ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗ Ν. ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑ: ΚΡΑΤΙΚΟΔΙΑΙΤΟΣ, ΜΑΦΙΟΖΙΚΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ
Μπορεί οι εγκάθετοι του Μελισανίδη να μην πήραν τον Δήμο Ν. Φιλαδέλφειας όπως έγινε στον Πειραιά με την παράταξη του Μαρινάκη ή στο Βόλο με τον Μπέο, αλλά όπως φαίνεται υπάρχουν πολλοί τρόποι για να επιβάλει κανείς τη θέλησή του, ειδικά όταν πρόκειται για μαφίες που ξέρουν καλά τα κατατόπια. Σε αντίθεση φυσικά με όσα ισχυρίζεται η κυβέρνηση Σαμαρά και τα παπαγαλάκια της, το πάρτι σε βάρος της δημόσιας περιουσίας συνεχίζεται ακάθεκτο με τα κοράκια να νομοθετούν (βλέπε Νέο Ρυθμιστικό Αττικής) προκειμένου η λεηλασία να συνοδεύεται και με το γράμμα του νόμου. Να μην μας λένε και μαφιόζους. Κατά τα άλλα, τα γελοία αυτά υποκείμενα, περικόπτουν τα πάντα, απολύουν χιλιάδες δημ. υπαλλήλους, κλείνουν δημόσιους οργανισμούς, δήθεν για να μειωθεί το έλλειμμα του προϋπολογισμού και την ίδια στιγμή χαρίζουν το Ελληνικό στο Λάτση, αφού πρώτα χάρισαν δεκάδες δις ευρω στην σαπιοτράπεζά του, τον ΟΠΑΠ που απέφερε τεράστια έσοδα στο δημόσιο στον φίλο του πρωθυπουργού Μελισανίδη και τώρα ετοιμάζονται να του χαρίσουν όχι μόνο ένα γήπεδο στη Ν. Φιλαδέλφεια αλλά σχεδόν ολόκληρη την περιοχή, που θα αποκτήσει έναν νέο δερβέναγα.
Η υπόθεση της Ν. Φιλαδέλφειας και του γηπέδου της ΑΕΚ, μαζί με όλες τις σχετικές μπίζνες που λαμβάνουν παράλληλα χώρα, δεν είναι μεμονωμένες περιπτώσεις. Αποτελούν το λύδια λίθο ενός νέου καπιταλιστικού μοντέλου, με το κεφάλαιο να αναζητά αποδόσεις καθαρά από το πλιάτσικο της δημόσιας περιουσίας και των δημόσιων αγαθών. Είναι προφανές ότι η απόλυτη υπαγωγή του δημόσιου χώρου στο κεφάλαιο, αντιστοιχεί και σε νέες μορφές πολιτικής διαμεσολάβησης, σαν αυτές που προέκυψαν στις δημοτικές εκλογές του Πειραιά και του Βόλου με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο, αλλά και στους περισσότερους επίσης δήμους, όπου αυτονομημένοι από την κεντρική πολιτική σκηνή, στήνουν ένα ακόμα πιο αντιδραστικό μοντέλο διαχείρισης, με πρώτο βιολί τα τοπικά επιχειρηματικά συμφέροντα, και τους φορείς τους να συμπεριφέρονται σαν να είναι τοπικοί φεουδάρχες με απόλυτες εξουσίες πάνω στους υπηκόους της περιοχής τους. Ακριβώς πάνω σε αυτή τη βάση οι τοπικοί επιχειρηματίες, επιχειρούν να χτίσουν νέα μοντέλα πολιτικής διαμεσολάβησης και κοινωνικής συναίνεσης. Ο Μώραλης στον Πειραιά υποσχέθηκε 35000 νέες θέσεις εργασίας(αέρας κοπανιστός), σε μια περιοχή με τεράστια ανεργία, αλλά όλοι ξέρουν ότι αυτές δεν θα προκηρυχθούν από κάποιον ΑΣΕΠ, αλλά αφορούν τις μπίζνες του αφεντικού του και του Ολυμπιακού. Όποιος θέλει να έχει έστω και μια μικρή πιθανότητα πρόσβασης στον παράδεισο που υπόσχεται ο Μαρινάκης θα πρέπει να γίνει ενεργό μέλος στο στρατό του. Δεν χρειάζεται να είναι ούτε στη ΝΔ, ούτε στο ΠΑΣΟΚ. Εξάλλου αυτές οι πολιτικές ταυτότητες έχουν χάσει την αξία τους, και επιπλέον αποτελούν κορωνίδες της μεταπολίτευσης που ως γνωστόν είναι προς απόσυρση. Η αστική τάξη χρειάζεται εδώ και τώρα λύσεις και δεν μπορεί να περιμένει ούτε τον Βενιζέλο, ούτε καν τον Σαμαρά. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να περιμένει κάτι από την “λαϊκή δεξιά” στυλ Καμένου, Πολύδωρα κοκ. Επιπλέον είναι μια ευκαιρία να αναλάβει χωρίς περιττές διαμεσολαβήσεις το κενό πολιτικής εκπροσώπησης που αφήνει το παλιό καταρρέων πολιτικό σύστημα. Άλλωστε το κόστος μια κεντρικής πολιτικής διαμεσολάβησης, με τα κλασικά αστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είναι πανάκριβο, και ο ελληνικός καπιταλισμός προς το παρόν δεν έχει τέτοιου είδους πολυτέλειες.
Η υπόθεση της Ν. Φιλαδέλφειας και του γηπέδου της ΑΕΚ, μαζί με όλες τις σχετικές μπίζνες που λαμβάνουν παράλληλα χώρα, δεν είναι μεμονωμένες περιπτώσεις. Αποτελούν το λύδια λίθο ενός νέου καπιταλιστικού μοντέλου, με το κεφάλαιο να αναζητά αποδόσεις καθαρά από το πλιάτσικο της δημόσιας περιουσίας και των δημόσιων αγαθών. Είναι προφανές ότι η απόλυτη υπαγωγή του δημόσιου χώρου στο κεφάλαιο, αντιστοιχεί και σε νέες μορφές πολιτικής διαμεσολάβησης, σαν αυτές που προέκυψαν στις δημοτικές εκλογές του Πειραιά και του Βόλου με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο, αλλά και στους περισσότερους επίσης δήμους, όπου αυτονομημένοι από την κεντρική πολιτική σκηνή, στήνουν ένα ακόμα πιο αντιδραστικό μοντέλο διαχείρισης, με πρώτο βιολί τα τοπικά επιχειρηματικά συμφέροντα, και τους φορείς τους να συμπεριφέρονται σαν να είναι τοπικοί φεουδάρχες με απόλυτες εξουσίες πάνω στους υπηκόους της περιοχής τους. Ακριβώς πάνω σε αυτή τη βάση οι τοπικοί επιχειρηματίες, επιχειρούν να χτίσουν νέα μοντέλα πολιτικής διαμεσολάβησης και κοινωνικής συναίνεσης. Ο Μώραλης στον Πειραιά υποσχέθηκε 35000 νέες θέσεις εργασίας(αέρας κοπανιστός), σε μια περιοχή με τεράστια ανεργία, αλλά όλοι ξέρουν ότι αυτές δεν θα προκηρυχθούν από κάποιον ΑΣΕΠ, αλλά αφορούν τις μπίζνες του αφεντικού του και του Ολυμπιακού. Όποιος θέλει να έχει έστω και μια μικρή πιθανότητα πρόσβασης στον παράδεισο που υπόσχεται ο Μαρινάκης θα πρέπει να γίνει ενεργό μέλος στο στρατό του. Δεν χρειάζεται να είναι ούτε στη ΝΔ, ούτε στο ΠΑΣΟΚ. Εξάλλου αυτές οι πολιτικές ταυτότητες έχουν χάσει την αξία τους, και επιπλέον αποτελούν κορωνίδες της μεταπολίτευσης που ως γνωστόν είναι προς απόσυρση. Η αστική τάξη χρειάζεται εδώ και τώρα λύσεις και δεν μπορεί να περιμένει ούτε τον Βενιζέλο, ούτε καν τον Σαμαρά. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να περιμένει κάτι από την “λαϊκή δεξιά” στυλ Καμένου, Πολύδωρα κοκ. Επιπλέον είναι μια ευκαιρία να αναλάβει χωρίς περιττές διαμεσολαβήσεις το κενό πολιτικής εκπροσώπησης που αφήνει το παλιό καταρρέων πολιτικό σύστημα. Άλλωστε το κόστος μια κεντρικής πολιτικής διαμεσολάβησης, με τα κλασικά αστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είναι πανάκριβο, και ο ελληνικός καπιταλισμός προς το παρόν δεν έχει τέτοιου είδους πολυτέλειες.
Τέλος στις παλιές διαμεσολαβήσεις
Αυτό φαίνεται εκ πρώτης όψεως να δημιουργεί ένα κενό στην εκπροσώπηση της εργατικής τάξης (όχι ως επαναστατικό υποκείμενο αλλά ως “κοινωνικός εταίρος”) στο επίσημο πολιτικό σύστημα, με την έννοια ότι μέχρι πριν κάποια χρόνια τουλάχιστον, τα συνδικάτα ως εκπρόσωποι της αξίας πώλησης της εργατικής δύναμης αποτελούσαν ένα θεσμικό συνομιλητή (συλλογικές συμβάσεις) και διαμέσω αυτών τα κόμματα ακόμα και αν δεν συμμετείχαν στην κυβέρνηση (μέσα από τους συνδικαλιστικούς τους βραχίονες ΕΣΑΚ, Αυτόνομη Παρέμβαση) είχαν ρόλο στην αστική διαχείριση. Ας μην γελιόμαστε. Η ταξική συνεργασία είναι επιδιωκόμενο από την αστική τάξη για να λειτουργήσει το σύστημα ειδικά στις καλές εποχές. Αυτό απαιτεί και ορισμένες υποχωρήσεις, όπως η ύπαρξη ενός εργατικού δικαίου που να ενσωματώνει ορισμένα τουλάχιστον από τα εργατικά αιτήματα, συλλογικές συμβάσεις εργασίας και ως εκ τούτου η θεσμική εκπροσώπηση των συνδικάτων στη διαμόρφωσή τους. Όλα αυτά ήταν μέρος της λειτουργικότητας του συστήματος. Στην κρίση που είναι σε εξέλιξη, όλες αυτές οι ισορροπίες που ενσωματώθηκαν στο θεσμικό αστικό πλαίσιο, αποτελούν πλέον βαρίδι για το ξεπέρασμά της. Ο καπιταλισμός έχει ανάγκη με νέα πρωταρχική συσσώρευση και αυτή μπορεί να γίνει μόνο με το γκρέμισμα όλων των παλιών δεσμεύσεων της αστικής τάξης έναντι των άλλων υποτελών τάξεων. Ακριβώς για αυτό το λόγο η αποδόμηση των κεκτημένων είναι μια συνειδητή πράξη από την άρχουσα τάξη και όχι απλά μια παράπλευρη απώλεια της κρίσης, που με το ξεπέρασμά της θα αποκατασταθούν και οι παλιές διαμεσολαβήσεις. Αυτό με τη σειρά του συμπαρασέρνει όλες τις μορφές λαϊκής εκπροσώπησης στους μηχανισμούς του συστήματος και ως εκ τούτου αποτελεί και το τέλος της “κοινωνίας των πολιτών” και των ομάδων πίεσης όπως τις ξέραμε μέχρι τώρα.
Αυτός είναι επίσης και ένας ακόμα λόγος για την απαξίωση των συνδικάτων. Τα συνδικάτα κάποτε θεωρούντο από την αριστερά (λαθεμένα αλλά αυτό δεν έχει σημασία) κάτι σαν βραχίονας της σοσιαλιστικής επανάστασης. Έτσι πολλές οργανώσεις του αριστερού εξωκοινοβουλίου απαιτούσαν από την κάθε ΓΣΕΕ να κηρύξει γενική απεργία διαρκείας και να καταλάβει την εξουσία, κάτι που συνεχίζουν να το κάνουν ακόμα και τώρα. Στην πραγματικότητα, τα συνδικάτα, ως εκπρόσωποι ενός κλάδου, μιας επιχείρησης ή ενός επαγγέλματος, απλά διαπραγματεύονται τους όρους πώλησης της εργατικής δύναμης και αυτό είναι το απόλυτο όριό τους. Όσο αυτά κάποτε δεν αναγνωρίζονταν σαν θεσμικός συνομιλητής, αναγκάζονταν να επιβληθούν μόνο με τη δύναμη τη σύγκρουσης και αυτό τα ριζοσπαστικοποιούσε, άσχετα που και τότε δεν είχαν σαν στόχο την κατάργηση της μισθωτής σκλαβιάς. Ο άλλος δρόμος ήταν να τα βρουν με το αφεντικό, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα εργοστασιακά συνδικάτα ακόμα και στην εποχή που ο συνδικαλισμός νομιμοποιήθηκε. Στις εποχές πάντως της συνδικαλιστικής νομιμότητας τα συνδικάτα μαζικοποιήθηκαν ακριβώς γιατί απέκτησαν θεσμικό ρόλο. Τα μέλη τους (τμήματα της εργατικής τάξης) μέσα από αυτά αποκτούσαν μια φόρμα συνεννόησης με την εξουσία και τα στελέχη τους μια ανοιχτή εισόδο για το άρχων μπλοκ εξουσίας (όμως έγινε με πολλούς καριερίστες συνδικαλιστικές της ΔΑΚΕ και της ΠΑΣΚΕ). Αυτό εξηγεί μάλιστα γιατί οι κυβερνητικές παρατάξεις ήταν εξίσου ίσως και δυνατότερες από τις αριστερές που υποτίθεται έπρεπε να είναι παντοδύναμες στο οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα. Τώρα τα συνδικάτα γκρεμίζονται τουλάχιστον με τον τρόπο που τα ξέραμε. Η παντοδύναμη ΓΕΝΟΠ έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης, ενώ τα συνδικάτα φόβος και τρόμος των αστικών συγκοινωνιών δεν καθόρισαν τίποτα στις μάχες των τελευταίων 4-5 ετών. Η ΟΛΜΕ ενώ από πέρσι βρίσκεται στα χέρια της αριστεράς, επίσης δεν μπορεί να πάρει τα πόδια της, ύστερα από 3 απανωτές σφαλιάρες που έφαγε (επιστράτευση πέρσι καλοκαίρι, απεργία διαρκείας φάρσα το Σεπτέμβρη, και αυτοαξιολόγηση φέτος) και με πλήρη αδυναμία να συντονίσει τον αγώνα κατά των διαθεσιμοτήτων, στον οποίο από ένα σημείο και ύστερα τη σκυτάλη πήραν ομάδες κλάδων των υπό διαθεσιμότητα εκπαιδευτικών οι οποίες διαπραγματεύονται ακόμα και τώρα την κινητικότητα των μελών τους (πχ υγείας, αισθητικών, ΤΕ κοκ).
Δεν μας ενδιαφέρει εδώ μια αποτίμηση του συνδικαλισμού, αλλά ο συνδικαλισμός ως πεδίο μέχρι πρότινος (τώρα όχι πια) ταξικής διαμεσολάβησης και απόσπασης κοινωνικής συναίνεσης από τις υποτελείς τάξεις. Αυτό θα γίνει ακόμα πιο κατανοητό όταν απαλλαγούμε από την φαντασίωση που είχε η αριστερά για τοσυνδικαλισμό και τα παρεπόμενά του. Μια φενάκη που εξυπηρετούσε την καθεστωτική αριστερά να συμμετέχει στη διαχείριση χωρίς να έχει την άμεση κυβερνητική ευθύνη, σαν η ισχυρότερη ομάδα πίεσης στο άρχων μπλοκ εξουσίας. Αυτό ακριβώς εννοεί ο Αδ. Γεωργιαδής και οι διάφοροι Πάγκαλοι και Τζήμεροι, όταν λένε ότι η αριστερά ασκούσε εξουσία, καταλήγοντας ότι το μοντέλο αυτό που η εξουσία λάμβανε υπόψη τις απαιτήσεις των ισχυρών συνδικάτων πρέπει να τελειώσει εδώ και τώρα. Βεβαίως στην προπαγάνδα τους οι Γεωργιάδηδες αποδίδουν στη μικρή αυτή συμμετοχή, όλες τις αιτίες της καταστροφής που βρήκε τον ελληνικό καπιταλισμό. Τι έφταιγε λοιπόν για αυτούς; Ότι η εργατική τάξη μέσω των συνδικάτων της συμμετείχε σε ποσοστό 10% στον κρατικό προϋπολογισμό, ή στο ύψος του βασικού του κλαδικού μισθού. Ξεχνάνε όμως ότι αυτή η συναλλαγή ήταν επωφελής κυρίως για την αστική τάξη εξασφαλίζοντας έτσι μια ορισμένη ταξική ειρήνη. Η αστική τάξη αγόραζε χρόνο για να κάνει απρόσκοπτα τις μπίζνες της και να συνεχίζει να λεηλατεί το δημόσιο πλούτο όπως έκανε και χωρίς καμία συναίνεση από τον εμφύλιο μέχρι τη χούντα, όταν πχ με τα αποθεματικά τω ασφαλιστικών ταμείων η Τράπεζα Ελλάδας ως ο μόνος διαχειριστής τους επιδοτούσε με μηδενικά επιτόκια και με δανεικά και αγύριστα το ελληνικό κεφάλαιο. Επιπλέον εξασφάλιζε τη συναίνεση της εργατικής αριστοκρατίας εντάσσοντάς την στη βάση του αστικού μπλοκ εξουσίας. Όπως και να χει αυτό που κρατάμε από την προπαγάνδα του Γεωργιάδη είναι το τέλος της Βάρκιζας. Το να κλαίγεται κανείς γι’ αυτό εκτός από το ότι τον κάνει να φαίνεται πιο γελοίος ακόμα και από τον Κουβέλη, δεν προσφέρει και τίποτα στην ουσία του πράγματος. Ο Ψαριανός είναι πιο σοβαρός, γιατί αντιλαμβάνεται ότι για να σωθεί το σύστημα δεν υπάρχει άλλος δρόμος, από το να ακολουθήσουν όλες οι ομάδες πίεσης (κοινωνικές και πολιτικές όπως η αριστερά) το κυρίαρχο αστικό σχέδιο, μέχρι το κεφάλαιο να γίνει εκ νέου αποδοτικό (αυτό το λένε “να φέρουμε επενδύσεις”) και τότε να ξεκινήσει για ακόμα 100 χρόνια η γνωστή φλυαρία για την αναδιανομή του πλούτου που έτρεφε την αριστερά του είδους του για τα προηγούμενα 100 χρόνια. Αυτό άλλωστε λεει περίπου και ο ΣΥΡΙΖΑ όταν στην φάση που βρισκόμαστε τώρα το επείγον δεν είναι ο σοσιαλισμός, αλλά “να σωθεί η χώρα”. Προφανώς για τον Συριζα ο σοσιαλισμός προϋποθέτει έναν καπιταλισμό που να δουλεύει ρολόι, όπως και για τον Ψαριανό η κοινωνική συναίνεση και η επανενσωμάτωση της άσκησης πίεσης στην εξουσία (ως ρελιέ αυτορύθμισης) θα καταστεί εφικτή επίσης με έναν καπιταλισμό που θα δουλεύει ρολόι. Μέχρι τότε μόνο οι λύσεις έκτακτης ανάγκης θα είναι εφικτές. Μόνο που τέτοιες οριακές λύσεις θα εξυπηρετούν απόλυτα το σύστημα ή την ανατροπή του. Είτε θα είναι μια δικτατορία της αστικής τάξης, είτε μια επαναστατική προλεταριακή δικτατορία. Και επειδή ο κάθε Ψαριανός ξέρει ότι στη δεύτερη περίπτωση δεν θα έχει καμία τύχη, τάσσεται αναφανδόν με την πρώτη. Ενώ ο Συριζα αποκαλύπτει μέσα από τα διφορούμενα μηνύματα που στέλνει ότι δεν είναι ικανός να ηγηθεί καμίας από τις δύο.
Αυτός είναι επίσης και ένας ακόμα λόγος για την απαξίωση των συνδικάτων. Τα συνδικάτα κάποτε θεωρούντο από την αριστερά (λαθεμένα αλλά αυτό δεν έχει σημασία) κάτι σαν βραχίονας της σοσιαλιστικής επανάστασης. Έτσι πολλές οργανώσεις του αριστερού εξωκοινοβουλίου απαιτούσαν από την κάθε ΓΣΕΕ να κηρύξει γενική απεργία διαρκείας και να καταλάβει την εξουσία, κάτι που συνεχίζουν να το κάνουν ακόμα και τώρα. Στην πραγματικότητα, τα συνδικάτα, ως εκπρόσωποι ενός κλάδου, μιας επιχείρησης ή ενός επαγγέλματος, απλά διαπραγματεύονται τους όρους πώλησης της εργατικής δύναμης και αυτό είναι το απόλυτο όριό τους. Όσο αυτά κάποτε δεν αναγνωρίζονταν σαν θεσμικός συνομιλητής, αναγκάζονταν να επιβληθούν μόνο με τη δύναμη τη σύγκρουσης και αυτό τα ριζοσπαστικοποιούσε, άσχετα που και τότε δεν είχαν σαν στόχο την κατάργηση της μισθωτής σκλαβιάς. Ο άλλος δρόμος ήταν να τα βρουν με το αφεντικό, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα εργοστασιακά συνδικάτα ακόμα και στην εποχή που ο συνδικαλισμός νομιμοποιήθηκε. Στις εποχές πάντως της συνδικαλιστικής νομιμότητας τα συνδικάτα μαζικοποιήθηκαν ακριβώς γιατί απέκτησαν θεσμικό ρόλο. Τα μέλη τους (τμήματα της εργατικής τάξης) μέσα από αυτά αποκτούσαν μια φόρμα συνεννόησης με την εξουσία και τα στελέχη τους μια ανοιχτή εισόδο για το άρχων μπλοκ εξουσίας (όμως έγινε με πολλούς καριερίστες συνδικαλιστικές της ΔΑΚΕ και της ΠΑΣΚΕ). Αυτό εξηγεί μάλιστα γιατί οι κυβερνητικές παρατάξεις ήταν εξίσου ίσως και δυνατότερες από τις αριστερές που υποτίθεται έπρεπε να είναι παντοδύναμες στο οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα. Τώρα τα συνδικάτα γκρεμίζονται τουλάχιστον με τον τρόπο που τα ξέραμε. Η παντοδύναμη ΓΕΝΟΠ έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης, ενώ τα συνδικάτα φόβος και τρόμος των αστικών συγκοινωνιών δεν καθόρισαν τίποτα στις μάχες των τελευταίων 4-5 ετών. Η ΟΛΜΕ ενώ από πέρσι βρίσκεται στα χέρια της αριστεράς, επίσης δεν μπορεί να πάρει τα πόδια της, ύστερα από 3 απανωτές σφαλιάρες που έφαγε (επιστράτευση πέρσι καλοκαίρι, απεργία διαρκείας φάρσα το Σεπτέμβρη, και αυτοαξιολόγηση φέτος) και με πλήρη αδυναμία να συντονίσει τον αγώνα κατά των διαθεσιμοτήτων, στον οποίο από ένα σημείο και ύστερα τη σκυτάλη πήραν ομάδες κλάδων των υπό διαθεσιμότητα εκπαιδευτικών οι οποίες διαπραγματεύονται ακόμα και τώρα την κινητικότητα των μελών τους (πχ υγείας, αισθητικών, ΤΕ κοκ).
Δεν μας ενδιαφέρει εδώ μια αποτίμηση του συνδικαλισμού, αλλά ο συνδικαλισμός ως πεδίο μέχρι πρότινος (τώρα όχι πια) ταξικής διαμεσολάβησης και απόσπασης κοινωνικής συναίνεσης από τις υποτελείς τάξεις. Αυτό θα γίνει ακόμα πιο κατανοητό όταν απαλλαγούμε από την φαντασίωση που είχε η αριστερά για τοσυνδικαλισμό και τα παρεπόμενά του. Μια φενάκη που εξυπηρετούσε την καθεστωτική αριστερά να συμμετέχει στη διαχείριση χωρίς να έχει την άμεση κυβερνητική ευθύνη, σαν η ισχυρότερη ομάδα πίεσης στο άρχων μπλοκ εξουσίας. Αυτό ακριβώς εννοεί ο Αδ. Γεωργιαδής και οι διάφοροι Πάγκαλοι και Τζήμεροι, όταν λένε ότι η αριστερά ασκούσε εξουσία, καταλήγοντας ότι το μοντέλο αυτό που η εξουσία λάμβανε υπόψη τις απαιτήσεις των ισχυρών συνδικάτων πρέπει να τελειώσει εδώ και τώρα. Βεβαίως στην προπαγάνδα τους οι Γεωργιάδηδες αποδίδουν στη μικρή αυτή συμμετοχή, όλες τις αιτίες της καταστροφής που βρήκε τον ελληνικό καπιταλισμό. Τι έφταιγε λοιπόν για αυτούς; Ότι η εργατική τάξη μέσω των συνδικάτων της συμμετείχε σε ποσοστό 10% στον κρατικό προϋπολογισμό, ή στο ύψος του βασικού του κλαδικού μισθού. Ξεχνάνε όμως ότι αυτή η συναλλαγή ήταν επωφελής κυρίως για την αστική τάξη εξασφαλίζοντας έτσι μια ορισμένη ταξική ειρήνη. Η αστική τάξη αγόραζε χρόνο για να κάνει απρόσκοπτα τις μπίζνες της και να συνεχίζει να λεηλατεί το δημόσιο πλούτο όπως έκανε και χωρίς καμία συναίνεση από τον εμφύλιο μέχρι τη χούντα, όταν πχ με τα αποθεματικά τω ασφαλιστικών ταμείων η Τράπεζα Ελλάδας ως ο μόνος διαχειριστής τους επιδοτούσε με μηδενικά επιτόκια και με δανεικά και αγύριστα το ελληνικό κεφάλαιο. Επιπλέον εξασφάλιζε τη συναίνεση της εργατικής αριστοκρατίας εντάσσοντάς την στη βάση του αστικού μπλοκ εξουσίας. Όπως και να χει αυτό που κρατάμε από την προπαγάνδα του Γεωργιάδη είναι το τέλος της Βάρκιζας. Το να κλαίγεται κανείς γι’ αυτό εκτός από το ότι τον κάνει να φαίνεται πιο γελοίος ακόμα και από τον Κουβέλη, δεν προσφέρει και τίποτα στην ουσία του πράγματος. Ο Ψαριανός είναι πιο σοβαρός, γιατί αντιλαμβάνεται ότι για να σωθεί το σύστημα δεν υπάρχει άλλος δρόμος, από το να ακολουθήσουν όλες οι ομάδες πίεσης (κοινωνικές και πολιτικές όπως η αριστερά) το κυρίαρχο αστικό σχέδιο, μέχρι το κεφάλαιο να γίνει εκ νέου αποδοτικό (αυτό το λένε “να φέρουμε επενδύσεις”) και τότε να ξεκινήσει για ακόμα 100 χρόνια η γνωστή φλυαρία για την αναδιανομή του πλούτου που έτρεφε την αριστερά του είδους του για τα προηγούμενα 100 χρόνια. Αυτό άλλωστε λεει περίπου και ο ΣΥΡΙΖΑ όταν στην φάση που βρισκόμαστε τώρα το επείγον δεν είναι ο σοσιαλισμός, αλλά “να σωθεί η χώρα”. Προφανώς για τον Συριζα ο σοσιαλισμός προϋποθέτει έναν καπιταλισμό που να δουλεύει ρολόι, όπως και για τον Ψαριανό η κοινωνική συναίνεση και η επανενσωμάτωση της άσκησης πίεσης στην εξουσία (ως ρελιέ αυτορύθμισης) θα καταστεί εφικτή επίσης με έναν καπιταλισμό που θα δουλεύει ρολόι. Μέχρι τότε μόνο οι λύσεις έκτακτης ανάγκης θα είναι εφικτές. Μόνο που τέτοιες οριακές λύσεις θα εξυπηρετούν απόλυτα το σύστημα ή την ανατροπή του. Είτε θα είναι μια δικτατορία της αστικής τάξης, είτε μια επαναστατική προλεταριακή δικτατορία. Και επειδή ο κάθε Ψαριανός ξέρει ότι στη δεύτερη περίπτωση δεν θα έχει καμία τύχη, τάσσεται αναφανδόν με την πρώτη. Ενώ ο Συριζα αποκαλύπτει μέσα από τα διφορούμενα μηνύματα που στέλνει ότι δεν είναι ικανός να ηγηθεί καμίας από τις δύο.
You can’t teach an old dog new tricks
Το τραγικό με την αριστερά και τους συνδικαλιστές της, είναι ότι φαντάζεται ότι θα παίξει κάποιο ρόλο σωτήρα μέσα στην κρίση, που δεν μπορεί να παίξει η αστική τάξη. Σωτήρα όμως τίνος; Αυτό δεν είναι ξεκάθαρο. Η απάντηση είναι των λαϊκών συμφερόντων, και διάφορων άλλων δακρύβρεχτων του στυλ να μπορούμε να ζήσουμε, να σωθεί ο τόπος από την καταστροφή κοκ. Δεν θα αμφισβητήσουμε τις καλές προθέσεις κανενός. Όμως η υπεράσπιση των “λαϊκών συμφερόντων” (αν αυτό σημαίνει κάτι, μιας και η ΧΑ σε κάτι τέτοια συμφέροντα αναφέρεται) δεν μπορεί να γίνει έξω από ένα πλαίσιο. Το ίδιο φυσικά και η “σωτηρία της χώρας” και οποιουδήποτε. Στην Ουκρανία που επίσης δεν υπάρχει κοινή βάση συνεννόησης, για να σωθείς ας πούμε στο Λουγκανσκ ίσως πρέπει να κρατάς καλάζνικοφ. Εδώ πως θα σωθούμε, όταν δεν υπάρχει κοινά αποδεκτό πλαίσιο; Όταν η ίδια η κυβέρνηση λεει ότι το μεταπολιτευτικό μοντέλο έχει ήδη ψοφήσει; Ακόμα κι αν η αριστερά έρθει στην κυβέρνηση θα αντιληφθεί ότι θα έχει να διαχειριστεί ένα άδειο τσόφλι, περίπου σαν αυτό που έχει να διαχειριστεί η ΟΛΜΕ από τότε που βρέθηκε στα χέρια μιας αριστερής πλειοψηφίας. Γιατί αυτό που έχει σημασία είναι η δυνατότητά που έχει κανείς να επιβάλει τη θέλησή του, ανεξάρτητα από το πόσο του το επιτρέπει το οποιοδήποτε πλαίσιο. Γιατί το πλαίσιο δεν το ορίζει από κοινού η κυρίαρχη με τις κυριαρχούμενες τάξεις, ακόμα και αν η κυρίαρχη τάξη λαμβάνει υπόψη της τα αιτήματα των κυριαρχούμενων, αλλά μόνο στο βαθμό που παραμένει στη θέση της. Ένας συμβιβασμός αλλά επ’ ωφελεία της. Η αριστερά όμως και οι συνδικαλιστές της ξοπίσω, προσέρχονται σε αυτή τη μάχη αναζητώντας μια μέση λύση, “win, win” το είπε κάπου ο Τσίπρας, αυτό άλλωστε σημαίνει η αποδοχή της διάσωσης της χώρας. Να σωθεί και το κεφάλαιο. Όλες οι κρίσιμες μάχες που διαμορφώνουν ήδη το νέο καθεστώς, ακόμα και πριν θεσμοποιηθεί, η αριστερά τις αντιμετώπισε και συνεχίζει να αντιμετωπίζει με αυτή τη λογική. Η αριστερά σε κάθε της βήμα επιδιώκει τη συναίνεση ευρύτερων πλειοψηφιών, ακόμα και τμημάτων της αστικής τάξης που “καταλαβαίνουν”. Το ίδιο κάνουν και οι συνδικαλιστές. Για να ξεκινήσουν ας πούμε μια σκληρή απεργία, όπως οι καθηγητές τον προηγούμενο Σεπτέμβρη, έπρεπε δήθεν να έχουν την υποστήριξη της κοινωνίας. Βεβαίως ο καθένας θέλει υποστήριξη, αλλά αυτή κερδίζεται με τη δύναμη, και όχι με παρακαλετά. Πρώτα επιβάλλεσαι και μετά προτείνεις ένα συναινετικό σχέδιο. Η μεταπολεμική συναίνεση στην Ελλάδα στηρίχθηκε πάνω σε χιλιάδες νεκρούς αντάρτες και σε ακόμα περισσότερους διωχθέντες. Κάθε φορά που η αριστερά υποτασσόταν στο σύστημα, τόσο περισσότερα ψίχουλα έπαιρνε, μέχρι που να γίνει πλήρως ελέγξιμη. Η σταθεροποίηση του ελληνικού καπιταλισμού έκανε εφικτά ορισμένα δικαιώματα που η αριστερά και ο συνδικαλισμός αρέσκεται να βλέπει μόνο ως κατακτήσεις ξεχνώντας ότι είναι ταυτόχρονα και το προϊόν ενός ιστορικού συμβιβασμού, ύστερα από μια ήττα και όχι από ένα ατελείωτο ψηστήρι. Αν το δούμε έτσι, ίσως αντιληφθούμε καλύτερα γιατί με τόση ευκολία έχουν περάσει τόσα μέτρα μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Η αριστερά μας όμως θέλει να γυρίσει το ρολόι πίσω, στις καλές εποχές που ο ρόλος της ήταν αναγνωρισμένος ακόμα και με ποσοστά 4και 5%. Και δεν καταλαβαίνει πως δεν γίνεται αποδεχτή με τα σημερινά της ποσοστά. Μα γιατί πολύ απλά η αστική τάξη και το βαθύ κράτος δεν έχει καμία όρεξη να διαπραγματευτεί το οτιδήποτε.
Το πρόβλημα που έχει η αστική τάξη δεν είναι ακριβώς η αριστερά (και τα συνδικάτα της) αλλά ολόκληρο το μοντέλο διαχείρισης. Είναι σε αναζήτηση ενός νέου μοντέλου, κάτι που γίνεται ακόμα δυσκολότερο γιατί έχει να αντιμετωπίσει και τις εσωτερικές της έριδες. Φράξιες μέσα στην ΝΔ, κόντρες στην κεντροαριστερά, νέα καπενατάτα που μπαίνουν στο παιχνίδι της διεκδίκησης κοκ. Σε αυτό το τουρλουμπούκι δεν υπάρχουν περιθώρια να εισέλθει ο Τσίπρας (ο Κουτσούμπας αποσύρεται από μόνος του). Στην πραγματικότητα θέλουν να ξεμπερδεύουν με όλο το παρελθόν με τον ίδιο τρόπο που το κεφάλαιο θέλει να ξεμπερδεύει με το κομμάτι του που αδυνατεί να αναπαραχθεί. Τέλος με τα βαρίδια που εμποδίσουν ένα νέο κύκλο συσσώρευσης. Στο καπιταλισμό οι κρίσεις ξεπερνιούνται με καταστροφή σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου. Αυτό ας το προεκτείνουμε και στους πολιτικούς του εκπροσώπους: Καταστροφή λοιπόν και των παλιών αστικών κομμάτων, αλλά και των εκπροσώπων του μεταβλητού κεφαλαίου (της εργατικής δύναμης) οι οποίοι καταστρέφονται γιατί ξεμένουν από αντικείμενο. Η υπαρξιακή κρίση της ΔΗΜΑΡ είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Είναι η κρίση μιας ολόκληρης αριστεράς που ήταν κυρίαρχη στην Ευρώπη. Που είχε μάθει για 60 και χρόνια να πολιτεύεται με αυτό τον τρόπο και που έχει ήδη καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος. Είναι ο ίδιος λόγος που οδήγησε στη μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας και του Εργατικού Κόμματος στην Αγγλία. Είναι ο ίδιος λόγος που οδήγησε την ευρωπαϊκή έξω αριστερά του 1968 που είχε μάθει πάντα να “βάζει τις πιέσεις” σε αυτή την main stream μαζική αριστερά. Ο Συριζα δεν θα μπορέσει να αποφύγει τα διλήμματα όσο και αν προσπαθεί να το κάνει. Η προσμονή μιας κυβέρνησης με κορμό το Συριζα σίγουρα είναι μια προσδοκία που μπορεί ακόμα να συσπειρώνει, αλλά η αποψίλωση κάθε βραχίονα που έχει η αριστερά για να επιβεβαιώνει το ζωτικό της ρόλο στην τρέχουσα ταξική πάλη (και πραγματικότητα) πριονίζει ήδη το κλαδί πάνω στο οποίο στέκεται. Η απαξίωση του θεσμικού ρόλου των συνδικάτων, λειτουργεί ταυτόχρονα απαξιωτικά για την ίδια και τη δυνατότητά της να επεμβαίνει στις εξελίξεις. Επιπλέον αποκαλύπτει την αδυναμία της απέναντι σε έναν αντίπαλο που υποτίθεται θέλει να τιθασεύσει. Το μήνυμα που βγαίνει είναι ότι πέρα από τα λόγια δεν μπορεί να αλλάξει τα πράγματα, ότι υπάρχουν ισχυρότεροι παράγοντες που καθορίζουν το παιχνίδι. Το χειρότερο όμως δεν είναι αυτό. Είναι ότι οι οπαδοί της και γενικά ο κόσμος που έχει επενδύσει μέρος των προσδοκιών του στην αριστερά (από τα συνδικάτα όπως είναι δεν έχει πλέον καμία προσδοκία) και εφόσον δεν υπάρχει άλλος δρόμος, θα αναζητήσουν αλλού μεσσία για να τους σώσει. Μπορεί να μην είναι οι ίδιοι ακριβώς άνθρωποι. Οι χτισμένοι αριστεροί δεν ψαρώνουν με τους μαρινάκηδες, ούτε με τους μελισαννίδηδες. Ωστόσο αν αποσυρθούν από τα εγκόσμια (κοινά) ο αντίπαλος θα παίζει μπάλα μόνος του. Η απογοήτευση ως γνωστόν οδηγεί στην αποστράτευση. Εκεί αρχίζει η εποχή των μαρινάκηδων και του νέου μοντέλου που ευαγγελίζονται. Εκεί αρχίζει επίσης η εποχή της ΧΑ, της “Νέας Ελλάδας” του Σαμαρά, της “κεντροαριστεράς” του Βενιζέλου, του Θεωδοράκη και του Ψαριανού. Ως τσόντες μιας νέας συναίνεσης με τα αφεντικά που δεν περιλαμβάνει την αριστερά και την εκπροσώπηση της εργατικής τάξης. Μιας εκπροσώπησης που ήταν προϊόν ενός παγκόσμιου συσχετισμού που προέκυψε, θέλει δεν θέλει κανείς, από την οκτωβριανή επανάσταση και τα υπολείμματά της μέχρι το 1990. Ο ταξικός συμβιβασμός στην μεταπολεμική Ευρώπη είναι το προϊόν αυτής της ισορροπίας. Ας ξεφύγουμε λίγο από τον ελληνικό επαρχιωτισμό και ας δούμε στην Ευρώπη το μέλλον μιας απίστευτης ανυπαρξίας του εργατικού κινήματος στα χρόνια μετά το 2008. Μπορεί να είδαμε αγανακτισμένους, χτισμένους, ευρωσκεπτικιστές κοκ μόνο εργατικό κίνημα δεν είδαμε.
Το ρεφορμιστικό σχέδιο με το οποίο ανδρώθηκε μεταπολεμικά η αριστερά είχε ορισμένες προϋποθέσεις: 1ον έναν ακμαίο καπιταλισμό για να μπορεί να πετάει και κανένα ψίχουλο, 2ον ένα υπαρκτό εργατικό κίνημα με θεσμική εκπροσώπηση στη διαμόρφωση των σχέσεων του με το κεφάλαιο και 3ον τον μπαμπούλα της ΕΣΣΔ. Το κέρδισμα της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας είχε κάποιο νόημα μόνο με αυτές τις προϋποθέσεις. Και φυσικά με το σεβασμό από όλες τις μεριές της αστικής νομιμότητας (άρνησης της κατάληψης της εξουσίας με άλλα μέσα χωρίς εκλογές), πράγμα για το οποίο ο ρεφορμισμός ήλπιζε να τηρηθεί και από την άλλη μεριά σε περίπτωση που κέρδιζε τις εκλογές. Η συμμετοχή σε αστικές κυβερνήσεις θεωρούνταν μέρος αυτής της στρατηγικής. Αφού συμμετέχουμε που συμμετέχουμε στο αστικό παιχνίδι, είμαστε που είμαστε κομμάτι της ταξικής ισορροπίας ας χωθούμε μέχρι τέλος μπας και φτάσουμε στο στόχο μας. Αυτό στην Ιταλία παίχτηκε στους κόκκινους δήμους της δεκαετίας του 70 όταν απέτυχαν τα σχέδια για συμμετοχή του ΚΚΙ στην κυβέρνηση. Στη Γαλλία λίγο αργότερα το εκεί ΚΚΓ μπήκε στην κυβέρνηση του Μιτεράν γα να βγει αργότερα με το 1/3 της αρχικής του δύναμης. Τώρα χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις (που ακόμα και με αυτές δεν υπήρξε κανένα αποτέλεσμα πέρα από τον απόλυτο εκφυλισμό του ρεφορμισμού και την πλήρη ενσωμάτωσή του στο αστικό σύστημα) τα πάντα είναι στον αέρα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η αστική τάξη δεν προβλέπει προς το παρόν καμία θέση για τέτοιου είδους σχέδια. Κυρίως γιατί δεν επιδιώκει καμία συναίνεση, όχι γενικά αλλά ειδικά, με το εργατικό κίνημα και επομένως με τους πολιτικούς του εκπροσώπους. Η άρχουσα τάξη επιδιώκει συναινέσεις αλλά τώρα σε μια άλλη βάση. Η ήττα του εργατικού κινήματος και της αριστεράς είναι ένας βασικός όρος για την επίτευξή τους καθώς και για τη δυνατότητά να συγκροτηθεί εκ νέου ένα γενικό πλαίσιο συναίνεσης και ανασύνθεσης του αστικού μπλοκ εξουσίας.
Το πρόβλημα που έχει η αστική τάξη δεν είναι ακριβώς η αριστερά (και τα συνδικάτα της) αλλά ολόκληρο το μοντέλο διαχείρισης. Είναι σε αναζήτηση ενός νέου μοντέλου, κάτι που γίνεται ακόμα δυσκολότερο γιατί έχει να αντιμετωπίσει και τις εσωτερικές της έριδες. Φράξιες μέσα στην ΝΔ, κόντρες στην κεντροαριστερά, νέα καπενατάτα που μπαίνουν στο παιχνίδι της διεκδίκησης κοκ. Σε αυτό το τουρλουμπούκι δεν υπάρχουν περιθώρια να εισέλθει ο Τσίπρας (ο Κουτσούμπας αποσύρεται από μόνος του). Στην πραγματικότητα θέλουν να ξεμπερδεύουν με όλο το παρελθόν με τον ίδιο τρόπο που το κεφάλαιο θέλει να ξεμπερδεύει με το κομμάτι του που αδυνατεί να αναπαραχθεί. Τέλος με τα βαρίδια που εμποδίσουν ένα νέο κύκλο συσσώρευσης. Στο καπιταλισμό οι κρίσεις ξεπερνιούνται με καταστροφή σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου. Αυτό ας το προεκτείνουμε και στους πολιτικούς του εκπροσώπους: Καταστροφή λοιπόν και των παλιών αστικών κομμάτων, αλλά και των εκπροσώπων του μεταβλητού κεφαλαίου (της εργατικής δύναμης) οι οποίοι καταστρέφονται γιατί ξεμένουν από αντικείμενο. Η υπαρξιακή κρίση της ΔΗΜΑΡ είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Είναι η κρίση μιας ολόκληρης αριστεράς που ήταν κυρίαρχη στην Ευρώπη. Που είχε μάθει για 60 και χρόνια να πολιτεύεται με αυτό τον τρόπο και που έχει ήδη καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος. Είναι ο ίδιος λόγος που οδήγησε στη μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας και του Εργατικού Κόμματος στην Αγγλία. Είναι ο ίδιος λόγος που οδήγησε την ευρωπαϊκή έξω αριστερά του 1968 που είχε μάθει πάντα να “βάζει τις πιέσεις” σε αυτή την main stream μαζική αριστερά. Ο Συριζα δεν θα μπορέσει να αποφύγει τα διλήμματα όσο και αν προσπαθεί να το κάνει. Η προσμονή μιας κυβέρνησης με κορμό το Συριζα σίγουρα είναι μια προσδοκία που μπορεί ακόμα να συσπειρώνει, αλλά η αποψίλωση κάθε βραχίονα που έχει η αριστερά για να επιβεβαιώνει το ζωτικό της ρόλο στην τρέχουσα ταξική πάλη (και πραγματικότητα) πριονίζει ήδη το κλαδί πάνω στο οποίο στέκεται. Η απαξίωση του θεσμικού ρόλου των συνδικάτων, λειτουργεί ταυτόχρονα απαξιωτικά για την ίδια και τη δυνατότητά της να επεμβαίνει στις εξελίξεις. Επιπλέον αποκαλύπτει την αδυναμία της απέναντι σε έναν αντίπαλο που υποτίθεται θέλει να τιθασεύσει. Το μήνυμα που βγαίνει είναι ότι πέρα από τα λόγια δεν μπορεί να αλλάξει τα πράγματα, ότι υπάρχουν ισχυρότεροι παράγοντες που καθορίζουν το παιχνίδι. Το χειρότερο όμως δεν είναι αυτό. Είναι ότι οι οπαδοί της και γενικά ο κόσμος που έχει επενδύσει μέρος των προσδοκιών του στην αριστερά (από τα συνδικάτα όπως είναι δεν έχει πλέον καμία προσδοκία) και εφόσον δεν υπάρχει άλλος δρόμος, θα αναζητήσουν αλλού μεσσία για να τους σώσει. Μπορεί να μην είναι οι ίδιοι ακριβώς άνθρωποι. Οι χτισμένοι αριστεροί δεν ψαρώνουν με τους μαρινάκηδες, ούτε με τους μελισαννίδηδες. Ωστόσο αν αποσυρθούν από τα εγκόσμια (κοινά) ο αντίπαλος θα παίζει μπάλα μόνος του. Η απογοήτευση ως γνωστόν οδηγεί στην αποστράτευση. Εκεί αρχίζει η εποχή των μαρινάκηδων και του νέου μοντέλου που ευαγγελίζονται. Εκεί αρχίζει επίσης η εποχή της ΧΑ, της “Νέας Ελλάδας” του Σαμαρά, της “κεντροαριστεράς” του Βενιζέλου, του Θεωδοράκη και του Ψαριανού. Ως τσόντες μιας νέας συναίνεσης με τα αφεντικά που δεν περιλαμβάνει την αριστερά και την εκπροσώπηση της εργατικής τάξης. Μιας εκπροσώπησης που ήταν προϊόν ενός παγκόσμιου συσχετισμού που προέκυψε, θέλει δεν θέλει κανείς, από την οκτωβριανή επανάσταση και τα υπολείμματά της μέχρι το 1990. Ο ταξικός συμβιβασμός στην μεταπολεμική Ευρώπη είναι το προϊόν αυτής της ισορροπίας. Ας ξεφύγουμε λίγο από τον ελληνικό επαρχιωτισμό και ας δούμε στην Ευρώπη το μέλλον μιας απίστευτης ανυπαρξίας του εργατικού κινήματος στα χρόνια μετά το 2008. Μπορεί να είδαμε αγανακτισμένους, χτισμένους, ευρωσκεπτικιστές κοκ μόνο εργατικό κίνημα δεν είδαμε.
Το ρεφορμιστικό σχέδιο με το οποίο ανδρώθηκε μεταπολεμικά η αριστερά είχε ορισμένες προϋποθέσεις: 1ον έναν ακμαίο καπιταλισμό για να μπορεί να πετάει και κανένα ψίχουλο, 2ον ένα υπαρκτό εργατικό κίνημα με θεσμική εκπροσώπηση στη διαμόρφωση των σχέσεων του με το κεφάλαιο και 3ον τον μπαμπούλα της ΕΣΣΔ. Το κέρδισμα της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας είχε κάποιο νόημα μόνο με αυτές τις προϋποθέσεις. Και φυσικά με το σεβασμό από όλες τις μεριές της αστικής νομιμότητας (άρνησης της κατάληψης της εξουσίας με άλλα μέσα χωρίς εκλογές), πράγμα για το οποίο ο ρεφορμισμός ήλπιζε να τηρηθεί και από την άλλη μεριά σε περίπτωση που κέρδιζε τις εκλογές. Η συμμετοχή σε αστικές κυβερνήσεις θεωρούνταν μέρος αυτής της στρατηγικής. Αφού συμμετέχουμε που συμμετέχουμε στο αστικό παιχνίδι, είμαστε που είμαστε κομμάτι της ταξικής ισορροπίας ας χωθούμε μέχρι τέλος μπας και φτάσουμε στο στόχο μας. Αυτό στην Ιταλία παίχτηκε στους κόκκινους δήμους της δεκαετίας του 70 όταν απέτυχαν τα σχέδια για συμμετοχή του ΚΚΙ στην κυβέρνηση. Στη Γαλλία λίγο αργότερα το εκεί ΚΚΓ μπήκε στην κυβέρνηση του Μιτεράν γα να βγει αργότερα με το 1/3 της αρχικής του δύναμης. Τώρα χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις (που ακόμα και με αυτές δεν υπήρξε κανένα αποτέλεσμα πέρα από τον απόλυτο εκφυλισμό του ρεφορμισμού και την πλήρη ενσωμάτωσή του στο αστικό σύστημα) τα πάντα είναι στον αέρα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η αστική τάξη δεν προβλέπει προς το παρόν καμία θέση για τέτοιου είδους σχέδια. Κυρίως γιατί δεν επιδιώκει καμία συναίνεση, όχι γενικά αλλά ειδικά, με το εργατικό κίνημα και επομένως με τους πολιτικούς του εκπροσώπους. Η άρχουσα τάξη επιδιώκει συναινέσεις αλλά τώρα σε μια άλλη βάση. Η ήττα του εργατικού κινήματος και της αριστεράς είναι ένας βασικός όρος για την επίτευξή τους καθώς και για τη δυνατότητά να συγκροτηθεί εκ νέου ένα γενικό πλαίσιο συναίνεσης και ανασύνθεσης του αστικού μπλοκ εξουσίας.
Πολεμικός καπιταλισμός και αστική αντεπανάσταση
Αυτή η μάχη δεν έχει κριθεί ακόμα. Η δημιουργία νέων κομμάτων που προκύπτουν από το δοκιμαστικό σωλήνα (κομματίδια της λαϊκής δεξιάς, Ποτάμι, Τζήμερος κοκ) για να καλύψουν τα κενά της κεντρικής πολιτικής σκηνής και παράλληλα το μπερλουσκονικό πείραμα στους δήμους με παρατάξεις άμεσα ελεγχόμενες από το μαφιόζικο κεφάλαιο και με ανάλογες λογικές που χτίζουν από τα κάτω (περιοχή-περιοχή) τη βάση του αστικού μπλοκ, και γιατί όχι να δώσουν τελικά ένα κεντρικό μοντέλο διαχείρισης, εντάσσεται ακριβώς σε αυτή την προοπτική (ανασύνθεσης του αστικού μπλοκ εξουσίας). Εξάλλου μετά το “τέλος των ιδεολογιών” και αφού “όλοι ίδιοι είναι” και “όλα για τη μάσα”, η πολιτική έχει νόημα μόνο για να βρεθούν οι κατάλληλοι μάνατζερ που θα κουμαντάρουν το βαπόρι της μάσας και του κανιβαλισμού. Η αφήγηση αυτή που δίνει νόημα μόνο στη μάχη για τον κατάλληλο πρωθυπουργό, ή τον κατάλληλο δήμαρχο (Μώραλης, Μπέος, Ψινάκης, Γκλέτσος κοκ) αποκτά ολοένα και περισσότερη απήχηση σε κομμάτια του πληθυσμού που μπορεί να αγανάκτησαν από τα μνημόνια αλλά δεν πιστεύουν ότι μπορεί να υπάρξει μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση και ανισότητες. Άνθρωποι δηλαδή που πιστεύουν ότι η κοινωνία είναι και θα είναι για πάντα μια ζούγκλα που θα πατάει ο ένας τον άλλον, και το μόνο που ζητάμε από την πολιτεία είναι να μην παρεμβαίνει σε αυτή τη σφαγή. Είναι ο κόσμος που γουστάρει να απολυθούν όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι, αφού και στον ιδιωτικό απολύονται, να πνίγονται οι μετανάστες στο Αιγαίο αφού δεν τους κάλεσε κανείς εδώ και να καταργηθούν τα πολλά-πολλά δικαιώματα γιατί αυτά μας έφεραν μέχρι εδώ. Οι απόψεις αυτές που κυκλοφορούν ευρέως ακόμα και στις πιο λαϊκές γειτονιές, και που βλέπουν ακόμα και τη ΝΔ σαν κόμμα της αριστεράς, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ιδεολογικοποίηση του κανιβαλισμού που ζει το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας. Είναι ο κόσμος που λεει“γιατί να προστατεύεται η μονιμότητα του δημοσίου υπαλλήλου αφού εμένα με απολύει το αφεντικό όποτε θέλει;”. Η αστική τάξη δεν δίνει καμία ιδεολογική μάχη, ή τουλάχιστον δεν περιμένει πρώτα να την κερδίσει για να κάνει τη δουλειά της. Είναι προφανές ότι η θεραπεία σοκ παράγει και τα αντίστοιχα ιδεολογικά αποτελέσματα. Οι απόψεις που θέλουν να απολυθεί εδώ και τώρα όλο το δημόσιο πλειοψηφούν ακριβώς τη στιγμή που η ανεργία είναι στο 30% και όχι στο 10%.
Αυτός που διαμορφώνει τους κανόνες, στο τέλος ηγεμονεύει ιδεολογικά. Γιατί η πλειοψηφία των ανθρώπων θέλει να επιβιώσει στις οποιεσδήποτε συνθήκες. Όσο η αξιολόγηση στο δημόσιο ήταν στην κουβέντα οι περισσότεροι δημόσιοι υπάλληλοι ήταν ενάντια. Τώρα που εφαρμόζεται, τρέχουν μήπως πάρουν κανένα βαθμό παραπάνω. Από δικαιολογίες βεβαίως άλλο τίποτα. (από “δεν θέλουμε Κασσάνδρες”, μέχρι “γιατί να μην πάρουμε όλοι άριστα” και διάφορες άλλες αρλούμπες). Το ουσιαστικό όμως έχει γίνει. Η αξιολόγηση εφαρμόζεται κανονικά και γίνεται μια συνήθεια, όπως έγιναν οι απολύσεις. Όσοι δεν απολύθηκαν ή ακόμα και όσοι θα μετακινηθούν έστω και σαν τραυματιοφορείς από καθηγητές, ή όσοι “ανταποκρίνονται” τελικά στις απαιτήσεις της αξιολόγησης θα μπορούν να είναι και ευγνώμονες στο υπουργείο και τη νέα τάξη. Επιπλέον θα διαπιστώσουν ότι εξελίσσονται γρηγορότερα από τους άλλους που “δεν είναι ικανοί” ή “δεν δουλεύουν όσο χρειάζεται”. Να λοιπόν η βάση για τη νέου τύπου συναίνεση. Η κάθε ΟΛΜΕ εδώ δεν έχει καμία δουλειά. Ας κοιτάξει ο καθένας την πάρτη του. Το νέο θεσμικό πλαίσιο δίνει αυτή τη δυνατότητα. Δεν θα χαθούν όλοι. “Οι ικανοί θα επιβιώσουν”. Όταν λέμε “ικανοί” δεν σημαίνει ακριβώς ικανοί, μπορεί να σημαίνει καριερίστες, ρουφιάνοι, κανίβαλοι, παρατρεχάμενοι του διευθυντή κοκ. Εννοείται ότι το σύστημα δεν ενδιαφέρεται γενικά για ικανούς, αλλά για υποτακτικούς. Χρειάζεται ένα στρατό πραιτόρων για να αναπαράγεται. Και επιτέλους αυτό δεν θα εξαρτάται από διαπραγματεύσεις με τους “μαρξιστές”.
Κρατικοδίαιτος νεοφιλευεθερισμός με κράτος έκτακτης ανάγκης ταυτόχρονα. Πολεμικός καπιταλισμός. Αυτό είναι το νέο μοντέλο, για όσους νόμιζαν ότι το χειρότερο ήταν η συμφωνία της Γιάλτα, ο σταλινισμός και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, που δεν άφηναν την έτοιμη από την εποχή του Μαρξ εργατική τάξη να κάνει την επανάσταση και να πάρει τις τύχες στα χέρια της. Τώρα που η εργατιά δεν έχει στο κεφάλι της τη συνδικαλιστική αστυνομία, γιατί ψηφίζει Μαρινάκη, θα μας πει κανείς της αυτονομίας, της άμεσης δημοκρατίας και του από τα κάτω; Τώρα που οι καθηγητές δεν έχουν τον κυβερνητικό συνδικαλισμό πάνω από το κεφάλι τους (λες και δεν τους ψήφιζαν οι ίδιοι, αλλά οι μύθοι είναι για να αγαλλιάζει η ψυχούλα μας) γιατί δεν συμμετέχουν μαζικά στον ανυπότακτο και παρατεταμένο αγώνα; Μην μας πει κανείς ότι δεν τους αφήνουν οι Παρεμβάσεις και οι Συριζαίοι, γιατί πρώτον ειδικά αυτοί οι δύο δεν διαθέτουν ούτε συνδικαλιστική αστυνομία και κατά δεύτερον αν ήθελε ο κόσμος ας πήγαινε στις συνελεύσεις να τους πετάξει από τα παράθυρα, αλλά δεν πήγε, παρά που έγιναν καμιά 30ριά από δαύτες το τελευταίο 7μηνο. Φυσικά οι συριζαίοι και οι παρεμβάσεις άφησαν την απεργία να καταρρεύσει (ή την οδήγησαν εκεί για να αποφύγουν την αναμέτρηση), αλλά αυτή είναι μια άλλη κριτική που μπορεί να κάνει κάποιος που θεωρεί ότι χωρίς σχέδιο και καθοδήγηση, χωρίς τη συνειδητή δράση της πρωτοπορίας δεν γίνεται τίποτα. Το ερώτημα είναι σε αυτούς που πιστεύουν ότι κάποια “βάση από τα κάτω” δεν την αφήνουν κάποιοι μπάτσοι από τα μέσα να δράσει. Και επειδή δεν έχουμε τέτοιους μπάτσους πια, το ερώτημα παραμένει. Γιατί αυτή η ιερά αγελάδα της “από τα κάτω βάσης”, δεν μπορεί να πάρει τα πόδια της και σαν να μην φτάνει αυτό ψάχνει τη σωτηρία από τους μαρινάκηδες; Γιατί αυτή η “βάση” όταν πήγε ο Κασιδιάρης με τον Παναγιώταρο στη Χαλιβουργία την 120η μέρα της απεργίας, αντί να τους θάψουν μέσα σε κανένα σωρό από παλιοσίδερα, τους έδωσαν και βήμα για να ξεράσουν το δηλητήριό τους;
Αυτό το μοντέλο μπορεί να προκύψει μόνο μέσα από μια αστική αντεπανάσταση. Αυτός είναι ένας όρος που χρησιμοποιούμε συχνά στο Avantgarde. Πολλοί εξυπνάκηδες μας εγκαλούν. Μα που είδατε την αντεπανάσταση, μήπως έγινε κάποια επανάσταση και δεν το πήραμε χαμπάρι; Είναι οι ίδιοι που δεν μπορούν τώρα να δουν που είναι η αντεπανάσταση στην Ουκρανία και μας εγκαλούν ξανά ότι δεν βλέπουμε το παιχνίδι που παίζει ο Πούτιν. Λοιπόν για να το απαντήσουμε κι αυτό μήπως λυθούν και οι απορίες. Μια αντεπανάσταση δεν γίνεται μόνο σαν άμεση απάντηση σε μια επανάσταση, όπως έγινε ας πούμε στην Ιταλία το 1922 ή στην Ισπανία το 1936. Στην Γερμανία το 1933 ο Χίλτερ ανέβηκε στη εξουσία πάνω στο κουφάρι της Βαϊμάρης χωρίς να κινδυνεύει από κάποια επανάσταση. “Ε που την είδατε την αντεπανάσταση στη Γερμανία μήπως έγινε καμιά επανάσταση και δεν το ξέραμε;”, θα έλεγε τότε κάποιος ανάλογος είρωνας που θα ήθελε να υποτιμήσει την αξία των γεγονότων. Και σίγουρα θα πρόσθετε παραδίδοντας και μαθήματα ιδεολογικής καθαρότητας. “Σιγά μωρέ τι έγινε, καπιταλισμό είχε η Γερμανία, καπιταλισμό συνεχίζει να έχει”. Κάποιος άλλος θα έλεγε ίσως ότι στη Γερμανία έγινε επανάσταση πριν από καμιά δεκαετία. Ναι αλλά αυτό δικαιολογεί μια όψιμη ναζιστική αντεπανάσταση 10 χρόνια αργότερα; Τι ανάγκη είχε η αστική τάξη; Λοιπόν η αστική τάξη, όπως και κάθε άρχουσα τάξη δεν κάνει αντεπαναστάσεις μόνο γιατί προκλήθηκε από τον αντίπαλο. Κυρίως τις κάνει για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα αναπαραγωγής του συστήματος, τα οποία προέρχονται από διάφορους λόγους μεταξύ των οποίων και οι κινήσεις των ταξικών της αντιπάλων (πχ μια προλεταριακή κομμουνιστική επανάσταση, (ναι-ναι κομμουνιστική, σκέτες προλεταριακές δεν υπάρχουν)). Ο ελληνικός καπιταλισμός όπως και ο γερμανικός 80 χρόνια πριν, αντιμετωπίζει μια τεράστια οικονομική και πολιτική κρίση. Το δημόσιο χρέος σε αντίθεση με τις βλακείες που μπορεί να αραδιάζει ο κάθε Τζήμερος είναι μέρος της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού και όχι του δημόσιου τομέα. Ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας είναι καπιταλιστικός και δουλεύουν από κοινού για το κεφάλαιο, όπως γίνεται και τώρα που τους χαρίζουν τα χρέη των τραπεζών με προίκα το Ελληνικό, το παραλιακό μέτωπο, τα λιμάνια και την μισή Ν,. Φιλαδέλφεια. Μια τέτοια κρίση που βεβαίως δημιουργεί κοινωνικές αντιδράσεις εξαιτίας των εξωφρενικών μέτρων (μνημονιακά τα λένε), που παίρνει η άρχουσα τάξη (της ελληνικής Βαϊμάρης) και που θέτει σε ανυποληψία το μέχρι τότε πολιτικό σύστημα (μεταπολίτευση με πυλώνες ΝΔ-ΠΑΣΟΚ), μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με μια αστική αντεπανάσταση, ακόμα και αν δεν υπάρχει ο κίνδυνος μιας προλεταριακής επανάστασης. Αυτό δεν την κάνει λιγότερο αντεπανάσταση, και αυτός ο χαρακτηρισμός προκύπτει από τα μέτρα που παίρνει, την καταστροφή που συντελείται, και κυρίως από την πραγματική αντεπαναστατική αλλαγή των όρων εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης με αποτέλεσμα για παράδειγμα εκατοντάδες χιλιάδες να δουλεύουν και να μην αμείβονται καν και με το εργασιακό καθεστώς να έχει ανατραπεί ακόμα και στα πιο καλοπληρωμένα και με μονιμότητα τμήματα της εργατικής τάξης. Μια τέτοια κατάσταση θα μπορούσε μόνο να εδραιωθεί από ένα κράτος έκτακτης ανάγκης. Μια κουτσουρεμένη αστική δημοκρατία, που λειτουργεί με προεδρικά διατάγματα, με τα δικαστήρια να δουλεύουν από κοινού με την εκτελεστική εξουσία (βλ. καθαρίστριες, ΕΡΤ, επιστράτευση κοκ), με τα ΜΑΤ να τσακίζουν σε κάθε διαδήλωση εκατοντάδες ανθρώπους στο ξύλο και να συλλαμβάνουν άλλους τόσους (τα ξεχάσαμε αυτά;), και μια χώρα να έχει γεμίσει επίσης με φασίστες και στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών και κάποιοι μας λένε ότι όλα αυτά δεν είναι μια αντεπανάσταση γιατί δεν έχει προηγηθεί μια επανάσταση. Αυτό εμείς το λέμε αστική αντεπανάσταση και σε όποιον δεν αρέσει ας μας πει πως αλλιώς λέγεται. Επίσης να πούμε ότι μια αντεπανάσταση μπορεί να έχει και προληπτικό χαρακτήρα σε σχέση με το ενδεχόμενο μιας δικής μας επανάστασης, που τα προεόρτια της τα είδαμε τον Δεκέμβρη του 2008. Μήπως όταν πραξικοπηματικά (το παραδέχτηκε επίσημα και ο Μπαρόζο) εκπαραθύρωναν τον Παπανδρέου -με αφορμή το δημοψήφισμα-, βάζοντας στη θέση του τον Παπαδήμο (το ζήταγε και η πάνω πλατεία των εθνικοφρόνων αγανακτισμένων αυτό) τι ήταν αυτό, μια νίκη του κινήματος όπως μας έλεγαν διάφοροι ανεκδιήγητοι της αριστεράς των κινημάτων που νόμισαν ότι ο Παπανδρέου έπεσε από το κίνημα που σταμάτησε τις παρελάσεις για την 28η Οκτωβρίου, ακόμα κι αν σε αυτέςπρωταγωνίστησαν ακροδεξιοί παρακρατικοί; Ας είναι, τους μάθαμε κι αυτούς. Είναι οι ίδιοι που πανηγύριζαν πριν μια δεκαετία για την πορτοκαλί επανάσταση της Τιμοσένκο, οι ίδιοι που πανηγύριζαν για την πτώση του Μόρσι πέρσι τέτοια εποχή και τώρα κλαίγονται που ο Ασίζι χώνει τους συντρόφους τους στη φυλακή, και οι ίδιοι που πανηγύριζαν για την πτώση του Γιανουκόβιτς από το Μαϊντάν και τώρα διαμαρτύρονται για τους φασίστες του Κιέβου. Είναι αλήθεια ότι η σχιζοφρένεια εμποδίζει κάθε επαφή με τον ορθό λόγο.
Αυτός που διαμορφώνει τους κανόνες, στο τέλος ηγεμονεύει ιδεολογικά. Γιατί η πλειοψηφία των ανθρώπων θέλει να επιβιώσει στις οποιεσδήποτε συνθήκες. Όσο η αξιολόγηση στο δημόσιο ήταν στην κουβέντα οι περισσότεροι δημόσιοι υπάλληλοι ήταν ενάντια. Τώρα που εφαρμόζεται, τρέχουν μήπως πάρουν κανένα βαθμό παραπάνω. Από δικαιολογίες βεβαίως άλλο τίποτα. (από “δεν θέλουμε Κασσάνδρες”, μέχρι “γιατί να μην πάρουμε όλοι άριστα” και διάφορες άλλες αρλούμπες). Το ουσιαστικό όμως έχει γίνει. Η αξιολόγηση εφαρμόζεται κανονικά και γίνεται μια συνήθεια, όπως έγιναν οι απολύσεις. Όσοι δεν απολύθηκαν ή ακόμα και όσοι θα μετακινηθούν έστω και σαν τραυματιοφορείς από καθηγητές, ή όσοι “ανταποκρίνονται” τελικά στις απαιτήσεις της αξιολόγησης θα μπορούν να είναι και ευγνώμονες στο υπουργείο και τη νέα τάξη. Επιπλέον θα διαπιστώσουν ότι εξελίσσονται γρηγορότερα από τους άλλους που “δεν είναι ικανοί” ή “δεν δουλεύουν όσο χρειάζεται”. Να λοιπόν η βάση για τη νέου τύπου συναίνεση. Η κάθε ΟΛΜΕ εδώ δεν έχει καμία δουλειά. Ας κοιτάξει ο καθένας την πάρτη του. Το νέο θεσμικό πλαίσιο δίνει αυτή τη δυνατότητα. Δεν θα χαθούν όλοι. “Οι ικανοί θα επιβιώσουν”. Όταν λέμε “ικανοί” δεν σημαίνει ακριβώς ικανοί, μπορεί να σημαίνει καριερίστες, ρουφιάνοι, κανίβαλοι, παρατρεχάμενοι του διευθυντή κοκ. Εννοείται ότι το σύστημα δεν ενδιαφέρεται γενικά για ικανούς, αλλά για υποτακτικούς. Χρειάζεται ένα στρατό πραιτόρων για να αναπαράγεται. Και επιτέλους αυτό δεν θα εξαρτάται από διαπραγματεύσεις με τους “μαρξιστές”.
Κρατικοδίαιτος νεοφιλευεθερισμός με κράτος έκτακτης ανάγκης ταυτόχρονα. Πολεμικός καπιταλισμός. Αυτό είναι το νέο μοντέλο, για όσους νόμιζαν ότι το χειρότερο ήταν η συμφωνία της Γιάλτα, ο σταλινισμός και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, που δεν άφηναν την έτοιμη από την εποχή του Μαρξ εργατική τάξη να κάνει την επανάσταση και να πάρει τις τύχες στα χέρια της. Τώρα που η εργατιά δεν έχει στο κεφάλι της τη συνδικαλιστική αστυνομία, γιατί ψηφίζει Μαρινάκη, θα μας πει κανείς της αυτονομίας, της άμεσης δημοκρατίας και του από τα κάτω; Τώρα που οι καθηγητές δεν έχουν τον κυβερνητικό συνδικαλισμό πάνω από το κεφάλι τους (λες και δεν τους ψήφιζαν οι ίδιοι, αλλά οι μύθοι είναι για να αγαλλιάζει η ψυχούλα μας) γιατί δεν συμμετέχουν μαζικά στον ανυπότακτο και παρατεταμένο αγώνα; Μην μας πει κανείς ότι δεν τους αφήνουν οι Παρεμβάσεις και οι Συριζαίοι, γιατί πρώτον ειδικά αυτοί οι δύο δεν διαθέτουν ούτε συνδικαλιστική αστυνομία και κατά δεύτερον αν ήθελε ο κόσμος ας πήγαινε στις συνελεύσεις να τους πετάξει από τα παράθυρα, αλλά δεν πήγε, παρά που έγιναν καμιά 30ριά από δαύτες το τελευταίο 7μηνο. Φυσικά οι συριζαίοι και οι παρεμβάσεις άφησαν την απεργία να καταρρεύσει (ή την οδήγησαν εκεί για να αποφύγουν την αναμέτρηση), αλλά αυτή είναι μια άλλη κριτική που μπορεί να κάνει κάποιος που θεωρεί ότι χωρίς σχέδιο και καθοδήγηση, χωρίς τη συνειδητή δράση της πρωτοπορίας δεν γίνεται τίποτα. Το ερώτημα είναι σε αυτούς που πιστεύουν ότι κάποια “βάση από τα κάτω” δεν την αφήνουν κάποιοι μπάτσοι από τα μέσα να δράσει. Και επειδή δεν έχουμε τέτοιους μπάτσους πια, το ερώτημα παραμένει. Γιατί αυτή η ιερά αγελάδα της “από τα κάτω βάσης”, δεν μπορεί να πάρει τα πόδια της και σαν να μην φτάνει αυτό ψάχνει τη σωτηρία από τους μαρινάκηδες; Γιατί αυτή η “βάση” όταν πήγε ο Κασιδιάρης με τον Παναγιώταρο στη Χαλιβουργία την 120η μέρα της απεργίας, αντί να τους θάψουν μέσα σε κανένα σωρό από παλιοσίδερα, τους έδωσαν και βήμα για να ξεράσουν το δηλητήριό τους;
Αυτό το μοντέλο μπορεί να προκύψει μόνο μέσα από μια αστική αντεπανάσταση. Αυτός είναι ένας όρος που χρησιμοποιούμε συχνά στο Avantgarde. Πολλοί εξυπνάκηδες μας εγκαλούν. Μα που είδατε την αντεπανάσταση, μήπως έγινε κάποια επανάσταση και δεν το πήραμε χαμπάρι; Είναι οι ίδιοι που δεν μπορούν τώρα να δουν που είναι η αντεπανάσταση στην Ουκρανία και μας εγκαλούν ξανά ότι δεν βλέπουμε το παιχνίδι που παίζει ο Πούτιν. Λοιπόν για να το απαντήσουμε κι αυτό μήπως λυθούν και οι απορίες. Μια αντεπανάσταση δεν γίνεται μόνο σαν άμεση απάντηση σε μια επανάσταση, όπως έγινε ας πούμε στην Ιταλία το 1922 ή στην Ισπανία το 1936. Στην Γερμανία το 1933 ο Χίλτερ ανέβηκε στη εξουσία πάνω στο κουφάρι της Βαϊμάρης χωρίς να κινδυνεύει από κάποια επανάσταση. “Ε που την είδατε την αντεπανάσταση στη Γερμανία μήπως έγινε καμιά επανάσταση και δεν το ξέραμε;”, θα έλεγε τότε κάποιος ανάλογος είρωνας που θα ήθελε να υποτιμήσει την αξία των γεγονότων. Και σίγουρα θα πρόσθετε παραδίδοντας και μαθήματα ιδεολογικής καθαρότητας. “Σιγά μωρέ τι έγινε, καπιταλισμό είχε η Γερμανία, καπιταλισμό συνεχίζει να έχει”. Κάποιος άλλος θα έλεγε ίσως ότι στη Γερμανία έγινε επανάσταση πριν από καμιά δεκαετία. Ναι αλλά αυτό δικαιολογεί μια όψιμη ναζιστική αντεπανάσταση 10 χρόνια αργότερα; Τι ανάγκη είχε η αστική τάξη; Λοιπόν η αστική τάξη, όπως και κάθε άρχουσα τάξη δεν κάνει αντεπαναστάσεις μόνο γιατί προκλήθηκε από τον αντίπαλο. Κυρίως τις κάνει για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα αναπαραγωγής του συστήματος, τα οποία προέρχονται από διάφορους λόγους μεταξύ των οποίων και οι κινήσεις των ταξικών της αντιπάλων (πχ μια προλεταριακή κομμουνιστική επανάσταση, (ναι-ναι κομμουνιστική, σκέτες προλεταριακές δεν υπάρχουν)). Ο ελληνικός καπιταλισμός όπως και ο γερμανικός 80 χρόνια πριν, αντιμετωπίζει μια τεράστια οικονομική και πολιτική κρίση. Το δημόσιο χρέος σε αντίθεση με τις βλακείες που μπορεί να αραδιάζει ο κάθε Τζήμερος είναι μέρος της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού και όχι του δημόσιου τομέα. Ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας είναι καπιταλιστικός και δουλεύουν από κοινού για το κεφάλαιο, όπως γίνεται και τώρα που τους χαρίζουν τα χρέη των τραπεζών με προίκα το Ελληνικό, το παραλιακό μέτωπο, τα λιμάνια και την μισή Ν,. Φιλαδέλφεια. Μια τέτοια κρίση που βεβαίως δημιουργεί κοινωνικές αντιδράσεις εξαιτίας των εξωφρενικών μέτρων (μνημονιακά τα λένε), που παίρνει η άρχουσα τάξη (της ελληνικής Βαϊμάρης) και που θέτει σε ανυποληψία το μέχρι τότε πολιτικό σύστημα (μεταπολίτευση με πυλώνες ΝΔ-ΠΑΣΟΚ), μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με μια αστική αντεπανάσταση, ακόμα και αν δεν υπάρχει ο κίνδυνος μιας προλεταριακής επανάστασης. Αυτό δεν την κάνει λιγότερο αντεπανάσταση, και αυτός ο χαρακτηρισμός προκύπτει από τα μέτρα που παίρνει, την καταστροφή που συντελείται, και κυρίως από την πραγματική αντεπαναστατική αλλαγή των όρων εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης με αποτέλεσμα για παράδειγμα εκατοντάδες χιλιάδες να δουλεύουν και να μην αμείβονται καν και με το εργασιακό καθεστώς να έχει ανατραπεί ακόμα και στα πιο καλοπληρωμένα και με μονιμότητα τμήματα της εργατικής τάξης. Μια τέτοια κατάσταση θα μπορούσε μόνο να εδραιωθεί από ένα κράτος έκτακτης ανάγκης. Μια κουτσουρεμένη αστική δημοκρατία, που λειτουργεί με προεδρικά διατάγματα, με τα δικαστήρια να δουλεύουν από κοινού με την εκτελεστική εξουσία (βλ. καθαρίστριες, ΕΡΤ, επιστράτευση κοκ), με τα ΜΑΤ να τσακίζουν σε κάθε διαδήλωση εκατοντάδες ανθρώπους στο ξύλο και να συλλαμβάνουν άλλους τόσους (τα ξεχάσαμε αυτά;), και μια χώρα να έχει γεμίσει επίσης με φασίστες και στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών και κάποιοι μας λένε ότι όλα αυτά δεν είναι μια αντεπανάσταση γιατί δεν έχει προηγηθεί μια επανάσταση. Αυτό εμείς το λέμε αστική αντεπανάσταση και σε όποιον δεν αρέσει ας μας πει πως αλλιώς λέγεται. Επίσης να πούμε ότι μια αντεπανάσταση μπορεί να έχει και προληπτικό χαρακτήρα σε σχέση με το ενδεχόμενο μιας δικής μας επανάστασης, που τα προεόρτια της τα είδαμε τον Δεκέμβρη του 2008. Μήπως όταν πραξικοπηματικά (το παραδέχτηκε επίσημα και ο Μπαρόζο) εκπαραθύρωναν τον Παπανδρέου -με αφορμή το δημοψήφισμα-, βάζοντας στη θέση του τον Παπαδήμο (το ζήταγε και η πάνω πλατεία των εθνικοφρόνων αγανακτισμένων αυτό) τι ήταν αυτό, μια νίκη του κινήματος όπως μας έλεγαν διάφοροι ανεκδιήγητοι της αριστεράς των κινημάτων που νόμισαν ότι ο Παπανδρέου έπεσε από το κίνημα που σταμάτησε τις παρελάσεις για την 28η Οκτωβρίου, ακόμα κι αν σε αυτέςπρωταγωνίστησαν ακροδεξιοί παρακρατικοί; Ας είναι, τους μάθαμε κι αυτούς. Είναι οι ίδιοι που πανηγύριζαν πριν μια δεκαετία για την πορτοκαλί επανάσταση της Τιμοσένκο, οι ίδιοι που πανηγύριζαν για την πτώση του Μόρσι πέρσι τέτοια εποχή και τώρα κλαίγονται που ο Ασίζι χώνει τους συντρόφους τους στη φυλακή, και οι ίδιοι που πανηγύριζαν για την πτώση του Γιανουκόβιτς από το Μαϊντάν και τώρα διαμαρτύρονται για τους φασίστες του Κιέβου. Είναι αλήθεια ότι η σχιζοφρένεια εμποδίζει κάθε επαφή με τον ορθό λόγο.
Η μάχη της Ν. Φιλαδέλφειας
Έχουν κάποια σχέση όλα αυτά με το γήπεδο της ΑΕΚ και το Μελισσανίδη; Φυσικά και έχουν. Όλη η ουσία είναι η λεηλασία του δημόσιου χώρου και οι μπίζνες των κρατικοδίαιτων καπιταλιστών με επιδοτήσεις από τα ΕΣΠΑ και δανεικά και αγύριστα από τράπεζες με εγγυητή το δημόσιο. Οι λεπτομέρειες είναι ήδη γνωστές. Με λίγα λόγια: στο Νέο Ρυθμιστικό για την Αθήνα περιλαμβάνονται μια σειρά άρθρων κυρίως το 81 και το 82 με τα οποία παραχωρούνται στην ερασιτεχνική ΑΕΚ 29 στρέμματα (που ήταν το παλιό της γήπεδο) συν άλλα 6 για να χτιστεί το νέο γήπεδο και επιπλέον άλλα 27 (το 5% του άλσους) για υποστηρικτικά έργα (πάρκινγκ, βοηθητικά γήπεδα κοκ). Για να μην καταπέσουν όλα αυτά στα δικαστήρια, έπρεπε επίσης να αλλάξει ο χαρακτήρας της περιοχής και από καθαρά οικιστική ζώνη να γίνει ζώνη “ειδικών χρήσεων” στην οποία επιτρέπονται κτήρια ύψους 30 μέτρων (10 ορόφων) προφανώς για να καλύπτεται και το γήπεδο, ξενοδοχεία μέχρι 100 κλινών και ξενώνες, επαγγελματικά εργαστήρια χαμηλής όχλησης, πρατήρια βενζίνης, αθλητικές εγκαταστάσεις, κτήρια και γήπεδα στάθμευσης, μπαρ και μουσικά κέντρα με ζωντανή και ηλεκτρονική μουσική.
Τέλος για να μην προκύψουν ζητήματα στο ίδιο το Άλσος αυτό αρχικά αποχαρακτηρίζεται από δάσος σε μητροπολιτικό πάρκο στο οποίο επιτρέπονται εγκαταστάσεις ενώ η ιδιοκτησία του περνάει από το Δήμο σε κάποιον «Φορέα Ανάπλασης και Διαχείρισης Μητροπολιτικών και Υπερτοπικών Πάρκων Αττικής». Η ερασιτεχνική ΑΕΚ βάσει του ίδιου νόμου (αρ.81) “δύναται να αποδέχεται δωρεές ή χορηγίες από τρίτους, να εκχωρεί δικαιώματα και υποχρεώσεις σε τρίτους, να συμβάλλεται με αυτούς (…)”. Έτσι το γήπεδο θα περάσει στη διαχείριση της ΠΑΕ δηλαδή του Μελισαννίδη, ο οποίος με ξένα κόλλυβα θα παριστάνει τον δερβέναγα της περιοχής και οι προστάτες του στα κανάλια θα μας λένε ότι οι καθαρίστριες του υπουργείου οικονομικών έριξαν τα δημόσια ταμεία έξω αφού η χώρα βρίσκεται κάτω από την μπότα της αριστεράς εδώ και 40 χρόνια.
Αυτό που έχει σημασία δεν είναι να χαθούμε στις λεπτομέρειες του Ρυθμιστικού και του Άλσους, αλλά να εντάξουμε όλη αυτή την υπόθεση στο μοντέλο που χτίσει ο ελληνικός καπιταλισμός. Και στη Νέα Φιλαδέλφεια έχουμε όλα τα συστατικά του: Εκχώρηση με εξευτελιστικούς όρους δημόσιας περιουσίας σε μαφιόζους καπιταλιστές (και όχι σε ερασιτεχνικά αθλητικά σωματεία τα οποία άλλωστε είναι ΝΠΔΔ). Χρηματοδότηση με λεφτά του δημοσίου (μόνο ο Σγουρός υποσχέθηκε να δώσει το 1/3 του κόστους του γηπέδου, δηλαδή 20 εκ ευρώ). Για να ξεπλυθεί νομικά η μπίζνα νομοθετούν παραβιάζοντας ασύστολα το Σύνταγμα (αποχαρακτηρισμός δάσους κοκ) και ως συνήθως στη ζούλα μέσα σε κάποιο θερινό τμήμα. Προηγουμένως ο “επιχειρηματίας”, στα πρότυπα του Μαρινάκη, ντύνει έναν πρώην ποδοσφαιριστή τον Γεωργαμλή υποψήφιο δήμαρχο, αλλά για κακή του τύχη χάνει τη Δημαρχεία για 1000 ψήφους από τον υποψήφιο του ΣΥΡΙΖΑ γεγονός που ως ένα βαθμό περιπλέκει τα πράγματα. Ωστόσο η μαφία νιώθει τόσο ισχυρή, που με μεθόδους νύχτας και πεζοδρομίου επιχειρεί να επιβάλει τη θέλησή της και στη νέα δημαρχεία αλλά και στους πολίτες της περιοχής που καταγγέλλουν ανοιχτά τις μεθοδεύσεις κυβέρνησης Μελισσανίδη. Προεκλογικά ο υποψήφιος του Συριζα δέχτηκε επανειλημμένα απειλές για τη ζωή του, ενώ τα περίπτερα της παράταξής πυρπολήθηκαν πολλάκις από μπράβους που παρίσταναν τους θιγμένους οπαδούς της ΑΕΚ που δήθεν δεν τους αφήνει ο Συριζα να φτιάξουν την “Αγιά Σοφιά” τους. Ο Συριζα αντί να λυπηθούν με τον πιο ανοιχτό τρόπο τις απειλές και τα μπραβιλία προτιμά να ρίχνει τους τόνους. (γιατί μήπως τον λυπηθούνε τα καθάρματα; Ή μήπως για να μην τα χαλάσουν με τον επιχειρηματία;) Τα παραμύθια των μαφιόζων και η προκλητικότητά τους δεν έχει όρια. Αυτό όμως ήταν αναμενόμενο, όπως αναμενόμενο θα ήταν το πως πρέπει να αντιμετωπιστούν τέτοιου είδους σκουλήκια και μόνο στη γλώσσα που καταλαβαίνουν.
Όμως το κεντρικό επιτελείο του Συριζα φαίνεται ότι έχει άλλη γνώμη.Εγκλωβισμένοι στη πάλαι ποτέ λογική του θεσμικού συνομιλητή και καβαλημένοι από τα μεγάλα ποσοστά τους, κλείνουν ήδη συμφωνίες με τον “επιχειρηματία”, λες και τους πέφτει κάποιος θεσμικός λόγος. Την ώρα που οι τραμπούκοι διαλύουν συγκεντρώσεις πολιτών στη Ν. Φιλαδέλφεια*, την ώρα που έχουν επικηρύξει το νέο δήμαρχο μέλος του Συριζα, οι επιτελάρχες του, βρίσκουν σκόπιμο για συμφωνίες περί του γηπέδου, τόσο με τον επιχειρηματία, όσο και στη βουλή, που δηλώνουν χωρίς ντροπή ότι θα καταψηφίσουν το ρυθμιστικό εκτός από το άρθρο 81 που αφορά το γήπεδο. Στην πραγματικότητα ότι και να ψηφίσει ο Συριζα, το ν/σ θα περάσει. Ωστόσο η υπερψήφιση του 81 έχει συμβολικό χαρακτήρα και μπόλικο πολιτικό νόημα. Πρώτα από όλα δείχνει πως εννοεί ο Συριζα τις συνεννοήσεις για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και δη με το κεφάλαιο. Προφανώς στους σχεδιασμούς αυτούς περιλαμβάνονται επιχειρηματίες τους συγκεκριμένου είδους. Δεύτερον είναι το απόλυτο άδειασμα των κατοίκων της περιοχής που αρνούνται τη μετατροπή των γειτονιών τους σε φέουδο των κρατικοδίαιτης αριστοκρατίας. Το ενδιαφέρον στην όλη υπόθεση είναι ότι ο πρωταγωνιστής της συναλλαγής ακούει στο όνομα Στρατούλης κεντρικό στέλεχος της Αριστερής Πλατφόρμας που υποτίθεται αντιπολιτεύεται από τα αριστερά τις επιλογές προσαρμογής του προεδρικού επιτελείου.
Η Ν. Φιλαδέλφεια είναι μια κεντρική και όχι μια τοπική μάχη. Το αν ένα άλσος 550 στρεμμάτων που εξυπηρετεί περιοχές πέρα από το συγκεκριμένο δήμο βρεθεί στα χέρια κάποιου “φορέα” που θα το χαρίζει όπου γουστάρει, δεν αφορά μόνο του κατοίκους πέριξ αυτού, αλλά τους κατοίκους όλου του λεκανοπεδίου. Ο Μελισσανίδης όπως και κάθε πετρελαιάς, εφοπλιστής και επιχειρηματίας που μπλέκεται με το ποδόσφαιρο, προφανώς και δεν το κάνει για να ικανοποιήσει τα πάθη του. Πρόκειται για αδίστακτους μπιζνεσμεν όπως ο Μπέος που ως γνωστόν έστηνε τους αγώνες για να κονομάει εκατομμύρια από το “στοίχημα”. Το μόνο ενδιαφέρον του Μελισσανίδη από την ΑΕΚ είναι η εκμετάλλευση του γηπέδου και παράλληλα η στελέχωση ενός ιδιωτικού στρατού από μπράβους προκειμένου να μπαίνουν στη θέση τους όσοι φέρνουν αντιρρήσεις στο θεάρεστο έργο του πλιατσικολόγου, με το αζημίωτο πάντα. Λοιπόν αυτά τα υποκείμενα πρέπει να αντιληφθούν ότι δεν θα κάνουν περίπατο, ούτε στη Ν. Φιλαδέλφεια, ούτε πουθενά. Οι μαγκιές και οι κλανιές στα χουλιγκανάκια της θύρας 7 και της 13. Στο βαθμό που οι συγκεκριμένες συμμορίες που μαζεύονται από όλη την Αττική για να βγάλουν μεροκάματο, συνεχίζουν να τρομοκρατούν τους πολίτες της περιοχής που ζητάνε το αυτονόητο δικαίωμα στα δημόσια αγαθά, τότε η Νέα Φιλαδέλφεια πρέπει να γίνει η νέα Κερατέα. Ο νέος δήμαρχος οφείλει να πάρει μια ξεκάθαρη θέση. Εδώ δεν υπάρχει μια μέση λύση. Εξυπακούεται ότι οι απειλές κατά οποιουδήποτε πολίτη της Νέας Φιλαδέλφειας πρέπει να καταγγέλλονται άμεσα και να παρθούν μέτρα περιφρούρησης. Αν νομίζουν ορισμένοι ότι θα έχουμε νέους Λαμπράκηδες από τους γκοτζαμάνηδες που σέρνουν πίσω τους είναι γελασμένοι. Μπορεί κανείς το πρωί να θέλει να απαλλαγεί από τα βαρίδια της μεταπολίτευσης και τη νύχτα να νοσταλγεί τις εποχές της καρφίτσας. Να μην ξεχνά όμως ότι η εποχή της καρφίτσας έφερε τα Ιουλιανά (όπως κάποτε τα Δεκεμβριανά) και ότι τα βαρίδια περιελάμβαναν και μια αριστερά του χεριού σας που με τα ψιχουλάκια που της δίνανε, κράταγε την κατάσταση υπό έλεγχο. Τώρα αφού δεν σας ενδιαφέρει η συναίνεση από την αριστερά και τον κόσμο της, αλλά οι συμμαχίες με τον υπόκοσμο της ΧΑ και της μαφίας -και χωρίς Καζέρτες και Λίβανους- να ξέρετε ότι το παιχνίδι μπορεί να έχει οποιοδήποτε αποτέλεσμα. Φαίνεται όμως ότι τα επιτελεία του Σαμαρά (βλέπε Μπαλτάκος) σπέρνουν ανέμους για να θερίσουν θύελλες. Από τις Σκουριές, από την Κερατέα, και από τα κολλητιλίκια με τη ΧΑ φαίνεται ότι δεν έβγαλαν κανένα μάθημα. Ας το βγάλουν τώρα από την Νέα Φιλαδέλφεια.
Σε μάχες σαν αυτή θα κριθεί και η δυνατότητα της άρχουσας τάξης και του ελεεινού πολιτικού της προσωπικού να χτίσει τις συμμαχίες της με τον υπόκοσμο συγκροτώντας το νέο αστικό μπλοκ εξουσίας σε συνθήκες πολεμικού καπιταλισμού. Αυτός είναι ακόμα ένας λόγος που η μάχη αυτή είναι κεντρική και η ήττα του επιχειρηματία θα είναι μια ήττα για την άρχουσα τάξη, μια ήττα για το κράτος έκτακτης ανάγκης. Και μια παράπλευρη ήττα τέλος της θλιβερής ηγεσίας του Συριζα να γίνει αρεστή στο κεφάλαιο. Όσο για τους φίλαθλους της ΑΕΚ (δεν μιλάμε για τους έμμισθους μπράβους), ας αναρωτηθούν ποιοι ήταν αυτοί που γκρέμισαν το ιστορικό της γήπεδο υποσχόμενοι ενόψει ολυμπιάδας ένα Μαρακανά στη θέση του. Αν θέλουν γήπεδο για την ΑΕΚ και όχι για τον επιχειρηματία, ας τα βρουν με τους κατοίκους της περιοχής. Εξάλλου η ΑΕΚ ανήκει στο λαό της και όχι στο κάθε λαμόγιο που ασχολείται μόνο με την τσέπη του.
Τέλος για να μην προκύψουν ζητήματα στο ίδιο το Άλσος αυτό αρχικά αποχαρακτηρίζεται από δάσος σε μητροπολιτικό πάρκο στο οποίο επιτρέπονται εγκαταστάσεις ενώ η ιδιοκτησία του περνάει από το Δήμο σε κάποιον «Φορέα Ανάπλασης και Διαχείρισης Μητροπολιτικών και Υπερτοπικών Πάρκων Αττικής». Η ερασιτεχνική ΑΕΚ βάσει του ίδιου νόμου (αρ.81) “δύναται να αποδέχεται δωρεές ή χορηγίες από τρίτους, να εκχωρεί δικαιώματα και υποχρεώσεις σε τρίτους, να συμβάλλεται με αυτούς (…)”. Έτσι το γήπεδο θα περάσει στη διαχείριση της ΠΑΕ δηλαδή του Μελισαννίδη, ο οποίος με ξένα κόλλυβα θα παριστάνει τον δερβέναγα της περιοχής και οι προστάτες του στα κανάλια θα μας λένε ότι οι καθαρίστριες του υπουργείου οικονομικών έριξαν τα δημόσια ταμεία έξω αφού η χώρα βρίσκεται κάτω από την μπότα της αριστεράς εδώ και 40 χρόνια.
Αυτό που έχει σημασία δεν είναι να χαθούμε στις λεπτομέρειες του Ρυθμιστικού και του Άλσους, αλλά να εντάξουμε όλη αυτή την υπόθεση στο μοντέλο που χτίσει ο ελληνικός καπιταλισμός. Και στη Νέα Φιλαδέλφεια έχουμε όλα τα συστατικά του: Εκχώρηση με εξευτελιστικούς όρους δημόσιας περιουσίας σε μαφιόζους καπιταλιστές (και όχι σε ερασιτεχνικά αθλητικά σωματεία τα οποία άλλωστε είναι ΝΠΔΔ). Χρηματοδότηση με λεφτά του δημοσίου (μόνο ο Σγουρός υποσχέθηκε να δώσει το 1/3 του κόστους του γηπέδου, δηλαδή 20 εκ ευρώ). Για να ξεπλυθεί νομικά η μπίζνα νομοθετούν παραβιάζοντας ασύστολα το Σύνταγμα (αποχαρακτηρισμός δάσους κοκ) και ως συνήθως στη ζούλα μέσα σε κάποιο θερινό τμήμα. Προηγουμένως ο “επιχειρηματίας”, στα πρότυπα του Μαρινάκη, ντύνει έναν πρώην ποδοσφαιριστή τον Γεωργαμλή υποψήφιο δήμαρχο, αλλά για κακή του τύχη χάνει τη Δημαρχεία για 1000 ψήφους από τον υποψήφιο του ΣΥΡΙΖΑ γεγονός που ως ένα βαθμό περιπλέκει τα πράγματα. Ωστόσο η μαφία νιώθει τόσο ισχυρή, που με μεθόδους νύχτας και πεζοδρομίου επιχειρεί να επιβάλει τη θέλησή της και στη νέα δημαρχεία αλλά και στους πολίτες της περιοχής που καταγγέλλουν ανοιχτά τις μεθοδεύσεις κυβέρνησης Μελισσανίδη. Προεκλογικά ο υποψήφιος του Συριζα δέχτηκε επανειλημμένα απειλές για τη ζωή του, ενώ τα περίπτερα της παράταξής πυρπολήθηκαν πολλάκις από μπράβους που παρίσταναν τους θιγμένους οπαδούς της ΑΕΚ που δήθεν δεν τους αφήνει ο Συριζα να φτιάξουν την “Αγιά Σοφιά” τους. Ο Συριζα αντί να λυπηθούν με τον πιο ανοιχτό τρόπο τις απειλές και τα μπραβιλία προτιμά να ρίχνει τους τόνους. (γιατί μήπως τον λυπηθούνε τα καθάρματα; Ή μήπως για να μην τα χαλάσουν με τον επιχειρηματία;) Τα παραμύθια των μαφιόζων και η προκλητικότητά τους δεν έχει όρια. Αυτό όμως ήταν αναμενόμενο, όπως αναμενόμενο θα ήταν το πως πρέπει να αντιμετωπιστούν τέτοιου είδους σκουλήκια και μόνο στη γλώσσα που καταλαβαίνουν.
Όμως το κεντρικό επιτελείο του Συριζα φαίνεται ότι έχει άλλη γνώμη.Εγκλωβισμένοι στη πάλαι ποτέ λογική του θεσμικού συνομιλητή και καβαλημένοι από τα μεγάλα ποσοστά τους, κλείνουν ήδη συμφωνίες με τον “επιχειρηματία”, λες και τους πέφτει κάποιος θεσμικός λόγος. Την ώρα που οι τραμπούκοι διαλύουν συγκεντρώσεις πολιτών στη Ν. Φιλαδέλφεια*, την ώρα που έχουν επικηρύξει το νέο δήμαρχο μέλος του Συριζα, οι επιτελάρχες του, βρίσκουν σκόπιμο για συμφωνίες περί του γηπέδου, τόσο με τον επιχειρηματία, όσο και στη βουλή, που δηλώνουν χωρίς ντροπή ότι θα καταψηφίσουν το ρυθμιστικό εκτός από το άρθρο 81 που αφορά το γήπεδο. Στην πραγματικότητα ότι και να ψηφίσει ο Συριζα, το ν/σ θα περάσει. Ωστόσο η υπερψήφιση του 81 έχει συμβολικό χαρακτήρα και μπόλικο πολιτικό νόημα. Πρώτα από όλα δείχνει πως εννοεί ο Συριζα τις συνεννοήσεις για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και δη με το κεφάλαιο. Προφανώς στους σχεδιασμούς αυτούς περιλαμβάνονται επιχειρηματίες τους συγκεκριμένου είδους. Δεύτερον είναι το απόλυτο άδειασμα των κατοίκων της περιοχής που αρνούνται τη μετατροπή των γειτονιών τους σε φέουδο των κρατικοδίαιτης αριστοκρατίας. Το ενδιαφέρον στην όλη υπόθεση είναι ότι ο πρωταγωνιστής της συναλλαγής ακούει στο όνομα Στρατούλης κεντρικό στέλεχος της Αριστερής Πλατφόρμας που υποτίθεται αντιπολιτεύεται από τα αριστερά τις επιλογές προσαρμογής του προεδρικού επιτελείου.
Η Ν. Φιλαδέλφεια είναι μια κεντρική και όχι μια τοπική μάχη. Το αν ένα άλσος 550 στρεμμάτων που εξυπηρετεί περιοχές πέρα από το συγκεκριμένο δήμο βρεθεί στα χέρια κάποιου “φορέα” που θα το χαρίζει όπου γουστάρει, δεν αφορά μόνο του κατοίκους πέριξ αυτού, αλλά τους κατοίκους όλου του λεκανοπεδίου. Ο Μελισσανίδης όπως και κάθε πετρελαιάς, εφοπλιστής και επιχειρηματίας που μπλέκεται με το ποδόσφαιρο, προφανώς και δεν το κάνει για να ικανοποιήσει τα πάθη του. Πρόκειται για αδίστακτους μπιζνεσμεν όπως ο Μπέος που ως γνωστόν έστηνε τους αγώνες για να κονομάει εκατομμύρια από το “στοίχημα”. Το μόνο ενδιαφέρον του Μελισσανίδη από την ΑΕΚ είναι η εκμετάλλευση του γηπέδου και παράλληλα η στελέχωση ενός ιδιωτικού στρατού από μπράβους προκειμένου να μπαίνουν στη θέση τους όσοι φέρνουν αντιρρήσεις στο θεάρεστο έργο του πλιατσικολόγου, με το αζημίωτο πάντα. Λοιπόν αυτά τα υποκείμενα πρέπει να αντιληφθούν ότι δεν θα κάνουν περίπατο, ούτε στη Ν. Φιλαδέλφεια, ούτε πουθενά. Οι μαγκιές και οι κλανιές στα χουλιγκανάκια της θύρας 7 και της 13. Στο βαθμό που οι συγκεκριμένες συμμορίες που μαζεύονται από όλη την Αττική για να βγάλουν μεροκάματο, συνεχίζουν να τρομοκρατούν τους πολίτες της περιοχής που ζητάνε το αυτονόητο δικαίωμα στα δημόσια αγαθά, τότε η Νέα Φιλαδέλφεια πρέπει να γίνει η νέα Κερατέα. Ο νέος δήμαρχος οφείλει να πάρει μια ξεκάθαρη θέση. Εδώ δεν υπάρχει μια μέση λύση. Εξυπακούεται ότι οι απειλές κατά οποιουδήποτε πολίτη της Νέας Φιλαδέλφειας πρέπει να καταγγέλλονται άμεσα και να παρθούν μέτρα περιφρούρησης. Αν νομίζουν ορισμένοι ότι θα έχουμε νέους Λαμπράκηδες από τους γκοτζαμάνηδες που σέρνουν πίσω τους είναι γελασμένοι. Μπορεί κανείς το πρωί να θέλει να απαλλαγεί από τα βαρίδια της μεταπολίτευσης και τη νύχτα να νοσταλγεί τις εποχές της καρφίτσας. Να μην ξεχνά όμως ότι η εποχή της καρφίτσας έφερε τα Ιουλιανά (όπως κάποτε τα Δεκεμβριανά) και ότι τα βαρίδια περιελάμβαναν και μια αριστερά του χεριού σας που με τα ψιχουλάκια που της δίνανε, κράταγε την κατάσταση υπό έλεγχο. Τώρα αφού δεν σας ενδιαφέρει η συναίνεση από την αριστερά και τον κόσμο της, αλλά οι συμμαχίες με τον υπόκοσμο της ΧΑ και της μαφίας -και χωρίς Καζέρτες και Λίβανους- να ξέρετε ότι το παιχνίδι μπορεί να έχει οποιοδήποτε αποτέλεσμα. Φαίνεται όμως ότι τα επιτελεία του Σαμαρά (βλέπε Μπαλτάκος) σπέρνουν ανέμους για να θερίσουν θύελλες. Από τις Σκουριές, από την Κερατέα, και από τα κολλητιλίκια με τη ΧΑ φαίνεται ότι δεν έβγαλαν κανένα μάθημα. Ας το βγάλουν τώρα από την Νέα Φιλαδέλφεια.
Σε μάχες σαν αυτή θα κριθεί και η δυνατότητα της άρχουσας τάξης και του ελεεινού πολιτικού της προσωπικού να χτίσει τις συμμαχίες της με τον υπόκοσμο συγκροτώντας το νέο αστικό μπλοκ εξουσίας σε συνθήκες πολεμικού καπιταλισμού. Αυτός είναι ακόμα ένας λόγος που η μάχη αυτή είναι κεντρική και η ήττα του επιχειρηματία θα είναι μια ήττα για την άρχουσα τάξη, μια ήττα για το κράτος έκτακτης ανάγκης. Και μια παράπλευρη ήττα τέλος της θλιβερής ηγεσίας του Συριζα να γίνει αρεστή στο κεφάλαιο. Όσο για τους φίλαθλους της ΑΕΚ (δεν μιλάμε για τους έμμισθους μπράβους), ας αναρωτηθούν ποιοι ήταν αυτοί που γκρέμισαν το ιστορικό της γήπεδο υποσχόμενοι ενόψει ολυμπιάδας ένα Μαρακανά στη θέση του. Αν θέλουν γήπεδο για την ΑΕΚ και όχι για τον επιχειρηματία, ας τα βρουν με τους κατοίκους της περιοχής. Εξάλλου η ΑΕΚ ανήκει στο λαό της και όχι στο κάθε λαμόγιο που ασχολείται μόνο με την τσέπη του.
Κ. Μαραγκός για το Avantgarde
*Την Πέμπτη (29/5), 200 τραμπούκοι δήθεν “φίλαθλοι” εισέβαλαν στο Πνευματικό Κέντρο του δήμου και διέλυσαν πριν καν ξεκινήσει συγκέντρωση-συζήτηση φορέων πολιτών με θέμα την αντισταση στο νέο Ρυθμιστικό
Σχετικό: Ανοιχτό κάλεσμα για το «Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας Αττικής» Πέμπτη 19/6, 7 μμ στην Ν.Φιλαδέλεφεια
πηγή:
http://avantgarde2009.wordpress.com/2014/06/16/kratikodiaitos-mafiozikos-kapitalismos/: