Για τον λησμονημένο Θεσσαλονικιό σκηνοθέτη, Τάκη Κανελλόπουλο
Έχει ίσως σημασία το πως ανακάλυψα το έργο του Τάκη Κανελλόπουλου: ετοιμάζοντας μια αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, έψαξα για τα ντοκιμαντέρ αφιερωμένα στη ζωή και το έργο του. Εκεί ανακάλυψα πλήθος άλλων σημαντικών ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ, όπως ένα του 1982 που αφορούσε την προπαγάνδα της χούντας: Μαρωνίτης, Ραφαηλίδης και άλλοι, ανέλυαν το χυδαίο λόγο της χούντας και τους μηχανισμούς λογοκρισίας και προπαγάνδας της. Δυστυχώς, λίγοι το έχουν παρακολουθήσει.
Μεταξύ άλλων, ένας σύνδεσμος για ένα άγνωστο όνομα, με ένα πολύ γνωστό πρόσωπο στο εικονίδιο του συνδέσμου: εκείνο ενός ανθρώπου που έβλεπα για πολλά χρόνια να τριγυρνάει στους δρόμους του κέντρου της Θεσσαλονίκης, και να περνάει συχνά από τον πεζόδρομο της Ικτίνου, όπου πήγαινα σχολείο. Ήταν μια ασυνήθιστη μορφή, πλατύγυρο καπελάκι, λευκό μούσι, γυαλιά. Θύμιζε προφήτη, ή εξερευνητή. Δε γνωρίζαμε πολλά για καλλιτέχνες τότε, ιδίως για ζώντες. Μέσα στην ομοιομορφία της μπουρζουαζίας και των νεόπλουτων του κέντρου τότε, ήταν αρκετά διαφορετικός. Με το θράσος και την άγνοια που διακατέχει τα τέκνα των νεόπλουτων, πολλοί σκέφτονταν τότε να τον πειράξουν, σίγουροι πως ήταν κάποιου είδους τρελός που δεν θα καταλάβαινε το πείραγμα. Κανείς δεν τόλμησε όμως, από όσο θυμάμαι. Kάποια σοβαρότητα που εξέπεμπε, έκοβε τους θρασύδειλους.
Όχι, δεν ήταν αυτός ο σκηνοθέτης. Αυτός ήταν ζωγράφος και συγγραφέας της πόλης, μαζί και ηθοποιός που είχες παίζει σε κάποιες ταινίες του Κανελόπουλου, για τον οποίο μιλούσε στο ντοκιμαντέρ. Ο Κώστας Λαχάς. Κάποια σύμπτωση είχε κάνει αυτός να είναι στο παγωμένο εικονίδιο του συνδέσμου για το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ.
H αλήθεια είναι ότι δε γνωρίζω πολλά για το έργο του Κανελλόπουλου. Θα αναφέρω όμως κάποια πράγματα που διαπίστωσα, μαθαίνοντας για τη ζωή και το έργο του, καθώς και παρακολουθώντας δύο ταινίες του, την ‘παρένθεση’ (1968) και την ‘εκδρομή’. Μέσα από αυτά τα αποσπασματικά που μπορώ να εκφράσω για τον Κανελλόπουλο, θα πω γιατί θεωρώ ότι αξίζει να σταθεί κανείς λίγο στο έργο του.
Η ‘παρένθεση’ (1968), αφορά την εξιστόρηση μιας τυχαίας γνωριμίας. Μιας γνωριμίας που λαμβάνει χώρα σε ένα ταξίδι ρουτίνας με τραίνο της γραμμής, Αθηνών-Αλεξανδρούπολης, και επεκτείνεται στην εξάωρη καθυστέρηση που συναντάει το δρομολόγιο στη Θεσσαλονίκη. Οι πρωταγωνιστές φαίνεται να έχουν γνωριστεί τυχαία, στο κουπέ που έτυχε να βρεθούν οι ατομικές τους θέσεις. Η γυναίκα πρόκειται να συνεχίσει το ταξίδι της, ενώ ο άνδρας έχει ήδη φτάσει στον προορισμό του. Αποφασίζουν όμως να χρησιμοποιήσουν το κενό της καθυστέρησης για να γνωριστούν καλύτερα. Το ταξίδι παίρνει άλλη τροπή και κυλάει στους δρόμους, στις απόμακρες γωνιές και στις παραλίες της πόλης, της εποχής της. Η αφήγηση της γυναίκας που μοιάζει με κάποιου είδους βιογραφικής μαρτυρίας, κατευθύνει την όποια πλοκή του έργου. Δεν υπάρχουν διάλογοι στην ταινία. Συγχρόνως, οι εικόνες τρέχουν ονειρικά, σε τοπία κοινά μα και ιδανικά, απολύτως συναισθηματικά, σε τοπία εκπληρωμένα, φιλόξενα και παντοτινά, σαν την αναπαράσταση μιας ανάμνησης στιγμών ανάτασης που θέλει κανείς να κρατήσει για πάντα. Η ‘παρένθεση’ επομένως, μοιάζει να είναι σημαντικότερη από την ομαλότητα. Και το πραγματικό ταξίδι μοιάζει να τελείται στην (εξάωρη) στιγμή της διακοπής του.
Το ζήτημα που πραγματεύεται η ταινία είναι βεβαίως ο έρωτας, στη μορφή που εμφανίζεται πάντα: απρόσμενα, αναπάντεχα – μα και απολύτως ταιριαστά - ανοίγοντας μεγάλες στιγμές μέσα σε χρόνους που τα φτερά του κάνουν να φαίνονται νεκροί. Ο χρόνος ποτέ δεν είναι αρκετός, μα είναι αλήθεια ότι η στιγμή συχνά φέρνει πολλά περισσότερα από τον καθημερινό χρόνο, στις ρουτίνες και στις συνήθειες του. Είναι πράγματι ο έρωτας ένα -κατά Αλαίν Μπαντιού- συμβάν που μετά από αυτό δεν μπορείς να επιστρέψεις, όπως ήσουν, εκεί που ήσουν.
Η ταινία δείχνει τη διάρκεια της εκπλήρωσης. Γνωρίζουμε τα όρια εξ αρχής, κι όμως κάποιες λίγες φορές αποφασίζουμε να προχωρήσουμε, αφήνοντας τους υπολογισμούς κατά μέρος. Τότε αναπνέουμε, τότε πετάμε.
Η ‘εκδρομή’ αφορά ένα πιο σύνθετο θέμα. Έναν έρωτα ‘παράνομο’, χτισμένο σε μυστικά και σε ψέματα. Ένας έρωτας υβριστικός, που λαμβάνει χώρα σε μια κρίσιμη εποχή, σε μια εποχή ενός αγνώστου πολέμου (πιθανώς του ελληνικού εμφυλίου), σε χρόνους ‘κρίσιμους’, όπου οι προσδοκίες της ζωής είναι πάντα περιορισμένες. Οι ερωτευμένοι μοιάζουν να μην πιστεύουν σε τίποτα. Ακολουθούν όμως τις επιταγές των ηθών, της τάξης και του χρόνου τους. Ακολουθούν τη ‘μοίρα’ τους, την οποία και προσπαθούν να υπερβούν σιωπηλά, συνωμοτικά. Η προοπτική μιας άλλης ζωής αλλού, έξω από τα στενά χωρικά σύνορα της χώρας που κυλάει η ζωή τους, είναι εκεί, και την κυνηγούν στη μόνη ευκαιρία που τους ανοίγεται. Για να φτάσουν εκεί, κυλιούνται μεταφορικά μα και κυριολεκτικά, στη λασπή. Ψέματα, λιποταξίες, ταλαιπωρία, κρύψιμο. Η κυριαρχία όμως αποδεικνύεται δυνατότερη από αυτούς. Κι έτσι το όριο δεν ξεπερνιέται ποτέ.
Η φωτογραφία του Κανελλόπουλου είναι ονειρική και ρευστή, σα να αναζητά η φαντασία την ομορφιά, στην πλήρη της μορφή. Η ‘χαμένη’ Ελλάδα του 1960 που αναδύεται – έστω και εξιδανικευμένη, μακριά από την πολιτική και κοινωνική αθλιότητα της εποχής εκείνης- δείχνει την επιλεκτική και οξυμένη ματιά του Κανελλόπουλου, στην αναζήτηση (ή στη διάσωση) του ωραίου. Το κριτήριο του δημιουργού μας μεταφέρει σε τόπους καθαρούς, απλούς, σε τόπους που αναπνέουν, μακριά από την αισθητική ρύπανση της σημερινής Ελλάδας, δείχνοντας ότι κάτι άλλο πάντα υπήρξε και συνεχίζει να υπάρχει. Στους τόπους αυτούς, περιπλανιέται ο έρωτας και τα πάθη των εκάστοτε ηρώων του. Είναι επομένως εξυψωτική η ματιά του, γιατί το άτομο στη μηδαμινότητα και στην ευθραυστότητα του, έτσι όπως τα συμφραζόμενα αναδεικνύουν, απελευθερώνεται, για λίγο. Μέσα από την ελευθερία αυτή, ζωντανεύουν και οι τόποι ως πεδία προσωπικής μυθολογίας, αφήνοντας χώρο για ταυτίσεις, σε χρόνους έξω από αστικές συμβάσεις.
Η φωτογραφία των ταινιών φέρει πολλές αναφορές: Μπεργκμανικά πορτραίτα τυραννισμένων γυναικών, Ταρκοφσκικά νοσταλγικά τοπία, αδειάσματα και απομακρύνσεις του φακού που θυμίζουν Αντονιόνι. Οι επιστροφές και η επίκληση – ή η εξιδανίκευση - της ανάμνησης, θυμίζουν το (αριστουργηματικό) ‘τελευταίο καλοκαίρι στο Μαρίενμπαντ’ του Ρενέ, μεταφρασμένο όμως στην πιο απλή και χαμηλωμένη ίσως εκδοχή του: αυτή της ελληνικής πραγματικότητας και του ελληνικού τοπίου. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μεγαλοαστικά ξενοδοχεία άλλων αιώνων, ούτε και με μπαρόκ συνθέσεις, μα με μια φύση που παραμένει αμόλευτη (‘αναξιοποίητη’ για κάποιους). Ο μύθος επανέρχεται και η μαγεία επιτελείται σε φυσικά τοπία, και όχι στους δαιδαλώδεις διαδρόμους των πεδίων που έφτιαξαν τα χέρια του ανθρώπου.
Η φωτογραφία του Κανελλόπουλου μοιάζει πρωτοποριακή, σε μια εποχή όπου στην Ελλάδα, ο κυρίαρχος κινηματογράφος στερούνταν αυτού του είδους τη ματιά της ανασύνθεσης των συναισθημάτων και των τόπων, σε ένα πλαίσιο παραπάνω από ρεαλισμούς που επέβαλλαν τα ήθη και οι κυρίαρχες επιδιώξεις για τη ζωή - της εποχής εκείνης. Στον κινηματογράφο του Κανελλόπουλου, δε θα δει κανείς τα σταθερά και ακίνητα πλάνα σε διαμερίσματα όπου εκτυλίσσονταν συνήθως η πλοκή του κλασικού ελληνικού κινηματογράφου της Φίνος ή της Καραγιάννης-Καρατζόπουλος. Οι πρωταγωνιστές είναι πρόσωπα γνωστά, από τις πιο γνωστές και κλασικές ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, αυτού του habitus πολλών μεταπολεμικών γενιών, που μοιάζει πια να είναι ενά από τα – ολοένα και λιγότερα – πράγματα που ενώνουν το λαό στις κοινές αναφορές του. Οι πρωταγωνιστές όμως αυτοί αναδύονται ως άλλου είδους δρώντες μέσα από το λυρισμό των ταινιών αυτών. Οι γυναίκες, σε κεντρική θέση, υψώνουν τον έρωτα και τον πόθο στο σημείο της αξιοπρέπειας.
Και ίσως τελικά, ο έρωτας για τη γυναίκα είναι το κίνητρο που σμιλεύει στις ταινίες αυτές τη γυναίκα σε ιδανικές μορφές της. Το βλέμμα του Κανελλόπουλου είναι αρρενωπό, μα όχι μάτσο. Η γυναίκα είναι το κεντρικό σημείο της αφήγησης και της αναπαράστασης, η άπιαστη γυναίκα, η γυναίκα που γλιστρά στους τόπους, στις συμβάσεις, στις ηλικίες. Είναι η γυναίκα η μεταφορά της ζωής ολόκληρης, μιας ζωής που κυρίως νικάει ο χρόνος, έπειτα από όλες τις κοινωνικές αναμετρήσεις, μέσα από τις οποίες περνάει και ο έρωτας και σβήνει, ή στις μικρές στιγμές του, θεριεύει, σα μια άγρια κι ανέλπιστη νίκη.
῍῍῍῍῍
υ.γ. “γιατί τα μάτια μου γίνονται απαλά σαν βελούδο του άγχους, όταν τα κορίτσια μένουν έγκυα” (Asger Jorn, Jørgen Nash).
υ.γ. 2. “Όταν είσαι νέος σκέφτεσαι μια συγκεκριμένη γυναίκα, ενώ όσο μεγαλώνεις σκέφτεσαι τη γυναίκα γενικά” (Τσεζάρε Παβέζε, ημερολόγια)
πηγή: http://heterotopiasblog.wordpress.com/2014/06/08/%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%BB%CE%B7%CF%83%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF-%CE%B8%CE%B5%CF%83%CF%83%CE%B1%CE%BB%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%B9%CF%8C-%CF%83%CE%BA%CE%B7/