ο σταυρός
Το πρώτο που βλέπεις είναι δύο κόκκινα μάτια κι ένα δάκρυ που στέκεται στο μάγουλο. Δεν μπορείς να τραβήξεις το βλέμμα σου από τα μάτια, δεν μπορείς να τα αποφύγεις. Όπου κι αν στέκεσαι στην αίθουσα, μέσα απ’ τον καμβά αυτά τα μάτια σε κοιτάζουν ουρλιάζοντας, χωρίς φωνή. Τραβάς με το ζόρι το βλέμμα λίγο πιο κει και βλέπεις τα καθαρά νύχια πάνω στο ξύλο. Κάνεις πως ανοίγεις το σημειωματάριο και γράφεις κοινοτοπίες. Αρχίζουν να μουρμουρίζουν οι ερωτήσεις. Πόσες φορές ο ζωγράφος είδε καθαρά νύχια; Ποιοι είχαν άραγε καθαρά νύχια τότε; Γίνεται να έχει καθαρά νύχια κάποιος που τον βασάνισαν και κουβαλάει τη θανατική του ποινή στην πλάτη; Με μια τρίτη ματιά βλέπεις το δαχτυλίδι του Σίμωνα, του αγρότη. Κι αυτός καθαρά νύχια. Δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από τα καθαρά νύχια, και την αντανάκλαση του φωτός. Μένουν σταματημένα στη λεπτομέρεια. Και οι σκέψεις το ίδιο.
Αυτός ο άνθρωπος, που κουβαλάει το μαρτύριό του, κι ο άλλος που θέλει να τον βοηθήσει, στέκονται απέναντι στη ζωή με σεβασμό. Πλένουν τα χέρια τους, στολίζουν τον κόπο τους με ένα δαχτυλίδι, έχουν πάντα καθαρά νύχια, ακόμα και στα μαρτύρια και σε κοιτάζουν κατάματα όταν κλαίνε. Κολυμπάνε στην παραλία της Γάζας και είναι 11 χρονών, είναι τσούρμο και όταν ο ανταποκριτής σηκώνει την φωτογραφική χαμογελάνε. Είναι παιδικά στόματα με δόντια που λείπουν γιατί αλλάζουν, είναι χέρια υψωμένα, δάχτυλα που γνέφουν ειρήνη και νίκη και πόδια μέσα στα θολά νερά της βομβαρδισμένης παραλίας, είναι συγγενείς κι αδέρφια νεκρά.
Η θάλασσα πάλι είναι πάντα θάλασσα, κι η ζωή τσαλαβουτά γελώντας μέσα σε θολά νερά. Παίζει με τα κύματα και με τον θάνατο. Έχει καθαρά νύχια. Στέκεται όρθια στο λιμάνι του Πειραιά και σε κοιτάζει με τα δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλα. Σε κοιτάζει κατάματα με κόκκινα μάτια. Σε κοιτάζει μέσα από την οθόνη της τηλεόρασης. Όσο και να προσπαθείς δεν μπορείς να ξεφύγεις από το βλέμμα της. Η ζωή δεν ξέρει να γίνεται είδηση όσο κι αν προσπαθούν να τη χωρέσουν σε τρίλεπτα ρεπορτάζ. Στέκεται όρθια και κουβαλάει μόνη το βασανιστήριό της στην ανηφόρα. Κατακαλόκαιρο. Κάποια χέρια μπορεί να τη βοηθήσουν να σηκώσει το βάρος και μπορεί και να της φορέσουν ένα δαχτυλίδι με κεχριμπαρένια πέτρα στον αντίχειρα. Κι από δίπλα οι δικαστές θα της αρνηθούν τα λίγα λεπτά στο ακροατήριο και θα βάλουν την υπόθεσή της στο αρχείο. Αυτή, επίμονη, θα στέκεται απέναντί σου, ντυμένη με θερμά χρώματα, πίσω από πινελιές που διακρίνονται ανάγλυφες αριστοτεχνικά και θα σε κοιτάζει κατάματα με κόκκινα μάτια.
Μετά θα φορέσει το δαχτυλίδι του πατέρα της και θα φύγει απ’ το χωριό. Θα ψάξει να βρει τόπο να της δώσει φαΐ. Θα βρεθεί να στέκεται ανάμεσα στα χωράφια και τη λασπουριά, μέσα σε πλαστικές καλύβες με στρώματα κατάχαμα, απέναντι από επιστάτες και κυνηγετικές καραμπίνες. Τότε κανένας δικαστής δεν θα της χαρίσει μια ανάσα δικαίωσης. Κι αυτή θα απλώσει το χέρι και θα αποφασίσει να σηκώσει το βάρος της θανατικής της ποινής. Θα ξέρει το μαρτύριο. Θα περπατήσει όρθια. Θα βρει μια βρύση και θα πλύνει τα χέρια της. Θα κόψει τα νύχια και θα φορέσει πάλι το δαχτυλίδι στον αντίχειρα.
Κάποτε ένας ζωγράφος ζωγράφισε τον σταυρό. Αργότερα κάποιος κοντοστάθηκε απέναντι στο έργο, μέσα στο μουσείο. Το μαρτύριο τον κοίταξε τα μάτια. Έχασε την ισορροπία του και κάθισε απέναντι στο βλέμμα, ανήμπορος. Ήταν 2014 και η ανθρωπότητα, που ήξερε από θυσίες, συνέχιζε με θρησκευτική ευλάβεια να σπέρνει μαρτύρια.
Παρατηρητή, ο θεός πέθανε όταν σε κοίταξαν κατάματα δυο κόκκινα μάτια. Μην τον κλαις. Ήταν αχρείαστος. Για τα μάτια όμως, αν τολμάς, σκύψε το κεφάλι και κλάψε.