Tι είπε για μένα ο Ντύλαν Τόμας στον Kάτω Kόσμο των ποιητών
by ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ
Μαθαίνω αρκετά πράγματα απ’ την έμφυτη ανοησία μου. Είναι ίσως η πιο σπουδαία δασκάλα. Η ανοησία δεν είναι αμαρτία ή ενοχή. Το ανθρώπινο πνεύμα χωρίς την ανοησία καταντά σκέτο τσόκαρο. Κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να είναι ιδιοφυΐα. Εκτός φυσικά απ’ τα ψώνια. Αυτά τα ψώνια που φορούν τη λεοντή της εξυπνάδας και πλαστογραφούν τα πάντα γύρω τους χωρίς καμιά επίγνωση. Κι ίσως η ανοησία θα ήταν ακίνδυνη και χαριτωμένη αν δεν εγκωμίαζε τον εαυτό της ως ξεχωριστό και ιδιοφυή.
Ο ψυχισμός του κακομοίρη που στράβωσε δυο αράδες στο χαρτί ή τύπωσε μια οκά βιβλία είναι τρικυμιώδης. Το ψώνιο θα κάνει επίκληση στην αυθεντία. Σε πεθαμένους που τον προσκύνησαν και προφήτεψαν τη μεγαλοσύνη του. Όσοι δε γράφουν γι’ αυτόν είναι πουλημένοι και κομπλεξικοί και ζηλιάρηδες. Κι έτσι ο πονηρός μεταμφιέζεται σε αδικημένη μεγαλοφυΐα και τη βγάζει καθαρή. Πουλάει την ανοησία του στους αυλικούς του που χάσκουν μέσα στην άσπιλη από αδυναμίες μεγαλοσύνη του. Στη μεγαλοσύνη που είναι πιστοποιημένη με βαρύγδουπες κριτικές και γνώμες ομοτέχνων που μέσα σ’ ένα ντελίριο αβροτήτων ομονοούν για το τάλαντο της ανεπανάληπτης ποιητάρας.
Εδώ βέβαια παίζει πολύ δυστυχία και πολλά χάπια. Διότι αν δε συμφιλιωθείς με την ανοησία σου καβαλάς το καλάμι. Γίνεσαι σαμάνος ενός υποταγμένου κοινού που δέχεται αμάσητη τη δική σου ανοησία που τις περισσότερες φορές είναι καλυμμένος μισανθρωπισμός. Αν το γραπτό δε θυμώνει τον αναγνώστη δεν του κάνει τίποτε. Απεναντίας αποκοιμίζει με την αλαφροΐσκιωτη προσωπική μυθολογία του ξαναμμένου ποιητή, την πληκτική σου κουραδοζωή.
Στην ελληνική λογοτεχνική πιάτσα έχει μπόλικους σεφέρηδες και ελύτηδες που περιμένουν στην ουρά το κρατικό βραβείο και το νόμπελ. Κήνσορες οχυρωμένους πίσω από μια έτοιμη γλώσσα παρμένη από βιβλία με μπόλικη σοφία και παρδαλά αποφθέγματα. Κουλτουριάρηδες, της κουλτούρας του στυλ, εγώ σας γαμάω όλους. Άεργους που ύμνησαν την τεμπελιά ξεκοκαλίζοντας συντάξεις, μισθούς, περιουσίες συγγενών, εραστών και λοιπών άλλων. Πίσω από κάθε μεγάλο φωτισμένο ανήρ κρύβεται μια φαρμακωμένη γυναίκα.
Η συγγραφή στην ψωροκώσταινα είναι μια πονεμένη ιστορία. Υπάρχει μπόλικη ματαιοδοξία και βαριά επιθυμία ν’ αγιάσει κάποιος από τηλεοπτικού άμβωνος. Επιθυμία να βρει εκδότη, γκόμενα, να φτιάξει αυλή, να τρυπώσει σε παρέα, να ταμπουρωθεί σε ακαδημία. Επιθυμία να γίνει μέσω της γραφής ο Κάποιος. Μα ο Κάποιος δεν μπορεί να καταλάβει πως η χρόνια σχέση με το εγώ μας, μάς δηλητηριάζει αργά και βασανιστικά, εμάς και τους γύρω μας. Ακόμη κι αυτό το μικρό εργάκι που μπορεί να προκύψει απ’ την ταλαιπωρία μας. Και στο τέλος αντί για τα δέκα ή τα εκατό καλά μας ποιήματα θα μείνουν οι κακιούλες και το κοιτάξτε με ποιους τρώω εγώ εδώ στη φωτογραφία και κοιτάξτε ποιες γάμησα εγώ, εδώ στη φωτογραφία και, κοιτάξτε τι είπε για μένα ο Ντύλαν Τόμας στον κάτω κόσμο των ποιητών.