Ο Φιλελευθερισμός κατά των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων
Ο Φιλελευθερισμός κατά των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων | ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ
Γράφει ο Γρ. Σουλτάνης
Ο σύγχρονος φιλελευθερισμός δεν αμφισβητεί μόνο το κοινωνικό κράτος, αλλά και τα θεμελιώδη, συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα. Η εξέλιξη αυτή καταρρίπτει τον αστικό μύθο σύμφωνα με τον οποίο η συνταγματική κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων είναι αποτέλεσμα των κατακτήσεων του φιλελευθερισμού. Ως κυρίαρχη ιδεολογία, ο φιλελευθερισμός, όχι μόνο αποκρύπτει την ολιγαρχική και αντιδημοκρατική του φύση, μα επιπλέον, έχει οικειοποιηθεί-ρητορικά- κάθε δημοκρατικό θεσμό που έχει επιβάλλει με τους αγώνες της η δημοκρατική κοινωνία, όπως τα θεμελιώδη δικαιώματα.
Το δράμα του φιλελευθερισμού, εδώ και δύο αιώνες, υπήρξε η αδυναμία να επιβάλλει την κοσμοθεώρησή του, αφού αντιμετώπιζε πάντα άσπονδους εχθρούς και για λόγους τακτικής όφειλε να συμβιώνει μαζί τους. Οι διάφορες μικτές μορφές φιλελευθερισμού (πχ. Κοινωνικός φιλελευθερισμός) είναι αποτέλεσμα αυτών των συμβιβασμών. Ο μεγαλύτερος συμβιβασμός υπήρξε αυτός που συντελέστηκε μεταπολεμικά, όταν μετά το φιάσκο του διεθνοποιημένου προπολεμικού καπιταλισμού και κάτω από την πίεση του σοσιαλισμού, των δημοκρατών και του φασισμού, ο φιλελευθερισμός εξαναγκάστηκε να μοιραστεί την εξουσία με τη σοσιαλδημοκρατία, με αποτέλεσμα το μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο. Έτσι, άθελά του, ο φιλελευθερισμός έγινε ο εγγυητής του δημοκρατικού κράτους, του κράτους ευημερίας, του κοινωνικού κράτους, του κράτους δικαίου, και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων γενικότερα. Ο Hayek, στα 1944, έγραφε: «Αν και μας είχαν προειδοποιήσει κάποιοι από τους μεγαλύτερους πολιτικούς στοχαστές του 19ου αιώνα…(.)...οτι ο σοσιαλισμός σημαίνει σκλαβιά, κινηθήκαμε σταθερά προς την κατεύθυνση του σοσιαλισμού».
Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στα τέλη της δεκαετίας του ‘80, ταυτόχρονα με την μεταβολή των κοινωνικών συσχετισμών στην Ευρώπη, σηματοδότησε το τέλος των ιδεολογιών και το θρίαμβο του φιλελευθερισμού. Η απόλυτη κυριαρχία του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, η επιτάχυνση της επέκτασης του κεφαλαίου και οι διεθνείς κανόνες που επιβάλλονται από υπερεθνικούς καπιταλιστικούς οργανισμούς, υπό τη διεύθυνση μιας υπερεθνικής ελίτ, όσο και η υπονόμευση του εθνικού κράτους έχει επιτρέψει την ανασύνταξη του φιλελευθερισμού και την αθέτηση του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου-μια ευρεία αποσοσιαλιστικοποήση. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο φιλελευθερισμός, με τον αέρα του νικητή, δεν χρειάζεται πια να τηρεί τα προσχήματα, και επιστρέφοντας στις πηγές του, αναβαπτίζεται στα αυθεντικά φιλελεύθερα δόγματα.
Η καπιταλιστική αγριότητα των ημερών μας, που δεν υπολείπεται σε τίποτα από εκείνη που επέδειξε ο καπιταλισμός κατά την πρώιμη εκβιομηχάνιση στη Δυτική Ευρώπη και η διαφαινόμενη κοινωνική αντίσταση, που μπορεί να εκλάβει απροσδιόριστες εκφάνσεις είναι γεγονός ότι προβληματίζει μια μερίδα φιλελεύθερων ιδεολόγων, ώστε να επιχειρείται η απενοχοποίηση του φιλελευθερισμού με τον διαχωρισμό του φιλελευθερισμού από τον καπιταλισμού και τον νεοφιλελευθερισμό. Ο επιφανής φιλελεύθερος L. von Mises γράφει: «Μια κοινωνία στην οποία οι αρχές του φιλελευθερισμού γίνονται πράξη καλείται συνήθως καπιταλιστική κοινωνία και η κατάσταση που επικρατεί καπιταλισμός»· «Το φαινόμενο που (κακώς) ονομάστηκε «νεοφιλελευθερισμός» πρωτοπαρουσιάστηκε στις αρχές της δεκαετίας του '80 και συνεχίζει να πρωταγωνιστεί στις διεθνείς εξελίξεις. Δεν πρόκειται όμως για τίποτε άλλο παρά για την επιστροφή των κυβερνήσεων των δυτικών (και έπειτα και των ανατολικών) χωρών της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής στις αρχές της οικονομίας της αγοράς», γράφει ο φιλελεύθερος Α. Χατζής.
Στη σημερινή συγκυρία, ο φιλελευθερισμός επιτίθεται στο αντιπροσωπευτικό πολίτευμα και στα λεγόμενα θεμελιώδη δικαιώματα, με αφορμή την κρίση της καπιταλιστικής συσσώρευσης που μπορεί να οφείλεται σε πτώση του ποσοστού κέρδους, στην υπερσυσσώρευση κεφαλαίου, στην χρηματιστικοποίηση της οικονομίας ή στην έλλειψη ανταγωνιστικότητας στα πλαίσια του παγκόσμιου οικονομικού πολέμου για τον καταμερισμό των πόρων και της εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, η ιδεολογικοποίηση αυτών των εξελίξεων δεν γίνεται με την κατασκευή πρόσθετων ιδελογημάτων, αλλά με την επιστροφή στα πατρώα δόγματα. Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει δεσμευτικά ότι οι οικονομιστικοί παράγοντες διαδραματίζουν τον αποφασιστικότερο ρόλο: επιδίωξη της αστικής τάξης από την εμφάνισή της υπήρξε η κυριαρχία μέσω του κεφαλαίου· το κεφάλαιο λειτουργεί όχι μόνο ως οικονομική οντότητα, αλλά και ως σύμβολο ισχύος και κυριαρχίας.
Το οξύμωρο στη παρούσα κατάσταση είναι ότι ο φιλελευθερισμός επιτίθεται στην υποτιθέμενη θεμελιώδη αξία του: την ελευθερία- αν και επί της ουσίας, θεμελιώδη φιλελεύθερη αξία είναι η ιδιοκτησία. Τούτο όμως δεν οφείλεται σε κάποιου είδους εγγενούς αντίφασης της φιλελεύθερης ιδεολογίας, αλλά στην διαπλοκή της με την εξουσία και την κυριαρχία. Η πολιτική ελευθερία, ως έννοια, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή στην ονομαστική της αξία και σε ιστορικό κενό. Αποκτά συγκεκριμένο περιεχόμενο σε κάθε ιστορική στιγμή, ανάλογα με το υποκείμενο που επιδιώκει την κυριαρχία και την εξουσία ή που τα κατέχει. Η ελευθερία των φιλελεύθερων, ως ιστορική έννοια, αναφέρεται στα δικαιώματα των ιδιοκτητών, των εμπόρων και των επιχειρηματιών, στους αστούς πολίτες-έναντι της απολυταρχίας-,κενή από κάθε αίτημα χειραφέτησης· είναι ένας τεχνικός όρος στα πλαίσια της στρατηγικής για την κατάληψη της εξουσίας. Αλλά καθώς «η ανθρωπότητα κυβερνιέται από τις λέξεις», όπως έλεγε ο ιστορικός Gibbon, η ασάφεια του περιεχομένου της έννοιας επέτρεψε την οικοδόμηση του φιλελεύθερου μύθου.
«Όποιος παλεύει με τέρατα, πρέπει να προσέξει να μη γίνει τέρας» έγραψε ο Nietzsche και φαίνεται ότι η δημοκρατική κοινωνία, τιθασεύοντας το καπιταλιστικό τέρας πίστεψε ότι το υπέταξε, ενώ ταυτόχρονα, οι σοσιαλδημοκράτες που ανέλαβαν τον ρόλο του θηριοδαμαστή μεταμορφώθηκαν σε υπερφιλελεύθερους απολογητές του. Η υπόθεση των δικαιωμάτων δεν έχει πλέον υποστηρικτές στο μπλοκ της εξουσίας.
Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα, πέρα από την ρητορική χρήση τους, για την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπών, η ίδια η έννοια του δικαιώματος είναι διάτρητη για την όποια θεμελίωση πραγματιστικών αξιώσεων. Δεν υπάρχει αναφαίρετο, απαράγραπτο ή αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα, γιατί δικαίωμα είναι κάτι που παρέχεται από την εξουσία. Η εξουσία είναι πάροχος και εγγυητής του δικαιώματος. Η νομιμοποίηση ενός δικαιώματος και η θεμελίωσή του σε οποιαδήποτε αξιακό θεμέλιο απαιτεί την έγκριση της εξουσίας.
Τα ανθρώπινα, τα ατομικά, τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα δεν διαθέτουν καμία εγγενή αξία, στο μέτρο που εξαρτώνται από τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς χειραγώγησης και από το περιεχόμενο που αποδίδει σε αυτά η πολιτική εξουσία, το θετικό δίκαιο. Μπορούν να έχουν μόνο κάποια ετερόνομη σχετική αξία στο μέτρο που οι συσχετισμοί της κοινωνικής ισχύος το επιτρέπουν. Έτσι, η συνταγματική κατοχύρωσή τους δεν αποτελεί εγγύηση για την πραγματική ισχύ ή διατήρησή τους. Το «κοινωνικό κράτος δικαίου» που βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με την έννοια του πολίτη και τα κοινωνικά δικαιώματα (το «κοινωνικό κεκτημένο») δεν είναι κάτι δεδομένο και αχρονικό, αλλά αποτέλεσμα των κοινωνικών συσχετισμών.
Για την καπιταλιστική επέκταση, με την μορφή της παγκόσμιας οικονομίας της αγοράς-μια αφηρημένη σύλληψη, με βάση την οποία το σύνολο της πραγματικότητας αποκτά νόημα και αξία μέσω της εμπορευματοποίησης και της απόδοσης τιμής, δηλαδή κεφαλαιοποίησης -, τα δικαιώματα αποτελούν διπλό εμπόδιο: τόσο για την συσσώρευση υπεραξίας όσο και για την απόλυτη κυριαρχία. Η κυριαρχία της υπερεθνικής αστικής ελίτ συνδέεται άμεσα με την αξίωση αριστοκρατικών προνομίων για τον εαυτό της, γεγονός που νομιμοποιείται με την φετιχοποίηση της παγκόσμιας αγοράς.
Τα δικαιώματα δέχονται επίθεση σε τρία επίπεδα: στο ιδεολογικό πλαίσιο που τα θεμελιώνει, στο κοινωνικό πεδίο της πραγμάτωσής τους και στο τυπικό συνταγματικό πλαίσιο.
Πρώτα στο στόχαστρο είναι τα κοινωνικά δικαιώματα και όσα πολιτικά σχετίζονται με τη συλλογική δράση, την οποία οι φιλελεύθεροι ενοχοποιούν για την μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατική στροφή. Φιλελεύθερη κυριαρχία σημαίνει: εφαρμογή του ατομικιστικού προγράμματος, υπονόμευση του κοινωνικού κράτους, στο οποίο υποστασιοποιούνται συλλογικές, εξισωτικές και δημοκρατικές ιδέες, και ανάπτυξη ιδιωτικών κέντρων οικονομικής και πολιτικής ισχύος. «Απομακρύνοντας την οργάνωση της οικονομικής δραστηριότητας από τον έλεγχο των πολιτικών αρχών, η αγορά εξαλείφει αυτή την πηγή της καταναγκαστικής εξουσίας. Επιτρέπει στην οικονομική ισχύ να ελέγχει, αντί να ενισχύει, την πολιτική εξουσία», γράφει ο Friedeman. Η καπιταλιστική επίθεση στα δημόσια αγαθά και την εργασία είναι αναγκαία, όχι μόνο για την αύξηση της κερδοφορίας αλλά και για την πλήρη αστική κυριαρχία των ιδιωτών που θα αποτρέψει κάθε έλεγχο της κρατικής μηχανής από συλλογικότητες. Η εμπροσθοφυλακή των κοινωνικών δικαιωμάτων, η συλλογική δράση, τίθεται στο στόχαστρο.
Έτσι, το δικαίωμα του συνδικαλισμού και της απεργίας δέχονται μια συντονισμένη επίθεση, αφού ενοχοποιούνται ως υπεύθυνα για την οικονομική κρίση, καθώς επιτρέπουν στους εργαζόμενους, με τα συνδικαλιστικά τους όργανα, να «διώχνουν επενδύσεις, να προκαλούν ανωμαλία στην τουριστική εισροή» και να εξαναγκάζουν σε «δημοσιονομικές σπατάλες». Οι εργαζόμενοι οφείλουν να καταστούν είλωτες, με την κατάργηση του εργατικού Δικαίου και την αντικατάσταση των συλλογικών συμβάσεων με ατομικές, ενώ εμμέσως, συντελείται και η ενοχοποίηση της αυτονομημένης από την οικονομία πολιτικής εξουσίας-που ενδίδει στις πιέσεις των εργαζομένων- ώστε να διευκολυνθεί η μετάβαση εξουσιών σε ιδιωτικά κέντρα εξουσίας.
Η φιλελεύθερη τακτική έναντι των κοινωνικών δικαιωμάτων αφορά την μεθοδευμένη κατάργησή τους στην πράξη, μέσω του οικονομικού καταναγκασμού που ασκείται από τα οργανωμένα υπερεθνικά οικονομικά κέντρα, με την σταδιακή συνταγματοποίηση του κράτους νυχτοφύλακα, στο οποίο η κοινωνική προστασία αντικαθίσταται από την ελεημοσύνη.
Τα εργασιακά δικαιώματα, η προστασία του περιβάλλοντος, η κοινωνική ασφάλιση, η δημόσια υγεία, η δημόσια εκπαίδευση, οι πολιτικές στέγασης και αναδιανομής του πλούτου υπονομεύονται και χάνουν τον χαρακτήρα του δικαιώματος, αφού η εξουσία θέτει υπεράνω αυτών των δικαιωμάτων τις έννοιες της οικονομικής μεγέθυνσης, της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας προς όφελος του κεφαλαίου.
Αν η αποδομητική επίθεση των καπιταλιστικών κέντρων εξουσίας στα κοινωνικά δικαιώματα (τα λεγόμενα τρίτης γενιάς) με βάση την φιλελεύθερη ηθική των ίσων ευκαιριών και τη δικαιοσύνη της «αόρατης χειρός» της αυτονομημένης αγοράς, είναι ως ένα βαθμό κατανοητή, στα πλαίσια της αποσοσιαλιστικοποίησης του μεταπολεμικού κράτους, η επίθεση στα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, αναδεικνύει τον ελιτιστικό, ολιγαρχικό και αντιδημοκρατικό χαρακτήρα της φιλελεύθερης ιδεολογίας.
Η συσσώρευση οικονομικής και πολιτικής δύναμης σε ιδιωτικά κέντρα εξουσίας-κατά το μοντέλο του Friedman- έχει επιτρέψει την ανεξέλεγκτη διαμόρφωση οικονομικών πολιτικών, πέρα από κάθε δημοκρατικό έλεγχο και εγγυήσεις, παράλληλα με εξωθεσμικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς, συστήματα ελέγχου και ορθολογικοποιημένους μηχανισμούς ιδεολογικής χειραγώγησης. Στην πράξη, τα θεμελιώδη δικαιώματα έχουν καταργηθεί από τις ιδιωτικές εξουσίες, ενώ το κράτος δικαίου, έχοντας καταστεί ένα μαυσωλείο που ελέγχεται από πολιτικές μαριονέτες των κουκουλοφόρων της αγοράς, λειτουργεί πλέον μόνο συμβολικά.
Τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα που εγγυώνται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την ασφάλεια, την ελευθερία έκφρασης, ιδιωτικότητας, ιδιοκτησίας, του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι, της πληροφόρησης, της συμμετοχής στη πολιτική ζωή, κτλ., παραβιάζονται απροκάλυπτα, ενώ σταδιακά συντελείται η απονομιμοποίησή τους, καθότι οι πανίσχυρες ιδιωτικές εξουσίες (των εκατό ισχυρότερων πολυεθνικών του πλανήτη) επιβάλλουν ιδεολογικά το φετιχισμό και το αυτονομημένο Δίκαιο της αγοράς. Η συνταγματοποίηση του κράτους της αγοράς, που εγγυάται τα μη- δικαιώματα είναι ζήτημα χρόνου, σε συνάρτηση με τους κοινωνικούς συσχετισμούς. Το φιλελεύθερο κράτος έκτακτης ανάγκης, δεν αποτελεί την εξαίρεση, αλλά τον θεωρητικό φιλελεύθερο κανόνα που υλοποιείται στις παρούσες συνθήκες.
Παρά τον ουτοπικό χαρακτήρα της κατασκευής μιας κοινωνίας της αγοράς- και τη συλλογική ναρκισσιστική διαταραχή μεγαλείου που χαρακτηρίζει τα φιλελεύθερα υποκείμενα που την απεργάζονται-, οι κοινωνικοί συσχετισμοί, προς το παρών, καθιστούν εφικτό το σχέδιο της υπερεθνικής φιλελεύθερης ελίτ, αφού εκ των πραγμάτων, η επίθεση στα δικαιώματα έχει αποψιλώσει τους πολίτες από κάθε ιδιότητα εκτός από αυτή του είλωτα και του καταναλωτή.
Η βιοπολιτική έχει προλειάνει τον δρόμο του πολιτικού ολοκληρωτισμού που στοχεύει στην συνταγματική οχύρωση της ελίτ έναντι των πρώην πολιτών. Γιατί, σκοπός της φιλελεύθερης ελίτ είναι η απώλεια της ιδιότητας του πολίτη από ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού που προσμετρείται σε πλανητικό και όχι εθνικό επίπεδο και κατανέμεται με βάση την «αόρατη χείρα» των μεγάλων πολυεθνικών. Η στέρηση της ιδιότητας του πολίτη ισοδυναμεί με την μετακίνηση του υποκειμένου των δικαιωμάτων στο χώρο του κοινωνικού περιθωρίου και του αποκλεισμού. Το κράτος Δικαίου υποκαθίσταται από το κράτος καταστολής. Έτσι, τα υποκείμενα στερούνται όχι μόνο τα θεμελιώδη δικαιώματα, αλλά ακόμη και αυτά τα ανθρώπινα. Οι «περιφράξεις» δεν αφορούν μόνο την ιδιωτικοποίηση των κοινών, αλλά και την περίφραξη, την κατανομή των ανθρώπων με βάση τον κοινωνικό δαρβινισμό που υπάρχει στη σκιώδη πλευρά του φιλελεύθερου ορθολογικού Λόγου.
Η κατάρρευση του φιλελεύθερου μύθου συμπαρασύρει τις ηθικορητορικές και νομικές κατασκευές, με βάση τις οποίες έγινε η δόμηση των διαχρονικών μηχανισμών χειραγώγησης των κοινωνιών, επαναφέροντας το ζήτημα των ελευθεριών, όχι ως αίτημα ή αξίωση προς κάποια εξουσία-που υποκαθιστά το Θεό-, αλλά ως αυταξία και αυτοδίκαιη πράξη που επιβάλλεται από μια κοινωνία που λειτουργεί πολιτικά, μέσα από διαδικασίες αυτονομίας, αυτοδιαχείρισης και αυτοθέσμισης.
Ο σύγχρονος φιλελευθερισμός δεν αμφισβητεί μόνο το κοινωνικό κράτος, αλλά και τα θεμελιώδη, συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα. Η εξέλιξη αυτή καταρρίπτει τον αστικό μύθο σύμφωνα με τον οποίο η συνταγματική κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων είναι αποτέλεσμα των κατακτήσεων του φιλελευθερισμού. Ως κυρίαρχη ιδεολογία, ο φιλελευθερισμός, όχι μόνο αποκρύπτει την ολιγαρχική και αντιδημοκρατική του φύση, μα επιπλέον, έχει οικειοποιηθεί-ρητορικά- κάθε δημοκρατικό θεσμό που έχει επιβάλλει με τους αγώνες της η δημοκρατική κοινωνία, όπως τα θεμελιώδη δικαιώματα.
Το δράμα του φιλελευθερισμού, εδώ και δύο αιώνες, υπήρξε η αδυναμία να επιβάλλει την κοσμοθεώρησή του, αφού αντιμετώπιζε πάντα άσπονδους εχθρούς και για λόγους τακτικής όφειλε να συμβιώνει μαζί τους. Οι διάφορες μικτές μορφές φιλελευθερισμού (πχ. Κοινωνικός φιλελευθερισμός) είναι αποτέλεσμα αυτών των συμβιβασμών. Ο μεγαλύτερος συμβιβασμός υπήρξε αυτός που συντελέστηκε μεταπολεμικά, όταν μετά το φιάσκο του διεθνοποιημένου προπολεμικού καπιταλισμού και κάτω από την πίεση του σοσιαλισμού, των δημοκρατών και του φασισμού, ο φιλελευθερισμός εξαναγκάστηκε να μοιραστεί την εξουσία με τη σοσιαλδημοκρατία, με αποτέλεσμα το μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο. Έτσι, άθελά του, ο φιλελευθερισμός έγινε ο εγγυητής του δημοκρατικού κράτους, του κράτους ευημερίας, του κοινωνικού κράτους, του κράτους δικαίου, και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων γενικότερα. Ο Hayek, στα 1944, έγραφε: «Αν και μας είχαν προειδοποιήσει κάποιοι από τους μεγαλύτερους πολιτικούς στοχαστές του 19ου αιώνα…(.)...οτι ο σοσιαλισμός σημαίνει σκλαβιά, κινηθήκαμε σταθερά προς την κατεύθυνση του σοσιαλισμού».
Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στα τέλη της δεκαετίας του ‘80, ταυτόχρονα με την μεταβολή των κοινωνικών συσχετισμών στην Ευρώπη, σηματοδότησε το τέλος των ιδεολογιών και το θρίαμβο του φιλελευθερισμού. Η απόλυτη κυριαρχία του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, η επιτάχυνση της επέκτασης του κεφαλαίου και οι διεθνείς κανόνες που επιβάλλονται από υπερεθνικούς καπιταλιστικούς οργανισμούς, υπό τη διεύθυνση μιας υπερεθνικής ελίτ, όσο και η υπονόμευση του εθνικού κράτους έχει επιτρέψει την ανασύνταξη του φιλελευθερισμού και την αθέτηση του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου-μια ευρεία αποσοσιαλιστικοποήση. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο φιλελευθερισμός, με τον αέρα του νικητή, δεν χρειάζεται πια να τηρεί τα προσχήματα, και επιστρέφοντας στις πηγές του, αναβαπτίζεται στα αυθεντικά φιλελεύθερα δόγματα.
Η καπιταλιστική αγριότητα των ημερών μας, που δεν υπολείπεται σε τίποτα από εκείνη που επέδειξε ο καπιταλισμός κατά την πρώιμη εκβιομηχάνιση στη Δυτική Ευρώπη και η διαφαινόμενη κοινωνική αντίσταση, που μπορεί να εκλάβει απροσδιόριστες εκφάνσεις είναι γεγονός ότι προβληματίζει μια μερίδα φιλελεύθερων ιδεολόγων, ώστε να επιχειρείται η απενοχοποίηση του φιλελευθερισμού με τον διαχωρισμό του φιλελευθερισμού από τον καπιταλισμού και τον νεοφιλελευθερισμό. Ο επιφανής φιλελεύθερος L. von Mises γράφει: «Μια κοινωνία στην οποία οι αρχές του φιλελευθερισμού γίνονται πράξη καλείται συνήθως καπιταλιστική κοινωνία και η κατάσταση που επικρατεί καπιταλισμός»· «Το φαινόμενο που (κακώς) ονομάστηκε «νεοφιλελευθερισμός» πρωτοπαρουσιάστηκε στις αρχές της δεκαετίας του '80 και συνεχίζει να πρωταγωνιστεί στις διεθνείς εξελίξεις. Δεν πρόκειται όμως για τίποτε άλλο παρά για την επιστροφή των κυβερνήσεων των δυτικών (και έπειτα και των ανατολικών) χωρών της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής στις αρχές της οικονομίας της αγοράς», γράφει ο φιλελεύθερος Α. Χατζής.
Στη σημερινή συγκυρία, ο φιλελευθερισμός επιτίθεται στο αντιπροσωπευτικό πολίτευμα και στα λεγόμενα θεμελιώδη δικαιώματα, με αφορμή την κρίση της καπιταλιστικής συσσώρευσης που μπορεί να οφείλεται σε πτώση του ποσοστού κέρδους, στην υπερσυσσώρευση κεφαλαίου, στην χρηματιστικοποίηση της οικονομίας ή στην έλλειψη ανταγωνιστικότητας στα πλαίσια του παγκόσμιου οικονομικού πολέμου για τον καταμερισμό των πόρων και της εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, η ιδεολογικοποίηση αυτών των εξελίξεων δεν γίνεται με την κατασκευή πρόσθετων ιδελογημάτων, αλλά με την επιστροφή στα πατρώα δόγματα. Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει δεσμευτικά ότι οι οικονομιστικοί παράγοντες διαδραματίζουν τον αποφασιστικότερο ρόλο: επιδίωξη της αστικής τάξης από την εμφάνισή της υπήρξε η κυριαρχία μέσω του κεφαλαίου· το κεφάλαιο λειτουργεί όχι μόνο ως οικονομική οντότητα, αλλά και ως σύμβολο ισχύος και κυριαρχίας.
Το οξύμωρο στη παρούσα κατάσταση είναι ότι ο φιλελευθερισμός επιτίθεται στην υποτιθέμενη θεμελιώδη αξία του: την ελευθερία- αν και επί της ουσίας, θεμελιώδη φιλελεύθερη αξία είναι η ιδιοκτησία. Τούτο όμως δεν οφείλεται σε κάποιου είδους εγγενούς αντίφασης της φιλελεύθερης ιδεολογίας, αλλά στην διαπλοκή της με την εξουσία και την κυριαρχία. Η πολιτική ελευθερία, ως έννοια, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή στην ονομαστική της αξία και σε ιστορικό κενό. Αποκτά συγκεκριμένο περιεχόμενο σε κάθε ιστορική στιγμή, ανάλογα με το υποκείμενο που επιδιώκει την κυριαρχία και την εξουσία ή που τα κατέχει. Η ελευθερία των φιλελεύθερων, ως ιστορική έννοια, αναφέρεται στα δικαιώματα των ιδιοκτητών, των εμπόρων και των επιχειρηματιών, στους αστούς πολίτες-έναντι της απολυταρχίας-,κενή από κάθε αίτημα χειραφέτησης· είναι ένας τεχνικός όρος στα πλαίσια της στρατηγικής για την κατάληψη της εξουσίας. Αλλά καθώς «η ανθρωπότητα κυβερνιέται από τις λέξεις», όπως έλεγε ο ιστορικός Gibbon, η ασάφεια του περιεχομένου της έννοιας επέτρεψε την οικοδόμηση του φιλελεύθερου μύθου.
Η Χίμαιρα των Δικαιωμάτων
«Όποιος παλεύει με τέρατα, πρέπει να προσέξει να μη γίνει τέρας» έγραψε ο Nietzsche και φαίνεται ότι η δημοκρατική κοινωνία, τιθασεύοντας το καπιταλιστικό τέρας πίστεψε ότι το υπέταξε, ενώ ταυτόχρονα, οι σοσιαλδημοκράτες που ανέλαβαν τον ρόλο του θηριοδαμαστή μεταμορφώθηκαν σε υπερφιλελεύθερους απολογητές του. Η υπόθεση των δικαιωμάτων δεν έχει πλέον υποστηρικτές στο μπλοκ της εξουσίας.
Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα, πέρα από την ρητορική χρήση τους, για την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπών, η ίδια η έννοια του δικαιώματος είναι διάτρητη για την όποια θεμελίωση πραγματιστικών αξιώσεων. Δεν υπάρχει αναφαίρετο, απαράγραπτο ή αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα, γιατί δικαίωμα είναι κάτι που παρέχεται από την εξουσία. Η εξουσία είναι πάροχος και εγγυητής του δικαιώματος. Η νομιμοποίηση ενός δικαιώματος και η θεμελίωσή του σε οποιαδήποτε αξιακό θεμέλιο απαιτεί την έγκριση της εξουσίας.
Τα ανθρώπινα, τα ατομικά, τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα δεν διαθέτουν καμία εγγενή αξία, στο μέτρο που εξαρτώνται από τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς χειραγώγησης και από το περιεχόμενο που αποδίδει σε αυτά η πολιτική εξουσία, το θετικό δίκαιο. Μπορούν να έχουν μόνο κάποια ετερόνομη σχετική αξία στο μέτρο που οι συσχετισμοί της κοινωνικής ισχύος το επιτρέπουν. Έτσι, η συνταγματική κατοχύρωσή τους δεν αποτελεί εγγύηση για την πραγματική ισχύ ή διατήρησή τους. Το «κοινωνικό κράτος δικαίου» που βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με την έννοια του πολίτη και τα κοινωνικά δικαιώματα (το «κοινωνικό κεκτημένο») δεν είναι κάτι δεδομένο και αχρονικό, αλλά αποτέλεσμα των κοινωνικών συσχετισμών.
Για την καπιταλιστική επέκταση, με την μορφή της παγκόσμιας οικονομίας της αγοράς-μια αφηρημένη σύλληψη, με βάση την οποία το σύνολο της πραγματικότητας αποκτά νόημα και αξία μέσω της εμπορευματοποίησης και της απόδοσης τιμής, δηλαδή κεφαλαιοποίησης -, τα δικαιώματα αποτελούν διπλό εμπόδιο: τόσο για την συσσώρευση υπεραξίας όσο και για την απόλυτη κυριαρχία. Η κυριαρχία της υπερεθνικής αστικής ελίτ συνδέεται άμεσα με την αξίωση αριστοκρατικών προνομίων για τον εαυτό της, γεγονός που νομιμοποιείται με την φετιχοποίηση της παγκόσμιας αγοράς.
Η Επίθεση στα κοινωνικά δικαιώματα
Τα δικαιώματα δέχονται επίθεση σε τρία επίπεδα: στο ιδεολογικό πλαίσιο που τα θεμελιώνει, στο κοινωνικό πεδίο της πραγμάτωσής τους και στο τυπικό συνταγματικό πλαίσιο.
Πρώτα στο στόχαστρο είναι τα κοινωνικά δικαιώματα και όσα πολιτικά σχετίζονται με τη συλλογική δράση, την οποία οι φιλελεύθεροι ενοχοποιούν για την μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατική στροφή. Φιλελεύθερη κυριαρχία σημαίνει: εφαρμογή του ατομικιστικού προγράμματος, υπονόμευση του κοινωνικού κράτους, στο οποίο υποστασιοποιούνται συλλογικές, εξισωτικές και δημοκρατικές ιδέες, και ανάπτυξη ιδιωτικών κέντρων οικονομικής και πολιτικής ισχύος. «Απομακρύνοντας την οργάνωση της οικονομικής δραστηριότητας από τον έλεγχο των πολιτικών αρχών, η αγορά εξαλείφει αυτή την πηγή της καταναγκαστικής εξουσίας. Επιτρέπει στην οικονομική ισχύ να ελέγχει, αντί να ενισχύει, την πολιτική εξουσία», γράφει ο Friedeman. Η καπιταλιστική επίθεση στα δημόσια αγαθά και την εργασία είναι αναγκαία, όχι μόνο για την αύξηση της κερδοφορίας αλλά και για την πλήρη αστική κυριαρχία των ιδιωτών που θα αποτρέψει κάθε έλεγχο της κρατικής μηχανής από συλλογικότητες. Η εμπροσθοφυλακή των κοινωνικών δικαιωμάτων, η συλλογική δράση, τίθεται στο στόχαστρο.
Έτσι, το δικαίωμα του συνδικαλισμού και της απεργίας δέχονται μια συντονισμένη επίθεση, αφού ενοχοποιούνται ως υπεύθυνα για την οικονομική κρίση, καθώς επιτρέπουν στους εργαζόμενους, με τα συνδικαλιστικά τους όργανα, να «διώχνουν επενδύσεις, να προκαλούν ανωμαλία στην τουριστική εισροή» και να εξαναγκάζουν σε «δημοσιονομικές σπατάλες». Οι εργαζόμενοι οφείλουν να καταστούν είλωτες, με την κατάργηση του εργατικού Δικαίου και την αντικατάσταση των συλλογικών συμβάσεων με ατομικές, ενώ εμμέσως, συντελείται και η ενοχοποίηση της αυτονομημένης από την οικονομία πολιτικής εξουσίας-που ενδίδει στις πιέσεις των εργαζομένων- ώστε να διευκολυνθεί η μετάβαση εξουσιών σε ιδιωτικά κέντρα εξουσίας.
Η φιλελεύθερη τακτική έναντι των κοινωνικών δικαιωμάτων αφορά την μεθοδευμένη κατάργησή τους στην πράξη, μέσω του οικονομικού καταναγκασμού που ασκείται από τα οργανωμένα υπερεθνικά οικονομικά κέντρα, με την σταδιακή συνταγματοποίηση του κράτους νυχτοφύλακα, στο οποίο η κοινωνική προστασία αντικαθίσταται από την ελεημοσύνη.
Τα εργασιακά δικαιώματα, η προστασία του περιβάλλοντος, η κοινωνική ασφάλιση, η δημόσια υγεία, η δημόσια εκπαίδευση, οι πολιτικές στέγασης και αναδιανομής του πλούτου υπονομεύονται και χάνουν τον χαρακτήρα του δικαιώματος, αφού η εξουσία θέτει υπεράνω αυτών των δικαιωμάτων τις έννοιες της οικονομικής μεγέθυνσης, της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας προς όφελος του κεφαλαίου.
Η επίθεση στα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα
Αν η αποδομητική επίθεση των καπιταλιστικών κέντρων εξουσίας στα κοινωνικά δικαιώματα (τα λεγόμενα τρίτης γενιάς) με βάση την φιλελεύθερη ηθική των ίσων ευκαιριών και τη δικαιοσύνη της «αόρατης χειρός» της αυτονομημένης αγοράς, είναι ως ένα βαθμό κατανοητή, στα πλαίσια της αποσοσιαλιστικοποίησης του μεταπολεμικού κράτους, η επίθεση στα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, αναδεικνύει τον ελιτιστικό, ολιγαρχικό και αντιδημοκρατικό χαρακτήρα της φιλελεύθερης ιδεολογίας.
Η συσσώρευση οικονομικής και πολιτικής δύναμης σε ιδιωτικά κέντρα εξουσίας-κατά το μοντέλο του Friedman- έχει επιτρέψει την ανεξέλεγκτη διαμόρφωση οικονομικών πολιτικών, πέρα από κάθε δημοκρατικό έλεγχο και εγγυήσεις, παράλληλα με εξωθεσμικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς, συστήματα ελέγχου και ορθολογικοποιημένους μηχανισμούς ιδεολογικής χειραγώγησης. Στην πράξη, τα θεμελιώδη δικαιώματα έχουν καταργηθεί από τις ιδιωτικές εξουσίες, ενώ το κράτος δικαίου, έχοντας καταστεί ένα μαυσωλείο που ελέγχεται από πολιτικές μαριονέτες των κουκουλοφόρων της αγοράς, λειτουργεί πλέον μόνο συμβολικά.
Τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα που εγγυώνται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την ασφάλεια, την ελευθερία έκφρασης, ιδιωτικότητας, ιδιοκτησίας, του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι, της πληροφόρησης, της συμμετοχής στη πολιτική ζωή, κτλ., παραβιάζονται απροκάλυπτα, ενώ σταδιακά συντελείται η απονομιμοποίησή τους, καθότι οι πανίσχυρες ιδιωτικές εξουσίες (των εκατό ισχυρότερων πολυεθνικών του πλανήτη) επιβάλλουν ιδεολογικά το φετιχισμό και το αυτονομημένο Δίκαιο της αγοράς. Η συνταγματοποίηση του κράτους της αγοράς, που εγγυάται τα μη- δικαιώματα είναι ζήτημα χρόνου, σε συνάρτηση με τους κοινωνικούς συσχετισμούς. Το φιλελεύθερο κράτος έκτακτης ανάγκης, δεν αποτελεί την εξαίρεση, αλλά τον θεωρητικό φιλελεύθερο κανόνα που υλοποιείται στις παρούσες συνθήκες.
Παρά τον ουτοπικό χαρακτήρα της κατασκευής μιας κοινωνίας της αγοράς- και τη συλλογική ναρκισσιστική διαταραχή μεγαλείου που χαρακτηρίζει τα φιλελεύθερα υποκείμενα που την απεργάζονται-, οι κοινωνικοί συσχετισμοί, προς το παρών, καθιστούν εφικτό το σχέδιο της υπερεθνικής φιλελεύθερης ελίτ, αφού εκ των πραγμάτων, η επίθεση στα δικαιώματα έχει αποψιλώσει τους πολίτες από κάθε ιδιότητα εκτός από αυτή του είλωτα και του καταναλωτή.
Η βιοπολιτική έχει προλειάνει τον δρόμο του πολιτικού ολοκληρωτισμού που στοχεύει στην συνταγματική οχύρωση της ελίτ έναντι των πρώην πολιτών. Γιατί, σκοπός της φιλελεύθερης ελίτ είναι η απώλεια της ιδιότητας του πολίτη από ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού που προσμετρείται σε πλανητικό και όχι εθνικό επίπεδο και κατανέμεται με βάση την «αόρατη χείρα» των μεγάλων πολυεθνικών. Η στέρηση της ιδιότητας του πολίτη ισοδυναμεί με την μετακίνηση του υποκειμένου των δικαιωμάτων στο χώρο του κοινωνικού περιθωρίου και του αποκλεισμού. Το κράτος Δικαίου υποκαθίσταται από το κράτος καταστολής. Έτσι, τα υποκείμενα στερούνται όχι μόνο τα θεμελιώδη δικαιώματα, αλλά ακόμη και αυτά τα ανθρώπινα. Οι «περιφράξεις» δεν αφορούν μόνο την ιδιωτικοποίηση των κοινών, αλλά και την περίφραξη, την κατανομή των ανθρώπων με βάση τον κοινωνικό δαρβινισμό που υπάρχει στη σκιώδη πλευρά του φιλελεύθερου ορθολογικού Λόγου.
Η κατάρρευση του φιλελεύθερου μύθου συμπαρασύρει τις ηθικορητορικές και νομικές κατασκευές, με βάση τις οποίες έγινε η δόμηση των διαχρονικών μηχανισμών χειραγώγησης των κοινωνιών, επαναφέροντας το ζήτημα των ελευθεριών, όχι ως αίτημα ή αξίωση προς κάποια εξουσία-που υποκαθιστά το Θεό-, αλλά ως αυταξία και αυτοδίκαιη πράξη που επιβάλλεται από μια κοινωνία που λειτουργεί πολιτικά, μέσα από διαδικασίες αυτονομίας, αυτοδιαχείρισης και αυτοθέσμισης.
πηγή:
http://tsak-giorgis.blogspot.ca/2014/11/blog-post_16.html