Μπ. Μπρεχτ - Η (γριά) αγοράστρια
Είμαι γριά.
Σαν ξύπνησε η Γερμανία μειώθηκαν οι συντάξεις.
Τα παιδιά μου μού δίνουν πότε πότε μερικές δεκάρες.
Μα σχεδόν τίποτα δεν μπόραγα πια ν’ αγοράσω.
Τον πρώτο καιρό πήγαινα πιο σπάνια και ‘γω στα μαγαζιά
όπου παλιότερα είχα συνηθίσει να ψωνίζω κάθε μέρα.
Μα κάποια μέρα το σκέφτηκα καλά κι άρχισα
να πηγαίνω πάλι καθημερινά στο φούρναρη και τη μανάβισσα.
Σαν παλιά αγοράστρια με προσοχή ξεδιάλεγα τα τρόφιμα
περισσότερα δεν έπαιρνα απ’ ό,τι πιο παλιά,
μα και λιγότερα όχι..
Έβαζα τα ψωμάκια πλάι στο καρβέλι το ψωμί
και πλάι στο λάχανο τα πράσα
και μοναχά
σαν όλο το λογαριασμό είχανε υπολογίσει, αναστέναζα
κι έψαχνα με τ’ αλύγιστά μου δάχτυλα
βαθιά μες στο μικρό δερμάτινό μου πορτοφόλι.
Κι ομολογούσα κουνώντας το κεφάλι ότι τα χρήματα
που είχα δε μου φτάνανε για να πληρώσω αυτά τα λίγα
κι έφευγα από το μαγαζί κουνώντας το κεφάλι
μπροστά σ’ όλων των πελατών τα μάτια.
Είπα στον εαυτό μου:
Σαν όλοι εμείς που τίποτα δεν έχουμε
σταματήσουμε και να εμφανιζόμαστε εκεί
που αγοράζουμε το φαγητό
μπορεί και να νομίσουν πως τίποτα δε χρειαζόμαστε.
Μα σαν ερχόμαστε και δεν μπορούμε τίποτα να πάρουμε
ξέρουν όλοι το πρόβλημα, τα πράγματα πως έχουν.
http://padapiomenoss.tumblr.com/page/4