Η Κριτική Ικανότητα
η κριτική ικανότητα ως αντίστοιχη της αισθητικής κρίσης και η αναγκαστική διερεύνησή της, στο πλαίσιο της συνολικής προσπάθειας αντιμετώπισης των νοητικών διεργασιών
Το 1770 ο Immanuel Kant συγγράφει ένα μικρό δοκίμιο, εν είδει σημειώσεων, με τίτλοΠαρατηρήσεις γύρω από το Αίσθημα του Ωραίου και του Υπέροχου, πιθανόν επηρεασμένος, από τον Edmund Burke, έναν Ιρλανδό εμπειριστή συγγραφέα, ο οποίος αν και πρώτιστα ασχολείται με τη συγγραφή δοκιμίων πολιτικού ενδιαφέροντος, επιχειρεί εντούτοις να διερευνήσει στο ομώνυμο έργο του το Ωραίο και το Υπέροχο. Κατά την περίοδο αυτή, ο Kant δεν έχει ξεκινήσει ακόμα τη συγγραφή του έργου του, του αφιερωμένου στην Κριτική του Φιλοσοφία, η οποία θα αποτελέσει το επιστέγασμα μιας μακράς θεωρητικής πορείας. Το μικρό αυτό κείμενο του Kant μπορεί να αποτέλεσε ένα μικρό προσχέδιο για την τελευταία Κριτική του, την Κριτική της Κριτικής Ικανότητας (1790), αφιερωμένη στην αισθητική, που ακολουθεί την Κριτική του Καθαρού Λόγου και την Κριτική του Πρακτικού Λόγου. Επιχειρεί έτσι να γεφυρώσει το χάσμα που διανοίχθηκε στις δύο αυτές Κριτικές, μεταξύ της Νόησης και του Λόγου. Σημειώνεται στο σημείο αυτό, ότι ο Kant μεταχειρίζεται τον όρο «Αισθητική» για πρώτη φορά στην Κριτική του Καθαρού Λόγου, σε αντιδιαστολή με τον όρο Λογική για να ονομάσει εκείνο το μέρος της Κριτικής του που εξετάζει τις a priori μορφές της εποπτείας, δηλαδή τον Χώρο και τον Χρόνο. Η κριτική περίοδος διέπεται από την θεωρία του ότι η γνώση έγκειται σε παραστάσεις του εμπειρικού κόσμου. Και εδώ πρόκειται για μια επανάσταση στην φιλοσοφία ανάλογης σημασίας με το θεωρητικό κατόρθωμα του Κοπέρνικου στην φυσική επιστήμη. Ο ορισμός της γνώσης κατά την σχολαστική παράδοση αποδέχεται ως γνώση την εξίσωση/αντιστοιχία του πράγματος με το πνεύμα. Κατ’ αυτήν, η γνώση στρέφεται προς το αντικείμενο/πράγμα αυτό καθαυτό (Ding an sich). Aυτό καθαυτό σημαίνει ότι το αντικείμενο είναι αναγκαίο και απόλυτο. Ο Kant αντιστρέφει τους όρους, το αντικείμενο στρέφεται προς την γνώση, αλλά, και εδώ έγκειται η επαναστατική του άποψη, το αντικείμενο είναι μόνο παράσταση, το αντικείμενο αυτό καθαυτό παραμένει ανέφικτο για την γνώση.
Το εγχείρημα του Kant ως προς την Τρίτη Κριτική που εδώ μας αφορά είναι υψίστης σημασίας. Καταφέρνει αρχικά να κηρύξει την ανεξαρτησία της Αισθητικής ως αυτόνομου κλάδου της φιλοσοφίας πλέον, ο οποίος ασχολείται με το Ωραίο. Αργότερα, φιλόσοφοι όπως ο Lipps ή o Volket θα παρουσιάσουν μια «ψυχολογική αισθητική»[1] που υπερβαίνει τα όρια της αισθητικής του Kant, ή καλύτερα αλλάζουν τον προσανατολισμό της αποδίδοντας στην εκφορά των αισθητικών κρίσεων κατευθύνσεις που δε σχετίζονταν απλώς και μόνο με την υπερβατική διαλογιστική που επιθυμούσε ο Kant. Εντούτοις η περιπέτεια της Αισθητικής έχει εγκατασταθεί για τα καλά στο χώρο της φιλοσοφίας. Ο δεύτερος πολύ σημαντικός λόγος παρουσίασης της φιλοσοφικής Αισθητικής -μιας αυτονομίας του κλάδου που υπόσχεται ότι μπορεί να δώσει κανόνες και όχι αρχές, για τον προσδιορισμό του Ωραίου- αφορά στις ικανότητες της ψυχής έτσι όπως τις παρουσιάζει ο φιλόσοφος . Ο Kant αναγνωρίζει τρεις ικανότητες και θεωρεί πολύ σημαντικό, ύστερα από τη Γνωστική Ικανότητα με την οποία ασχολείται μαζί της ο Kαθαρός Λόγος και την ικανότητά μας για επιθυμία, με την οποία ασχολείται μαζί της ο Πρακτικός Λόγος (θέτοντας πρώτα και κύρια την ηθική βούληση), να ασχοληθεί και με την περιοχή της Αισθητικής, ως Κριτικής Ικανότητας της ψυχής. Η ικανότητα αυτή της ψυχής φέρει το αίσθημα της ευαρέστησης και της δυσαρέστησης και σχετίζεται με την εμπειρία του ωραίου και του υπέροχου. Το ωραίο προβάλλει μέσα από την εναρμόνιση της φαντασίας με τη νόηση, ενώ το υπέροχο μέσα από τη σύγκρουση της φαντασίας με το λόγο. Το πολύ σημαντικό εγχείρημα του Kant, είναι επίσης ότι διανοίγει αποστάσεις μεταξύ της γνώσης του αντικειμένου και της ευχαρίστησης που εισπράττουμε από αυτό. Η απόσταση αντικειμένου-υποκειμένου στον Kant γίνεται χαοτική, μια απόσταση που έχει ήδη διανοιχθεί από την ιδεαλιστική φιλοσοφία του Πλάτωνα. Όλη η δυτική φιλοσοφία βασίστηκε και στήθηκε πάνω στα δίπολα που αργότερα, αρχής γενομένης του Heidegger θα γίνει απόπειρα αναίρεσής τους.
Η καντιανή φιλοσοφία και πιο συγκεκριμένα το κομμάτι εκείνο που αναφέρεται στην αισθητική της θεώρηση και που μας αφορά, προσπαθεί να αποβάλει από την καλαισθητική κρίση, όχι μόνο οτιδήποτε μπορεί να προσφέρει κάποια γνώση για το αντικείμενο, αλλά πολύ περισσότερο, κάθε τι το οποίο μπορεί με οιονδήποτε τρόπο να φανεί χρήσιμο στον άνθρωπο. Απορρίπτει με άλλα λόγια κάθε πρακτική τάξη πραγμάτων ως οιονεί καλαισθητικά αντικείμενα και ως εκ τούτου a priori ωραία. Για τον Kant, το γεγονός ότι ένα αντικείμενο εξυπηρετεί ένα σκοπό, δεν αποτελεί δικαιολογία για την ωραιότητα του αντικειμένου αυτού. Η προσέγγιση ενός αντικειμένου με τον τρόπο αυτό, εμπίπτει στο πεδίο της λογικής κρίσης και όχι της αισθητικής. Μια παράλληλη προσπάθεια του Kant, είναι ότι επιδιώκει με κάθε τρόπο να αποβάλει από τον άνθρωπο την επίπλαστη αρετή και την πολυτέλεια του δαπανηρού τρόπου ζωής. Καταλήγει να πει ότι «η χρησιμοθηρία δεν συμβαδίζει με την καλαισθησία».[2] Το αίσθημα του ωραίου είναι ανιδιοτελές, αδιάφορο για την ύπαρξη του αντικειμένου, το οποίο τονίζεται ότι προσφέρεται για παρατήρηση και σε καμία περίπτωση για επιθυμία, ή γνώση. Η καλαισθητική κρίση δεν απαιτεί την αντικειμενικότητα μιας λογικής κρίσης, γιατί δε θεμελιώνεται σε έννοιες, όμως παρ’ όλα αυτά και εδώ υπεισέρχεται η αντινομία των καλαισθητικών κρίσεων, απαιτεί την καθολική αποδοχή[3].
Μέσα από την ενδελεχή ανάγνωση της τρίτης Κριτικής του Kant, προκύπτουν όχι μόνο οι τέσσερις ορισμοί του Ωραίου[4], αλλά και η βασική διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο Ωραίο και το Υπέροχο. Το αίσθημα της ευαρέστησης και επομένως μιας ηρεμίας διακατέχει το υποκείμενο στο πρώτο, το αίσθημα της δυσαρέστησης και παράλληλα μιας παλινδρόμησης της ψυχής και αγωνίας στο δεύτερο. Με τον τρόπο αυτό ο Kant προσπάθησε να αποδώσει με καθολικές έννοιες μια κρίση κατεξοχήν υποκειμενική και «ενική» η οποία βασίζεται σε κανόνες και μάλιστα a priori. Ο Ευάγγελος Παπανούτσος, στο έργο του Αισθητική, μιλώντας για την καντιανή φιλοσοφία που αναφέρεται στο ωραίο, πολύ εύστοχα παρατηρεί ότι πρόκειται για μια αναστοχαστική διαδικασία, κατά τη διάρκεια της οποίας το άτομο έρχεται σε επαφή με τη φύση ή με το έργο τέχνης και εξετάζει τις ιδιαίτερες δονήσεις της ψυχής του, την ώρα που δεξιώνεται το έργο και τον καλεί να αποκριθεί με το αίσθημα της ευαρέστησης ή της δυσαρέστησης. Είναι μια βαθύτατα προσωπική στιγμή η οποία παρ’ όλα αυτά απαιτεί καθολική εγκυρότητα. Επομένως δε μπορούμε να πούμε ότι η καλαισθητική κρίση θεμελιώνεται σε κάποιο νόμο, γιατί τότε παύει να είναι κρίση του γούστου και απευθύνεται στη διάνοια, αλλά έχει τη βάση της σε κανόνες θεμελιώδεις που ενυπάρχουν μέσα στον άνθρωπο πριν εκείνος γεννηθεί, προεμπειρικά.
Μια αναπαράσταση:
Αναπαρίσταται η Κριτική Ικανότητα ως μια Δύναμη (F) η οποία έλκει τη Φαντασία του ανθρώπου που
παράγει Τέχνη -και ατόν τον ονομάζει μεγαλοφυΐα- διαρκώς προς την περιοχή της σκέψης (του Νου). Ακριβώς όπως σε ένα βαρυτικό πεδίο η κεντρομόλος δύναμη έλκει τα σώματα που βρίσκονται εντός αυτού διαρκώς προς το κέντρο του και δεν τα αφήνει να αποχωρήσουν επιβάλλοντας σε αυτά να συμμορφωθούν και να εκτελέσουν κυκλική κίνηση. Αν η δύναμη χαθεί, τα σώματα συνεπακόλουθα θα χαθούν στο άπειρο. Η καλαισθησία είναι μια πειθαρχία -αγωγή- της μεγαλοφυΐας η οποία πρέπει ολοένα να προσδιορίζει τα όρια της Φαντασίας ώστε να μην ολισθαίνει σε βλαβερούς τόπους. Ο Kant επισημαίνει στην ίδια παράγραφο (§50) το γεγονός ότι η ωραιότητα δεν αποτελεί γεγονός μέσα στο οποίο είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη να είναι κανείς πρωτότυπος σε ιδέες. Τον ενδιαφέρει η εναρμόνιση της Φαντασίας με τη Νόηση. Αυτό είναι το στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν επέλθει ο “ύπνος της λογικής” τότε μόνο το παράλογο μπορεί να γεννηθεί.
παράγει Τέχνη -και ατόν τον ονομάζει μεγαλοφυΐα- διαρκώς προς την περιοχή της σκέψης (του Νου). Ακριβώς όπως σε ένα βαρυτικό πεδίο η κεντρομόλος δύναμη έλκει τα σώματα που βρίσκονται εντός αυτού διαρκώς προς το κέντρο του και δεν τα αφήνει να αποχωρήσουν επιβάλλοντας σε αυτά να συμμορφωθούν και να εκτελέσουν κυκλική κίνηση. Αν η δύναμη χαθεί, τα σώματα συνεπακόλουθα θα χαθούν στο άπειρο. Η καλαισθησία είναι μια πειθαρχία -αγωγή- της μεγαλοφυΐας η οποία πρέπει ολοένα να προσδιορίζει τα όρια της Φαντασίας ώστε να μην ολισθαίνει σε βλαβερούς τόπους. Ο Kant επισημαίνει στην ίδια παράγραφο (§50) το γεγονός ότι η ωραιότητα δεν αποτελεί γεγονός μέσα στο οποίο είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη να είναι κανείς πρωτότυπος σε ιδέες. Τον ενδιαφέρει η εναρμόνιση της Φαντασίας με τη Νόηση. Αυτό είναι το στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν επέλθει ο “ύπνος της λογικής” τότε μόνο το παράλογο μπορεί να γεννηθεί.
εικόνα: Hubert Robert, αρχιτεκτονικό τοπίο με κανάλι, 1783
[1] Α. Γιανναράς, Θέματα Παραδοσιακής και Σύγχρονης Αισθητικής, Αθήνα (χ.χ)
[2] I. Kant, Παρατηρήσεις γύρω από το Αίσθημα του Ωραίου και του Υπέροχου, σ.52
[3] I. Kant, Κριτική της Κριτικής Ικανότητας, Αθήνα, 2005, (§56)
[4]Κατά ποιόν Ωραίο είναι εκείνο το αντικείμενο που δεν έχουμε κανένα συμφέρον να το αποκτήσουμε
Κατά ποσόν Ωραίο είναι αυτό που αρέσει καθολικά σε όλους, χωρίς τη
μεσολάβηση εννοιών
Κατ’ αναφοράν Ωραιότητα είναι η μορφή της σκοπιμότητας ενός αντικειμένου, στο βαθμό που είναι αντιληπτή σ’ αυτό κάποια σκοπιμότητα χωρίς σκοπό
Κατά τρόπον Ωραίο είναι αυτό που αναγνωρίζεται ως αντικείμενο μιας αναγκαίας ικανοποίησης, χωρίς τη μεσολάβηση εννοιών.
aναδημοσίευση από:
http://dimitriostheodorou.wordpress.com/2014/08/15/i-kritiki-ikanotita/