Μια μαθήτρια γράφει: “Σήκω πάνω, αν θες να μας βοηθήσεις”
Όταν εγώ, η γενιά του ‘97, ‘98, ‘99, γεννιόμουν, εσύ, μαμά, μπαμπά, καθηγητή, δάσκαλε, γείτονα χαιρόσουν μες τον νεοπλουτισμό σου, έπαιρνες απερίσκεπτα τα δάνεια σου, άνοιγες- έκλεινες μαγαζιά, δήλωνες αντιστασιακός-αντάρτης με πνεύμα πολυτεχνείου και όταν έφτανες στην κάλπη, κάτι σαν δαιμόνιο σε ωθούσε να ψηφίσεις τελικά αυτό που σου ‘πανε, αυτό που σε βόλεψε μια μέρα γιατί σου έκανε το χατίρι.
Όταν εγώ πήγα σχολείο, σε απασχολούσε η μάρκα στα παπούτσια μου, σε ένοιαζε πώς θα φανώ “ανώτερος”, πώς θα επιδείξεις το “ήθος” σου. Δεν έπρεπε να κάνω παρέα με αλλοεθνείς, έπρεπε να φέρομαι πολιτισμένα, να υπακούω χωρίς να φέρνω αντίρρηση και να είμαι το ”καλό” παιδί.
Όταν πήγα γυμνάσιο, απόρησες που ήθελα τα παπούτσια μου να είναι nike, η τσάντα μου polo και το φούτερ πανάκριβο. Και σου κινούσε την περιέργεια το γιατί θέλω πεντηντάρικα για μια βόλτα στο κέντρο. Ήταν βλέπεις τότε που η οικονομική κρίση έκανε αισθητή την παρουσία της και άρχισες να συνειδητοποιείς πως άλλα πράγματα έχουν σημασία, ακριβώς επειδή σε έτσουζε η τσέπη σου. Εμένα όμως με γαλούχησες έτσι και ξέρεις, δυσκολεύτηκα πολύ να απογαλακτιστώ.
Στο Λύκειο, τώρα, που έχω την ανεξαρτησία μου, όλως περιέργως σε άφησα πίσω μου και κατάλαβα τι συνέβη. Παραδόξως δεν εξακολούθησα να ζω στο συννεφάκι του νεοπλουτισμού μες στο οποίο με ανέθρεψες, άρχισα να είμαι ανυπάκουος σε ό,τι με ξενίζει και μου φαίνεται λάθος, άρχισα να επιλέγω, να βλέπω, να ακούω, να καταλαβαίνω και να ξεσηκώνομαι. Έπρεπε βλέπεις να ξεσηκωθώ, ήταν αναγκαίο. Η κρίση είχε φτάσει στο κόκκινο, η επιχείρηση σου και τα δάνεια που πήρες ‘γίναν φτερό στον άνεμο γιατί δεν ήξερες να τα διαχειριστείς. Η ψήφος σου δεν έμπαινε μόνο μες στην κάλπη, έφτανε ξέρεις ως τη Βουλή, κι από ’ κει στο σχολείο μου μέσω του Υπουργείου Παιδείας.
Τώρα λυπάσαι, όλοι λυπάστε γιατί παραδέχεστε πως κάνατε λάθος. Επίτρεψέ μου τώρα να σου ασκήσω κι εγώ για μια φορά στη ζωή μου κριτική, να σε νουθετήσω, αν θέλεις, γιατί παρατηρώ με μεγάλη λύπη πως στην πορεία κάτι δεν πήγε καλά. Επίτρεψέ μου να σου εκφράσω την απογοήτευση και το θυμό μου για τα λάθη σου, που μου γκρεμίζουν το μέλλον και τα όνειρα.
Το ξέρω μαμά, μπαμπά, καθηγητή, δάσκαλε, γείτονα, πως ήθελες πάντα το καλύτερο για εμένα και για τη νεολαία σου, μα κάπου χάθηκες, ανθρώπινο είναι, το καταλαβαίνω και είναι ευτυχές το γεγονός πως και συ ο ίδιος τώρα πια το παραδέχεσαι.
Το να λες όμως ένα απλό “έχεις δίκιο” και ένα σκέτο “συγνώμη παιδί μου” δεν αρκεί. Το να περιμένεις από εμένα να καθαρίσω το αχούρι που δημιούργησες και απ’ το κουβάρι σου να βρω την κλωστή που θα με σώσει, δε μου φτάνει και το θεωρώ και άδικο. Έχω την όρεξη να αγωνιστώ μα έτσι όπως τα κατάφερες δε μπορώ μόνος μου, πρέπει να έρθεις μαζί μου, έχεις χρέος να έρθεις μαζί μου.
Μπορεί να είσαι άνεργος και κατεστραμμένος ψυχικά, μπορεί να δουλεύεις σαν σκυλί για ένα κομμάτι ψωμί που πρέπει να θρέψει την πενταμελή σου οικογένεια, μπορεί, ακόμη χειρότερα, να είσαι ακόμη ένας απ’ τους λίγους νεόπλουτους που πάλιωσαν και βολεύτηκαν.
Δε με νοιάζει τι είσαι, ούτε πόσο ζορίζεσαι, δε με νοιάζει γιατί έμαθα να μην κοιτάω την πάρτη μου, και τώρα πρέπει να φτιάξω το μέλλον μου.
Αν λοιπόν θες να με βοηθήσεις ΣΗΚΩ ΠΑΝΩ.
Ξύπνα και πιάσε μου το χέρι, ξύπνα και διόρθωσε το λάθος σου.
Γιατί να πληρώσω εγώ τα πέντε λεπτά που αφιέρωσες για να ψηφίσεις;
Γιατί να χρεωθώ εγώ τις αποφάσεις και την αδράνεια σου;
Γιατί να υποφέρω εγώ τις συνέπειες του εγωισμού σου;
Είναι καθήκον σου να με βοηθήσεις, όχι να με προστατέψεις, αυτό το έχασες με την αδιόρθωτη συμπεριφορά σου, μα να σταθείς δίπλα μου και να φωνάξεις, να απαιτήσεις να μη χαθεί και το δικό μου μέλλον. Το δικό σου μπορεί να το έχασες, το έκανες όμως συνειδητά, και με λάθη που ήταν δικά σου, πλήρωσες εσύ ο ίδιος το δικό σου ατομικό τίμημα. Εγώ αντίθετα πληρώνω και χάνω το μέλλον μου εξ΄ αιτίας σου.
Οφείλεις να νιώσεις τύψεις, ενοχές και να σηκώσεις το ξέπνοο σώμα σου απ’ τον καναπέ, στον όσο χρόνο σου απομένει και να με στηρίξεις, να με βοηθήσεις.
Τι λόγια πρέπει να σου πω για να σε πείσω;
Έχεις ακόμα χρόνο. Πάντα υπάρχει χρόνος και χώρος για κάποιον που θέλει να διορθωθεί. Μπορεί να είμαι πολύ τσατισμένος μαζί σου, μα θα σε καταλάβω, αν, έστω και τώρα, έρθεις μαζί μου. Γι’ αυτό έλα, είναι κρίμα να με εγκαταλείψεις τώρα, τώρα που σε χρειάζομαι πιο πολύ από κάθε άλλη φορά.
ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΜΕ ΜΑΜΑ, ΜΠΑΜΠΑ. ΚΑΘΗΓΗΤΗ, ΔΑΣΚΑΛΕ, ΓΕΙΤΟΝΑ, ΣΗΚΩΘΕΙΤΕ!
Κατερίνα Παπαδάκη
Πηγή: patris.gr