Χώρα μου είναι η Παλαιστίνη
Τον Αύγουστο του 2009, μία φίλη και συντρόφισσα έστειλε στην εφημερίδα δρόμου Άπατρις, ένα κείμενό της σχετικό με τη Παλαιστίνη, μετά από μίας της επίσκεψη εκεί. Το δημοσιεύω και το αφιερώνω στη μνήμη των δολοφονημένων παιδιών και αμάχων από το κράτος του Ισραήλ. Αναδημοσιεύεστε το ελεύθερα.
Ευάγριος Αληθινός
Reblogged from fromgreecetoanarchy |
Χώρα μου είναι η Παλαιστίνη
Στη Δυτική Όχθη, λένε όσοι γνωρίζουν, δεν μπορείς να προγραμματίσεις καλά το χρόνο. Δεν μπορείς εύκολα να υπολογίσεις το χρόνο που θα σου πάρει για να μετακινηθείς από το ένα μέρος στο άλλο. Μισής ώρας απόσταση μπορεί να γίνει σε μια ώρα ή και σε δυο. Ή και σε περισσότερο ακόμα. Εξαρτάται από πολλά πράγματα: αν είναι υπό κατασκευή ο δρόμος, αν είναι μακρύτερος από τον κανονικό γιατί ο ισραηλινός στρατός έκοψε την επικοινωνία του κανονικού ή αν, εν τέλει, πρέπει να περιμένεις στον έλεγχο ώρες, υπομένοντας τον εξευτελισμό που υφίστασαι.
Και σε όλες αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει πάντα ένας στρατιώτης που σε στοχεύει με το αυτόματο του. Εσένα, τη γιαγιά που θέλει να πάει να προσκυνήσει στο τζαμί Αλ -Ακσά στην Ιερουσαλήμ, τη γυναίκα που πάει στην αγορά, τον άντρα που προσπαθεί να θρέψει την οικογένεια του. Όπως επίσης και ένα δωδεκάχρονο αγόρι που το όνομα του είναι Νουρ – φως – και έχει έναν αδερφό δύο χρόνια μικρότερο που τον λένε Αμίρ και άλλες τέσσερις αδερφές και που ο σκύλος του τον γρατσούνισε και που πετάει πέτρες στην καραμπίνα που στοχεύει την κόρη της αδερφής του.
Αυτή μπορεί να είναι η πρώτη εικόνα μιας χώρας, κατεχόμενης από έναν πανίσχυρο στρατό, όπως μόνο λίγοι στον κόσμο ολόκληρο είναι. Ένα στρατό, που πέρα από τα υψηλόβαθμα στελέχη του, αποτελείται από παιδιά 18 – 21 χρονών και που καθημερινά καταστέλλει αδίκως τον παλαιστινιακό λαό στα ίδια του τα εδάφη.
Έτσι αυτό που περισσότερο αξίζει να έχεις στην Παλαιστίνη είναι υπομονή. Υπομονή για να δουλέψεις ενώ δεν υπάρχει δουλειά, υπομονή για να μετακινηθείς ενώ δεν υπάρχει ελευθερία, υπομονή για να φας ενώ μπορεί να μην υπάρχει φαγητό, για να προσευχηθείς ενώ σου απαγορεύουν την είσοδο σε άγιους τόπους, υπομονή για να αγαπήσεις αν ο αγώνας για την επιβίωση σου το επιτρέπει ακόμα. Υπομονή για να αντέξεις την αδικία να μην μπορείς να ζήσεις στο σπίτι των προγόνων σου. Υπομονή για να αντέξεις την κακομεταχείριση της οικογένειας σου. Υπομονή για να υπομείνεις τις καθημερινές προσβολές που δέχονται τα παιδιά σου στο δρόμο, ακόμα και μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Υπομονή επειδή δεν μπορείς να ταξιδέψεις και επειδή δεν μπορείς να πας από το ένα μέρος στο άλλο ακόμα και μέσα στα ίδια τα παλαιστινιακά εδάφη. Υπομονή για να κατορθώσεις να μην κοιμηθείς, πολλά βράδια στη σειρά, λόγω της πιθανότητας να εισβάλει ο ισραηλινός στρατός στα σπίτια των γειτόνων σου και στο ίδιο σου το σπίτι αναζητώντας νέα θύματα.
Και υπομονή, πάνω απ’ όλα, για να επιβιώσεις. Και περί αυτού πρόκειται η παλαιστινιακή αντίσταση, σήμερα όπως και χθες όπως και τις τελευταίες δεκαετίες: Να επιβιώσει. Να επιβιώσει και να συνεχίσει να είναι ένας λαός με γλώσσα, συνήθειες και, πάνω απ’ όλα, με γη για να ζήσει. Γιατί, τελικά, αυτό είναι που η ισραηλινή κυβέρνηση προσπαθεί: να αποτελειώσει έναν ολόκληρο λαό για να του αποσπάσει τα εδάφη του και να τα χρησιμοποιήσει για τα δικά της οικονομικά συμφέροντα. Γιατί αυτή η κατοχή που ο παλαιστινιακός λαός ζει τόσα χρόνια είναι ολική. Κατοχή της γης, της οικονομίας, των ανθρώπων, των οικογενειών, των κοινοτήτων, του σώματος, του μυαλού, του νερού, της εκπαίδευσης. “Εμείς γεννηθήκαμε εδώ στην κατεχόμενη γη. Και εδώ γερνάμε. Η κατοχή έχει γραφτεί στα σώματα μας, στις φλέβες μας, στις καρδιές μας, σε ό,τι σκεφτόμαστε, σε ό,τι αισθανόμαστε”.
“Πλέον μπορείς να γυρίσεις όλα τα παλαιστινιακά εδάφη σχεδόν σε τρεις ώρες”, λέει ένα νέο αγόρι που ταξιδεύει από την Τζενίν, την πόλη που γεννήθηκε στο βορρά, στο Αλ – Χαλίλ (Χεβρώνα), στο νότο. “Αυτό μας άφησαν, όλα τα υπόλοιπα τα πήρε το Ισραήλ. Εμείς μείναμε με λίγες πόλεις και λιγάκι γης και εκείνοι πήραν όλες τις πανέμορφες πόλεις μας και μεγάλο κομμάτι των εδαφών μας”.
Τα όπλα, τα δακρυγόνα και όλες τις μηχανές που έχουν φτιαχτεί για πόλεμο τα έχει ο ισραηλινός στρατός. Αλλά και οι παράνομοι έποικοι, που το Ισραήλ εγκατέστησε σε παλαιστινιακό έδαφος, είναι οπλισμένοι. Και είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, οι πιο επικίνδυνοι. Γιατί ό,τι και να κάνουν δεν θα αντιμετωπίσουν καμία συνέπεια, ζουν ατιμώρητοι. Οι παράνομοι οικισμοί τους βρίσκονται διασκορπισμένοι σε ολόκληρο το παλαιστινιακό έδαφος, είναι εκατοντάδες χιλιάδες, περιφραγμένοι με συρματοπλέγματα και καλά προστατευμένοι από τον στρατό τους. Εκεί ζουν, στο φανταστικό τους κόσμο, έποικοι που πιστεύουν ότι πίσω από τα τείχη ζουν τρομοκράτες. Καθημερινά οι παράνομοι έποικοι βγαίνουν να κυνηγήσουν “άραβες”. Τους επιτίθενται και δεν τους αφήνουν να δουλέψουν τη γη τους, να μαζέψουν την συγκομιδή τους, να βγάλουν τα πρόβατα τους να βοσκήσουν.
Η πόλη Αλ – Χαλίλ, στο νότο των παλαιστινιακών εδαφών, είναι μοναδική περίπτωση καθώς είναι η μόνη παλαιστινιακή πόλη που βρίσκεται υπό την κατοχή του ισραηλινού στρατού και των παράνομων εποίκων που ζουν στο εσωτερικό της. Το Αλ – Χαλίλ αντιπροσωπεύει, σε μικρογραφία, αυτό που συμβαίνει, σε υπερβολικό βαθμό, σε ολόκληρη την Παλαιστίνη. Υπάρχουν δύο ζώνες, επίσημα αναγνωρισμένες: η H1 όπου ζουν οι παλαιστινιακές οικογένειες και η H2. Η H2 είναι η ζώνη των εποίκων. Σε κάποιες περιοχές ζουν κυριολεκτικά πάνω από τα κεφάλια των παλαιστινίων, στους πάνω ορόφους των κτιρίων της παλιάς πόλης. Στην H2, την κατεχόμενη ζώνη που ζουν οι έποικοι , την “πόλη φάντασμα” όπως την αποκαλούν, οι παλαιστίνιοι δεν μπορούν να βρίσκονται. Σημεία ελέγχου, στρατιώτες, τανκς, αυτόματα πολυβόλα. Οι έποικοι βαδίζουν στους δρόμους με τα όπλα στο χέρι. Όλα είναι ανακατεμένα. Πολλοί από τους δρόμους της πόλης είναι μοιρασμένοι στα δύο. Στην αριστερή πλευρά επιτρέπουν στους παλαιστίνιους να περπατάνε. Η δεξιά πλευρά ανήκει στους εποίκους. Κάποια παλαιστινιακά σχολεία ξέμειναν μέσα στην κατεχόμενη από τους εποίκους πλευρά. Τα παιδιά υποφέρουν κάθε είδους επιθέσεις καθημερινά στο δρόμο για το σχολείο. Η παρουσία του στρατού είναι καθημερινή και μόνιμη για να “προστατεύει” τους εποίκους. Σκηνές πολέμου. Υπάρχουν πολλοί στρατιώτες και βρίσκονται παντού. Αλλά αν υπάρχει κάποιος σε αυτή την πόλη που θα έπρεπε να προστατευτεί είναι οι παλαιστίνιοι που επιμένουν να ζουν κάτω από την μόνιμη απειλή των τρελαμένων εποίκων.
Στο Αλ – Χαλίλ οι παλαιστίνιοι δεν ξεκουράζονται ποτέ. Οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να αντιμετωπίσουν μια επίθεση από τους εποίκους, ενήλικες και παιδιά, που συνεχώς πετάνε σκουπίδια και πέτρες ουσιαστικά πάνω στα κεφάλια τους, και χειρότερα ακόμα, βγαίνουν στους δρόμους με τις καραμπίνες και πιάνουν παλαιστίνιους, γυναίκες και παιδιά επίσης, και τους χτυπάνε, μπαίνουν στα σπίτια τους και τα μαγαζιά τους και τα καταστρέφουν. Για να μπεις στο τζαμί της πόλης θα πρέπει να περάσεις από πολλά σημεία ελέγχου. Στην είσοδο του ελέγχονται μουσουλμάνοι άντρες, γυναίκες και παιδιά, που πηγαίνουν να προσευχηθούν. Το μισό τζαμί το κατέλαβε το Ισραήλ και το χρησιμοποιεί ως συναγωγή για τους εβραίους εποίκους. Τις Παρασκευές, στη διάρκεια του ραμαζανιού, είναι εκπληκτικό το πόσος κόσμος φτάνει για να προσευχηθεί. Χρειάζονται ώρες ολόκληρες για να περάσει όλος αυτός ο κόσμος, ένας ένας, από τα σημεία ελέγχου και τα αυτόματα πολυβόλα του στρατού. Η ζωή στην παλιά πόλη μόλις και μετά βίας υπάρχει. Βλέπεις πολλά από τα μαγαζιά κλειστά και τα βράδια μια νεκρική σιγή κυριαρχεί στους δρόμους. Σχεδόν δεν υπάρχει δουλειά για τους κατοίκους της πόλης. Η οικονομία της πόλης είναι κατεστραμμένη.
Στο σπίτι της Λέιλα ζουν οκτώ άτομα. Οι δυο κόρες της, οι δύο εγγονές της, οι δύο γιοί της, εκείνη και η θεία της. Ο άντρας της δουλεύει στο Ισραήλ. Ο άντρας της κόρης της είναι στη φυλακή. Η Λέιλα δουλεύει σε ένα συνεταιρισμό που δημιούργησαν 120 γυναίκες από 8 παλαιστινιακά χωριά πριν τρία χρόνια. Κάθε μία από αυτές τις γυναίκες δουλεύει στο σπίτι της, φτιάχνουν κεντήματα, βραχιολάκια, φορέματα, μαντήλες και έχουν ένα μικρό μαγαζάκι στην παλιά πόλη του Αλ – Χαλίλ όπου τα πουλάνε. Η Λέιλα ανοίγει κάθε πρωί το μαγαζί. Αργά το απόγευμα γυρίζει σπίτι της και ξεκουράζεται λίγο συζητώντας με την οικογένεια της και τους φίλους που την επισκέπτονται. Στο σπίτι δεν έχουν νερό, τους το έχουν κόψει οι έποικοι. Κανένα σπίτι στην παλιά πόλη δεν έχει νερό. Ένα από αυτά τα βράδια ο ισραηλινός στρατός χτύπησε την πόρτα του σπιτιού της. Όλοι κοιμόντουσαν. Μπήκαν έξι στρατιώτες στις 3 το πρωί. Έβαλαν τους άντρες σε ένα δωμάτιο και τις γυναίκες σε ένα άλλο. Εξέτασαν όλο το σπίτι. Η Λέιλα και η οικογένεια της αναγκάστηκαν να μείνουν κλεισμένες στα δωμάτια του ίδιου τους του σπιτιού για δύο ώρες.
Τα βουνά της Δυτικής Όχθης βάφονται κόκκινα καθώς ο ήλιος αρχίζει να κατεβαίνει, για να κρυφτεί πίσω από τη θάλασσα -που οι παλαιστίνιοι φαντάζονται ότι συνεχίζει να υπάρχει εκεί όπου την άφησαν αλλά που πια δεν μπορούν να δουν- και να δώσει τη θέση του στην δροσερή νύχτα. Μέχρι το βάθος του ορίζοντα φαίνονται τα βουνά, ξερά το καλοκαίρι. Βουνά που κάποτε ήταν γεμάτα ελαιόδεντρα και αμπελώνες και συκιές… Ακόμα υπάρχουν όλα αυτά αλλά βλέπεις ολόκληρους λόφους όπου φαίνονται τα ελαιόδεντρα κομμένα από τη ρίζα. Για λόγους ασφαλείας, αναγγέλλει η ισραηλινή κυβέρνηση. Και χωρίς ντροπή καταστρέφει ελαιώνες που υπήρχαν εδώ και αιώνες και που το λάδι τους θρέφει τα 3 εκατομμύρια παλαιστινίων που παραμένουν εδώ.
“Δεν υπάρχει τίποτα που να δικαιολογεί τις βαρβαρότητες του ισραηλινού στρατού”, λέει ένας νέος ισραηλινός που τελείωσε την τριετή θητεία του στο στρατό και μόνο τελειώνοντας σκέφτηκε και κατάλαβε ότι ήταν άδικο και κακό αυτό που συνέβαινε. Όπως και να έχει ακόμα μέχρι σήμερα δεν μπορεί να πει την λέξη «Παλαιστίνη» και αναφέρεται σε αυτά τα εδάφη ως «Ισραήλ». Υπάρχουν πολλοί ισραηλινοί που δε συμφωνούν με τις πολιτικές της ισραηλινής κυβέρνησης. Κάποιοι και κάποιες από αυτούς αρνούνται να κάνουν τη στρατιωτική τους θητεία. Πολλοί και πολλές από αυτούς συμμετέχουν σε ομάδες που αντιτίθενται στο τείχος και στην κατοχή. Σχεδόν κάθε εβδομάδα συμμετέχουν στις διαδηλώσεις που οργανώνονται στα χωριά δίπλα στο τείχος. Εκεί το τείχος χωρίζει τα χωράφια των παλαιστίνιων στα δύο. Οι αγρότες δεν έχουν πρόσβαση στις καλλιέργειες τους εκτός από ελάχιστους που, στην καλύτερη περίπτωση, έχουν ειδικές άδειες για να δουλεύουν κάποιες ώρες στα χωράφια τους. Αλλά και αυτό όχι χωρίς ενοχλήσεις από τον στρατό και τους εποίκους που ζουν από την άλλη μεριά του συρματοπλέγματος. Αυτές οι κοινότητες τιμωρούνται άγρια από το στρατό ακριβώς γιατί δε συμβιβάζονται με αυτή την κατάσταση. Πραγματοποιούνται νυχτερινές επιδρομές στις κοινότητες τους και ο στρατός μπαίνει στα σπίτια τους για να συλλάβει τους σεμπάμπ, νέα αγόρια που υποτίθεται ότι πετάνε πέτρες στο στρατό στη διάρκεια των διαδηλώσεων.
Στο χωριό Μπιλαϊν ο στρατός κυνηγάει 200 ανθρώπους. Εδώ και πολλούς μήνες οικογένειες ολόκληρες δεν κοιμούνται, περιπολούν κάθε βράδυ, για να προλάβουν, αν το μπορέσουν, να κρύψουν τους καταζητούμενους κάθε που εισβάλλει ο στρατός. Μερικές φορές οι στρατιώτες μπαίνουν στο χωριό και κρύβονται πίσω από τα ελαιόδεντρα περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να επιτεθούν. Άλλες φορές φτάνουν με τα στρατιωτικά τζιπ όπως συνέβη ένα από αυτά τα βράδια. Τέσσερα στρατιωτικά οχήματα έφτασαν στο κέντρο του χωριού στις 4 η ώρα τα ξημερώματα. Περισσότεροι από πενήντα στρατιώτες βγήκαν στο δρόμο με τα αυτόματα έτοιμα για δράση. Περικύκλωσαν πολλά σπίτια. Μπήκαν σε ένα από αυτά. Χαρακτήρισαν τον κήπο του σπιτιού “κλειστή στρατιωτική περιοχή”. Ο Χάιθαν, ιδιοκτήτης του σπιτιού, που έκανε περιφρούρηση σε άλλο σημείο του χωριού έφτασε στο σπίτι του με την κάμερα στο χέρι. Δεν του επέτρεψαν να τραβήξει βίντεο. Έβγαλαν τον αδερφό του από το σπίτι και τον πήραν μαζί τους. “Το φαντάζεσαι; Το σπίτι μου κλειστή στρατιωτική περιοχή. Το ίδιο μου το σπίτι!”, λέει ο Χάιθαν. Πολλοί διεθνείς ήταν εκεί, παίρνοντας βίντεο και προσπαθώντας να σταματήσουν το στρατό που έσπρωχνε και ανακοίνωνε: “μην μας αναγκάζετε να χρησιμοποιήσουμε βία” λες και είχαν φτάσει με ειρηνικές διαθέσεις. Το ίδιο συμβαίνει σε όλα τα χωριά δίπλα στο τείχος. Δεν υπάρχει οικογένεια σε ολόκληρη την Παλαιστίνη χωρίς κρατούμενους, καταζητούμενους, τραυματίες και νεκρούς.
Η Nakbah, η καταστροφή, που το Ισραήλ έσπειρε το 1948, εκδίωξε τους παλαιστίνιους από τα σπίτια και τη γη τους. Οι οικογένειες τότε έφυγαν από τα σπίτια τους με τα κλειδιά στο χέρι πιστεύοντας ότι μετά τον πόλεμο, σε μερικούς μήνες, σε κάποια χρόνια, θα επέστρεφαν στη γη τους. Διωγμένες από το στρατό πολλές οικογένειες έφτασαν στα βουνά της Ναμπλούς. “Η γιαγιά μου ήταν έγκυος στη μαμά μου όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σπίτι της. Φτάνοντας στο βουνό αναγκάστηκε να γεννήσει σε μια σπηλιά όπου και έμειναν ένα χρόνο. Και έτσι εκεί γεννήθηκε η μαμά μου. Μετά το χρόνο κατέβηκαν στην πόλη Ναμπλούς και εκεί, σε ένα μέρος που ήταν χωράφια σπαρμένα με καλαμπόκι λίγο έξω από την πόλη, έφτιαξαν σκηνές για τους πρόσφυγες που έφτασαν από διάφορες πόλεις. Η μητέρα μου είναι από τη Γιάφα. Ο πατέρας μου από τη Χάιφα. Εγώ γεννήθηκα εδώ, στον προσφυγικό καταυλισμό Μπαλάτα. Εδώ ξεκίνησαν να ζουν στις σκηνές, στην αρχή πίστευαν ότι σύντομα θα επέστρεφαν στα σπίτια τους. Όμως τα χρόνια περνούσαν και συνέχιζαν να ζουν εδώ. Έτσι σιγά σιγά άρχισαν να κατασκευάζουν τα σπίτια τους με στέρεα υλικά. Πρώτα έκαναν μονοκατοικίες, στην αρχή στην Μπαλάτα ζούσαν 5 χιλιάδες άτομα. Αλλά έπειτα αυτές οι οικογένειες έκαναν και άλλα παιδιά, και τα παιδιά τους παντρεύονταν και έκαναν τα δικά τους παιδιά και έτσι φτάσαμε σήμερα να ζούμε πάνω από 20 χιλιάδες άνθρωποι στον ίδιο χώρο που ήταν ο προσφυγικός καταυλισμός του 1950. Γι’ αυτό αρχίσαμε να κατασκευάζουμε και άλλους ορόφους στα σπίτια μας και πλέον δεν είναι μονοκατοικίες αλλά κτίρια με πολλούς ορόφους. Τώρα εδώ στην Μπαλάτα υπάρχουν τα πάντα. Σχολείο, κλινική… και όλα αυτά σε ένα τετραγωνικό χιλιόμετρο”.
“Η Μπαλάτα ήταν ένας τόπος πολύ σημαντικός στη διάρκεια της δεύτερης Ιντιφάντα. Όλες οι οικογένειες εδώ έχουν πολλά παιδιά. Η δικιά μου είναι από τις πιο μικρές, είμαστε μόνο 7 αδέρφια. Δύο οικογένειες που ζουν κοντά μας συναγωνίζονταν όλα αυτά τα χρόνια. Όταν η μια γυναίκα έμενε έγκυος μετά από λίγο έμενε έγκυος και η γειτόνισσα της. Μια φορά μία από τις δύο είχε δίδυμα και έπειτα από λίγο έκανε δίδυμα και η άλλη. Αυτό είναι το διασκεδαστικό κομμάτι των ιστοριών εδώ. Όμως υπάρχει και ένα θλιβερό κομμάτι. Αυτές οι οικογένειες έχασαν πολλά από τα παιδιά τους στη διάρκεια της Ιντιφάντα. Αυτή η οικογένεια με τα 17 παιδιά έχασε τα πέντε από αυτά και ένα ακόμα που έμεινε παράλυτο, δεν μπορεί να κουνηθεί ούτε να μιλήσει. Εδώ είχαμε πολλούς μάρτυρες, δολοφονήθηκαν από τον ισραηλινό στρατό περισσότεροι από 200 άνθρωποι”.
Περπατώντας στα στενά δρομάκια μεταξύ των σπιτιών, τόσο στενά που μόλις και μετά βίας περνά ένας άνθρωπος, δεν μπορείς να μην σκεφτείς πώς μπορούν τόσοι άνθρωποι να ζουν σε ένα τόσο περιορισμένο χώρο για τόσα πολλά χρόνια. “Εδώ δεν υπάρχει προσωπική ζωή ποτέ”, λέει ο Αχμάντ καθώς βαδίζει στα σοκάκια χαιρετώντας γείτονες. “Προσέχουμε πολύ ο ένας τον άλλο, αλλά όλα είναι πολύ δύσκολα. Τα βράδια συνεχίζει να έρχεται ο στρατός, μας βγάζει από τα σπίτια μας, μας συλλαμβάνει, έχουμε πολλούς πολιτικούς κρατούμενους άδικα φυλακισμένους στα κρατητήρια του Ισραήλ”.
Σχεδόν η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται και στον προσφυγικό καταυλισμό Ντχέισα, κοντά στη Βηθλεέμ. Εκεί ζουν 12 χιλιάδες άνθρωποι και όταν ο τόπος δεν άντεχε άλλους πολλές οικογένειες άρχισαν να κατοικούν από την άλλη μεριά του δρόμου σχηματίζοντας σήμερα μια ολόκληρη πόλη. “Ο αδερφός μου είναι 26 χρονών και είναι στη φυλακή εδώ και 7 χρόνια, από τη δεύτερη Ιντιφάντα. Τον καταδίκασαν σε 35 χρόνια φυλακής. Τον επισκέφτηκα μόνο δύο φορές όλο αυτό τον καιρό. Τώρα πάνε δύο χρόνια που δεν τον βλέπω. Όταν με είδε έμεινε έκπληκτος. Μου είπε ότι νόμιζε ότι δεν θα με ξανάβλεπε ποτέ. Εκεί μου διηγήθηκε πως υποφέρουν στις φυλακές. Ότι τους βασανίζουν, τους ξεγυμνώνουν και τους ρίχνουν με ορμή πότε καυτό και πότε παγωμένο νερό. Τον αδερφό μου τον βάλανε στην απομόνωση τρεις μήνες και δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε στον έξω κόσμο. Οι φρουροί τους προκαλούν και τους εξαγριώνουν. Έτσι ο αδερφός μου μερικές φορές τους χτυπάει και εκείνοι τον κλείνουν στην απομόνωση”.
“Έχουμε κουραστεί με αυτή την κατάσταση. Και είμαστε θυμωμένοι αλλά δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Επιβιώνουμε μόνο για να αγωνιστούμε. Η Παλαιστίνη είναι μια μεγάλη φυλακή. Μπορείς να έχεις λεφτά, αυτοκίνητο αλλά ακόμα και έτσι θα συνεχίζεις να ζεις σε μια φυλακή. Αυτή είναι η μεγαλύτερη αδικία. Και επίσης η ειρωνεία. Εμείς δεν μπορούμε να ταξιδέψουμε στα δικά μας εδάφη. Υπάρχουν ξένοι άνθρωποι που πηγαίνουν όπου θέλουν και εμείς τους ρωτάμε πώς είναι το τάδε μέρος και το άλλο και τί είδατε. Όλα είναι μια ειρωνεία. Και είναι πολύ δύσκολο να ζήσεις έτσι. Για όλα πρέπει να ζητάμε την άδεια. Να κοίτα… εκεί, εκείνο το βουνό. Εκεί έχει νερό. Τώρα είναι γεμάτο εποίκους και δεν μας επιτρέπουν να πάρουμε νερό, μας δίνουν μόνο λιγάκι”.
Ο Μοχάμαντ ήταν 15 χρονών και ζούσε στον προσφυγικό καταυλισμό Αλ – Τζαλασούν κοντά στην Ραμάλα. Πολύ λίγα μέτρα από το σχολείο, που έχουν χτίσει τα Ηνωμένα Έθνη για τον καταυλισμό, υπάρχει ένας παράνομος οικισμός ισραηλινών εποίκων. Στην πλευρά που βλέπει προς το σχολείο υπάρχει ο πύργος ελέγχου του ισραηλινού στρατού. Ο Μοχάμαντ πήγαινε στην πισίνα που υπάρχει κοντά στο σχολείο με κάτι φίλους του. Περπατούσαν παίζοντας στο χωράφι με τις ελιές που υπάρχει μεταξύ του σχολείου και του οικισμού των εποίκων. Οι ισραηλινοί στρατιώτες πυροβόλησαν. Ο Μοχάμαντ έπεσε νεκρός σε λίγα μόνο λεπτά. Τρεις από τους φίλους του τραυματίστηκαν από τις σφαίρες. Πριν μερικά χρόνια ο ισραηλινός στρατός σκότωσε άλλα πέντε παιδιά στον ίδιο καταυλισμό με παρόμοιο τρόπο. Ο πατέρας του Μοχάμαντ δολοφονήθηκε πριν εφτά χρόνια. Ήταν καταζητούμενος για δυόμιση χρόνια μέχρι που ο στρατός τον βρήκε στο βουνό που κρυβόταν και τον σκότωσε.
Ο χάρτης της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας είναι δεμένος με ένα σκοινί. Είναι η εικόνα ενός φυλακισμένου, ενός φυλακισμένου με πολλά πρόσωπα και διάφορες ηλικίες. Το σκοινί είναι φτιαγμένο από ένα τείχος και συρματοπλέγματα και πολυβόλα και τανκς και ψέματα και συμφέροντα. Καθημερινά το σκοινί σφίγγει και βυθίζεται όλο και πιο πολύ στο ήδη φθαρμένο σώμα που κάποτε ήταν και, αν και μικρότερη, συνεχίζει να είναι η Παλαιστίνη. Καθώς το σκοινί όλο και περισσότερο σφίγγει οι πληγές ματώνουν και ο πόνος είναι τόσο μεγάλος που δεν υπάρχει θάλασσα να τον ξεπλύνει. Υπάρχει μια ιστορική και συλλογική μνήμη πολύ δυνατή στον παλαιστινιακό λαό. Η μνήμη -και ταυτόχρονα η νοσταλγία- αυτού που ήταν, μνήμη που συνεχίζει να θρέφεται από ένα παρόν καθημερινών βασάνων. Η σκέψη για το μέλλον είναι δύσκολη, να φανταστείς τη ζωή κοστίζει. Όμως, όπως απεικονίζει μια τοιχογραφία στο Ντχέισα, υπάρχει ένα χέρι που γράφει σε έναν τοίχο: “χώρα μου είναι η Παλαιστίνη”. Και όταν αυτό το χέρι θα το έχουν δέσει θα υπάρξει μια φωνή που θα κραυγάσει: “χώρα μου είναι η Παλαιστίνη”. Και όταν θα έχουν σβήσει τη φωνή θα υπάρξει μια σκέψη σε ένα κεφάλι, μια σκέψη που θα ονειρεύεται: “χώρα μου είναι η Παλαιστίνη”. Και όταν αυτό το σώμα θα έχει δολοφονηθεί θα εμφανιστούν πολλά νέα χέρια που θα γράφουν στον ίδιο τοίχο με το αίμα του: “χώρα μου είναι η Παλαιστίνη”.
Ελπίδα
Αύγουστος 2009
πηγή:
http://mpalothia.com/2014/07/19/%CF%87%CF%8E%CF%81%CE%B1-%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CF%80%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%AF%CE%BD%CE%B7/