Η επιδερμίδα του κτήνους
Ένα πολύ ενδιαφέρον αφήγημα για τους Γερμανούς νοικοκυραίους και τη Γερμανία των ναζί, γραμμένο από έναν Έλληνα. Από τον Σωτήρη Θεοχάρη
DOC TV 05.06.2014
Ένα βλαστοκύτταρο απ’ την επιδερμίδα του κτήνους. Μεγάλωσα με θετό παππού και γιαγιά. Ναι, ακούγεται στ’ αλήθεια λίγο περίεργο αυτό. Ο κύριος Willi και η κυρία Gretel Deutschendorf ήταν οι γηγενείς Wuppertalέζοι που έμεναν στον δεύτερο όροφο του τριώροφου παραδοσιακού σπιτιού, κατασκευής 1895 όπως εγχάρακτα έγραφε και ένας ακρογωνιαίος λίθος του, στο οποίο μεγάλωσα. Δεν είχαν αποκτήσει εγγόνια και το είχαν μεγάλο καημό αυτό. Οι γονείς μου νοίκιαζαν ένα πολύ μικρό διαμέρισμα στον τρίτο, που το επικλινές ταβάνι της σοφίτας το έκανε να μοιάζει ακόμα πιο μικρό και στενάχωρο. Η μοναχοκόρη των Deutschendorf, η Inge («θεία» Inge όπως την αποκαλούσα), μπαινόβγαινε από πολύ νέα στα ψυχρά χειρουργεία του πιο προηγμένου και οργανωμένου συστήματος πρόνοιας και κοινωνικών παροχών που είχε να επιδείξει έως τότε παγκοσμίως ο καπιταλισμός, λίγο πριν τον καταπιεί μερικές δεκαετίες αργότερα, αύτανδρο, το εξελιγμένο αχόρταγο και αχαλίνωτο τέκνο του, ο άκρατος νεοφιλελευθερισμός. Η «επάρατος νόσος» τη βασάνιζε από τα νιάτα της. Όχι πως καταλάβαινα στην ηλικία των επτά περίπου ετών τις λέξεις «επάρατος», «νεοφιλελευθερισμός», «νόσος», «καπιταλισμός» ή «σύστημα». Για την ακρίβεια, τα ελληνικά μου ήταν μέτρια, σχεδόν σπαστά. Παρά το ότι οι μετανάστες γονείς μου, από την πάμφτωχη Θεσσαλία, μου μίλαγαν ελληνικά στο σπίτι και πήγαινα και σε ελληνογερμανικό σχολείο, τα γερμανικά ήταν η «μητρική» μου γλώσσα, η γλώσσα της κοινωνίας που ζούσα, η γλώσσα στην οποία ονειρευόμουν και η γλώσσα του αγαπημένου μου Spock, στο μεταγλωττισμένο Star Τrek της τηλεόρασης. Γερμανόφωνος Spock… H Inge το είχε επίσης πολύ μεγάλο καημό πως δεν θα αποκτούσε ποτέ παιδιά καθώς ήξερε πως η ζωή της θα έφτανε σύντομα στο τέρμα. Ειλικρινά δεν ξέρω να απαντήσω στην ερώτηση -που φυσικά ως παιδί ποτέ δεν έκανα στον εαυτό μου- αν έπαιξε δηλαδή τον παραμικρό ρόλο το ότι ήμουν ένας ζωηρός γερμανόφωνος ξανθομπούμπουρας (ξανθός σαν άχυρο και χλωμός σαν Σουηδός, αλήθεια σας λέω), στη συμπάθεια και στον ερεθισμό του μητρικού της φίλτρου, που την έκανε να με «δανείζεται» από τους γονείς μου και να παίζει ατελείωτες ώρες μαζί μου, από μωρό. Υποθέτω πως και μελαψός μουσουλμάνος να ήμουν η Inge θα λειτουργούσε το ίδιο. Κανένα βαρύ παυσίπονο από αυτά που κατανάλωνε άλλωστε δεν μπορούσε να καταστείλει τον καημό της και η κουλτούρα του χιπισμού και της απέραντης αγάπης προς όλους ήταν στο απόγειο της γενιάς της. Πώς να έκανε διακρίσεις κάποια που οδηγούσε λαχανί ξεσκέπαστο σκαραβαίο, άκουγε Beatles και πήγαινε σε πορείες ειρήνης; Δεν ταίριαζε ο ρατσισμός με την καθεστηκυία αισθητική της εποχής. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Wuppertal. Σε αυτήν την παραδοσιακή μικρή γερμανική πόλη όπου άκμαζε η βιομηχανία χημικών, υφαντουργίας και χάλυβα και όπου υποθέτω πως τη «χρυσή δεκαετία του ’70» ουδείς κάτοικός της γνώριζε καν πώς είναι η γενέτειρα του Friedrich Engels.Μια εργατούπολη, μια από τις πρώτες παγκοσμίως εκβιομηχανοποιημένες ζώνες από τις αρχές του 18ου αιώνα, γεμάτη με συντηρητικούς, φιλήσυχους κατοίκους και κατά τη δεκαετία του ’70 με σχεδόν διπλάσιους του πληθυσμού της μετανάστες. Βρέθηκα να έχω λοιπόν, εγώ το φτωχό μεταναστόπουλο από την Ελλάδα, έναν Γερμανό παππού και μια Γερμανίδα γιαγιά, αφού η κόρη τους με φρόντιζε σαν πραγματικό παιδί της. Και μάλιστα παραδοσιακότατους Γερμανούς. Παππούς με καπέλο με φτερό, τιράντες, με βαρύ πούρο, τακτικότατο θαμώνα της μπιραρίας στη γωνία, όπου έπαιζε ακορντεόν και τραγουδούσε παραδοσιακά μπιραριοτράγουδα, με δωμάτιο γεμάτο εργαλεία για μαστορέματα και με μπαστούνι που είχε ένα καρφί στην άκρη του για να μαζεύει, ως καλός «Wuppertalίσtας», τις γόπες και τα σκουπιδάκια από τα πλακόστρωτα όταν έβγαινε να περπατήσει. Γελαστός και καλόκαρδος, ευγενικός και πρόσχαρος. Και η γιαγιά, δεινή μαγείρισσα και αρχοντονοικοκυρά, θεούσα, τρυφερή, φιλόξενη και αστείρευτη αφηγήτρια παραμυθιών. Οι πιο ωραίοι δράκοι που συνάντησα στη ζωή μου ήταν περιγραφές της γιαγιάς. Τα μικρά αγοράκια αδιαφορούν για τις πριγκίπισσες και τα βατράχια, οι φτερωτοί δράκοι που ξερνάν φλόγες και οι κακές μάγισσες είναι πολύ ελκυστικότερα θέματα. Το σπίτι τους μύριζε πάντα καπνό από πούρο, καφέ, γλυκά, μπισκότα και λουλούδια στα οποία η γιαγιά είχε μεγάλη αδυναμία. Με πρόσεχαν όταν ήμουν μωρό τις ώρες που δούλευαν οι γονείς μου (δηλαδή πρακτικά όλη τη μέρα) και αργότερα, όταν μεγάλωσα, με πηγαινοέφερναν στον παιδικό σταθμό, στο σχολείο, με βόλταραν στην παιδική χαρά και στα λούνα παρκ, με κρατούσαν και με κοίμιζαν κάποια Σαββατοκύριακα σπίτι τους, όταν οι γονείς μου έβγαιναν να διασκεδάσουν ή πήγαιναν καμιά εκδρομή. Ναι, για μένα ήταν, πραγματικά, ο παππούς μου και η γιαγιά μου. Έτσι τους αποκαλούσα άλλωστε και έτσι με αντιμετώπιζαν και εκείνοι και τέτοια ήταν η αγάπη και η στοργή που εισέπραττα. Και τέτοια η αγάπη που τους είχα. Καλοί, συνηθισμένοι και αγαθοί άνθρωποι, πολιτισμένοι, ευγενικοί και νοικοκυραίοι συνταξιούχοι. Αξιοπρεπείς, καθημερινοί, φιλήσυχοι, καλόκαρδοι άνθρωποι, πώς αλλιώς θα μπορούσε να τους περιγράψει κανείς. Αξιαγάπητοι. Οι γονείς μου ήταν οικονομικοί και έμμεσα και πολιτικοί μετανάστες. Ο πατέρας μου ήταν χαρακτηρισμένος «αριστερών φρονημάτων» στην Ελλάδα. Όχι, μη φανταστείτε κάποιον θεωρητικό του κομμουνισμού, που έχει αποστηθίσει την πλήρη βιβλιογραφία της υλιστικής φιλοσοφίας και του Μαρξισμού. Στη δεκαετία του ’70 ήταν πια στο ΠΑΚ Γερμανίας, φλογερός σοσιαλιστής μάλλον παρά αριστερός με την κλασική έννοια. Γεννήθηκε σε ένα χωριό της Θεσσαλίας λίγο πριν την κατοχή και μεγάλωσε στον εμφύλιο, ήταν και για ένα φεγγάρι «αετόπουλο» και πρωτοστάτησε στο συλλαλητήριο που έγινε στο γυμνάσιό του το ’56 για την Κύπρο και έτσι η σφραγίδα των αριστερών φρονημάτων τού έκανε τη ζωή κόλαση στην μετεμφυλιακή Ελλάδα. Το απαραίτητο, για να επιβιώσει κανείς, γλείψιμο για το πιστοποιητικό φρονημάτων δεν συμβάδιζε καθόλου με την υπερηφάνεια και την αξιοπρέπειά του, γιατί ο γέρος μου είναι από αυτούς τους ανθρώπους που δεν διαπραγματεύονται τη συνείδησή τους. Μπορεί να έχει πολλά εκνευριστικά άλλα κουσούρια, αλλά τούτο το κουσούρι το θαυμάζω πάνω του. Δεν θα καταδεχόταν ποτέ να «αποκηρύξει», παρά του ότι ο ίδιος είχε πάψει να έχει σχέση με το κομμουνιστικό κόμμα και ένιωθε πάντα πολύ απογοητευμένος με τους χειρισμούς τύπου Βάρκιζας. Όμως όπως έλεγε, «δεν ξεφτιλίζομαι εγώ σαν άνθρωπος, να κάτσω να μου δώσει χαρτί ο κάθε μπασκίνας για να βρω μια δουλειά με αφεντικό κάποιον πρώην μαυραγορίτη». Γι' αυτό και έφυγε μετανάστης. Όταν δε στην Ελλάδα το ’67 ήρθε η χούντα, δεν υπήρχε πια γυρισμός για εκείνον.
Συνέχεια στην επόμενη σελίδα 1 2 3 4 5 6 7 8 [Πηγή: www.doctv.gr]
http://www.doctv.gr/page.aspx?itemID=SPG6433
Ένα πολύ ενδιαφέρον αφήγημα για τους Γερμανούς νοικοκυραίους και τη Γερμανία των ναζί, γραμμένο από έναν Έλληνα. Από τον Σωτήρη Θεοχάρη
DOC TV 05.06.2014
Ένα βλαστοκύτταρο απ’ την επιδερμίδα του κτήνους. Μεγάλωσα με θετό παππού και γιαγιά. Ναι, ακούγεται στ’ αλήθεια λίγο περίεργο αυτό. Ο κύριος Willi και η κυρία Gretel Deutschendorf ήταν οι γηγενείς Wuppertalέζοι που έμεναν στον δεύτερο όροφο του τριώροφου παραδοσιακού σπιτιού, κατασκευής 1895 όπως εγχάρακτα έγραφε και ένας ακρογωνιαίος λίθος του, στο οποίο μεγάλωσα. Δεν είχαν αποκτήσει εγγόνια και το είχαν μεγάλο καημό αυτό. Οι γονείς μου νοίκιαζαν ένα πολύ μικρό διαμέρισμα στον τρίτο, που το επικλινές ταβάνι της σοφίτας το έκανε να μοιάζει ακόμα πιο μικρό και στενάχωρο. Η μοναχοκόρη των Deutschendorf, η Inge («θεία» Inge όπως την αποκαλούσα), μπαινόβγαινε από πολύ νέα στα ψυχρά χειρουργεία του πιο προηγμένου και οργανωμένου συστήματος πρόνοιας και κοινωνικών παροχών που είχε να επιδείξει έως τότε παγκοσμίως ο καπιταλισμός, λίγο πριν τον καταπιεί μερικές δεκαετίες αργότερα, αύτανδρο, το εξελιγμένο αχόρταγο και αχαλίνωτο τέκνο του, ο άκρατος νεοφιλελευθερισμός. Η «επάρατος νόσος» τη βασάνιζε από τα νιάτα της. Όχι πως καταλάβαινα στην ηλικία των επτά περίπου ετών τις λέξεις «επάρατος», «νεοφιλελευθερισμός», «νόσος», «καπιταλισμός» ή «σύστημα». Για την ακρίβεια, τα ελληνικά μου ήταν μέτρια, σχεδόν σπαστά. Παρά το ότι οι μετανάστες γονείς μου, από την πάμφτωχη Θεσσαλία, μου μίλαγαν ελληνικά στο σπίτι και πήγαινα και σε ελληνογερμανικό σχολείο, τα γερμανικά ήταν η «μητρική» μου γλώσσα, η γλώσσα της κοινωνίας που ζούσα, η γλώσσα στην οποία ονειρευόμουν και η γλώσσα του αγαπημένου μου Spock, στο μεταγλωττισμένο Star Τrek της τηλεόρασης. Γερμανόφωνος Spock… H Inge το είχε επίσης πολύ μεγάλο καημό πως δεν θα αποκτούσε ποτέ παιδιά καθώς ήξερε πως η ζωή της θα έφτανε σύντομα στο τέρμα. Ειλικρινά δεν ξέρω να απαντήσω στην ερώτηση -που φυσικά ως παιδί ποτέ δεν έκανα στον εαυτό μου- αν έπαιξε δηλαδή τον παραμικρό ρόλο το ότι ήμουν ένας ζωηρός γερμανόφωνος ξανθομπούμπουρας (ξανθός σαν άχυρο και χλωμός σαν Σουηδός, αλήθεια σας λέω), στη συμπάθεια και στον ερεθισμό του μητρικού της φίλτρου, που την έκανε να με «δανείζεται» από τους γονείς μου και να παίζει ατελείωτες ώρες μαζί μου, από μωρό. Υποθέτω πως και μελαψός μουσουλμάνος να ήμουν η Inge θα λειτουργούσε το ίδιο. Κανένα βαρύ παυσίπονο από αυτά που κατανάλωνε άλλωστε δεν μπορούσε να καταστείλει τον καημό της και η κουλτούρα του χιπισμού και της απέραντης αγάπης προς όλους ήταν στο απόγειο της γενιάς της. Πώς να έκανε διακρίσεις κάποια που οδηγούσε λαχανί ξεσκέπαστο σκαραβαίο, άκουγε Beatles και πήγαινε σε πορείες ειρήνης; Δεν ταίριαζε ο ρατσισμός με την καθεστηκυία αισθητική της εποχής. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Wuppertal. Σε αυτήν την παραδοσιακή μικρή γερμανική πόλη όπου άκμαζε η βιομηχανία χημικών, υφαντουργίας και χάλυβα και όπου υποθέτω πως τη «χρυσή δεκαετία του ’70» ουδείς κάτοικός της γνώριζε καν πώς είναι η γενέτειρα του Friedrich Engels.Μια εργατούπολη, μια από τις πρώτες παγκοσμίως εκβιομηχανοποιημένες ζώνες από τις αρχές του 18ου αιώνα, γεμάτη με συντηρητικούς, φιλήσυχους κατοίκους και κατά τη δεκαετία του ’70 με σχεδόν διπλάσιους του πληθυσμού της μετανάστες. Βρέθηκα να έχω λοιπόν, εγώ το φτωχό μεταναστόπουλο από την Ελλάδα, έναν Γερμανό παππού και μια Γερμανίδα γιαγιά, αφού η κόρη τους με φρόντιζε σαν πραγματικό παιδί της. Και μάλιστα παραδοσιακότατους Γερμανούς. Παππούς με καπέλο με φτερό, τιράντες, με βαρύ πούρο, τακτικότατο θαμώνα της μπιραρίας στη γωνία, όπου έπαιζε ακορντεόν και τραγουδούσε παραδοσιακά μπιραριοτράγουδα, με δωμάτιο γεμάτο εργαλεία για μαστορέματα και με μπαστούνι που είχε ένα καρφί στην άκρη του για να μαζεύει, ως καλός «Wuppertalίσtας», τις γόπες και τα σκουπιδάκια από τα πλακόστρωτα όταν έβγαινε να περπατήσει. Γελαστός και καλόκαρδος, ευγενικός και πρόσχαρος. Και η γιαγιά, δεινή μαγείρισσα και αρχοντονοικοκυρά, θεούσα, τρυφερή, φιλόξενη και αστείρευτη αφηγήτρια παραμυθιών. Οι πιο ωραίοι δράκοι που συνάντησα στη ζωή μου ήταν περιγραφές της γιαγιάς. Τα μικρά αγοράκια αδιαφορούν για τις πριγκίπισσες και τα βατράχια, οι φτερωτοί δράκοι που ξερνάν φλόγες και οι κακές μάγισσες είναι πολύ ελκυστικότερα θέματα. Το σπίτι τους μύριζε πάντα καπνό από πούρο, καφέ, γλυκά, μπισκότα και λουλούδια στα οποία η γιαγιά είχε μεγάλη αδυναμία. Με πρόσεχαν όταν ήμουν μωρό τις ώρες που δούλευαν οι γονείς μου (δηλαδή πρακτικά όλη τη μέρα) και αργότερα, όταν μεγάλωσα, με πηγαινοέφερναν στον παιδικό σταθμό, στο σχολείο, με βόλταραν στην παιδική χαρά και στα λούνα παρκ, με κρατούσαν και με κοίμιζαν κάποια Σαββατοκύριακα σπίτι τους, όταν οι γονείς μου έβγαιναν να διασκεδάσουν ή πήγαιναν καμιά εκδρομή. Ναι, για μένα ήταν, πραγματικά, ο παππούς μου και η γιαγιά μου. Έτσι τους αποκαλούσα άλλωστε και έτσι με αντιμετώπιζαν και εκείνοι και τέτοια ήταν η αγάπη και η στοργή που εισέπραττα. Και τέτοια η αγάπη που τους είχα. Καλοί, συνηθισμένοι και αγαθοί άνθρωποι, πολιτισμένοι, ευγενικοί και νοικοκυραίοι συνταξιούχοι. Αξιοπρεπείς, καθημερινοί, φιλήσυχοι, καλόκαρδοι άνθρωποι, πώς αλλιώς θα μπορούσε να τους περιγράψει κανείς. Αξιαγάπητοι. Οι γονείς μου ήταν οικονομικοί και έμμεσα και πολιτικοί μετανάστες. Ο πατέρας μου ήταν χαρακτηρισμένος «αριστερών φρονημάτων» στην Ελλάδα. Όχι, μη φανταστείτε κάποιον θεωρητικό του κομμουνισμού, που έχει αποστηθίσει την πλήρη βιβλιογραφία της υλιστικής φιλοσοφίας και του Μαρξισμού. Στη δεκαετία του ’70 ήταν πια στο ΠΑΚ Γερμανίας, φλογερός σοσιαλιστής μάλλον παρά αριστερός με την κλασική έννοια. Γεννήθηκε σε ένα χωριό της Θεσσαλίας λίγο πριν την κατοχή και μεγάλωσε στον εμφύλιο, ήταν και για ένα φεγγάρι «αετόπουλο» και πρωτοστάτησε στο συλλαλητήριο που έγινε στο γυμνάσιό του το ’56 για την Κύπρο και έτσι η σφραγίδα των αριστερών φρονημάτων τού έκανε τη ζωή κόλαση στην μετεμφυλιακή Ελλάδα. Το απαραίτητο, για να επιβιώσει κανείς, γλείψιμο για το πιστοποιητικό φρονημάτων δεν συμβάδιζε καθόλου με την υπερηφάνεια και την αξιοπρέπειά του, γιατί ο γέρος μου είναι από αυτούς τους ανθρώπους που δεν διαπραγματεύονται τη συνείδησή τους. Μπορεί να έχει πολλά εκνευριστικά άλλα κουσούρια, αλλά τούτο το κουσούρι το θαυμάζω πάνω του. Δεν θα καταδεχόταν ποτέ να «αποκηρύξει», παρά του ότι ο ίδιος είχε πάψει να έχει σχέση με το κομμουνιστικό κόμμα και ένιωθε πάντα πολύ απογοητευμένος με τους χειρισμούς τύπου Βάρκιζας. Όμως όπως έλεγε, «δεν ξεφτιλίζομαι εγώ σαν άνθρωπος, να κάτσω να μου δώσει χαρτί ο κάθε μπασκίνας για να βρω μια δουλειά με αφεντικό κάποιον πρώην μαυραγορίτη». Γι' αυτό και έφυγε μετανάστης. Όταν δε στην Ελλάδα το ’67 ήρθε η χούντα, δεν υπήρχε πια γυρισμός για εκείνον.
Συνέχεια στην επόμενη σελίδα 1 2 3 4 5 6 7 8 [Πηγή: www.doctv.gr]
http://www.doctv.gr/page.aspx?itemID=SPG6433