OI ΠΑΓΙΔΕΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΗΣ «ΠΕΡΙΟΔΟΥ» ΚΑΙ ΟΙ ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΟΙ ΧΑΜΑΙΛΕΟΝΤΕΣ
«Όποιος ξεχνάει την ιστορία τουείναι υποχρεωμένοςνα την ξαναζήσει»Σανταγιάνα, Ισπανός Φιλόσοφος«Περίοδος που η κοινωνία βρέθηκε στον γύψο», «μεταπολιτευτική περίοδος», «αλλαγή», «περίοδος εθνικής συμφιλίωσης», «εκσυγχρονιστική περίοδος», «περίοδος κοινωνικής ευμάρειας», «μνημονιακή περίοδος» κοκ. Σ’ αυτές και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, η χρήση του όρου «περίοδος» έρχεται να περικλείσει, να σφραγίσει ερμητικά, γεγονότα, καταστάσεις που σημάδεψαν τις ζωές ή τον θάνατο πλήθους ανθρώπων, έναν πραγματικό χείμαρρο από ανθρώπινες ενέργειες, συγκρούσεις ή εξουσιαστικές μεθοδεύσεις.
Άλλες φορές, πάλι, η αρχή και το τέλος κάθε «περιόδου» θεωρούνται «ανοικτά» ζητήματα, ειδικά όταν εκείνοι που οριοθετούν, –ιστορικοί, πολιτικοί, κόμματα, δημοσιογράφοι, ειδικοί επιστήμονες, αλλά και εκπρόσωποι κινημάτων– θεωρούν ότι υπάρχουν, επίσης, «ανοικτοί» λογαριασμοί με την «ιστορία»…
Έχουν, δικαίως, γραφεί πολλά και έχουν ειπωθεί ακόμα περισσότερα περί μνήμης και αλήθειας, περί λήθης και εξουσίας.
Ας κάνουμε, όμως, προτού προχωρήσουμε, μια παρατήρηση. Κάθε μορφή εξουσίας έχει συνεχείς επεκτατικές βλέψεις πάνω στις ζωές των εξουσιαζόμενων ανθρώπων. Οι εξ ίσου συνεχείς μεταβολές στον τρόπο άσκησης της εξουσίας παρουσιάζονται ως οβιδιακές μεταμορφώσεις, που επηρεάζονται από τις διεθνείς, οικονομικές, επιστημονικές ή άλλες εξελίξεις και προβάλλονται ως η συνεχώς μετατοπιζόμενη αφετηρία προς ένα «ελπιδοφόρο» αύριο.
Έτσι, το «αφύσικο», το πολιτικά «αδιανόητο», η «αστάθεια», ή η «σύγχυση» και η πολιτική «αβεβαιότητα», έρχονται να χαρακτηρίσουν μια συνθήκη μεταβολών ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, που στο παρελθόν ή στο μέλλον οι φωτεινές επιγραφές του πολιτικού μάρκετινγκ διαφήμιζαν την μεταπολιτευτικά «σταθερή δημοκρατία», κατόπιν την «αλλαγή» ή την «αναγέννηση», την «ισχυρή Ελλάδα» ή τα «θαύματα» του εκσυγχρονισμού.
Η μόνη λέξη, βέβαια, που μπορεί να έχει σχέση με την πραγματικότητα είναι η σύγχυση. Πρέπει, λοιπόν, να πειστούμε, ότι ο «κόσμος που κατέρρευσε» είναι ο «χαμένος παράδεισος», η «γη της επαγγελίας», ώστε να δεχθούμε να κοινωνήσουμε, αργά ή γρήγορα, θύτες και θύματα την κοινή «απώλεια», να μοιραστούμε την «κοινή ευθύνη». Μόνο μέσα απ’ αυτό το πρίσμα είναι κατανοητές οι όποιες εντός ορίων αντιστάσεις, ο θυμός και η αγανάκτηση, αφού η αποδοχή αυτής της λογικής προδιαγράφει και τους όρους ενσωμάτωσης, τελικά, στην «νέα» και προπάντων «αδιανόητη» κατάσταση.
Δεν υπάρχει κανενός είδους εξουσία, που διακρίνεται για την μεγαλόψυχη στάση της απέναντι στους υπηκόους της. Όταν, μάλιστα, απειλείται ή νιώθει ότι κινδυνεύει, σπεύδει σύντομα να επιδείξει την ανάλογη σκληρότητα σ’ όσους την αμφισβήτησαν. Οι μόνοι από τους στασιαστές που συγχωρούνται και όχι πάντα, είναι εκείνοι που διαχωρίζουν –είτε δίχως καθυστέρηση, είτε εν ευθέτω χρόνω– την θέση τους από την ίδια την εξέγερση, αλλά και από τους συντρόφους τους. Αλλά, ας είναι. Στην πολιτική, ούτως ή άλλως, δεν υφίσταται κανενός είδους αδιανόητο. Οι χθεσινοί ανταγωνιστές, μεταβάλλονται στους σημερινούς ή και αυριανούς συμμάχους. Η πάλαι ποτέ εμφυλιοπολεμική αντιπαράθεση δίνει συνετά την θέση της στην «κριτική αποτίμηση της ιστορίας», στην κατανόηση των πολιτικών «λαθών» όλων των πλευρών, στην εντός δημοκρατικών ορίων «όξυνση των ταξικών αντιπαλοτήτων» ή στην εκ νέου δοκιμή των πάντοτε ανοικτών δρόμων των λεγόμενων ιστορικών συμβιβασμών.
Μπορούμε να δεχθούμε, λόγου χάρη, ότι η επταετής διαχείριση των κρατικών υποθέσεων την περίοδο της χούντας αποτέλεσε μια «παρένθεση», εξ αιτίας του βραχέως βίου της ή λόγω της «αδυναμίας» του στρατού να συνεχίσει να αναλαμβάνει έστω θεσμικές πρωτοβουλίες, όπως στην περίπτωση της Ισπανίας (μόλις το 1982 καταργήθηκε με την μεταρρύθμιση του Συντάγματος το Συμβούλιο Εθνικής Σωτηρίας) ή της Πορτογαλίας; Σ’ αυτήν την περίπτωση, οι αναρχικοί, κατά την γνώμη μας, θα οδηγούνταν σε γλιστερούς δρόμους…
Η επιλογή του όρου «μεταπολίτευση», ώστε να καλυφθεί η μετάβαση από την μία μορφή κρατικής διαχείρισης σε μια άλλη, είναι ενδεικτική. Οι εμπνευστές του συγκεκριμένου όρου δικαιολόγησαν την χρήση του, δηλώνοντας την πρόθεση τους να αποτυπώσουν το «ακαριαίο» του γεγονότος με έναν «στιγμιαίο» όρο. Εδώ, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, τεχνηέντως το ιδεολογικό περιεχόμενο της συγκρότησης ή της ανασυγκρότησης της κυριαρχίας ή επιμέρους τμημάτων της ταυτίζεται με τις εξουσιαστικές τεχνικές. Με άλλα λόγια, με φθηνά ταχυδακτυλουργικά κόλπα, το σκιάχτρο της δικτατορίας μπαίνει στο χρονοντούλαπο της νεαρής (παρθένας) δημοκρατίας, ενώ την ίδια στιγμή παίζεται στις οθόνες το …μελόδραμα με τον τίτλο αποχουντοποίηση, λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών και άλλα δακρύβρεχτα. Γιατί να θυμάται, λοιπόν, κάποιος εκείνο το προβοκατόρικο σύνθημα «ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ» με το οποίο κάποια «ύποπτα στοιχεία» θέλησαν να μολύνουν την εξέγερση του Νοέμβρη του ’73 με τις ιδέες τους και βέβαια με τις πράξεις τους;
Πολλές φορές, στην πολιτική, με τον όρο «συναίνεση» γίνεται μια παραπομπή στην πολιτική βούληση ορισμένων πολιτικών δυνάμεων να συμφωνήσουν πέρα από τις «διαφορές» τους, πάνω σε ορισμένα ζητήματα είτε μπροστά σε κάποιον ονομαζόμενο εθνικό κίνδυνο, είτε πάνω σε ορισμένα ειδικότερα θέματα (οικονομία, «κάθαρση» κλπ). Επίσης αρκετές φορές εμφανίζονται εντατικές προσπάθειες που κινούνται σ’ αυτήν την κατεύθυνση, να αποτυγχάνουν προς μεγάλη …οδύνη των μετριοπαθών δυνάμεων που διαφημίζουν κατά καιρούς την ανάγκη της ανάπτυξης ενός συναινετικού πλαισίου. Πρόκειται, βέβαια, για μια επίδειξη υποκρισίας και μάλιστα σ’ όλο της το μεγαλείο, αφού όλα ανεξαιρέτως τα πολιτικά κόμματα έχουν συνεργαστεί ιστορικά και μάλιστα όχι «στιγμιαία» και «ευκαιριακά». Δεν θα χάσουμε χρόνο αναλύοντας θεωρητικά το κοινοβουλευτικό σύστημα ή την λειτουργία των κομμάτων και την θέση τους στο συνολικότερο πλέγμα κρατικών θεσμών, δομών και μηχανισμών, παρ’ ότι κάτι τέτοιο παραμένει ιδιαίτερα λειτουργικό, αλλά θα προχωρήσουμε σε ορισμένα παραδείγματα.
Αν ανατρέξουμε στην διετία 1986-87 στους συνδικαλιστικούς χώρους, όταν η τότε κυβέρνηση του Πασοκ προχωρούσε σε «αυθαίρετες» παρεμβάσεις στην ΓΣΕΕ, θα συναντήσουμε ορισμένες, θα μπορούσαμε να πούμε σημαδιακές, συμμαχίες γαλάζιων και κόκκινων συνδικαλιστικών δυνάμεων. Οι συμμαχίες αυτές αποτυπώνονται με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο στο λεγόμενο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, όταν στο δεύτερο γύρο των δημοτικών εκλογών του Οκτώβρη του 1986, το ΚΚΕ καλεί τους οπαδούς-ψηφοφόρους του, να ψηφίσουν «ελεύθερα» κάνοντας μια μικρή επίδειξη πολιτικού ρεαλισμού απομακρυνόμενο από το μη βολικό για τα συμφέροντα του, και όχι μόνο, δίπολο «δεξιά-αντιδεξιά».
Έτσι η ΝΔ, με την στήριξη σημαντικού τμήματος της εκλογικής βάσης του ΚΚΕ και τις ευλογίες της ηγεσίας του, εκλέγει στους τρεις μεγαλύτερους δήμους της χώρας δηλαδή της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και του Πειραιά, τον Έβερτ, τον Κούβελα και τον Ανδριανόπουλο αντίστοιχα. Όσο για την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, λίγους μήνες αργότερα (1987), υπερθεματίζει για την επιλογή του κόμματος στην σχετική της εισήγηση στο 12ο Συνέδριο: «η τολμηρή πρωτοβουλία του κόμματος μας στο β΄ γύρο των δημοτικών εκλογών έδειξε στην πράξη και χειροπιαστά σε πλατύτερες μάζες την αντίθεσή μας στα εκβιαστικά διλήμματα και στο αφηρημένο σχήμα δεξιά-αντιδεξιά, που δεν ανταποκρίνεται στην σύγχρονη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα». Σημειωτέον, ότι στην προεκλογική εκστρατεία του ’84 με το περίφημο σύνθημα για «άθροισμα των δημοκρατικών δυνάμεων» (ΠΑΣΟΚ-ΚΚΕ), που έριξε ο Χ. Φλωράκης σε σχετική προεκλογική συγκέντρωση στην Λάρισα, άνοιξε με τυμπανοκρουσίες το ζήτημα των μεταπολιτευτικών συνεργασιών.
Ας δούμε, όμως, και την στάση στην προκειμένη περίπτωση του ΚΚΕ εσ., που κατορθώνει να μπει και πάλι στο κοινοβούλιο στις εκλογές του 1985. Εδώ η αντιμετώπιση φαντάζει πρόσκαιρα διαφορετική, αφού επιλέγεται, στο δεύτερο γύρο των δημοτικών εκλογών του 1986, η στήριξη των υποψηφίων που στηρίζει το Πασοκ. Ακολουθεί, όμως, σύντομα η ίδρυση νέου κόμματος με την ονομασία Ελληνική Αριστερά (ΕΑΡ, ιδρυτικό συνέδριο στις 22-4-1987, αποχώρηση του πρώην Γραμματέα Μπανιά και ενός σημαντικού τμήματος που θα συγκροτήσει αργότερα την ΑΚΟΑ).
Θα αναφέρουμε, επίσης, επί τροχάδην στην προώθηση του Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ, τις σχέσεις του με την αριστερά μέσω διαύλων (Μ. Θεοδωράκης, Μ. Ανδρουλάκης, Π. Μπακογιάννης, Θ. Αναγνωστόπουλος), αλλά και τον ρόλο των ΜΜΕ (έκδοση εφημερίδας Πρώτη τον Απρίλη του 1986 που σταδιακά ελέγχεται μέσω πιστών δημοσιογράφων από τους Ανδρουλάκη-Μπακογιάννη κ.ά.) στον επικείμενο «ιστορικό συμβιβασμό» των κυβερνήσεων συνεργασίας του ’89-’90.
Εν μέσω εσωκομματικών σφαγών προχωρούν και τα αρραβωνιάσματα ΚΚΕ-ΕΑΡ, για να καταλήξουν σε γάμο τον Δεκέμβριο του 1988 με το κοινό πόρισμα των δύο κομμάτων, να καταγγέλλεται ως ανοιχτό πραξικόπημα της ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ (Φλωράκης-Ανδρουλάκης), από τους διαφωνούντες, αφού το κείμενο του κοινού πορίσματος (που οδηγούσε σε ντε φάκτο αναθεώρηση των θέσεων του 12ου Συνεδρίου για την ΕΟΚ και το σοσιαλισμό) δεν πέρασε ποτέ από την ΚΕ, ούτε καν από το ΠΓ. Η απόφαση για την συγκρότηση του ενιαίου ΣΥΝ ήταν ήδη εδώ και καιρό ειλημμένη και ο δρόμος για την συγκυβέρνηση με την ΝΔ, αλλά και την συμμετοχή στην Οικουμενική, διάπλατα ανοικτός. Οι περιγραφές των διαγραμμένων από το ΚΚΕ εκείνη την περίοδο, που αναφέρονται στις εσωκομματικές διαδικασίες, είναι άκρως διδακτικές, αλλά και αντάξιες του «ένδοξου» παρελθόντος του κόμματος, αλλά και του μέλλοντος που μας υπόσχονται τα νυν Συνασπιστήρια.
«Αφού τελειώνει, όμως, την παρουσίαση της εισήγησης του ΠΓ, προσθέτει, σαν Γενικός Γραμματέας τώρα και με «αθώο» πληροφοριακό ύφος: «Πρέπει να σας ενημερώσω ότι χθες το βράδυ ήρθε σπίτι μου ο Χρ. Θεοχαράτος (σ.σ. διευθυντής, τότε, του Έθνους) να μου μεταφέρει ανεπίσημα πρόταση του Μητσοτάκη για κυβέρνηση από ΝΔ και ΣΥΝ. Την ίδια πρόταση μου μετέφεραν και σήμερα το πρωί, επίσημα πια. Μιλάνε για κυβέρνηση βραχύβια, με κύριο στόχο την κάθαρση και με τέσσερις όρους» (σ.σ. αναγνώριση της Αντίστασης, άρση των συνεπειών του εμφυλίου, πλουραλισμός στην ΤV, κρίσιμα για τις εκλογές υπουργεία στο ΣΥΝ –μάλιστα ο Μητσοτάκης τους έδινε τότε και το υπουργείο Εργασίας, για ευνόητους λόγους).
[…] Πάντως, σε εκείνη τη συνεδρίαση το ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης με τη Νέα Δημοκρατία δεν συζητήθηκε καν, καθώς οι νύξεις του Χ. Φλωράκη ήταν μεταξύ τυριού και αχλαδιού και όλοι έφυγαν με την εντύπωση ότι«καταρχήν διαλέγουμε σαν μικρότερο κακό, ψήφο ανοχής σε μια βραχύβια κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, υπό όρους». Αυτή την απόφαση της ΚΕ πήγαν να αναλύσουν τα μέλη της την επόμενη μέρα στις Αχτιδικές οργανώσεις και στις ΚΟΒ. Προς μεγάλη τους, όμως, έκπληξη, από το μεσημέρι της Τετάρτης άκουγαν στα ραδιόφωνα ανακοίνωση της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΝ που μίλαγε ουσιαστικά για κυβέρνηση της κάθαρσης (υπονοώντας σαφώς τη ΝΔ, στο πνεύμα των προεκλογικών δηλώσεων Κύρκου). Με άλλα λόγια, ο ηγετικός πυρήνας του ΚΚΕ εξαπατούσε ολόκληρο το κόμμα, ακόμα και την ΚΕ του, ενώ πέρναγε τις ειλημμένες ήδη αποφάσεις του από το Συνασπισμό» (ΠΡΙΝ, Νοέμβρης 1992).
Θα ενδώσουμε στον πειρασμό και θα κάνουμε ορισμένα σχόλια, χωρίς να έχουμε σκοπό να εξαντλήσουμε την «περίοδο» αυτή, στην οποία επανερχόμαστε τακτικά και με κάθε αφορμή. Είναι φανερό, ότι το πολιτικό πάρε δώσε που κατέληξε στην συμφωνία για την συγκρότηση της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΣΥΝ και λίγο αργότερα της Οικουμενικής κυβέρνησης υπό τον Ξ. Ζολώτα, δεν ξεκίνησε λίγο πριν τα γεγονότα αυτά, ούτε βέβαια σταμάτησε απότομα με την εκλογή αυτοδύναμης κυβέρνησης της ΝΔ, αλλά παραπέμπει σαφώς σ’ ένα μακρόχρονο σχεδιασμό. Εύκολα μπορεί κάποιος να διακρίνει και στην συνέχεια τα αποτελέσματα αυτής της συνεργασίας και της συνολικότερης διαπραγμάτευσης μεταξύ των συγκεκριμένων κομματικών μηχανισμών, όσον αφορά το μοίρασμα της πίττας, που αφορά και συνεχίζει να αφορά την διαχείριση των κρατικών υποθέσεων στον ελλαδικό χώρο. Δεν ξεχνούμε, ακόμη, ότι τα κόμματα της αριστεράς όφειλαν και συνεχίζουν να οφείλουν ένα μεγάλο μέρος της ισχύος τους στην δυνατότητα να ελέγχουν ένα σημαντικό μέρος των λεγόμενων λαϊκών κινητοποιήσεων ή αλλιώς των κοινωνικών διεκδικήσεων.
Το τελευταίο αποτελεί, επίσης, ένα γεγονός που δεν μπορεί να υποτιμάται, ειδικά σε μια «περίοδο», για να χρησιμοποιήσουμε και εμείς τον όρο, όπου η διάταξη των πολιτικών κομμάτων υφίσταται σε δύο φερόμενα αντίπαλα στρατόπεδα, σύμφωνα με τον μνημονιακό ή αντιμνημονιακό τους χαρακτήρα. Φυσικά, ένας τέτοιος διαχωρισμός δεν υφίσταται στην πραγματικότητα. Απλά, αποτελεί τον θάλαμο αποσυμπίεσης, αφ’ ενός για εκείνα τα κοινωνικά κομμάτια που βρίσκονται με ένα ή και με τα δύο πόδια εκτός νυμφώνος, αφού οι προγενέστεροι διεκδικητικοί αγώνες έχουν μπει ήδη στο μουσείο της ιστορίας. Αφ’ ετέρου, ο πολιτικός πόλος που ανοικτά υπερασπίζεται έστω ως αναγκαίο κακό ή αφορμή την επιβολή των μνημονίων ήδη συσπειρώνει όχι μόνο τα γνωστά τσιράκια οποιουδήποτε καθεστώτος (δημοσιογράφοι, πανεπιστημιακοί κ.ά.), αλλά και μια διόλου αμελητέα κοινωνική βάση, που ήδη από την εποχή των αγανακτισμένων με την παρουσία της στις ειρηνικές κινητοποιήσεις τής πλατείας Συντάγματος έστελνε το μήνυμα για το πόσα είναι διατεθειμένη να χάσει (κυρίως σε οικονομική βάση).
Είναι, επίσης, φανερό, τουλάχιστον για εμάς, ότι οι λεγόμενοι αντιμνημονιακοί αγώνες όχι μόνο δεν έχουν εξεταστεί με σοβαρότητα από τους αναρχικούς (τουλάχιστον εκείνους που δεν ασχολούνται με την αύξηση των ποσοστών του Συριζα), αλλά θεωρούνται μάλλον κάτι σαν συμπλήρωμα των αντιφασιστικών δράσεων του τύπου «σηκώθηκε ένα αντιφασιστικό πανώ στην Κάτω Πετρομαγούλα»!!! Η ανημπόρια, πλέον, να αναλυθούν με διεξοδικότητα σοβαρά ζητήματα δεν είναι γενικά σημείο των καιρών, ούτε βέβαια απότοκο της κατασταλτικής μπόρας που δεν λέει να σταματήσει. Η εμφύσηση «ευγενών ιδανικών» και ιδεών, όπως η ταύτιση των αναρχικών ή έστω των αντιεξουσιαστών με την παραβατικότητα, την παρανομία, και το έγκλημα έχει πράγματι αποδώσει τα αναμενόμενα για τους εμπνευστές της αποτελέσματα. Και δυστυχώς, το τέλος του κατήφορου δεν είναι ο πάτος, αλλά ο απόπατος. Από την ίδια κατεύθυνση ορμώμενη κινείται άλλωστε και η επιβαλλόμενη συνεργασία με κομματικούς μηχανισμούς, όπως ο Συριζα, αφού η πολιτική κάλυψη μόνο παράταιρη δεν είναι με το εξουσιαστικό οικοδόμημα του κινήματος. Και κάτι τελευταίο, αλλά εξ ίσου σημαντικό. Οι διαδικασίες αυτής της περίφημης αυτοοργάνωσης ώρες-ώρες μυρίζουν τόση κομματίλα που είναι να τρομάζει κανείς.
Αλλά ας είναι και πάλι.
Πάμε για άλλη «περίοδο» σύντροφοι. Αυτήν καλύτερα ούτε να την θυμόμαστε…
Άλλες φορές, πάλι, η αρχή και το τέλος κάθε «περιόδου» θεωρούνται «ανοικτά» ζητήματα, ειδικά όταν εκείνοι που οριοθετούν, –ιστορικοί, πολιτικοί, κόμματα, δημοσιογράφοι, ειδικοί επιστήμονες, αλλά και εκπρόσωποι κινημάτων– θεωρούν ότι υπάρχουν, επίσης, «ανοικτοί» λογαριασμοί με την «ιστορία»…
Έχουν, δικαίως, γραφεί πολλά και έχουν ειπωθεί ακόμα περισσότερα περί μνήμης και αλήθειας, περί λήθης και εξουσίας.
Ας κάνουμε, όμως, προτού προχωρήσουμε, μια παρατήρηση. Κάθε μορφή εξουσίας έχει συνεχείς επεκτατικές βλέψεις πάνω στις ζωές των εξουσιαζόμενων ανθρώπων. Οι εξ ίσου συνεχείς μεταβολές στον τρόπο άσκησης της εξουσίας παρουσιάζονται ως οβιδιακές μεταμορφώσεις, που επηρεάζονται από τις διεθνείς, οικονομικές, επιστημονικές ή άλλες εξελίξεις και προβάλλονται ως η συνεχώς μετατοπιζόμενη αφετηρία προς ένα «ελπιδοφόρο» αύριο.
Έτσι, το «αφύσικο», το πολιτικά «αδιανόητο», η «αστάθεια», ή η «σύγχυση» και η πολιτική «αβεβαιότητα», έρχονται να χαρακτηρίσουν μια συνθήκη μεταβολών ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, που στο παρελθόν ή στο μέλλον οι φωτεινές επιγραφές του πολιτικού μάρκετινγκ διαφήμιζαν την μεταπολιτευτικά «σταθερή δημοκρατία», κατόπιν την «αλλαγή» ή την «αναγέννηση», την «ισχυρή Ελλάδα» ή τα «θαύματα» του εκσυγχρονισμού.
Η μόνη λέξη, βέβαια, που μπορεί να έχει σχέση με την πραγματικότητα είναι η σύγχυση. Πρέπει, λοιπόν, να πειστούμε, ότι ο «κόσμος που κατέρρευσε» είναι ο «χαμένος παράδεισος», η «γη της επαγγελίας», ώστε να δεχθούμε να κοινωνήσουμε, αργά ή γρήγορα, θύτες και θύματα την κοινή «απώλεια», να μοιραστούμε την «κοινή ευθύνη». Μόνο μέσα απ’ αυτό το πρίσμα είναι κατανοητές οι όποιες εντός ορίων αντιστάσεις, ο θυμός και η αγανάκτηση, αφού η αποδοχή αυτής της λογικής προδιαγράφει και τους όρους ενσωμάτωσης, τελικά, στην «νέα» και προπάντων «αδιανόητη» κατάσταση.
Δεν υπάρχει κανενός είδους εξουσία, που διακρίνεται για την μεγαλόψυχη στάση της απέναντι στους υπηκόους της. Όταν, μάλιστα, απειλείται ή νιώθει ότι κινδυνεύει, σπεύδει σύντομα να επιδείξει την ανάλογη σκληρότητα σ’ όσους την αμφισβήτησαν. Οι μόνοι από τους στασιαστές που συγχωρούνται και όχι πάντα, είναι εκείνοι που διαχωρίζουν –είτε δίχως καθυστέρηση, είτε εν ευθέτω χρόνω– την θέση τους από την ίδια την εξέγερση, αλλά και από τους συντρόφους τους. Αλλά, ας είναι. Στην πολιτική, ούτως ή άλλως, δεν υφίσταται κανενός είδους αδιανόητο. Οι χθεσινοί ανταγωνιστές, μεταβάλλονται στους σημερινούς ή και αυριανούς συμμάχους. Η πάλαι ποτέ εμφυλιοπολεμική αντιπαράθεση δίνει συνετά την θέση της στην «κριτική αποτίμηση της ιστορίας», στην κατανόηση των πολιτικών «λαθών» όλων των πλευρών, στην εντός δημοκρατικών ορίων «όξυνση των ταξικών αντιπαλοτήτων» ή στην εκ νέου δοκιμή των πάντοτε ανοικτών δρόμων των λεγόμενων ιστορικών συμβιβασμών.
Μπορούμε να δεχθούμε, λόγου χάρη, ότι η επταετής διαχείριση των κρατικών υποθέσεων την περίοδο της χούντας αποτέλεσε μια «παρένθεση», εξ αιτίας του βραχέως βίου της ή λόγω της «αδυναμίας» του στρατού να συνεχίσει να αναλαμβάνει έστω θεσμικές πρωτοβουλίες, όπως στην περίπτωση της Ισπανίας (μόλις το 1982 καταργήθηκε με την μεταρρύθμιση του Συντάγματος το Συμβούλιο Εθνικής Σωτηρίας) ή της Πορτογαλίας; Σ’ αυτήν την περίπτωση, οι αναρχικοί, κατά την γνώμη μας, θα οδηγούνταν σε γλιστερούς δρόμους…
Η επιλογή του όρου «μεταπολίτευση», ώστε να καλυφθεί η μετάβαση από την μία μορφή κρατικής διαχείρισης σε μια άλλη, είναι ενδεικτική. Οι εμπνευστές του συγκεκριμένου όρου δικαιολόγησαν την χρήση του, δηλώνοντας την πρόθεση τους να αποτυπώσουν το «ακαριαίο» του γεγονότος με έναν «στιγμιαίο» όρο. Εδώ, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, τεχνηέντως το ιδεολογικό περιεχόμενο της συγκρότησης ή της ανασυγκρότησης της κυριαρχίας ή επιμέρους τμημάτων της ταυτίζεται με τις εξουσιαστικές τεχνικές. Με άλλα λόγια, με φθηνά ταχυδακτυλουργικά κόλπα, το σκιάχτρο της δικτατορίας μπαίνει στο χρονοντούλαπο της νεαρής (παρθένας) δημοκρατίας, ενώ την ίδια στιγμή παίζεται στις οθόνες το …μελόδραμα με τον τίτλο αποχουντοποίηση, λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών και άλλα δακρύβρεχτα. Γιατί να θυμάται, λοιπόν, κάποιος εκείνο το προβοκατόρικο σύνθημα «ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ» με το οποίο κάποια «ύποπτα στοιχεία» θέλησαν να μολύνουν την εξέγερση του Νοέμβρη του ’73 με τις ιδέες τους και βέβαια με τις πράξεις τους;
Πολλές φορές, στην πολιτική, με τον όρο «συναίνεση» γίνεται μια παραπομπή στην πολιτική βούληση ορισμένων πολιτικών δυνάμεων να συμφωνήσουν πέρα από τις «διαφορές» τους, πάνω σε ορισμένα ζητήματα είτε μπροστά σε κάποιον ονομαζόμενο εθνικό κίνδυνο, είτε πάνω σε ορισμένα ειδικότερα θέματα (οικονομία, «κάθαρση» κλπ). Επίσης αρκετές φορές εμφανίζονται εντατικές προσπάθειες που κινούνται σ’ αυτήν την κατεύθυνση, να αποτυγχάνουν προς μεγάλη …οδύνη των μετριοπαθών δυνάμεων που διαφημίζουν κατά καιρούς την ανάγκη της ανάπτυξης ενός συναινετικού πλαισίου. Πρόκειται, βέβαια, για μια επίδειξη υποκρισίας και μάλιστα σ’ όλο της το μεγαλείο, αφού όλα ανεξαιρέτως τα πολιτικά κόμματα έχουν συνεργαστεί ιστορικά και μάλιστα όχι «στιγμιαία» και «ευκαιριακά». Δεν θα χάσουμε χρόνο αναλύοντας θεωρητικά το κοινοβουλευτικό σύστημα ή την λειτουργία των κομμάτων και την θέση τους στο συνολικότερο πλέγμα κρατικών θεσμών, δομών και μηχανισμών, παρ’ ότι κάτι τέτοιο παραμένει ιδιαίτερα λειτουργικό, αλλά θα προχωρήσουμε σε ορισμένα παραδείγματα.
Αν ανατρέξουμε στην διετία 1986-87 στους συνδικαλιστικούς χώρους, όταν η τότε κυβέρνηση του Πασοκ προχωρούσε σε «αυθαίρετες» παρεμβάσεις στην ΓΣΕΕ, θα συναντήσουμε ορισμένες, θα μπορούσαμε να πούμε σημαδιακές, συμμαχίες γαλάζιων και κόκκινων συνδικαλιστικών δυνάμεων. Οι συμμαχίες αυτές αποτυπώνονται με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο στο λεγόμενο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, όταν στο δεύτερο γύρο των δημοτικών εκλογών του Οκτώβρη του 1986, το ΚΚΕ καλεί τους οπαδούς-ψηφοφόρους του, να ψηφίσουν «ελεύθερα» κάνοντας μια μικρή επίδειξη πολιτικού ρεαλισμού απομακρυνόμενο από το μη βολικό για τα συμφέροντα του, και όχι μόνο, δίπολο «δεξιά-αντιδεξιά».
Έτσι η ΝΔ, με την στήριξη σημαντικού τμήματος της εκλογικής βάσης του ΚΚΕ και τις ευλογίες της ηγεσίας του, εκλέγει στους τρεις μεγαλύτερους δήμους της χώρας δηλαδή της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και του Πειραιά, τον Έβερτ, τον Κούβελα και τον Ανδριανόπουλο αντίστοιχα. Όσο για την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, λίγους μήνες αργότερα (1987), υπερθεματίζει για την επιλογή του κόμματος στην σχετική της εισήγηση στο 12ο Συνέδριο: «η τολμηρή πρωτοβουλία του κόμματος μας στο β΄ γύρο των δημοτικών εκλογών έδειξε στην πράξη και χειροπιαστά σε πλατύτερες μάζες την αντίθεσή μας στα εκβιαστικά διλήμματα και στο αφηρημένο σχήμα δεξιά-αντιδεξιά, που δεν ανταποκρίνεται στην σύγχρονη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα». Σημειωτέον, ότι στην προεκλογική εκστρατεία του ’84 με το περίφημο σύνθημα για «άθροισμα των δημοκρατικών δυνάμεων» (ΠΑΣΟΚ-ΚΚΕ), που έριξε ο Χ. Φλωράκης σε σχετική προεκλογική συγκέντρωση στην Λάρισα, άνοιξε με τυμπανοκρουσίες το ζήτημα των μεταπολιτευτικών συνεργασιών.
Ας δούμε, όμως, και την στάση στην προκειμένη περίπτωση του ΚΚΕ εσ., που κατορθώνει να μπει και πάλι στο κοινοβούλιο στις εκλογές του 1985. Εδώ η αντιμετώπιση φαντάζει πρόσκαιρα διαφορετική, αφού επιλέγεται, στο δεύτερο γύρο των δημοτικών εκλογών του 1986, η στήριξη των υποψηφίων που στηρίζει το Πασοκ. Ακολουθεί, όμως, σύντομα η ίδρυση νέου κόμματος με την ονομασία Ελληνική Αριστερά (ΕΑΡ, ιδρυτικό συνέδριο στις 22-4-1987, αποχώρηση του πρώην Γραμματέα Μπανιά και ενός σημαντικού τμήματος που θα συγκροτήσει αργότερα την ΑΚΟΑ).
Θα αναφέρουμε, επίσης, επί τροχάδην στην προώθηση του Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ, τις σχέσεις του με την αριστερά μέσω διαύλων (Μ. Θεοδωράκης, Μ. Ανδρουλάκης, Π. Μπακογιάννης, Θ. Αναγνωστόπουλος), αλλά και τον ρόλο των ΜΜΕ (έκδοση εφημερίδας Πρώτη τον Απρίλη του 1986 που σταδιακά ελέγχεται μέσω πιστών δημοσιογράφων από τους Ανδρουλάκη-Μπακογιάννη κ.ά.) στον επικείμενο «ιστορικό συμβιβασμό» των κυβερνήσεων συνεργασίας του ’89-’90.
Εν μέσω εσωκομματικών σφαγών προχωρούν και τα αρραβωνιάσματα ΚΚΕ-ΕΑΡ, για να καταλήξουν σε γάμο τον Δεκέμβριο του 1988 με το κοινό πόρισμα των δύο κομμάτων, να καταγγέλλεται ως ανοιχτό πραξικόπημα της ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ (Φλωράκης-Ανδρουλάκης), από τους διαφωνούντες, αφού το κείμενο του κοινού πορίσματος (που οδηγούσε σε ντε φάκτο αναθεώρηση των θέσεων του 12ου Συνεδρίου για την ΕΟΚ και το σοσιαλισμό) δεν πέρασε ποτέ από την ΚΕ, ούτε καν από το ΠΓ. Η απόφαση για την συγκρότηση του ενιαίου ΣΥΝ ήταν ήδη εδώ και καιρό ειλημμένη και ο δρόμος για την συγκυβέρνηση με την ΝΔ, αλλά και την συμμετοχή στην Οικουμενική, διάπλατα ανοικτός. Οι περιγραφές των διαγραμμένων από το ΚΚΕ εκείνη την περίοδο, που αναφέρονται στις εσωκομματικές διαδικασίες, είναι άκρως διδακτικές, αλλά και αντάξιες του «ένδοξου» παρελθόντος του κόμματος, αλλά και του μέλλοντος που μας υπόσχονται τα νυν Συνασπιστήρια.
«Αφού τελειώνει, όμως, την παρουσίαση της εισήγησης του ΠΓ, προσθέτει, σαν Γενικός Γραμματέας τώρα και με «αθώο» πληροφοριακό ύφος: «Πρέπει να σας ενημερώσω ότι χθες το βράδυ ήρθε σπίτι μου ο Χρ. Θεοχαράτος (σ.σ. διευθυντής, τότε, του Έθνους) να μου μεταφέρει ανεπίσημα πρόταση του Μητσοτάκη για κυβέρνηση από ΝΔ και ΣΥΝ. Την ίδια πρόταση μου μετέφεραν και σήμερα το πρωί, επίσημα πια. Μιλάνε για κυβέρνηση βραχύβια, με κύριο στόχο την κάθαρση και με τέσσερις όρους» (σ.σ. αναγνώριση της Αντίστασης, άρση των συνεπειών του εμφυλίου, πλουραλισμός στην ΤV, κρίσιμα για τις εκλογές υπουργεία στο ΣΥΝ –μάλιστα ο Μητσοτάκης τους έδινε τότε και το υπουργείο Εργασίας, για ευνόητους λόγους).
[…] Πάντως, σε εκείνη τη συνεδρίαση το ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης με τη Νέα Δημοκρατία δεν συζητήθηκε καν, καθώς οι νύξεις του Χ. Φλωράκη ήταν μεταξύ τυριού και αχλαδιού και όλοι έφυγαν με την εντύπωση ότι«καταρχήν διαλέγουμε σαν μικρότερο κακό, ψήφο ανοχής σε μια βραχύβια κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, υπό όρους». Αυτή την απόφαση της ΚΕ πήγαν να αναλύσουν τα μέλη της την επόμενη μέρα στις Αχτιδικές οργανώσεις και στις ΚΟΒ. Προς μεγάλη τους, όμως, έκπληξη, από το μεσημέρι της Τετάρτης άκουγαν στα ραδιόφωνα ανακοίνωση της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΝ που μίλαγε ουσιαστικά για κυβέρνηση της κάθαρσης (υπονοώντας σαφώς τη ΝΔ, στο πνεύμα των προεκλογικών δηλώσεων Κύρκου). Με άλλα λόγια, ο ηγετικός πυρήνας του ΚΚΕ εξαπατούσε ολόκληρο το κόμμα, ακόμα και την ΚΕ του, ενώ πέρναγε τις ειλημμένες ήδη αποφάσεις του από το Συνασπισμό» (ΠΡΙΝ, Νοέμβρης 1992).
Θα ενδώσουμε στον πειρασμό και θα κάνουμε ορισμένα σχόλια, χωρίς να έχουμε σκοπό να εξαντλήσουμε την «περίοδο» αυτή, στην οποία επανερχόμαστε τακτικά και με κάθε αφορμή. Είναι φανερό, ότι το πολιτικό πάρε δώσε που κατέληξε στην συμφωνία για την συγκρότηση της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΣΥΝ και λίγο αργότερα της Οικουμενικής κυβέρνησης υπό τον Ξ. Ζολώτα, δεν ξεκίνησε λίγο πριν τα γεγονότα αυτά, ούτε βέβαια σταμάτησε απότομα με την εκλογή αυτοδύναμης κυβέρνησης της ΝΔ, αλλά παραπέμπει σαφώς σ’ ένα μακρόχρονο σχεδιασμό. Εύκολα μπορεί κάποιος να διακρίνει και στην συνέχεια τα αποτελέσματα αυτής της συνεργασίας και της συνολικότερης διαπραγμάτευσης μεταξύ των συγκεκριμένων κομματικών μηχανισμών, όσον αφορά το μοίρασμα της πίττας, που αφορά και συνεχίζει να αφορά την διαχείριση των κρατικών υποθέσεων στον ελλαδικό χώρο. Δεν ξεχνούμε, ακόμη, ότι τα κόμματα της αριστεράς όφειλαν και συνεχίζουν να οφείλουν ένα μεγάλο μέρος της ισχύος τους στην δυνατότητα να ελέγχουν ένα σημαντικό μέρος των λεγόμενων λαϊκών κινητοποιήσεων ή αλλιώς των κοινωνικών διεκδικήσεων.
Το τελευταίο αποτελεί, επίσης, ένα γεγονός που δεν μπορεί να υποτιμάται, ειδικά σε μια «περίοδο», για να χρησιμοποιήσουμε και εμείς τον όρο, όπου η διάταξη των πολιτικών κομμάτων υφίσταται σε δύο φερόμενα αντίπαλα στρατόπεδα, σύμφωνα με τον μνημονιακό ή αντιμνημονιακό τους χαρακτήρα. Φυσικά, ένας τέτοιος διαχωρισμός δεν υφίσταται στην πραγματικότητα. Απλά, αποτελεί τον θάλαμο αποσυμπίεσης, αφ’ ενός για εκείνα τα κοινωνικά κομμάτια που βρίσκονται με ένα ή και με τα δύο πόδια εκτός νυμφώνος, αφού οι προγενέστεροι διεκδικητικοί αγώνες έχουν μπει ήδη στο μουσείο της ιστορίας. Αφ’ ετέρου, ο πολιτικός πόλος που ανοικτά υπερασπίζεται έστω ως αναγκαίο κακό ή αφορμή την επιβολή των μνημονίων ήδη συσπειρώνει όχι μόνο τα γνωστά τσιράκια οποιουδήποτε καθεστώτος (δημοσιογράφοι, πανεπιστημιακοί κ.ά.), αλλά και μια διόλου αμελητέα κοινωνική βάση, που ήδη από την εποχή των αγανακτισμένων με την παρουσία της στις ειρηνικές κινητοποιήσεις τής πλατείας Συντάγματος έστελνε το μήνυμα για το πόσα είναι διατεθειμένη να χάσει (κυρίως σε οικονομική βάση).
Είναι, επίσης, φανερό, τουλάχιστον για εμάς, ότι οι λεγόμενοι αντιμνημονιακοί αγώνες όχι μόνο δεν έχουν εξεταστεί με σοβαρότητα από τους αναρχικούς (τουλάχιστον εκείνους που δεν ασχολούνται με την αύξηση των ποσοστών του Συριζα), αλλά θεωρούνται μάλλον κάτι σαν συμπλήρωμα των αντιφασιστικών δράσεων του τύπου «σηκώθηκε ένα αντιφασιστικό πανώ στην Κάτω Πετρομαγούλα»!!! Η ανημπόρια, πλέον, να αναλυθούν με διεξοδικότητα σοβαρά ζητήματα δεν είναι γενικά σημείο των καιρών, ούτε βέβαια απότοκο της κατασταλτικής μπόρας που δεν λέει να σταματήσει. Η εμφύσηση «ευγενών ιδανικών» και ιδεών, όπως η ταύτιση των αναρχικών ή έστω των αντιεξουσιαστών με την παραβατικότητα, την παρανομία, και το έγκλημα έχει πράγματι αποδώσει τα αναμενόμενα για τους εμπνευστές της αποτελέσματα. Και δυστυχώς, το τέλος του κατήφορου δεν είναι ο πάτος, αλλά ο απόπατος. Από την ίδια κατεύθυνση ορμώμενη κινείται άλλωστε και η επιβαλλόμενη συνεργασία με κομματικούς μηχανισμούς, όπως ο Συριζα, αφού η πολιτική κάλυψη μόνο παράταιρη δεν είναι με το εξουσιαστικό οικοδόμημα του κινήματος. Και κάτι τελευταίο, αλλά εξ ίσου σημαντικό. Οι διαδικασίες αυτής της περίφημης αυτοοργάνωσης ώρες-ώρες μυρίζουν τόση κομματίλα που είναι να τρομάζει κανείς.
Αλλά ας είναι και πάλι.
Πάμε για άλλη «περίοδο» σύντροφοι. Αυτήν καλύτερα ούτε να την θυμόμαστε…
Συσπείρωση Αναρχικών