Γιατί πρέπει να φύγω από το Ισραήλ
του Σαγιέντ Κασούα
μετάφραση: Μάνια Μεζίτη
Σε λίγο καιρό φεύγω. Σε μερικές μέρες αφήνουμε την Ιερουσαλήμ, αφήνουμε τη χώρα. Εχθές αγοράσαμε βαλιτσούλες για τα παιδιά. Δεν χρειάζεται να πάρουμε μαζί μας πολλά ρούχα˙ θ’ αφήσουμε εδώ τα χειμωνιάτικα. Σίγουρα δεν θα είναι αρκετά ζεστά για ν’ αντιμετωπίσουν το κρύο του Νότιου Ιλλινόις των Η.Π.Α. Θα χρειαστούμε μόνο λίγα πράγματα μέχρι να τακτοποιηθούμε. Ίσως τα παιδιά να έπαιρναν μαζί τους λίγα βιβλία, δυο-τρία στα αραβικά και μερικά στα εβραϊκά, ώστε να μην ξεχάσουν τις γλώσσες. Δεν είμαι όμως σίγουρος τι θέλω να θυμούνται τα παιδιά μου από αυτό εδώ το μέρος, το τόσο αγαπημένο και τόσο καταραμένο.
Το αρχικό σχέδιο ήταν να φύγουμε σε ένα μήνα από τώρα με σαββατική άδεια. Την περασμένη βδομάδα όμως συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να μείνω άλλο εδώ. Έτσι ζήτησα από τον ταξιδιωτικό πράκτορα να μας βγάλει από τη χώρα όσο το δυνατόν γρηγορότερα, και «σας παρακαλώ» του είπα, «τα εισιτήρια να είναι χωρίς επιστροφή». Σε λίγες μέρες θα είμαστε στο Σικάγο και ακόμη δεν ξέρω πού θα μείνουμε τον πρώτο καιρό, αλλά σιγά-σιγά θα τακτοποιηθούμε.
Έχω τρία παιδιά: μια κόρη δεκατεσσάρων χρονών και δύο γιούς, ο ένας εννέα και ο άλλος τριών. Μένουμε στη Δυτική Ιερουσαλήμ. Είμαστε η μοναδική αραβική οικογένεια στη γειτονιά, στην οποία μετακομίσαμε πριν από έξι χρόνια. «Επιτρέπεται να διαλέξεις μόνο δύο παιχνίδια» είπαμε στα εβραϊκά στο μικρότερο παιδί μας, το οποίο στεκόταν στη μέση του δωματίου του κοιτάζοντας επίμονα τα κουτιά με τα παιχνίδια του. Όμως, παρά τις διαβεβαιώσεις μας ότι θα του αγοράσουμε ό,τι τραβάει η ψυχή του όταν θα πάμε στην Αμερική, εκείνο άρχισε να κλαίει.
Έπρεπε κι εγώ να αποφασίσω τι θα πάρω μαζί μου. «Επιτρέπεται να πάρω μόνο δύο βιβλία» μονολόγησα ενώ στεκόμουν μπροστά στη βιβλιοθήκη του γραφείου μου. Το ένα θα είναι τα ποιήματα του Μαχμούτ Νταρουίς και το άλλο μια συλλογή διηγημάτων του Χαλίλ Γκιμπράν. Όλα τα βιβλία που έχω είναι στα εβραϊκά. Από τα δεκατέσσερά μου και μετά διάβασα ελάχιστα βιβλία στα αραβικά.
Πρώτη φορά στη ζωή μου που είδα βιβλιοθήκη ήταν όταν ήμουν δεκατεσσάρων. Πριν από είκοσι πέντε χρόνια στο χωριό Τιρά όπου γεννήθηκα, ο καθηγητής μου των μαθηματικών ήρθε στο σπίτι μας και είπε στους γονείς μου ότι την επόμενη χρονιά οι Εβραίοι θα λειτουργήσουν στην Ιερουσαλήμ ένα σχολείο για χαρισματικούς μαθητές. Είπε στον πατέρα μου ότι κατά τη γνώμη του έπρεπε να κάνω αίτηση. «Θα είναι καλύτερα εκεί γι΄ αυτόν» θυμάμαι τον καθηγητή να λέει στους γονείς μου. Εντέλει με δέχτηκαν και όταν ήμουν στην ηλικία που είναι σήμερα η κόρη μου έφυγα από το σπίτι μου και πήγα εσωτερικός σε εβραϊκό σχολείο στην Ιερουσαλήμ. Ήταν τόσο δύσκολο… σχεδόν οδυνηρό. Έκλαιγα γοερά όταν ο πατέρας μου με αγκάλιαζε και με άφηνε στην είσοδο του τεράστιου, καινούριου σχολείου που δεν έμοιαζε με κανένα από όσα είχα δει στην Τιρά.
Κάποτε έγραψα πως η πρώτη βδομάδα μου στην Ιερουσαλήμ ήταν η πιο δύσκολη της ζωής μου. Ήμουν διαφορετικός, ήμουν άλλος˙ τα ρούχα μου ήταν αλλιώτικα, όπως και η γλώσσα μου. Στο σχολείο όλα τα μαθήματα γίνονταν στα εβραϊκά-τα θετικά, τα θρησκευτικά, τα φιλολογικά. Καθόμουν στο θρανίο μου και δεν καταλάβαινα ούτε μία λέξη. Κάθε φορά που προσπαθούσα να μιλήσω όλοι γελούσαν μαζί μου. Ήθελα τόσο πολύ να γυρίσω στο σπίτι μου, στην οικογένειά μου, στο χωριό και τους φίλους μου, στην αραβική μου γλώσσα. Στο τηλέφωνο εκλιπαρούσα τον πατέρα μου να έρθει να με πάρει κι εκείνος έλεγε πως «κάθε αρχή και δύσκολη» και πως σε λίγους μήνες θα μιλούσα εβραϊκά καλύτερα από τους Εβραίους.
Την πρώτη βδομάδα, θυμάμαι, ο καθηγητής λογοτεχνίας μας ζήτησε να διαβάσουμε τον Φύλακα στη σίκαλη του Σάλιντζερ. Ήταν το πρώτο μυθιστόρημα που διάβασα στη ζωή μου. Μου πήρε κάμποσες βδομάδες να το διαβάσω και όταν το τέλειωσα συνειδητοποίησα δύο πράγματα που μου άλλαξαν τη ζωή. Το πρώτο ήταν ότι μπορούσα να διαβάσω ένα ολόκληρο βιβλίο στα εβραϊκά και το δεύτερο η επίγνωση της αγάπης μου για τα βιβλία. Σε σύντομο χρονικό διάστημα άρχισα να μιλάω σχεδόν τέλεια εβραϊκά. Η βιβλιοθήκη του οικοτροφείου διέθετε βιβλία αποκλειστικά στα εβραϊκά, οπότε ξεκίνησα να διαβάζω τους ισραηλινούς συγγραφείς. Διάβασα Άγκνον, Μέιρ Σάλεβ, Άμος Οζ, ενώ συγχρόνως άρχισα να μελετάω πράγματα σχετικά με τον Σιωνισμό, τον Ιουδαϊσμό και την ίδρυση της χώρας στην οποία ζούσα.
Κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων άρχισα επίσης να καταλαβαίνω και τη δική μου ιστορία, και χωρίς να το έχω προσχεδιάσει άρχισα να γράφω για κάποιους Άραβες που ζουν εσωτερικοί σε οικοτροφείο του Ισραήλ, στη Δυτική πόλη, σε μια εβραϊκή πατρίδα. Άρχισα να γράφω πιστεύοντας πως το μόνο που όφειλα να κάνω για ν’ αλλάξω τα πράγματα ήταν να γράφω για την άλλη «πλευρά», να λέω τις ιστορίες που είχα ακούσει από τη γιαγιά μου. Να γράψω για το πώς ο παππούς μου σκοτώθηκε το 1948 σε μια μάχη που έλαβε χώρα στην Τιρά, πώς η γιαγιά μου έχασε όλη μας τη γη και πώς ανέθρεψε τον πατέρα μου δουλεύοντας εργάτρια στη συγκομιδή φρούτων ενώ πληρωνόταν από τους Εβραίους.
Ήθελα να αφηγηθώ- στα εβραϊκά- για τον πατέρα μου που έμεινε στη φυλακή χρόνια, χωρίς δίκη, εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων. Ήθελα να πω στους Ισραηλινούς μια ιστορία, την ιστορία των Παλαιστινίων. Όταν την διάβαζαν, σίγουρα θα καταλάβαιναν, όταν την διάβαζαν θα άλλαζαν, το μόνο που όφειλα να κάνω ήταν να γράφω και η Κατοχή θα τερματιζόταν. Απλώς έπρεπε να είμαι καλός συγγραφέας και έτσι θα ελευθέρωνα τους ανθρώπους μου από τα γκέτο στα οποία ζουν˙ έπρεπε να λέω καλές ιστορίες στα εβραϊκά και θα ήμουν ασφαλής˙ άλλο ένα βιβλίο, άλλη μια ταινία, άλλο ένα άρθρο στην εφημερίδα, άλλο ένα σενάριο για την τηλεόραση και τα παιδιά μου θα είχαν καλό μέλλον. Χάρη στις ιστορίες μου μια μέρα θα γινόμασταν ισότιμοι πολίτες με τους Εβραίους, θα γινόμασταν σχεδόν σαν αυτούς.
Επί είκοσι πέντε χρόνια έγραφα στα εβραϊκά και δεν άλλαξε τίποτε. Επί είκοσι πέντε χρόνια κρατιόμουν από την ελπίδα πιστεύοντας ότι δεν είναι δυνατόν οι άνθρωποι να είναι τόσο τυφλοί. Είκοσι πέντε χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων είχα ελάχιστους λόγους να είμαι αισιόδοξος, αλλά συνέχισα να πιστεύω ότι μια μέρα το μέρος αυτό όπου Εβραίοι και Άραβες ζουν μαζί θα έχει να πει μία, ενιαία ιστορία, την οποία ο άλλος δεν θα την αρνείται. Ότι μια μέρα οι Ισραηλινοί θα σταματήσουν να αρνούνται τη Νάκμπα (την Καταστροφή), την Κατοχή και τον πόνο των Παλαιστινίων. Ότι κάποια μέρα οι Παλαιστίνιοι θα θελήσουν να συγχωρήσουν και πως μαζί θα ιδρύσουμε ένα μέρος στο όποιο θα αξίζει να ζει κάποιος.
Επί είκοσι πέντε χρόνια που γράφω δέχομαι πικρή κριτική και από τις δύο πλευρές, αλλά την περασμένη βδομάδα παραιτήθηκα. Την περασμένη βδομάδα κάτι μέσα μου έσπασε. Τότε που οι Εβραίοι νέοι διαδήλωναν στην πόλη φωνάζοντας «θάνατος στους Άραβες» και τους επιτίθεντο μόνο και μόνο επειδή είναι Άραβες, κατάλαβα ότι έχασα τη δική μου, μικρή μάχη.
Άκουσα τι έχουν να πουν οι πολιτικοί και τα μίντια και ξέρω ότι κάνουν διακρίσεις μεταξύ αίματος και …αίματος, κάνουν διακρίσεις ανάμεσα σε ανθρώπους. Άκουσα αυτούς που έχουν την εξουσία να λένε ρητώς αυτό που σκέφτονται οι περισσότεροι Ισραηλινοί, ότι δηλαδή «είμαστε καλύτεροι άνθρωποι από τους Άραβες». Σε κάποια τηλεοπτικά πάνελ που συμμετείχα ειπώθηκε πως οι Εβραίοι είναι ανώτεροι άνθρωποι, έχουν παραπάνω δικαίωμα στη ζωή. Με πιάνει απελπισία όταν συνειδητοποιώ ότι η απόλυτη πλειοψηφία στη χώρα δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα των Αράβων στη ζωή.
Έπειτα από τα πιο πρόσφατα άρθρα μου κάποιοι αναγνώστες με παρακάλεσαν να εξοριστώ στη Γάζα, με απείλησαν ότι θα μου σπάσουν τα πόδια, ότι θα απαγάγουν τα παιδιά μου. Μένω στην Ιερουσαλήμ και έχω κάποιους θαυμάσιους εβραίους γείτονες και φίλους, αλλά συνεχίζω να μην μπορώ να πάω τα παιδιά μου σε ημερήσια κατασκήνωση ή στο πάρκο να παίξουν με τους εβραίους φίλους τους. Η κόρη μου διαμαρτύρεται έντονα λέγοντας πως κανένας δεν θα καταλάβει ότι είναι Παλαιστίνια αφού μιλάει τέλεια εβραϊκά. Όμως εγώ δεν την ακούω. Κλείνεται στο δωμάτιό της και σπαράζει στο κλάμα.
Στέκομαι μπροστά στα ράφια της βιβλιοθήκης μου κρατώντας τον Σάλιντζερ στο χέρι μου, το αντίτυπο που διάβασα όταν ήμουν δεκατεσσάρων. Το αποφάσισα, δεν θέλω να πάρω κανένα βιβλίο μαζί μου. Πρέπει να επικεντρωθώ στην καινούρια μου γλώσσα. Ξέρω πόσο δύσκολο είναι, σχεδόν αδύνατο, αλλά πρέπει να βρω μια άλλη γλώσσα να γράφω, τα παιδιά μου να βρουν μια άλλη γλώσσα να ζουν.
«Μην μπεις» φώναξε θυμωμένα η κόρη μου όταν χτύπησα την πόρτα του δωματίου της. Όμως εγώ μπήκα. Κάθισα δίπλα της στο κρεβάτι και παρόλο που μου είχε γυρίσει την πλάτη ξέρω ότι με άκουγε προσεκτικά. «Άκουσε» της λέω προτού επαναλάβω την ίδια ακριβώς πρόταση που μου είχε πει ο πατέρας μου πριν από 25 χρόνια. «Θυμήσου πως ό,τι και να κάνεις, ό,τι και να γίνεις στη ζωή σου, γι’ αυτούς θα είσαι πάντοτε, μα πάντοτε Παλαιστίνια. Κατάλαβες;»
«Κατάλαβα» είπε η κόρη μου αγκαλιάζοντάς με σφιχτά. «Αυτό το ήξερα από καιρό μπαμπά »
«Πολύ σύντομα θα φύγουμε από δω» της είπα καθώς της ανακάτευα τα μαλλιά με τρόπο που την ενοχλεί. «Στο μεταξύ διάβασε αυτό» της είπα και της έδωσα τονΦύλακα στη σίκαλη.
πηγή:
http://enthemata.wordpress.com/2014/07/27/sak-2/