Από πού έρχεται ο λόγος του Μπέου;
του Άκη Γαβριηλίδη
Τα αποτελέσματα των τελευταίων δημοτικών εκλογών έκρυβαν αρκετές εκπλήξεις, άλλες ευχάριστες και άλλες δυσάρεστες (μερικές και τα δύο ταυτόχρονα). Από τις δεύτερες, η πιο χαρακτηριστική ήταν η εκλογή του Αχιλλέα Μπέου στο δήμο Βόλου, η οποία προκάλεσε αποτροπιασμό και πολλά αρνητικά σχόλια.
Τα σχόλια αυτά ήταν βέβαια δικαιολογημένα. Στο παρόν κείμενο, όμως, θα ήθελα να επικεντρωθώ στο ρητορικό μέρος της υπόθεσης και να εξετάσω μήπως απέναντι στο λόγο του Μπέου αισθανόμαστε σοκ και σκανδαλισμό όχι (μόνο) καθόσον μας είναι πρωτάκουστος και ξένος, αλλά ακριβώς αντίθετα επειδή μας είναι (επίσης/ ως ένα βαθμό) οικείος, επειδή σε αυτόν «αναγνωρίζουμε αντεστραμμένο το ίδιο μας το μήνυμα» όπως έλεγε ο Λακάν.
Αμέσως μετά την εκλογή του, μεταδόθηκε από πολλά μέσα ένα απόσπασμα ομιλίας του Μπέου προς τους πανηγυρίζοντες οπαδούς του. Στο λόγο του αυτό, ο δήμαρχος πλέον Βόλου δείχνει ότι έχει υπόψη του τις εις βάρος του επικρίσεις –και ειδικότερα κάποιο κείμενο που υπέγραψε προεκλογικά ένας αριθμός καλλιτεχνών- και προσπαθεί να απαντήσει σ’ αυτές. Απαντά λοιπόν ως εξής:
Οι άνθρωποι λέει των προοδευτικών δυνάμεων, της δήθεν κουλτούρας, των γραμμάτων, της τέχνης και της πουτάνας της αρπαχτής.
Αυτοί οι άνθρωποι που οδήγησαν αυτήν τη χώρα σε αυτό τον ξεφτυλισμό και αυτόν τον λαό…
Αυτά που κλέβανε τόσα χρόνια αυτοί για να παίρνουν οι άνθρωποι της Τέχνης και των γραμμάτων … ο κάθε αποτυχημένος Νταλάρας και Κιμούλης … Ξεχάσανε να φωνάξουν τον Φασουλή να τους κάνει καμία δήλωση υποστήριξης … Να ξέρατε πόσα εκατομμύρια έχουν πάρει αυτοί από το Υπουργείο Πολιτισμού, αυτοί οι κοπρίτες στην υγειά όλων εμάς … γιατί θεωρούσανε ότι είναι μουσικοί, συνθέτες, άνθρωποι των γραμμάτων και της Τέχνης και εμείς είμαστε οι εργάτες τα κορόιδα οι απλοί άνθρωποι. Έτσι λειτουργούσαν τόσα χρόνια … και ελέγχανε το σύστημα και τώρα τους ενοχλεί. Αυτή είναι η αλήθεια.
Σήμερα όλη η Ελλάδα από το δημοκρατικό Βόλο, από το Βόλο της πραγματικής κουλτούρας παίρνει ένα μήνυμα να αλλάξει τα δρώμενα όλης της χώρας. Γιατί 40 χρόνια αυτοί έκαναν αυτό που κάναν στην πατρίδα μας…
Για μάς η Τέχνη και η Μουσική είναι οι άνθρωποι που μας διασκεδάζουνε, αλλά ποτέ δεν περάσανε να πάρουνε τον ιδρώτα σας από το Υπουργείο Πολιτισμού. Είναι ο Καρράς, ο κουμπάρος μου. Είναι πως λέμε “Της Πάολας θα γίνει”, είναι ο Ρέμος, είναι ο Παντελίδης, ο Οικονομόπουλος που τους πληρώνουμε εμείς και δεν πήραν ποτέ τον ιδρώτα σας.
Αυτή την Ελλάδα δημιουργήσανε όλοι αυτοί. Εμείς θα την αλλάξουμε λοιπόν.
Όσοι στηλίτευσαν –ή απλώς ειρωνεύτηκαν- την αναίδεια του λόγου αυτού ή τις «ανίερες συγκρίσεις» μεταξύ ασύγκριτων καλλιτεχνικών μεγεθών, ίσως δεν βρήκαν το χρόνο να παρατηρήσουν ότι η σύγκριση αυτή γίνεται σε ένα υπόβαθρο αμφισβητησιακό-διεκδικητικό. Και μάλιστα με φιλοδοξίες καθολικής αφήγησης η οποία έρχεται και αυτή, ούτε λίγο ούτε πολύ, νααλλάξει την Ελλάδα, όλη την Ελλάδα, να την σώσει από την μέχρι τώρα εκμετάλλευση και κακοδιοίκηση. Ο λόγος αυτός βέβαια είναι ένα περίεργο υβρίδιο –αλλά τέτοια υβρίδια είναι όλοι οι λόγοι, απλώς μερικοί δεν μας κάνουν εντύπωση επειδή τους συνηθίσαμε. Υπάρχει λοιπόν εδώ η καταγγελία του «σπάταλου δημοσίου», αλλά κατά άλλα ο σκελετός του λόγου αυτού είναι αυτούσιο το ρεπερτόριο της αριστεράς: υπάρχει η επίκληση του «δημοκρατικού Βόλου», του λαού, των «απλών ανθρώπων», ακόμη και των εργατών σε ένα απερίφραστο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο: εμείς είμαστε οι εργάτες.
Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Ακόμα και το «καλλιτεχνικό» μέρος του επιχειρήματος έρχεται από κάπου.
Η αντιδιαστολή της γνησιότητας των λαϊκών καλλιτεχνών προς την επιτήδευση και τη διαπλοκή των λόγιων/ έντεχνων οι οποίοι υφαρπάζουν δόξα και πόρους χωρίς να τους δικαιούνται, έχει εκφραστεί αρκετές φορές στο παρελθόν, αλλά με τη μεγαλύτερη καθαρότητα και επιμονή στο περιοδικό Ντέφι από τη δεκαετία του 80.
Αυτό που κόμισε το περιοδικό αυτό, η ειδοποιός διαφορά του, ήταν η συστηματική προσπάθεια αποενοχοποίησης του νεολαϊκού (και νεοδημοτικού) τραγουδιού, στη βάση τού ότι ήταν άμεσο και ψυχαγωγικό και γνώριζε λαϊκή απήχηση. Σε αντιδιαστολή με το έντεχνο λαϊκό ή το νεοκυματικό τα οποία επικρίνονταν ως ψυχρά, διανοητικά ή απλώς ξενέρωτα, που κακώς έχει επικρατήσει να θεωρούνται ως πιο ποιοτικά επειδή προβάλλονται δυσανάλογα από τα (αποκλειστικώς κρατικά τότε) μέσα ενημέρωσης ή/ και από τα αριστερά κόμματα.
Ίσως τα συγκεκριμένα ονόματα καλλιτεχνών που βάζουν οι μεν και οι δε στις αντίστοιχες κατηγορίες των «άξιων» και των «ανάξιων» να μην ταυτίζονται, αλλά η κατανομή είναι ακριβώς η ίδια.
Το ότι η διχοτομία αυτή δεν είναι μια παλιά ξεχασμένη ιστορία τού 80 αλλά εξακολουθεί να παράγει σημερινούς λόγους και να χρησιμοποιείται ως βάση για σημερινές πολεμικές, αποδεικνύεται και από την κάπως αιφνιδιαστική ανάσυρσή της, λίγο πριν από τις εκλογές, εκ μέρους ενός από τους ίδιους τους θεμελιωτές της: του Στέλιου Ελληνιάδη, ο οποίος ανήκε τότε στη ΣΕ του Ντεφιού και σήμερα στο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ. Σε άρθρο του στην εφημερίδα Δρόμος της Αριστεράς σχετικό με το θέμα που είχε προκύψει σε σχέση με την (μη) υποψηφιότητα της κας Σαμπιχά Σουλεϊμάν, ο Ελληνιάδης προτάσσει μία εκτεταμένη εισαγωγή, (πιο εκτεταμένη από το τμήμα του άρθρου όπου ασχολείται με το κυρίως θέμα), στην οποία όχι μόνο αναφέρεται στοΝτέφι, αλλά βρίσκει ευκαιρία να επιτεθεί μετά από 30 χρόνια σε όσους είχαν ασκήσει τότε κριτική προς αυτό, τους οποίους ουσιαστικά ταυτίζει με όσους αντιτάχθηκαν σήμερα στην υποψηφιότητα της Σουλεϊμάν –άρα παραλληλίζοντας τον εαυτό του με εκείνη στη βάση της κοινής ιδιότητας του θύματος των ίδιων σκοτεινών κύκλων.
Ποιοι είναι αυτοί οι κύκλοι;
Το άρθρο ξεκινάει από όσους είχαν σχολιάσει δυσμενώς τότε μία συναυλία του Μανώλη Αγγελόπουλου:
Ο γύφτος στο Λυκαβηττό! Μ” αυτό τον πηχυαίο τίτλο τα ΝΕΑ έφτυσαν τον Μανώλη Αγγελόπουλο και εγκάλεσαν εμάς που είχαμε το θράσος να ανεβάσουμε τον τσιγγάνο τραγουδιστή στον «ιερό», για τους καθωσπρέπει «λευκούς» ευρωπαϊστές, λόφο του Λυκαβηττού, το καλοκαίρι του 1983.
Μέχρι εδώ καλά. Παρακάτω, όμως, με διάφορες επαμφοτερίζουσες διατυπώσεις, στο ίδιο τσουβάλι με τα ΝΕΑ μπαίνουν πολλοί και διάφοροι, οι οποίοι δεν κατονομάζονται αλλά εμμέσως φωτογραφίζονται:
Τα ΝΕΑ, που όχι μόνο διαβάζονταν από ένα μεγάλο κομμάτι αριστερών, αλλά και γράφονταν από πολλούς αριστερούς των γραμμάτων και των τεχνών. Αριστερούς, «ορθόδοξους», «ανανεωτές» και «σοσιαλδημοκράτες», που , σε ομοφωνία με δεξιούς «ευρωπαϊστές» και ανομολόγητους ρατσιστές, έβγαζαν όχι μόνο σπυράκια, αλλά και χολή εναντίον των λαϊκών τραγουδιστών, με ιδιαίτερα επιβαρυντικό στοιχείο την ιδιαιτερότητα του «γύφτου».
Παρόμοιοι μ” αυτούς που μέσα από τις σελίδες του «Σχολιαστή» κατηγορούσαν την παρέα μας στο «ντέφι» για εθνικισμό επειδή αγαπούσαμε και προβάλαμε το λαϊκό και το δημοτικό τραγούδι! Ακολουθητές, φανερά τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, μιας αντίληψης που θεωρούσε το ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι κατώτερο προϊόν ενός λούμπεν προλεταριάτου και το δημοτικό φορέα του χουντικού εθνικισμού, όψιμοι εκσυγχρονιστές που αλληθώριζαν με την αγγλοσαξονική ανωτερότητα.
Δεν θα σχολιάσω το εκτενές αυτό απόσπασμα περισσότερο διότι εδώ το θέμα μου δεν είναι ούτε η Σαμπιχά –σε αυτήν είχα αναφερθεί ξεχωριστά σε προηγούμενο σημείωμα- ούτε η πολύ συζητήσιμη δεοντολογικά προσπάθεια να ταυτιστούν τα ΝΕΑ με εκείνους που τους … διάβαζαν και έτσι να μεταδοθούν και σε αυτούς σπυράκια, χολές, αλληθωρισμοί, ρατσισμοί και συναφείς παθήσεις. Το παρέθεσα όμως για να δείξω ότι ο Μπέος, όταν προβάλλει την ταύτισή του με την «αυθόρμητη/ αυθεντική διασκέδαση του λαού μας» ως πηγή γοήτρου και ως εφαλτήριο απαξίωσης της αυτοπροβαλλόμενης ως υψηλής κουλτούρας, δεν επινοεί κάτι ο ίδιος, αλλά αντλεί από μια ήδη υπαρκτή δεξαμενή.
Αν όμως ο λόγος του Μπέου είναι υβρίδιο, όπως είπα στην αρχή, δεν θα ήταν ορθό να υποθέσουμε ότι συνδυάζει ένα «αριστερό» στοιχείο –το δίπολο «λαϊκότητα vs ελιτισμός»- με ένα «δεξιό» – το δίπολο «επιβίωση στην ελεύθερη αγορά vs επιχορήγηση από το κράτος». Και το δεύτερο αυτό στοιχείο έχει γνωρίσει αριστερές χρήσεις, και μάλιστα αρκετά απρόσμενες.
Σε άρθρο του –υπό μορφή επιστολής- με τίτλο «”Αγαπητή Βίκυ Ιακώβου”: μια απάντηση για τον Λεβινάς» που δημοσίευσε στο περιοδικό Σημειώσεις, τ. 70 (Δεκέμβριος 2009), ο συγγραφέας και μεταφραστής Φώτης Τερζάκης επιχείρησε να απαντήσει σε μία κριτική που του είχε απευθυνθεί, και η οποία, με τρόπο τεκμηριωμένο και πειστικό, του απέδιδε ότι δεν είχε πραγματικά διαβάσει κάποιους συγγραφείς που παρέθετε σε προηγούμενο άρθρο αλλά ότι αντλούσε πληροφορίες από έμμεσες και απρόσεκτα διαβασμένες πηγές. Στην απάντησή του αυτή, λοιπόν, ο κρινόμενος, χωρίς να υπερασπίζεται επί της ουσίας την ακρίβεια των παραπομπών του, απλώς δηλώνει μονολεκτικά ότι γενικώς … «αντιπαθεί από αισθητική άποψη τις παραπομπές και τις χρησιμοποιεί όσο λιγότερο μπορεί», και αφιερώνει την υπόλοιπη απάντηση, ήδη από την πρώτη φράση της, σε μία συνολική αντεπίθεση κατά της Ιακώβου –αλλά και όλων των «συναδέλφων» της- βασισμένη στην «επαγγελματική εμπλοκή» τους «με τον χώρο των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων».
Γιατί είναι προβληματική αυτή η εμπλοκή, και τι πλεονέκτημα εξασφαλίζει όποιος είναι απαλλαγμένος από αυτή;
Η αιτιολόγηση του Τερζάκη είναι η εξής:
Εκείνο που πρέπει να καταλάβεις είναι ότι εγώ δεν δουλεύω με τον τρόπο που συνήθως σας βάζουν να γράφετε διδακτορικές διατριβές – rites de passage των οποίων το τελεστικό νόημα θα συνοψιζόταν στη δήλωση: προς Θεού, μη νομίσετε πως το λέω εγώ, αντικειμενικό είναι! Σε ό,τι με αφορά τουλάχιστον, ποτέ δεν διεκδίκησα καμίας μορφής «αντικειμενικότητα» και όταν μιλάω θεωρώ αυτονόητο, και θεωρώ αυτονόητο πως το θεωρεί και ο άλλος, ότι μιλάω εγώ.
(…) κανένας δεν με χρηματοδοτεί για να ερευνώ ούτε μου παρέχει ένα βιοτικά ασφαλές περιβάλλον για να κάνω απερίσπαστος τη δουλειά μου όπως θα μου άρεσε κι όπως πρέπει, με αποτέλεσμα τον χρόνο που αφιερώνω σε ό,τι θεωρώ πιο προσωπική μου υπόθεση να τον κλέβω διαρκώς και λαχανιασμένα από τον κτηνώδη αγώνα για επιβίωση μέσα στον οχετό της λεγόμενης ελεύθερης αγοράς, τριβόμενος ανώφελα με κάθε είδους ανθρώπινη μικροπρέπεια, ιδιοτέλεια και βλακεία… Με όλους αυτούς τους περιορισμούς, πάντως, θέλω να πιστεύω πως διέσωσα το ουσιώδες: να σκέφτομαι απευθείας εκείνο που απαιτεί σκέψη.
Ο λόγος αυτός ενεργοποιεί, στο χώρο του δοκιμίου, τα ίδια δύο δίπολα που επικαλείται και ο Μπέος για το χώρο της καλλιτεχνίας: πρώτα το δίπολο πολυπλοκότητα/ επιτήδευση vsαυθεντικότητα/ άμεση και ειλικρινής έκφραση του εγώ· αυτό τώρα που οδηγεί στον καθένα από τους δύο αυτούς όρους είναι, αντιστοίχως, η ταξινόμηση με βάση το άλλο δίπολο: κρατική/ θεσμική χρηματοδότηση vs αξιοκρατία, ανάδειξη μέσω του ατομικού μόχθου στην «πιάτσα», στην ελεύθερη αγορά, η οποία είναι μεν κτηνώδης αλλά (ή ίσως ακριβώς γι’ αυτό) εκεί αναδεικνύεται όποιος αξίζει, χωρίς «προστατευτισμούς» και «αδιαφανείς αλληλοϋποστηριζόμενες συντεχνίες». Γι’ αυτό και, παρά την κτηνωδία της, κρίνεται προτιμότερη από το πανεπιστήμιο. Εκεί, οι κρατικοδίαιτοι διανοούμενοι, καθώς είναι χωμένοι στην τυπολατρία (στους «μεθοδολογικούς βυζαντινισμούς που ενδημούν σε αυτά τα μέρη», με τους όρους του Τερζάκη), είναι αποκομμένοι από την «ουσία» και την αυθεντική της έκφραση, την πραγματική και όχι δήθεν κουλτούρα. Για τον ίδιο λόγο είναι αποκομμένοι από τον «λαό» και την απόλαυσή του (ή, στην περίπτωση του Τερζάκη, από τους «αυστηρά ταξικούς και πολιτικούς όρους» με τους οποίους μας διαβεβαιώνει ότι μιλάει)[1].
Σε αυτά τα δύο προηγούμενα, τα δίπολα που επισήμανα ενεργοποιήθηκαν από ανθρώπους που δεν είχαν, ούτε έχουν καμία σχέση με τη δεξιά, ούτε –ακόμη λιγότερο- με τη μαφία του ποδοσφαίρου ή οποιαδήποτε άλλη μαφία: οι άνθρωποι αυτοί όχι μόνο αυτοτοποθετούνται στον αριστερό ή/ και αντιεξουσιαστικό χώρο, αλλά και με τις καταθέσεις τους αυτές επιχειρούν να επικρατήσουν σε μία ενδο-αριστερή διαμάχη· να πείσουν ότι οι ίδιοι είναι πιο γνήσιοι/ συνεπείς/ άξιοι του ονόματός τους αριστεροί απ’ ό,τι οι επικριτές τους.
Αυτό είναι καλό να το έχουμε κατά νου, τώρα που τέτοιες ενδο-αριστερές διαμάχες ξαναγίνονται της μόδας στο τοπίο μετά τις εκλογές (και πριν από τις επόμενες), με επίκεντρο το ερώτημα «ποια πορεία θα έπρεπε να ακολουθήσει ο ΣΥΡΙΖΑ».
Φυσικά, πέρα από το να το έχουμε κατά νου, ευτυχώς ή δυστυχώς δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα· η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να μεταφραστεί μονοσήμαντα σε κάποιο άμεσο πρακτικό δίδαγμα. Πέρα βέβαια από το δίδαγμα ότι ο λόγος είναι δημόσιος, και ότι οι ιδέες και τα επιχειρήματα, καθώς κυκλοφορούν, τις ακούν όλοι· είναι λοιπόν πιθανό, αν όχι αναπόφευκτο, κάποτε κάποιες απ’ αυτές να «αιχμαλωτίζονται» από άλλους παίκτες, απρόβλεπτους, και να τίθενται στην υπηρεσία διαφορετικών σκοπών. «Ανάμεσα στον ανταρτοπόλεμο και το στρατιωτικό μηχανισμό, ανάμεσα στην εργασία και την ελεύθερη δράση, τα δάνεια πάντοτε συμβαίνουν και προς τις δύο κατευθύνσεις» (Gilles Deleuze-Felix Guattari, Mille Plateaux, Éd. de Minuit, Paris 1980, σ. 502). Kαι, όταν συμβούν, αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει ότι για την επόμενη χρήση «έφταιγαν» οι πρώτοι χρήστες (που και αυτοί άλλωστε δεν ήταν πρώτοι, από κάποιους άλλους το άκουσαν και δανείστηκαν την ιδέα, ενδεχομένως χωρίς να το συνειδητοποιούν). Σημαίνει όμως ότι τα υποτιθέμενα «στρατόπεδα» της πολιτικής και κοινωνικής αντιπαράθεσης δεν είναι τελικά τόσο «στρατόπεδα», η διαχωριστική τους γραμμή είναι περατή, ενίοτε κινητή και δυσδιάκριτη. Αυτή η διαρκής εναλλαγή απεδαφικοποίησης και επανεδαφικοποίησης δεν είναι κάτι που μπορούμε να κωδικοποιήσουμε με «καθαρά ταξικούς όρους», διότι τότε θα ήταν σαν να φανταζόμαστε ότι μπορούμε να ανάψουμε πρώτα το φως και μετά να ψάξουμε πού είναι ο διακόπτης: η ταξική ένταξη δεν είναι δεδομένο, αλλά ζητούμενο· δεν είναι μόνο η προϋπόθεση, αλλά ενίοτε –όπως κατεξοχήν εδώ- και το επίδικο αντικείμενο των πολιτικών αντιπαραθέσεων. Η εναλλαγή λοιπόν αυτή δεν είναι ένας αγώνας «τάξης εναντίον τάξης», έστω του «λαού» ή της «εργατικής τάξης» ως αυτονόητων οντοτήτων κατά του «μη λαού», αλλά συχνά είναι πρώτα απ’ όλα αγώνας για το ποιος είναι ο λαός ή η εργατική τάξη.
Εάν λοιπόν έχουμε επίγνωση αυτής της διαρκούς κίνησης δανεισμού, αυτό τουλάχιστον ίσως μας προφυλάξει από το σοκ –ή μας βοηθήσει να το ξεπεράσουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα- που νιώθουμε όταν βλέπουμε άλλους, απρόσκλητους συγκατοίκους να εισβάλλουν και να αξιοποιούν στο συνολικό κοινωνικό επίπεδο τα σχήματα που ως τώρα χρησιμοποιούσαμε για να «την λέμε» ο ένας στον άλλο στον μικρόκοσμο της αριστεράς. Που και αυτός ούτως ή άλλως δεν ήταν τόσο μικρόκοσμος –ή πάντως δεν ήταν ένας χωριστός κόσμος- ήδη εξ αρχής.
[1] Σημειωτέον ότι και ο Ελληνιάδης στρέφεται κατά των «κρατικών χορηγιών», (αλλά και κατά των πανεπιστημιακών ως αποδεκτών τους), στο ίδιο αυτό άρθρο που αναφέραμε, και ειδικότερα στο τρίτο από τα 4 υστερόγραφα που το συνοδεύουν: «Εάν η ομάδα της Σαμπιχά παίρνει επιχορήγηση, καλό θα ήταν, όσοι την κατηγορούν για κάτι τέτοιο, να μην ξεχνούν ότι τις πιο μεγάλες χορηγίες από το κράτος τις παίρνουν επί δεκαετίες τα κόμματα, των αριστερών συμπεριλαμβανομένων. Κι απ” αυτές τις χορηγίες πληρωνόμαστε κι εμείς που δημοσιογραφούμε στα αριστερά ΜΜΕ. Όσο για τους κρατικοδίαιτους πανεπιστημιακούς… ουδείς αναμάρτητος».
πηγή:
http://nomadicuniversality.wordpress.com/2014/06/15/%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%80%CE%BF%CF%8D-%CE%AD%CF%81%CF%87%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%B9-%CE%BF-%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CF%80%CE%AD%CE%BF%CF%85/