Το καφέ της γωνίας
Posted on Σεπτεμβρίου 5, 2014
Sur, Fernando Solanas
by Sotos the Bohemian
Καθόμουν σ’ εκείνο το καφέ στην γωνία, στο πιο χωμένο τραπέζι δίπλα στην τουαλέτα. Είχε όμως παράθυρο και θέα. Έβγαζα τα βιβλία και το σημειωματάριο. Με κοιτούσαν όλοι. Παρίστανα πως γράφω κάτι βαθυστόχαστο. Κι αυτό ήταν που ήθελα βεβαίως. Προφανώς όμως, τα πράγματα δεν γίνονται έτσι. Η έμπνευση ερχόταν, όταν ερχόταν, και κούρνιαζε εκεί πάνω, δίπλα στην τηλεόραση, που πάντοτε έδειχνε έναν αγώνα τένις ή κάποια διαφήμιση. Μετά έφευγε από κει, και πήγαινε πάνω στο κεφάλι κάποιου περαστικού ή άνοιγε στη διαπασών την σειρήνα κάποιου βιαστικού περιπολικού. Παράξενο πουλί αυτή η έμπνευση. Κίσσα πρέπει να’ τανε. Την τραβούσαν τα φανταχτερά λόγια κι όποια ιδέα φαινόταν να διαθέτει κάποια λάμψη. Και κατευθείαν τα επαναλάμβανε χωρίς να ξέρει ακριβώς τι είναι αυτό που ξεστομίζει. Ίσως να’ τανε και μάινα, ποιος ξέρει? Κάποιες άλλες φορές, πιο σπάνια, καταδεχόταν κι ερχότανε να κάτσει πάνω στο μολύβι μου, που όσο περνούσαν οι μέρες μίκραινε, ολοένα και μίκραινε, κι όμως τα ίχνη που άφηνε πίσω του δεν έδειχναν να οδηγούν πουθενά. Αυτές τις σπάνιες φορές λοιπόν, με έπιανε μια παράξενη διάθεση, και το μολύβι γεννούσε ότι του κατέβαινε. Μυρμήγκια, πιγκουΐνους, μυρμηγκοφάγους με γλώσσες που έμοιαζαν με φίδια, φαλακρές ιδέες καλυμμένες με καπέλα του χιπ-χοπ, φωτεινές αναλαμπές στίχων που δεν επρόκειτο να έχουν καμιά καλύτερη τύχη από αυτή της εγκατάλειψης λόγω τεμπελιάς, ασαφή και απροσδιόριστα σχέδια για ένα μέλλον εξίσου θολό και ασχημάτιστο, σκελετούς καραβιών σ’ ένα ταρσανά που τα κουφάρια τους θα τα έτρωγε ο ήλιος και η αλμύρα, γιατί οι πρωτομάστορες είχαν περισσότερη όρεξη για τσίπουρο παρά για μαραγκοδουλειές, όλα αυτά ανακατεμένα με την μυρωδιά, με το άρωμα ενός φαγητού, που φαινόταν πως αν βρισκόταν κάποιος να το ανακατέψει, κάτι λίγο να προσθέσει εδώ, κάποιο μπαχαρικό αργότερα, κάπως να κρατήσει την φωτιά αναμμένη όλο και κάτι νόστιμο θα μπορούσε να βγει.
Όμως πάντα η φωτιά έσβηνε.
Ή τρεμόσβηνε.
Ακριβώς όπως οι επιγραφές νέον σ’ εκείνο το καφέ. ΄΄ Los caminantes ΄΄, λεγόταν, γωνία Sarmiento και Rio de Janeiro.
Eίναι παράξενη η σχέση μου μ’ αυτές τις επιγραφές του νέον. Νωρίς το βράδυ όταν πλησιάζω στο καφέ, αφού πια έχουμε τηλεφωνηθεί, τις βλέπω να λαμπυρίζουν από μακριά και μου αρέσουν.(Είναι και η μόνη μου παρηγοριά στην συνήθως συννεφιασμένη μου διάθεση). Σημαίνουν ασφάλεια, σημαίνουν ότι υπάρχει ένα μέρος που με χωράει, και βεβαίως σημαίνουν ότι το καφέ είναι ανοιχτό και δουλεύει. Άλλωστε η μια απ’ τις δυο αυτό ακριβώς λέει-OPEN- με κατακόκκινα γράμματα και ενθαρρύνει τον καθένα να μπει μέσα. Η άλλη παρά το πεζό της περιεχόμενο-coca cola- δεν με ενοχλεί καθόλου, θα μπορούσε να μην σημαίνει τίποτε, να λέει οτιδήποτε σε οποιαδήποτε γλώσσα του κόσμου, για μένα το μήνυμα θα ήταν το ίδιο και θα ήταν σαφές, ΄΄έλα, μπες μέσα, εδώ είναι το καταφύγιο΄΄, καθησυχαστικά, ζεστά γράμματα, στην άγνωστη, νευρική νύχτα του Μπουένος Άιρες που χασμουριέται, τεντώνεται κι ετοιμάζεται να ξυπνήσει…
Κάθομαι λοιπόν στο τραπέζι μου, στην γωνία, στο καφέ της γωνίας, το μοναδικό ΄΄κουτσό΄΄ τραπέζι, που πεισματικά δεν βάζω κάτι, από κάτω για να το σταθεροποιήσω, κάποιο χαρτί διπλωμένο ή ένα κομματάκι ξύλου, αλλά επιμένω να το κρατάω ακίνητο με το πόδι μου, έτσι για να να μην χάνω επαφή με την πραγματικότητα, και παρατηρώ τον μικρόκοσμο του καφέ της γωνίας να ολοκληρώνει τον καθημερινό του κύκλο.
Πρώτοι εμφανίζονται οι κάπως μεγαλύτεροι σε ηλικία, συνήθως μόνοι τους, που έρχονται για να δειπνήσουν και ταυτόχρονα να ξεγελάσουν τον εαυτό τους διασκεδάζοντας την μοναξιά τους με κάποια ψευδαίσθηση κοινωνικότητας, κάποιο σχόλιο που θα πούνε φωναχτά την ώρα των ειδήσεων, ή κάποια κουβέντα που θα ανταλλάξουν με την όμορφη σερβιτόρα, κι αυτό θα είναι αρκετό να τους κρατήσει στην ζωή μέχρι την επόμενη ημέρα, μια ζωή στην οποία είναι να απορείς γιατί επιμένουν τόσο. Ο γκριζομάλλης με την κατεστραμμένη οδοντοστοιχία, ο ξυρισμένος γουλί που διαβάζει τουλάχιστον τρεις εφημερίδες κάθε μέρα και σημειώνει σαν μανιακός πάνω τους σχόλια και παρατηρήσεις, και ο μουσάτος που διαβάζει εδώ και δεκαπέντε μέρες Φουκώ.(Ομολογώ πως κρυφοκοίταξα την ράχη του βιβλίου του. Το κάνω πάντα. Δεν μπορώ να κρατηθώ.). Πρέπει να υπάρχει κάποια μυστική συμφωνία, κάποιος κρυφός κώδικας, μια συνομωσία, δεν ξέρω, μεταξύ αυτών που ασχολούνται με την φιλοσοφία. Όλοι είναι μουσάτοι. Κάτι συμβαίνει, πρέπει να το σημειώσω για να το ερευνήσω αργότερα. Ή ν’ αφήσω μούσι για να κάνω εντύπωση.
Ο καπνός από τα τσιγάρα θολώνει ακόμα πιο πολύ το πορτοκαλοκίτρινο φως που βγάζουν τα τσίγκινα φωτιστικά ενώ ένας ταλαίπωρος ανεμιστήρας αδυνατεί να δώσει μια πνοή φρεσκάδας στον χώρο που απ’ ότι δείχνει μια επιγραφή στον τοίχο- ΄΄ απαγορεύεται το πτύειν επί του δαπέδου ΄΄- πρέπει να έχει περάσει και χειρότερες εποχές.
Είναι η ώρα που το μαγαζάκι γεμίζει μυρωδιές, κρέας, λαζάνια, μουστάρδες, σάλτσες, τηγανίλα. Απ’ έξω περνάνε τρέχοντας οι τελευταίοι εναπομείναντες αθλούμενοι. Είναι το πάρκο Centenario εδώ δίπλα, και τέτοια ώρα κάνουν το καθημερινό τους jogging κάτι αξιοθρήνητα ναυάγια της ζωής. Κάτι σαραντάρηδες και πενηντάρηδες που τους πήρε μισό αιώνα να καταστρέψουν τον εαυτό τους, να τον γεμίσουν λίπος και φλεβίτιδα, νομίζουν τώρα πως τρέχοντας μισή ώρα την ημέρα και κάνοντας ΄΄ σωστή διατροφή ΄΄ θα επιστρέψουν στην κατάσταση που ήταν όταν είκοσι… Τουλάχιστον αυτά τους υπόσχονται οι εφημερίδες και οι ΄΄ ειδικοί ΄΄ στην τηλεόραση. Δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους ούτε την αξιοπρέπεια να φύγουν όπως ζήσανε. Μετά φταίω εγώ που γίνομαι κριτικός με τους πάντες…
Αφού τελειώσει η ώρα του φαγητού και φύγει η ψευτοδιανόηση και η απελπισία, το σκηνικό αλλάζει. Νεανικές παρέες εμφανίζονται, τρεις, τέσσερις, πέντε, σπανίως δυο. Ένας ποτέ. Η εφηβεία έχει το θάρρος της αποδοχής του άλλου. Την περιφρόνηση της αυθεντίας, της μονολιθικής άποψης, άρα και της μοναξιάς.
Χρώματα, κουρέματα, ζωή. Φωνές, απόψεις, μπύρες, μπύρες, μπύρες. Γέλια, αστειάκια, σε ακουμπάω, μου αρέσεις, ποιος το λέει αυτό το τραγούδι, είδες την καινούρια ταινία του τάδε, σε θέλω. Το μαγαζί βράζει. Έρωτας. Μέχρι και τα κεραμιδί τούβλα κοκκινίζουν. Μέχρι και οι επιγραφές νέον βάζουν τα δυνατά τους. Φέγγουν πιο πολύ. Τσιγάρα, φίλε μήπως έχεις φωτιά, ωχ! Τι είναι αυτό, καπνός? Μήπως έχεις τίποτα άλλο εκεί μέσα, κρίμα. Τέτοια πράγματα.
Και το πουλί, η έμπνευση ντε, πετάει γύρω τους. Κάνει κύκλους πάνω απ’ τα κεφάλια τους κλέβοντας πρόσωπα, εκφράσεις, φράσεις, και καμώνεται πως αποθηκεύει για κάποια άλλη φορά… Για κάποια άλλη ευκαιρία πιο κατάλληλη. Όταν όλα θα’ ναι έτοιμα. Όταν όλα θα’ ναι όπως πρέπει για να μπει το καθένα στην θέση του.
Και σ’ αυτό το μεταξύ το μολύβι μικραίνει. Και οι ώρες μικραίνουν. Και οι παρέες αρχίζουν να φεύγουν. Καληνύχτα, τα λέμε. Είναι η ώρα που η ένταση της μουσικής χαμηλώνει. Είναι η ώρα που το κρασί φτάνει στο τέλος του. Και είναι η ώρα που αλλάζει ο τρόπος που βλέπω τις νέον επιγραφές. Τώρα είμαι μόνος εδώ μαζί μ’ ένα αργοπορημένο (ή πολύ ερωτευμένο) ζευγάρι. Τώρα οι επιγραφές σημαίνουν ανθρώπους μόνους που γράφουν σε ανώφελα σημειωματάρια στο μισοσκόταδο και προσπαθούν να αγνοήσουν το συγκαταβατικό χαμόγελο της σερβιτόρας, που στην πραγματικότητα αναρωτιέται πότε θα ξεκουμπιστούμε από δω μέσα, τώρα έχει πια τόση ησυχία εδώ που ακούγεται το σιγοτρίξιμο του νέον, που κι αυτό με την σειρά του σημαίνει ότι, όπου να’ ναι έρχεται η ώρα να σβήσει, έρχεται η ώρα να σβήσεις κι εσύ το τελευταίο σου τσιγάρο- χωρίς τίποτα άλλο μέσα- , έρχεται η ώρα να γυρίσεις στο σπίτι, όπου κι απόψε βέβαια κανένα μήνυμα δεν θα σε περιμένει στον υπολογιστή κι όπου το μόνο που μπορείς να κάνεις, είναι να περιμένεις μέχρι αύριο το βράδυ που θα επιστρέψεις στο καφέ της γωνίας και θα δεις πάλι το κόκκινο OPEN στον μαύρο ουρανό.
αναδημοσίευση από εδώ:
http://periodikotrypa.wordpress.com/2014/09/05/to-k%CE%B1%CF%86%CE%B5-%CF%84%CE%B7%CF%83-%CE%B3%CF%89%CE%BD%CE%B9%CE%B1%CF%83/comment-page-1/#comment-330