Πεθαίνω σαν Χώρα (στην Αμφίπολη)
του Δημήτρη Παπανικολάου
«Μεταμοντέρνα μειράκια» και «χαμαντράκια». Έτσι είχε χαρακτηρίσει ο πολύς Κώστας Γεωργουσόπουλος, σε ένα οργισμένο σχόλιό του πριν λίγα χρόνια, όσους επέμεναν να αναλύουν τη σύνδεση της εθνικής ταυτότητας, της εθνικιστικής ιδεολογίας και της δημόσιας παρουσίας της αρχαιολογίας στην Ελλάδα. Όσοι μιλούν για «εθνικό αφήγημα» όταν συζητούν τη δουλειά του Ανδρόνικου στη Βεργίνα, ή κριτικάρουν την «εθνική υστερία [με] τα Ελγίνεια», έλεγε τότε ο Γεωργουσόπουλος, κάνουν «αβάντα στη σκοπιανή εθνοκαπηλία και […] θεωρίες μια δεκάρα η βιολέτα τσιγκολελέτα τσιγκολελέτα.»[1]
Τα θυμήθηκα αυτές τις μέρες τα «χαμαντράκια», καθώς ακούω τα καθημερινά δελτία για την πρόοδο της ανασκαφής στην Αμφίπολη, τις βαρύγδουπες «προβλέψεις» του αρμόδιου υπουργού, τα διαρκή τιτιβίσματα των υφισταμένων του, το προαίσθημα του, επίσης πολύ, Σαράντη Καργάκου για το ότι εκεί κρύβεται ο Μεγαλέξανδρος, και τη διακήρυξη του αρμοδιότατου Άνθιμου Θεσσαλονίκης ότι «όποιος κι αν είναι θαμμένος στην Αμφίπολη, είναι Έλληνας».[2] Καταλληλότεροι από εμένα έχουν κρίνει επαρκώς αυτή τη νέα, εθνικού επιπέδου, παράκρουση. Περιμένουμε από την Αμφίπολη μια ακόμα επιβεβαίωση του εθνικού αφηγήματος του μεγάλου, άσπιλου και λευκού, υπερβατικού και υπερβαίνοντος, παντοδύναμου και παντοκράτη (πλην όμως και παντοπώλη) ελληνισμού.
Ας επιμείνω εδώ ομως σε μια παράμετρο που ίσως συζητήθηκε λιγότερο:
Τη σύνδεση της επιθυμίας για αρχαιότητα, με τους λόγους του ρατσισμού και της έμφυλης κανονικότητας που κατακλύζουν αυτή τη στιγμή κι από άλλες μπάντες την Ελλάδα. Γιατί η Ελλάδα που συνεπαίρνεται με τα (επερχόμενα) ευρήματα της Αμφίπολης είναι, βεβαίως, η ίδια ακριβώς Ελλάδα που την ίδια εποχή βλέπει «ξαφνικά» τον πιο ρατσιστικό εαυτό της να ξεδιπλώνεται τόσο ξεδιάντροπα στη δημόσια σφαίρα, στη πολιτική, στην κοινωνική συναλλαγή και τη διαχείριση «ντόπιων» και «ξένων», στην εικονοποιϊα της καθημερινότητας. Είναι η ίδια Ελλάδα που την ίδια στιγμή δυσκολεύεται να ψηφίσει ένα ξεκάθαρο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, κι όταν το κάνει αυτό φροντίζει να το συνδυάσει με καθησυχασμό των φοβικών κοινωνικών αγκυλώσεων (άρνηση συμπερίληψης του Συμφώνου Συμβίωσης για ομόφυλα ζευγάρια) και κανόνες επιβεβαίωσης της εθνικιστικής μηχανικής (ποινικοποίηση της άρνησης των «ελληνικών γενοκτονιών» Πόντου, Μικρασίας κλπ). Είναι η ίδια Ελλάδα δηλαδή που, αν προλάβαινε, θα φρόντιζε να ποινικοποιήσει, μαζί με την άρνηση ελληνικών γενοκτονιών, και τον οποιονδήποτε σκεπτικισμό περί του τάφου του Φιλίππου, της πεμπτουσιακής σημασίας της Αμφίπολης, και του αν ζει ο Μεγαλέξαντρος.
Δεν είναι δύσκολο να παρατηρήσει κανείς πώς διαρθρώθηκε η ελληνική αρχαιολατρία σε βάθος χρόνου, ως ένας μηχανισμός αναπαραγωγής αυτιστικής και αυτοϊκανοποιητικής εθνικιστικής ταυτότητας, και πώς το ίδιο σχήμα χρησιμοποιήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες στο έπακρό του. Ειδικά ο νεοεθνικισμός που ξεκινά προς το τέλος της δεκαετίας του ’80 (κι έχει αιχμή, αλλά δεν εξαντλείται στο «Μακεδονικό»), χρησιμοποιεί τον αρχαιοπληκτικό συντηρητισμό και το αρχαιοεθνικώς πρέπον ως βασική πλατφόρμα. Όλες όμως οι αγκυλώσεις, οι φοβίες και τα στεγανά που παγιώθηκαν στην Ελλάδα εκείνη την εποχή, ακριβώς τώρα εκρήγνυνται και εσωτερικά ως ρατσισμός, ναζιστική βία και ευγονισμός, ομοφοβία, συστροφή σε παραδοσιακές έμφυλες ιεραρχίες. Με άλλα λόγια, ο ρατσισμός που πλέον έχει κάνει μετάσταση μέχρι και στις αρθρώσεις αυτής της χώρας, «ανδρώθηκε» και μέσα από την μπανάλ αρχαιοκαθήλωση των τελευταίων δεκαετιών. Αρκεί μια φωτογραφία από εκείνα τα ανεπανάληπτα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό για να το θυμηθεί κανείς· ή η ανάσυρση της αγοραίας εθνομαγκιάς που ακόμα ονομάζει όσους συζητούν αναλυτικά για την εθνική ταυτότητα και την αρχαιότητα «χαμαντράκια».
Και δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι αυτή η κυβέρνηση, που χρησιμοποιεί εκδοχές εθνικισμού και ρατσισμού ως το γράσο για τη βιοπολιτική και τη θανατοπολιτική της, έσπευσε να καθηλωθεί, μαζί με ολόκληρο το εθνικό φαντασιακό, πάνω από τον τύμβο της Αμφίπολης. Τον χρειάζεται, κι αυτόν, για τον ίδιο λόγο: και βιοπολιτικά (για την αναπαραγωγή «άξιων», εθνικά αυτοϊκανοποιούμενων και κοινωνικά πειθήνιων, «Ελλήνων») και θανατοπολιτικά (για την προγραφή όλων των άλλων – που ως εχθροί, υποτελείς ή απλώς υποδεέστεροι, μπορούν να αφεθούν να πεθάνουν).
Το έθνος συχνά υπονοεί ότι περιμένει από την αρχαιολογική σκαπάνη να φέρει στο φως βαθειά κρυμμένες ρίζες, τη στιγμή που, ουσιαστικά, την χρησιμοποιεί για να σπείρει αυτές τις ρίζες όπως τις θέλει. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα: στην Αμφίπολη αισθάνομαι ότι κάποιοι θέλουν έναν λαό σε κρίση και παράκρουση να σπείρει ξανά την αυτοφαντασίωσή του. Αν και, αυτή τη φορά, στην πιο θνησιγενή, την πιο μισαλλόδοξη, την πιο θανατοπολιτική, την πιο νεκρή εκδοχή της.
Ο Δημήτρης Παπανικολάου διδάσκει νεοελληνική φιλολογία, θεωρία της λογοτεχνίας και σπουδές φύλου στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
[1] Κ. Γεωργουσόπουλος, «Τα χαμαντράκια», Τα Νέα, 14.5.2008.
[2] Τη δήλωση την αντιγράφω από το εξαιρετικό άρθρο του Δημήτρη Πλάντζου, «Των Ελλήνων τα ιερά», περ. Unfollow, Σεπτέμβριος 2014. Βλ. και Γιάννης Χαμηλάκης, «Εθνική θησαυροθηρία ή κριτική αρχαιολογία;», Αυγή, 24.8.2014.
αναδημοσίευση από εδώ:
http://enthemata.wordpress.com/2014/09/07/dimpap/