσωτερική ζωή. Του πλησίον σου να μην εποφθαλμιάς τη γυναίκα και τον εύρωστον βίο.
Tο σύστημα που περνάει κρίσεις μεταδίδει εις τον γαιάνθρωπο τα πιο αντιφατικά μηνύματα. Βάζει καλλιτέχνες και διανοούμενους να οργώσουν τα πνευματικά χωραφάκια που στειρώθηκαν απ’ τα ακαδημαϊκά λιπάσματα και τους ηγέτες.
Μην αμφισβητείς το σύστημα αλλά τον εαυτό σου. Με λίγο τσαμπουκά και νηστεία θα πάρουμε την Πόλη. Θα διαπραγματευτούμε το βρεγμένο σανό. Τις αποικίες. Το έσπα. Το εράσμους. Θα μας βοηθήσει ο διάβολος, η Ρωσία, το Βατικανό. Ο πάπας θα πει μια καλή κουβέντα για μας στο γερμανικό ιμπεριαλισμό.
Η παντοδύναμη μικροαστική τάξη που δεν ζει εις τα υψίπεδα του Γκολάν αλλά εις τα ντουβάρια της Αττικής -που ιεροκρυφίως πάσαραν οι αρχιερείς της αντιπαροχής στους χωριάτες- πανηγυρίζει τη συγκρότηση κυβέρνησης που θα διαχειριστεί το καπιταλιστικό κράτος.
Οι μικροαστοί παρηγορούνται έχοντας την ψευδαίσθηση πως απομακρύνθηκαν απ’ τον εφιάλτη. Χωρίς βέβαια να ομολογούν πως ο εφιάλτης ήταν κι αυτός δικό τους δημιούργημα.
Το όνειρο των μικροαστών είναι να γίνουν πιο μεγάλοι, να γίνουν αστοί. Αλλά καλοί αστοί. Μπουτάρηδες, λαϊκοί. Δημιουργικοί επιχειρηματίες. Να φτάσουν στα σαλόνια της αστικής τάξης όχι βέβαια με γραβάτα αλλά με μαγιό ζιβάγκο και τιράντες.
Κι εδώ βρίσκεται η υποκρισία του αριστερού μικροαστισμού. Επειδή φοράει διαφορετικά ρούχα απ’ τους δυνάστες του νομίζει πως δεν μοιάζει μ’ αυτούς.
Κι επειδή φοράω κίτρινο παντελόνι έχω κοτσίδα σκουλαρίκι τατού, έ, δεν είμαι υψηλόβαθμος τσανακογλείφτης του Κυρίου ημών Καπιταλιστή.
Η μικροαστική τάξη διαθέτει μια πονηριά και μια κακία πρωτίστως για τον ίδιο της τον εαυτό. Πότε θέλει τα τέκνα της ανταγωνιστικά να δαγκώνουν το ένα το λαρύγγι του αλλουνού και πότε τα θέλει κουταβάκια να ζουν με τα στοιχειώδη.
Πότε θέλει τη δεξιά του τρόμου για να βάζει ασάλιωτο κωλοδάχτυλο στην εργατική τάξη και πότε θέλει την αριστερά της υποκρισίας για να βάζει το κωλοδάχτυλο προσεχτικά με βαζελίνη και γλυκόλογα.
Ο μικροαστός ζει την κατάσταση τού συμβιβασμού ως φυσική κατάσταση. Άβουλος, μοιραίος, θεατής, σχολιαστής, κομπορρήμων.
Θέλει να νικήσει χωρίς να παλέψει. Κι αυτό είναι το δράμα του. Όταν ο καπιταλιστής τού ρίχνει κλωτσιές αυτός συνεργάζεται μαζί του. Μπαίνει στα χειμερινά ανάκτορα ως εγγυητής της ανακωχής του σφοδρού κοινωνικού πόλεμου.
Δύσκολα αντιλαμβάνεται πως είναι προορισμένος να πεταχτεί στα σκουπίδια. Δύσκολα αντιλαμβάνεται τους βομβαρδισμούς στους τρίτους κόσμους, τα γρασωμένα άρβυλα των παππούδων του, τη μισαλλόδοξη θρησκεία, την εθνομαλακία, το μεγαλοϊδεατισμό του.
Δύσκολα αντιλαμβάνεται πως και οι γείτονες είναι το ίδιο μαλάκες και εθνικιστές σαν κι αυτόν. Και το ίδιο θεοσεβούμενοι και χαζοχαρούμενοι μικροαστοί. Και πως ο καπιταλιστής δεν έχει πατρίδα αλλά μια τεράστια πούτσα έτοιμη για όλα.