Η αριστερά, το 22 και το φάντασμα της λιποταξίας
του Άκη Γαβριηλίδη
Την τελευταία εβδομάδα, ένα κάπως απρόσμενο όπλο ήρθε να προστεθεί στο τρομοκρατικό οπλοστάσιο των εκπροσώπων της ελληνικής «κάστας»: το φάντασμα των εκλογών τού 1920. Με διαφορά λίγων ημερών, τουλάχιστον τρεις απολογητές του μνημονίου ανέλαβαν να υπενθυμίσουν στο άφρον εκλογικό σώμα τι παθαίνει όποιος «επιλέγει ελεύθερα, αλλά ασυνείδητα, να συγκρουστεί με ένα ευρωπαϊκό σύστημα» που «μόνο πλεονεκτήματα του είχε εξασφαλίσει» –σύμφωνα με την απερίφραστα απειλητική διατύπωση που χρησιμοποίησε ο τελευταίος εξ αυτών, ο Ι.Κ. Πρετεντέρης[1].
Ποιο είναι λοιπόν αυτό το φάντασμα που απειλεί τα «πλεονεκτήματα»;
Στο καθαυτό περιεχόμενο των αντίστοιχων άρθρων, γίνεται –άλλοτε υπαινικτικά και άλλοτε σαφέστερα όπως παραπάνω- η εξής αναλογία: στις εκλογές τού 20 οι Έλληνες ψηφοφόροι καταψήφισαν τον Βενιζέλο και επανέφεραν το βασιλιά, πράγμα που δυσαρέστησε τις μεγάλες δυνάμεις, οι οποίες απέσυραν τη μέχρι τότε υποστήριξή τους προς την Ελλάδα με αποτέλεσμα τη μικρασιατική καταστροφή και «δυόμισι [sic] εκατομμύρια πρόσφυγες» (Πρετεντέρης, ό.π.).
Το αναμενόμενο ηθικόν δίδαγμα σαφές: μην δυσαρεστείτε και πάλι τους Ευρωπαίους διότι θα επέλθει ανάλογη εθνική καταστροφή.
Πριν η απειλή «εκλαϊκευτεί» με αυτό τον τρόπο, πρώτος –καθόσον γνωρίζω- είχε ανασύρει το διδακτικό αυτό προηγούμενο ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου σε ένα αλληγορικό άρθρο του στηνΚαθημερινή τής 04.01.2015, με τίτλο «Επιχειρήματα του 1920» (ένας τίτλος βέβαια που μπορεί να αναγνωσθεί και με μια αθέλητα ειρωνική για τον συντάκτη κυριολεξία). Ως τέτοια επιχειρήματα, λοιπόν, τα οποία σαφώς υπονοείται ότι πρέπει να απορριφθούν ως επικίνδυνα, αναφέρονται η «απόρριψη της παρέμβασης των ‘ξένων’ που είχαν επιφέρει το 1917 την επικράτηση του ‘ξενόδουλου’ Ελευθερίου Βενιζέλου» και η «ανάγκη να αποκατασταθεί η πληγείσα εθνική κυριαρχία και η ‘αξιοπρέπεια’ του ελληνικού λαού». Τα εισαγωγικά στη λέξη «αξιοπρέπεια» δεν ξέρω τι ακριβώς δηλώνουν: ότι η αξιοπρέπεια αυτή ούτως ή άλλως δεν υπάρχει; ότι αποτελεί ασήμαντο ζήτημα που δεν θα πρέπει να μας ενδιαφέρει; κάτι άλλο;
Μόλις μία μέρα μετά, τη σκυτάλη είχε παραλάβει ο Βενιζέλος αυτοπροσώπως, (όχι ο Ελευθέριος φυσικά, ο Ευάγγελος), ο οποίος, σε προεκλογική ομιλία του στην Καλλιθέα, επικαλέστηκε το ίδιο ιστορικό προηγούμενο συνδέοντάς το ειδικά με τις περιστάσεις μιας διεθνούς διαπραγμάτευσης κρίσιμης για το μέλλον της χώρας:
Στις εκλογές του 1920, ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η μικρασιατική εκστρατεία, οι Έλληνες πολίτες καταψήφισαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Αλλά λίγο αργότερα, μετά την καταστροφή, τον έψαχναν για να εκπροσωπήσει αυτός τη χώρα στη διαπραγμάτευση για τη συνθήκη της Λoζάνης.
Και στις 7 του μηνός ακολούθησε ο Πρετεντέρης, για να επιπλήξει τους «έλληνες ψηφοφόρους του 1920» που «σε μια έκρηξη εθνικού αυτισμού ή παραλογισμού αγνόησαν κάθε κίνδυνο και επέλεξαν μια τροχιά σύγκρουσης με τους Συμμάχους». (Όπως το διαβάζετε: στο πρωτότυπο οι έλληνες γράφονται με μικρό το πρώτο γράμμα, ενώ οι Σύμμαχοι με κεφαλαίο].
Φυσικά ο αρθρογράφος αντιλαμβάνεται ότι η σύγκριση έχει ένα πρόβλημα πειστικότητας: άλλο είναι να επαναφέρεις στην εξουσία μια βασιλική δυναστεία, και άλλο να φέρνεις για πρώτη φορά στην εξουσία μια αριστερή δύναμη. Για να γεφυρώσει το χάσμα, χρησιμοποιεί και αυτός την έννοια τηςεθνικής αξιοπρέπειας η οποία ως μη όφειλε φουσκώνει τα μυαλά του ευέξαπτου όχλου τότε και τώρα. Δεν χρησιμοποιεί αυτόν ακριβώς τον όρο, αλλά προφανώς σε αυτόν αναφέρεται όταν σαρκάζει τους «αγέρωχους έλληνες [sic] ψηφοφόρους» που «ζητούσαν διά της επιστροφής τού Κωνσταντίνου να αποκαταστήσουν την κυριαρχία τους. Κοινώς, να ξαναβρούν τη μαγκιά τους!..».
Η κινδυνολογία αυτή των ελίτ, πάντως, όσο και αν κατηγορεί το πλήθος της μαζικής δημοκρατίας για ανορθολογική συμπεριφορά, πάντως κατά βάση μιλάει τη γλώσσα του κέρδους και της ζημίας. Δηλαδή εγκαλεί τον αποδέκτη της ως έστω δυνάμει ορθολογικό (οικονομούν) υποκείμενο του «κτητικού εθνικισμού», το οποίο σταθμίζει κέρδη και ζημίες. Το ενδεχόμενο μιας απώλειας ή ενός διαφυγόντος κέρδους για τη «χώρα μας» το πολύ-πολύ οδηγεί τον αποδέκτη να βγάλει το κομπιουτεράκι και να αρχίσει να τα υπολογίζει ποσοτικά· δεν γεννά όμως τρόμο.
Η ανάδειξη του ρίσκου «εθνικών απωλειών» δεν σημαίνει λοιπόν από μόνη της φασματικότητα (spectralité). Αυτό που κινητοποιεί το μηχανισμό των παθών στους παραπάνω λόγους δεν απαντά στο κυριολεκτικό τους περιεχόμενο, αλλά το στοιχειώνει συγκαλυμμένα και μετωνυμικά (όπως αρμόζει σε ένα φάντασμα).
Η αναλογία μεταξύ των επιλογών που έκαναν οι Έλληνες ψηφοφόροι το 1920 και εκείνων που φοβάται η ελληνική κάστα ότι θα κάνουν 95 χρόνια αργότερα, δεν είναι το διώνυμο «εθνικός απομονωτισμός/ αντιευρωπαϊσμός». Είναι, ακριβώς αντίθετα, η αυτοτελής δυναμική της λιποταξίαςαπό τη στράτευση στους εθνικούς και ταυτόχρονα ευρωκεντρικούς – αποικιοκρατικούς στόχους.
Η δυναμική αυτή αποτυπώνεται πολύ καλύτερα σε μία άλλη μνημόνευση των γεγονότων της δεκαετίας του 20 η οποία κατά σύμπτωση έλαβε και αυτή χώρα την ίδια ακριβώς μέρα που δημοσιεύτηκε το άρθρο του Χατζηβασιλείου, χωρίς κανείς να τη συσχετίσει με τις ελληνικές εκλογές.
Όπως έγραψε όλος ο τουρκικός τύπος, στις 4 Ιανουαρίου 2015 στην παραλία της Σμύρνης έγινε για πρώτη φορά μια τελετή για να τιμηθεί η μνήμη διακοσίων περίπου Ελλήνων κομμουνιστών φαντάρων που μετείχαν στο στρατό κατοχής του βιλαετίου της Σμύρνης, οι οποίοι εκτελέσθηκαν από τις ελληνικές αρχές κατοχής την ίδια μέρα το 1921 με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, επειδή αρνήθηκαν να πολεμήσουν.
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, οι στρατιώτες αυτοί, ενώ βρίσκονταν ακόμα μέσα στο αποβατικό πλοίο που τους μετέφερε από τον Πειραιά στη Σμύρνη, είχαν συντάξει προκήρυξη με τίτλο «Ζήτω η επανάστασις» στην οποία δήλωναν ότι «η εισβολή στην Ανατολία είναι παιχνίδι του αγγλικού ιμπεριαλισμού» και ότι αρνούνταν να στρέψουν τα όπλα τους κατά των «αδερφών τους των λαών της Ανατολίας».
Στην τελετή αυτή ρίχτηκαν κόκκινα γαρίφαλα στη θάλασσα της Μπάλτσοβα, όπου σύμφωνα με την αφήγηση έγινε η εκτέλεση, από μια γέφυρα που φέρει το όνομα του Μπαρίς Μαντσό, ενός από τους σημαντικότερους Τούρκους τραγουδοποιούς το 2ο μισό τού 20ού αιώνα, ενώ διαβάστηκαν και ποιήματα του Τουγρούλ Κεσκίν από μια συλλογή που έβγαλε πρόσφατα με τίτλο την ίδια φράση που αποτελούσε τον τίτλο της προκήρυξης γραμμένη με λατινικά γράμματα.
Η συγκινητική αυτή τελετή μάς βοηθά να αναλογιστούμε ότι ο ιστορικός ελληνικός κομμουνισμός του 20ού αιώνα, εκτός από την παράδοση της πατριωτικής αριστεράς και του «ελληνισμού ως αντίσταση», έχει και μία παλαιότερη εναλλακτική γενεαλογία: οι ριζοσπαστικές ιδέες στον ελληνόφωνο χώρο γνώρισαν διάχυση μέσα από την εθνοτικά και γλωσσικά ανάμικτη «πρώτη διαδρομή του ελληνικού προλεταριάτου» (το ΣΕΚΕ ιδρύθηκε στην οθωμανική Θεσσαλονίκη από έναν Εβραίο της Βουλγαρίας) και κέρδισαν απήχηση μεταξύ των απλών φαντάρων όταν οι κομμουνιστές έριξαν το σύνθημα άρνησης συμμετοχής στην μικρασιατική εισβολή (με πρωταγωνιστή τον μετέπειτα γραμματέα του ΚΚΕ Παντελή Πουλιόπουλο, την πλέον φωτεινή μορφή διανοουμένου που αναδείχθηκε ποτέ στην ηγεσία ελληνικού αριστερού κόμματος). Μια εισβολή με την οποία σήμερα οι Έλληνες αριστεροί, και οι Έλληνες γενικά, συνήθως ξεμπερδεύουν ταξινομώντας την ως «τυχοδιωκτική», τη στιγμή που ένας καλύτερος προσδιορισμός θα ήταν αποικιοκρατική.
Στο τελευταίο βιβλίο μου προσπαθώ με μεγαλύτερη άνεση χρόνου και χώρου να διερευνήσω μέχρι ποιο βαθμό μπορούμε να ξαναθυμηθούμε σήμερα αυτή την εναλλακτική γενεαλογία λιποταξίας και να την ακολουθήσουμε εξάγοντας πολιτικά συμπεράσματα για το παρόν.
Στα πιεστικά περιθώρια της τρέχουσας εκλογικής αναμέτρησης, αν μη τι άλλο θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι αυτό είναι το φάντασμα που ταράζει τον ύπνο των αυτόκλητων «ευρωπαϊστών»: η τάση της εξόδου του πλήθους, της απεδαφικοποίησης. Όχι τόσο η άστοχη επιλογή, αυτή που οδηγεί στην απώλεια ή στο διαφυγόν κέρδος, αλλά η έξοδος από την ίδια τη λογική του κέρδους. Η επιθυμία του μη κέρδους, η επιθυμία του μη κράτους. Η οποία δεν είναι καθαυτή ούτε «ευρωπαϊκή», ούτε «ασιατική», ούτε «αφρικανική» –ή μάλλον είναι και τα τρία, και άλλα ακόμα. Όπως ήταν οι κατασκηνώσεις –ταυτόχρονα κινήσεις (-ματα) και ακινησίες- στο πάρκο Γκεζί και στην πλατεία Ταχρίρ. Μια επιθυμία που όντως ξυπνά μία άνευ προηγουμένου απειλή για τη λογική του ατομικού ή συλλογικού –το ίδιο είναι- ωφελιμισμού.
Στο κάτω κάτω, ο κομμουνισμός είναι γέννημα της ευρωπαϊκής πολιτικής σκέψης και πρακτικής εξίσου όσο και ο φιλελευθερισμός, και ιστορικά ίσως πιο οικουμενικός απ’ αυτόν.
Έστω. Αλλά, ίσως πει κανείς, τι σχέση –και τι χρησιμότητα- έχει μία τέτοια σκέψη για την τρέχουσα εκλογική αντιπαράθεση;
Έχει την εξής: ότι διανοίγει μία οδό και παρέχει μία δυνατότητα για διεμβολισμό τής εκ πρώτης όψεως εδραιωμένης ρητορικά διχοτομίας μεταξύ ευρωπαϊκότητας και αντιευρωπαϊσμού, και για αναδιαπραγμάτευση της αντίστοιχης απήχησης και του αντίστοιχου συμβολικού κεφαλαίου. Διότι βοηθάει τους σημερινούς ιδεολογικούς απογόνους των ηρωικών αρνητών στράτευσης και «εσχάτων προδοτών» τού 1921 να απεμπλακούν από τη θέση στην οποία είναι διαρκώς υποχρεωμένοι να απολογούνται και να εξηγούν αν θέλουν ή δεν θέλουν να «μας βγάλουν από την Ευρώπη». Και αντιθέτως τους επιτρέπει να περάσουν στην αντεπίθεση και να αναδείξουν ότι, πρώτον, το να είσαι «ευρωπαίος» ή όχι δεν αποτελεί καθαυτό ούτε έπαινο ούτε ψόγο, αλλά μάλλον ένα (ηγεμονικό και γι’ αυτό) κενό σημαίνον το οποίο είναι έκθετο σε διαρκή ανασημασιοδότηση και ανταγωνισμό· και δεύτερον ότι, ακόμη και χωρίς κάποια τρομερή ανασημασιοδότηση, με την τρέχουσα σημασία των λέξεων, ο πιο αντιευρωπαίος πολιτικός στο ελληνικό –αλλά ίσως και στο ευρωπαϊκό- πολιτικό πεδίο, είναι φυσικά ο Αντώνης Σαμαράς.
Αυτό άρχισε να γίνεται ευρύτερα αντιληπτό με αφορμή την αυθόρμητη ξενοφοβική αντίδρασή του στις δολοφονίες των Γάλλων σκιτσογράφων –την οποία δεν βελτίωσε η υποκριτική, στα όρια του κωμικού, κωλοτούμπα του την επόμενη μέρα, όταν διαβεβαίωσε ότι «είναι και αυτός Carlie Hebdo» χωρίς να πιστεύει ούτε ο ίδιος τον εαυτό του. Αλλά, για όποιον είχε μάτια να βλέπει, ίσχυε ήδη από πριν. Τι το «ευρωπαϊκό» έχει η ανορθολογική εμμονή του –στην οποία παρέσυρε όλη σχεδόν την ελληνική κοινωνία και το πολιτικό σύστημα- να μπλοκάρει τη διεύρυνση της ΕΕ στα «Δυτικά Βαλκάνια», απλώς και μόνο επειδή δεν του γουστάρει το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας»;
Στην εξοργιστικά ψευδεπίγραφη «ευρωπαϊστική» επιχειρηματολογία του ακροδεξιού Σαμαρά και των δορυφόρων του, κυρίαρχη θέση καταλαμβάνει το σύνθημα «νόμος και τάξη». Ποιος νόμος όμως; Στους νόμους τους οποίους οφείλει να εφαρμόζει το ελληνικό κράτος, με την πιο συντηρητική και τυπική έννοια του όρου, συμπεριλαμβάνεται ασφαλώς το διεθνές και δη το ευρωπαϊκό δίκαιο. Αυτό το δίκαιο με βάση το οποίο η Ελλάδα έχει πλειστάκις καταδικαστεί για την παραβίαση των δικαιωμάτων της τουρκικής και της μακεδονικής μειονότητας να επιλέγουν πώς θα αυτοαποκαλούνται.
Θεωρώ ότι οι πολιτικοί αντίπαλοι του Σαμαρά έχουν τη δυνατότητα να κερδίσουν πολύτιμο πολιτικό χώρο και χρόνο αν τον πλαγιοκοπήσουν από το σημείο αυτό στο οποίο δεν έχει δεσμεύσει καθόλου δυνάμεις και είναι απροστάτευτος. Αν ο Τσίπρας πει δημόσια –ή έστω διοχετεύσει ημιδημόσια στους κατάλληλους αποδέκτες- ότι π.χ. προτίθεται να εφαρμόσει τις σχετικές καταδικαστικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, πιστεύω ότι θα είχε πολλαπλά κέρδη. Μπορεί βραχυπρόθεσμα να έχανε κάποιους ψηφοφόρους, (τους οποίους όμως ίσως να είχε χαμένους ούτως η άλλως), αλλά θα κατάφερνε να περικυκλώσει αιφνιδιαστικά τον Σαμαρά και να τον απομονώσει από τους Ευρωπαίους συμμάχους του. Και αντίστοιχα θα οικοδομούσε συμμαχίες, θα άνοιγε διαύλους και θα κέρδιζε πολύτιμη εμπιστοσύνη ή έστω ανοχή προς το πρόσωπό του, ανατρέποντας τελείως το όποιο αρνητικό κλίμα υπάρχει εις βάρος του.
Και όλα αυτά με μία κίνηση η οποία δεν κοστίζει ούτε ένα ευρώ, και άρα παρακάμπτει και απενεργοποιεί το υποτίθεται πιεστικό ερώτημα «πού θα βρείτε τα λεφτά».
Πιστεύω ότι θα άξιζε τον κόπο να δοκιμαστεί αυτή η κίνηση απεδαφικοποίησης.
πηγή:
https://nomadicuniversality.wordpress.com/2015/01/10/%CE%B7-%CE%B1%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%AC-%CF%84%CE%BF-22-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%BF-%CF%86%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BB%CE%B9%CF%80%CE%BF/