Τζακ Κέρουακ, Κρασί στους αλήτικους
δρόμους
Θα μπορούσα να κάνω κάτι χειρότερο
απ’ το να κάθομαι στους αλήτικους δρόμους
πίνοντας κρασί,
απ’ το να ξέρω πως τίποτα δεν έχει σημασία τελικά
να ξέρω πως δεν υπάρχει πραγματική διαφορά
ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς
να ξέρω πως η αιωνιότητα δεν είναι ούτε
νηφάλια ούτε μεθυσμένη, να ξέρω όλα τούτα
νέος και να ‘μαι ποιητής,
θα μπορούσα να ήμουν επιχειρηματίας και να λέω
τρομερές βλακείες και να πιστεύω πως ο Θεός
νοιάζεται για μένα,
αντί γι αυτό έκατσα σταυροπόδι σε μοναχικές
παρόδους και κανείς δεν με είδε, μόνο το μπουκάλι
είδαν κι αυτό είχε αδειάσει
κι έκανα έρωτα σε καλαμποκοχώραφα
και σε νεκροταφεία
για να μάθω πως οι νεκροί δεν κάνουν φασαρία
για να μάθω πως τα καλαμπόκια μιλάνε
(το ’να στ’ άλλο με χέρια γέρικα ξερά)
έκατσα στα σοκάκια νιώθοντας τα φώτα του νέον
και κοιτώντας τους επιστάτες της μητρόπολης
να στύβουν τις πατσαβούρες τους κάτω στα
σκαλιά της εκκλησίας.
Κάθομαι πίνω κρασί
και αγιάζω στις γραμμές του τρένου
απ’ το να είμαι εκατομμυριούχος και πάλι προτιμώ
να σωριάζομαι με κάποιον άμοιρο και φτηνό ουίσκι
στην πόρτα μιας αποθήκης, με θέα μεγάλα ηλιοβασιλέματα
σε χορταριασμένους αγρούς του σιδηροδρόμου
να ξέρω πως όσοι κοιμούνται στο ποτάμι
έχουν μάταια όνειρα, να ‘μια σταυροπόδι
μες στη νύχτα και να γνωρίζω τα πάντα
να ‘μαι μοναχικός σκοτεινός
με το οπτικό νεύρο παρατηρητής
του διαμαντιού του κόσμου
που στροβιλίζεται.
απ’ το να κάθομαι στους αλήτικους δρόμους
πίνοντας κρασί,
απ’ το να ξέρω πως τίποτα δεν έχει σημασία τελικά
να ξέρω πως δεν υπάρχει πραγματική διαφορά
ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς
να ξέρω πως η αιωνιότητα δεν είναι ούτε
νηφάλια ούτε μεθυσμένη, να ξέρω όλα τούτα
νέος και να ‘μαι ποιητής,
θα μπορούσα να ήμουν επιχειρηματίας και να λέω
τρομερές βλακείες και να πιστεύω πως ο Θεός
νοιάζεται για μένα,
αντί γι αυτό έκατσα σταυροπόδι σε μοναχικές
παρόδους και κανείς δεν με είδε, μόνο το μπουκάλι
είδαν κι αυτό είχε αδειάσει
κι έκανα έρωτα σε καλαμποκοχώραφα
και σε νεκροταφεία
για να μάθω πως οι νεκροί δεν κάνουν φασαρία
για να μάθω πως τα καλαμπόκια μιλάνε
(το ’να στ’ άλλο με χέρια γέρικα ξερά)
έκατσα στα σοκάκια νιώθοντας τα φώτα του νέον
και κοιτώντας τους επιστάτες της μητρόπολης
να στύβουν τις πατσαβούρες τους κάτω στα
σκαλιά της εκκλησίας.
Κάθομαι πίνω κρασί
και αγιάζω στις γραμμές του τρένου
απ’ το να είμαι εκατομμυριούχος και πάλι προτιμώ
να σωριάζομαι με κάποιον άμοιρο και φτηνό ουίσκι
στην πόρτα μιας αποθήκης, με θέα μεγάλα ηλιοβασιλέματα
σε χορταριασμένους αγρούς του σιδηροδρόμου
να ξέρω πως όσοι κοιμούνται στο ποτάμι
έχουν μάταια όνειρα, να ‘μια σταυροπόδι
μες στη νύχτα και να γνωρίζω τα πάντα
να ‘μαι μοναχικός σκοτεινός
με το οπτικό νεύρο παρατηρητής
του διαμαντιού του κόσμου
που στροβιλίζεται.
*Από την Ανθολογία “Μπιτ ποίησης”
, εκδ. Ροές. Εμείς το πήραμε από τον τοίχο του Σούλη Θωμόπουλος από το facebook.
http://tokoskino.wordpress.com/2014/09/13/%CF%84%CE%B6%CE%B1%CE%BA-%CE%BA%CE%AD%CF%81%CE%BF%CF%85%CE%B1%CE%BA-%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%83%CE%AF-%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82-%CE%B1%CE%BB%CE%AE%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%85%CF%82-%CE%B4%CF%81/