Η πολιτική ποίηση της Κατερίνας Γώγου
Στα γενέθλια της Κατερίνας Γώγου (1η Ιούνη 1940-1η Ιούνη 2014)
TΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
Διαβάζοντας τα ποιήματα της Κατερίνας Γώγου, θέτω στον εαυτό μου την ίδια πάντα ερώτηση: Τι κάνει ένα ποίημα ποίημα; Οι περισσότεροι γραμματολόγοι αγνόησαν την ποίησή της1 την ίδια στιγμή που οι πωλήσεις των βιβλίων της έφταναν, και πριν από το θάνατό της, στα ύψη του νομπελίστα Ελύτη2. Ενώ η Γώγου ανήκε χρονολογικά στη λεγόμενη «γενιά του ’70», εφόσον γεννήθηκε το 1940 και εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο το 1978, δεν συμπεριλήφθηκε όμως επισήμως σε αυτήν.
Ενώ οι ειδικοί επιδόθηκαν σε μια προσπάθεια σωστής ονομάτισης αυτής της γενιάς (με τους όρους «γενιά της αμφισβήτησης», «γενιά της άρνησης», «γενιά των γερανών και των φλίπερ», «τρίτη μεταπολεμική γενιά»3), ο ανένταχτος αντικομφορμισμός που πρωτοσυνέδεσε τους εν λόγω ποιητές άρχιζε, με το τέλος της δεκαετίας, να υποχωρεί. Όταν δηλαδή η Γώγου εξέδιδε το δεύτερο βιβλίο της, που έφερε τον προκλητικό πολιτικό τίτλο Ιδιώνυμο (1980)4, υψώνοντας ακόμη παραπάνω τους τόνους της πολιτικής αμφισβήτησης του Τρία κλικ αριστερά, το μεγαλύτερο μέρος της «γενιάς του ’70» προσχωρούσε σε έναν προσωπικό, υπαινικτικό και γλωσσοκεντρικό ποιητικό δρόμο. Τη δεκαετία του ’80 ανέτελλε για την ιστορία της νεοελληνικής ποίησης η επόμενη γενιά, του «ιδιωτικού οράματος»5, με κύριο χαρακτηριστικό της τη σταδιακή, και συχνά ηθελημένη, αποϊδεολογικοποίηση.
Ο κριτικός Αλέξης Ζήρας κάνει λόγο για ένα πολιτικό όραμα εξαρχής αδρανοποιημένο, εφόσον «σε κανέναν από τους επιμέρους ποιητές δεν συναντάμε με ρητό και άμεσο τρόπο την υπαγωγή της τέχνης σε ιδέες και πολιτικοκοινωνικά σχήματα»6. Ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, από την άλλη, υποστηρίζει ότι, ενώ κάποιοι πρόλαβαν «να προβούν σε μια υπερβατική σάρωση του διεθνούς διπολισμού», άλλοι αισθάνονταν ότι «δεν μπορού[σαν] να κλείσουν την πόρτα σε όσα εξακολουθού[σαν] να συμβαίνουν γύρω τους»7. Αυτοί οι άλλοι δεν κατονομάζονται, δεν είναι όμως δύσκολο να καταλάβουμε σε ποια από τις δύο κατηγορίες ανήκε η Γώγου, λαμβάνοντας υπόψη μας τους στίχους ποιητικής της: «Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ / είναι μη γίνω “ποιητής”. / Μην κλειστώ στο δωμάτιο / ν’ αγναντεύω τη θάλασσα / κι απολησμονήσω»8.
Ο κριτικός Αλέξης Ζήρας κάνει λόγο για ένα πολιτικό όραμα εξαρχής αδρανοποιημένο, εφόσον «σε κανέναν από τους επιμέρους ποιητές δεν συναντάμε με ρητό και άμεσο τρόπο την υπαγωγή της τέχνης σε ιδέες και πολιτικοκοινωνικά σχήματα»6. Ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, από την άλλη, υποστηρίζει ότι, ενώ κάποιοι πρόλαβαν «να προβούν σε μια υπερβατική σάρωση του διεθνούς διπολισμού», άλλοι αισθάνονταν ότι «δεν μπορού[σαν] να κλείσουν την πόρτα σε όσα εξακολουθού[σαν] να συμβαίνουν γύρω τους»7. Αυτοί οι άλλοι δεν κατονομάζονται, δεν είναι όμως δύσκολο να καταλάβουμε σε ποια από τις δύο κατηγορίες ανήκε η Γώγου, λαμβάνοντας υπόψη μας τους στίχους ποιητικής της: «Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ / είναι μη γίνω “ποιητής”. / Μην κλειστώ στο δωμάτιο / ν’ αγναντεύω τη θάλασσα / κι απολησμονήσω»8.
Το ποιητικό υποκείμενο της Γώγου τοποθετεί τον εαυτό του έξω, στην κοινωνία, ακόμη κι αν κάτι τέτοιο θασήμανε και την αυτοκαταστροφή του: «Ένα πρωί / θ’ ανοίξω την πόρτα / και θα χαθώ / με τ’ όνειρο της επανάστασης / μες την απέραντη μοναξιά / των δρόμων που θα καίγονται»9.
Αν τα ποιήματα είναι ιστορικές μαρτυρίες και υπονομεύσεις κυρίαρχωναληθειών, η περίπτωση της Γώγου αποκαλύπτει μια άλλη όψη της μεταπολιτευτικής εποχής: ότι η μικροαστική λήθη10, η επενδυμένη με τον αέρα της αλλαγής και της προοδευτικότητας, δεν μπορούσε να παρηγορήσει κάποιους που παρέμειναν στους δρόμους των λαϊκών αγώνων κλυδωνισμένοι. Μάντισσα κακών, η ποιήτρια έβλεπε ότι ο κόσμος έπρεπε να αποκατασταθεί τόσο από τη σταλινική βαρβαρότητα όσο και από την εισβολή του καπιταλισμού. Γεμάτη απόγνωση γράφει: «Είμαι εγώ! / Δικό σας παιδί / αίμα απ’ το αίμα σας / ρούχο απ’ το ρούχο σας σάρκα εκ της σαρκός σας. / Μάνα μου / η ελευθερίων ηθών πουτάνα ο Καπιταλισμός / Πατέρας μου / ο αιμομίχτης χωρικός Ιωσήφ Ντζουγκασβίλι Στάλιν. / Γνήσιο παιδί της Ρόζμαρυ και του Εξορκιστή / παλουκωμένη στη μέση των καιρών / να με χτυπάν όλοι οι ανέμοι»11.
Τα ποιήματά καταγγέλλουν αμείλικτα και τους δύο πολιτικούς δρόμους αναζητώντας έναν τρίτο, μια διαφορετική πολιτική ταυτότητα, να πορευτούν. Ας σημειώσω εδώ ότι, όταν άρχισε να γράφει ποίηση, η ηθοποιός Γώγου διαφοροποίησε και τον τρόπο ζωής της: εγκατέλειψε τις ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, εκφραζόταν καλύτερα στον αναρχικό χώρο, αμφισβητώντας και πολεμώντας κάθε μορφή (κομματικής ή μη) εξουσίας. Την ίδια εποχή πραγματοποιούσε ριζικές αλλαγές στην καλλιτεχνική της πορεία κάνοντας ένα πελώριο άλμα από το «αστικό θέαμα» της Φίνος Φιλμ στον υπαρξιακό ίλιγγο της Παραγγελιάς. Αναζήτησε και αναγνώρισε τον εαυτό της έξω από τις τυποποιημένες και ασφυκτικές θηλυκές ταυτότητες που παρείχε μαζικά, υπό το φως των κολακευτικών προβολέων, η «καπιταλιστική πατριαρχία»12 κι ακροβάτησε στην ψυχική ευρυχωρία της ποίησης. Η ποίησή της αγκάλιασε όχι μόνο τη γυναίκα αλλά τον άνθρωπο συνολικά, επιθυμώντας να αποκαταστήσει χαμένες ψηφίδες της αξιοπρέπειάς του.
Το «όνειρο της επανάστασης» για τη Γώγου ατόνησε στις σκληρές διαψεύσεις του που αποτυπώνονται αιχμηρά στους στίχους των πρώτων βιβλίων της, ωστόσο το κυνήγι για το πολιτικό ιδανικό αποτέλεσε το πιο εμβληματικό ίσως θέμα της ποίησής της: «Μόνο που εμείς είχαμε αποφασίσει / ν’ αλλάξουμε τον κόσμο / κι αυτό δεν γίνεται με εξοχή»13. Και αλλού: «Που λες, γυρίζω ξυπόλυτη σ’ έναν κόσμο / που θέλω ν’ αλλάξω, αφήνοντας / ματωμένα χνάρια στο πέρασμά μου [...]»14. Δεν θα υπέγραφε ούτε στη ζωή ούτε στις λέξεις πιστοποιητικό φρονημάτων καταδικάζοντας έτσι τον εαυτό της σε μια οδυνηρή αυτοεξορία.
Εκείνο που διαφοροποιούσε τη Γώγου ουσιαστικά από τη «γενιά» της ήταν η πολιτική ριζοσπαστικοποίηση από την αρχή μέχρι το τέλος σχεδόν της γραφής της, γεγονός που την καθιστούσε εκ φύσεως ποιητικά ανέντακτη. Ακόμη και το ηπιότερο ύφος μεταγενέστερων βιβλίων της, επηρεασμένο από τη χρήση ουσιών, τον ιδρυματισμό, το επερχόμενο κύκνειο άσμα, αποκαλύπτει την άρνησή της για ενσωμάτωση σε ένα κοινωνικό σύστημα που η ίδια δεν σεβόταν. Ένας από τους κύριους λόγους που η ποίησή της χαρακτηρίζεται πολιτική είναι διότι η πολιτική ταυτότητα του ποιητικού της υποκειμένου επικαλύπτει ή ορίζει τις υπόλοιπες, πιο προσωπικές, πτυχές της ζωής της: την οικογένεια, τον έρωτα, το επάγγελμα, τη φιλία. Τα παιδικά της χρόνια είναι στιγματισμένα από την απολυταρχική μορφή του πατέρα, ο φόβος για τον οποίο τη μεταμορφώνει στην ποιητική της φαντασία σε ανυπεράσπιστο κοριτσάκι15. Η μητέρα της διατηρεί το ρόλο τού εν αγνοία θύματος και απομυθοποιείται16. Ο καταπιεστικός χώρος του οικογενειακού σπιτιού στέκεται συχνά εμπόδιο στην περιπέτεια της ζωής: «Να δώσεις μια και να βγεις από την πόρτα. / [...] Στήσου απέναντι και δες το πατρικό σου να σωριάζεται / τα παιδικά σου χρόνια δες τα καλά / [...] / πόρτες και παράθυρα έχουν το σχήμα του σταυρού / τίποτα δεν είναι τυχαίο / [...] –Η ζωή– / δεν είναι ένα κλειστό ταξίδι / που είταν / α‐α‐αταξίδευτο»17, γράφει η Γώγου υπονομεύοντας το γνωστό, τρομακτικό για ένα παιδί, τραγουδάκι Ήταν ένα μικρό καράβι. Η σχέση με τον εραστή γίνεται εξίσου περίπλοκη, μάλλον ανέφικτη, όπως φαίνεται στο στίχο: «Ο ιμπεριαλισμός ανάμεσά μας / δεν μπορώ να κάνω έρωτα μαζί σου / και με κανέναν. Είμαι 3 χρόνια στην ουρά των ανέργων»18. Και οι φίλοι είναι άλλοτε σύντροφοι19, άλλοτε προδότες20, γιατί η φιλία αποδεικνύεται αξιολογικά κατώτερη της αλήθειας, και άλλοι καταλήγουν ακόμη παρίες αυτόχειρες21.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό της πολιτικής της ποίησης είναι και η σύνδεση των ποιημάτων με το πολιτικό ήθος, το ιστορικό βίωμα και την πραγματικότητα και λιγότερο με την αισθητική της γλώσσας, τις λειτουργίες της μνήμης και τηςφαντασίας και τις διανοητικές διακειμενικές αναφορές. Τυχαίο δεν πρέπει να είναι που η Γώγου επαναφέρει μια πρόσφατη ποιητική παράδοση η οποία κρίθηκε κατώτερη των επιτευγμάτων του μοντερνισμού και συνδέθηκε τόσο με την ιδεολογία όσο και με την ήττα22: εκείνη των αριστερών ποιητών της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, του Μανόλη Αναγνωστάκη και, κυρίως, του Άρη Αλεξάνδρου. Αφενός ο υπαρξιακός και ειρωνικός τόνος και η σκηνοθεσία της μονολογικής απεύθυνσης του Αναγνωστάκη23, αφετέρου η κοφτερή γλώσσα του Αλεξάνδρου που ενσωμάτωσε στο λόγο του, πέρα από το σαρκασμό, την πολιτική ορολογία και κριτική24, λειτούργησαν ως το ομαλό έδαφος πάνω στο οποίο μπορούσε να ριζώσει η ποίησή της.
Βέβαια η Γώγου ριζοσπαστικοποιεί την πολιτική φωνή των προκατόχων της∙ αρνείται αφενός τη μορφική πειθαρχία, μεταφέρει αφετέρου τον πολιτικό στοχασμό ή/και τις εξομολογήσεις τραυματικών πολιτικών εμπειριών από το πεδίο της μνήμης στην τρέχουσα κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα: «Η μοναξιά… / δεν έχει το θλιμμένο χρώμα στα μάτια / της συννεφένιας γκόμενας. [...] Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά / και μετριέται πιάτο‐πιάτο / μαζί με τα κομμάτια τους / στον πάτο του φωταγωγού»25.
Με τη δραματοποίηση και την «εκδραμάτιση»26 δίνεται μάλιστα η εντύπωση πως η Γώγου θέτει σε δεύτερη μοίρα τη γλώσσα, αδιαφορεί για την ομορφιά της, καθώς ρίχνει τους αναγνώστες στις πιο απάνθρωπες γωνίες της κοινωνικής αρένας, που περιγράφονται συχνά με ωμό ρεαλισμό και οργή. Στον ορίζοντα της ποιητικής πολιτείας της Γώγου, του οποίου τα σημεία ονομάστηκαν πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά27, χωροταξία της ορίστηκε το κέντρο της Αθήνας, η πλατεία Εξαρχείων, η Πατησίων και το Μεταξουργείο. Οι πρωταγωνιστικοί δε ρόλοι ανήκαν στους κάθε λογής εκτοπισμένους. Οι ήρωες της Γώγου μιλούσαν με όποια μέσα διέθετε ο καθένας τους: με μια ταξικά υποβαθμισμένη28 και υπό αυτή την έννοια αισθητικά ακατέργαστη γλώσσα. Οι βωμολοχίες και η εκτεταμένη χρήση της αργκό, η προφορικότητα, η χρήση αποσιωπητικών και θαυμαστικών, ο πεζόμορφος λόγος, συνυπήρχαν με τη μουσικότητα, την άρτια τεχνική επεξεργασία ορισμένων στίχων, τη χρήση της επανάληψης, της ειρωνείας, της αμφισημίας. Τα γκρο πλαν στις φιγούρες του Πακιστανού, στα πρόσωπα της τραβεστί, της πόρνης, των φτωχών, των ξενιτεμένων και κατατρεγμένων λειτουργούσαν και ως ασίγαστη κοινωνική κριτική, φεμινιστική και μαρξιστική: «Περπατώ χριστιανή στους αντίχριστους / μαύρη κι άθεη στων Κου Κλουξ Κλαν το γκέτο…»29.
Όπως είναι φυσικό, κάθε ταυτότητα επιλέγει τα υλικά της αποκλείοντας ταυτοχρόνως άλλα30. Η Γώγου «παίρνει ανθρώπους και λέξεις σκουπίδια από τους κάδους των αχρήστων ανασφαλειών μας και φτιάχνει κόσμους», γράφει η Ήρα Ντουμανοπούλου31. Πολλοί από τους κόσμους αυτούς αποκαθιστούν παραδειγματικά τον άνθρωπο του περιθωρίου, πραγματοποιώντας όχι μόνο μια ιστορική και πολιτική ανακύκλωση αλλά και μια ποιητική: «Μούσα της Νύχτας / το Λόγο μου ανάβλυσε από πηγή φωτός / γιατί ύμνο ανδρείας θέλω να ψάλω / γι’ Αυτούς / που χωρίς σταλαγματιά νερό / σαν πέτρες μεγαλώσανε / [...] / πέτρινες ρίζες άπλωσαν / και άλωσαν / υπόγεια / κι αντίστροφα την πόλη»32. Κάπως έτσι μπορεί ένα τραγούδι να βουίξει απάνωθέ μας, όπως προφήτευσε ο Καρυωτάκης33, που ανήκε στο ποιητικό Πάνθεο της Γώγου34.
Η Γώγου εισήγαγε μέρος της ανεπίσημης νεοελληνικής ιστορίας και γλώσσας στην ποίηση και είναι λογικό που διχάζει ακόμα, όπως κάποτε ο Καρυωτάκης, κάποιους κύκλους. Στην ουσία άνοιγε απειλητικά την ποιητική αυλαία σε έναν κόσμο χωρίς ιδανικά, χωρισμένο σε θύτες και θύματα, κοινωνικές τάξεις, οργή, καταγγελία, φόβο. Οι στίχοι της αποτέλεσαν ένα είδος πολιτικής αφύπνισης και γι’ αυτό μιλούν διαχρονικά για το ρόλο της ποίησης, της λογοκρισίας και της αυτολογοκρισίας: «Γράφω επίσης ενώ παρατηρώ / ένα ξανθό καραφλό μωρό 2 χρονώ / που μόλις του φυτρώνει ένα στενό μουστακάκι. / Δεν το βλέπει κανείς. / Μονάχα εγώ / […] Ίσως καταφέρω με τα κλαδιά μου / να πνίξω αυτό το γερμανικό μωρό που μεγαλώνει»35. Κάθε νέα ποιητική πραγματικότητα δοκιμάζει τις αντοχές του ελεύθερου αστικού πνεύματος της εποχής της. Γι’ αυτό η Γώγου γράφοντας «για όλης της γης τα γκέτο»36 απευθυνόταν στις επόμενες γενιές, στους νέους.37
Το προσωποποιημένο πολιτικό και ποιητικό ιδανικό της μοιραία θα ξέφτιζε και θα ξεψυχούσε στο περιθώριο, όπου γεννήθηκε. Οι λέξεις της διασώζουν κάτι από το τραγικό μεγαλείο της Αντιγόνης38. Η ανυποχώρητη άρνησή της να ταυτιστεί με τη γλώσσα της εξουσίας κατάγραφε και υπέγραφε τη θανατική της καταδίκη, το 1993. Το πρόσωπο του Ιδανικού που περιφέρεται έξω αλλά δεν βρίσκει τους κοινωνούς του γίνεται πίστη σε έναν αλλιώτικο κόσμο, τον κόσμο του Απολύτου.
Στους Απόντες (1986) όπως και στο τελευταίο εν ζωή βιβλίο της, με τον τίτλο Νόστος (1990), η ποιήτρια γίνεται πουλί που σχεδιάζει την πτήση του39. Με σύμβολα που επαναλαμβάνονται, οριζόντια και κάθετα, η Γώγου χαράζει μια χωροταξία στο σχήμα του σταυρού40 και τα ποιήματά της οραματίζονται πλέον τον «αντάρτη πόλεων» Χριστό41. Μέσα στο τρομακτικό κοινωνικό αδιέξοδο, ο κάθετος δρόμος προς τον ουρανό γίνεται συμφιλίωση με το μηδέν και το άπειρο. Ό,τι κι αν είναι η ποίηση, η Κατερίνα Γώγου με διδάσκει πως σημασία έχει τι ποιεί42. Και κλείνοντας αυτή την ομιλία, οφείλω να σας πω ότι πρέπει οπωσδήποτε να με οδηγήσει «διά ελέου και φόβου» στην κάθαρση.
Σημειώσεις
1. Δημοσιευμένο στον τόμο Ποιητές στη σκιά (δεύτερος κύκλος), επιμέλεια Γιώργος Μπλάνας, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2013, σ. 39‐44 1 Εξαιρέσεις στον κανόνα υπήρξαν: Βασίλης Βασιλικός (ανθολ.‐επιμ.), Η ελληνική ποίηση. Από τον Ρήγα έως σήμερα, Πλειάς, Αθήνα 1993, σ. 203‐206∙ Ευριπίδης Γαραντούδης, Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Πατάκης, Αθήνα 2007, σ. 447. (Στην ανθολόγηση του ιδίου, Ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα. Μια συγχρονική ανθολογία, Μεταίχμιο, Αθήνα 2008, το όνομα της Κατερίνας Γώγου απουσιάζει.)∙ Peter Bien, Peter Constantine, Edmind Keeley, Karen Van Dyck (ανθολ.‐επιμ.), A Century of Greek Poetry, 1900‐2000, Cosmos 2004, σ. 658‐661∙ Dino Siotis (ανθολ.‐επιμ.), Ten Women Poets of Greece, Wire Press, Σαν Φρανσίσκο, 1982, σ. 33‐39.
2. Σύμφωνα με τον εκδότη της Γώγου Θανάση Καστανιώτη, στην εκπομπή της Σεμίνας Διγενή Made in Greece (ΑΝΤ1, 1993, http://www.youtube.com/watch?v=4ggu3UoB4gk). Ο Πηλέας Μασνός («Απ’ τη γενιά της ήττας στη γενιά της αμφιβολίας», Οδός Πανός, τ.χ. 145, σ. 36) παρέχει κάποιους πιθανούς λόγους για τη θερμή αποδοχή του έργου της Γώγου από το κοινό.
3. Όροι που εγκαινίασαν ή χρησιμοποίησαν αντιστοίχως οι: Βάσος Βαρίκας, «Η νέα γενιά μπροστά στο σήμερα», Το Βήμα, 29 Νοεμβρίου 1979∙ Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Η γενιά του ’70, Κέδρος, Αθήνα 1989, σ. 34 κ.ε.∙ Βασίλης Βασιλικός, Εικοσιπενταετία, Παπαζήσης, Αθήνα 1976, σ. 93∙ Αλέξης Ζήρας, «Η Τρίτη μεταπολεμική γενιά: Ένας πρώτος απολογισμός για την ποίησή της», χειρόγραφο, 1983, σ. 2.
4. Όνομα που έδωσε η αντιπολίτευση, η Αριστερά και ο αναρχικός χώρος στον νόμο Στεφανάκη του ’76, σύμφωνα με τον οποίο η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θωράκιζε τα σώματα ασφαλείας από τους διαδηλωτές στην προσπάθειά της να τα προστατέψει από το απεργιακό κύμα της Μεταπολίτευσης. «Ιδιώνυμο» ονομαζόταν ο νόμος Ελ. Βενιζέλου (4229/1929) που νομιμοποιούσε τη δίωξη λόγω πολιτικών φρονημάτων.
5. Όρος του Ηλία Κεφάλα στο δοκίμιό του H γενιά του ιδιωτικού οράματος. (Nέες εμφανίσεις στην ποίηση), Τέθριππον, Αθήνα 1987, και στην ανθολογία του Aνθολογία σύγχρονης ελληνικής ποίησης. H δεκαετία του 1980 (Iδιωτικό όραμα), Λιβάνης, Αθήνα 1989.
6. Αλέξης Ζήρας, «Από τη γλώσσα της οργής στην τραυματική γλώσσα. Ποιητές και ποιητικές μετά το ’70». Πρόλογος στην ανθολογία του Δημήτρη Αλεξίου, Γενιά του ’70, Όμβρος, Αθήνα 2001, σ. 21.
7. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Η γενιά του ’70: Από τη νεανική αμφισβήτηση στις στοχαστικές προσαρμογές της ωριμότητας», Απηλιώτης, Απρίλιος 2009 (http://www.apiliotis.gr/ArticlesList.aspx?C=134&A=72).
8. Κατερίνα Γώγου, Ιδιώνυμο, Καστανιώτης, 24η έκδοση, Αθήνα 1980 (1η έκδοση), σ. 44.
9. Κατερίνα Γώγου, Τρία κλικ αριστερά, Καστανιώτης, 28η έκδοση, Αθήνα 1978 (1η έκδοση), σ. 34.
10. «Κοιμήσου… τώρα είναι ήσυχα. Η εποχή μας. / Νάνι φαΐ και πήδημα. / Οι τραμπούκοι προσεύχονται στο μαξιλάρι μας / κι οι δολοφόνοι δουλεύουν για μας», στο Κατερίνα Γώγου, Τρια κλικ αριστερά, ό.π., σ. 25. 11. Κατερίνα Γώγου, Ιδιώνυμο, ό.π., σ. 10.
12. Βλ. Αγάπη Βιργινία Σπυράτου, Κατερίνα Γώγου: Έρωτας θανάτου, Βιβλιοπέλαγος, Αθήνα 2007, σ. 62: «Η πηγή της καταπίεσης για τη Γώγου δεν φαίνεται να είναι οι άνδρες αλλά η δομή της “καπιταλιστικής πατριαρχίας”». 13. Κατερίνα Γώγου, Τρία κλικ αριστερά, ό.π., σ. 21.
14.Ό.π., σ. 24.
15. Βλ. το ποίημα «Η καταγωγή της οικογένειας», Τρία κλικ αριστερά, Καστανιώτης, 28η έκδοση, Αθήνα 1978 (1η έκδοση), σ. 17. Το ποίημα φέρει ενδιαφέρουσες ομοιότητες με το γνωστό ποίημα της Σίλβια Πλαθ «Πατερούλη».
16. Κατερίνα Γώγου, Τρία κλικ αριστερά, ό.π., σ. 19.
17. Κατερίνα Γώγου, Ιδιώνυμο, ό.π., σ. 19.
18. Κατερίνα Γώγου, Τρία κλικ αριστερά, ό.π., σ. 39.
19. «Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα / γιατί τους ρημάξατε το κόκκινο», στο Κατερίνα Γώγου, ό.π., σ. 7.
20. Το μπουκάλι το οποίο πέταξαν οι φίλοι της φυλάει μέσα τους στίχους που θα αποκρυπτογραφήσουν άλλες εποχές. Βλ. Κατερίνα Γώγου, Απόντες, Καστανιώτης, 9η έκδοση, Αθήνα 1986 (1η έκδοση), σ. 40.
21. «Ναι. Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου να καταστρέφονται», στο Κατερίνα Γώγου, Με λένε Οδύσσεια, Καστανιώτης, 4η έκδοση, Αθήνα, 2002 (1η έκδοση), σ. 82. Ο στίχος παραπέμπει στο Ουρλιαχτό του Γκίνσμπεργκ: «I saw the best minds of my generation destroyed by madness». Από το δικό της απόσπασμα η Γώγου αφαιρεί τη λέξη «τρέλα». 22. Τον όρο «ήττα» εισήγαγε ο ποιητής Βύρων Λεοντάρης στο δοκίμιό του, που ξεσήκωσε σκληρές αντιδράσεις, «Η ποίηση της ήττας, Επιθεώρηση Τέχνης, τ.χ. 106‐107, Οκτώβριος‐Νοέμβριος 1963.
23. Πρβλ., για παράδειγμα, το ποίημα του Αναγνωστάκη «Το σκάκι» (Τα ποιήματα, 1941‐1971, Νεφέλη, Αθήνα 2000, σ. 114) με την εικονοποιία για τη Βασίλισσα στον Νόστο (ό.π., σ. 22), και το ποίημα «Ποιητική» (Τα ποιήματα…, ό.π., σ. 159) με το ποίημα «14» στο Τρία κλικ αριστερά (ό.π., σ. 23). Βλ. επίσης Karen Van Dyck (Η Κασσάνδρα και οι λογοκριτές στην ελληνική ποίηση, 1967‐1990, μετάφραση Παλμύρα Ισμυρίδου, Άγρα, Αθήνα 2002, σ. 67): «Η ποίηση έχει τη δυνατότητα να πολεμήσει την καταπίεση με τους όρους της ίδιας της καταπίεσης, δηλαδή το μονόλογο».
24. Οι απόψεις του Αλεξάνδρου και της Γώγου για την ποίηση και το ΚΚΕ σε αρκετά σημεία ταυτίζονται. Πρβλ. τα ποιήματα του Αλεξάνδρου «Εισήγηση» και «Φρόντισε» (Ποιήματα 1941‐1974, Ύψιλον/βιβλία, 3η έκδοση, Αθήνα 1991, σ. 73, 83) με τα ποιήματα «5» στο Ιδιώνυμο (ό.π., σ. 12), «7» στο Τρία κλικ αριστερά (ό.π., 14).
25. Κατερίνα Γώγου, Ιδιώνυμο, ό.π., σ. 35.
26. Ψυχαναλυτικός όρος. «Σύμφωνα με τον Φρόυντ, φαινόμενο κατά το oποίο το υποκείμενο, υπό την κυριαρχία των ασυνείδητων φαντασιώσεων ή επιθυμιών του, τις βιώνει σαν να ανήκαν στο άμεσο παρόν με μιαν έντονη αίσθηση επικαιρότητας. Η αίσθηση αυτή εντείνεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι το άτομο παραγνωρίζει την προέλευση και τον επαναληπτικό της χαρακτήρα». Βλ. J. Laplanche, J. B. Pontalis, Λεξιλόγιο της Ψυχανάλυσης, μετάφραση Β. Καψαμπέλης, Λ. Χαλκούση, Α. Σκουλίκα, Π. Αλούπης, Κέδρος, 4η έκδοση, 2001, σ. 166‐167.
27. Κατερίνα Γώγου, Τρία κλικ αριστερά, ό.π., σ. 26.
28. Για τη σχέση γλώσσας και εξουσίας, βλ. Άννα Φραγκουδάκη, Γλώσσα και ιδεολογία, Οδυσσέας, Αθήνα 1999, σ. 149 κ.ε.
29. Κατερίνα Γώγου, Το ξύλινο παλτό, ό.π., σ. 42. Οι σύγχρονες λογοτεχνικές θεωρίες αντιμετωπίζουν τη λογοτεχνία πλέον με πολιτισμικούς όρους ενώ παλιότεροι θεωρητικοί, σαν τον Χάρολντ Μπλουμ, συνεχίζουν να τις ονομάζουν «Σχολή Μνησικακίας». Βλ. Δημήτρης Δουλγερίδης, Δεύτερη Ανάγνωση. Οι συνεντεύξεις εκτός από το έργο τους (Συνέντευξη Χάρολντ Μπλουμ), Πόλις, Αθήνα 2012, σ. 57. Βλ. και το στίχο: «Παλιά τους λέγανε μάγους μάγισσες αιρετικούς / και πάντα τους καίγαν. / Τώρα τους ονομάζουνε / εκδικητές και τιμωρούς / γιατί είναι να απονείμουνε / κι είναι να πάρουνε πίσω …» (στο Κατερίνα Γώγου, Το ξύλινο παλτό, ό.π., σ. 32).
30. Βλ. Jonathan Culler, Λογοτεχνική Θεωρία. Μια συνοπτική εισαγωγή, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2010, σ. 163.
31. Ήρα Ντουμανοπούλου, «Η ποίηση της ανακύκλωσης», Οδός Πανός, ό.π., σ. 39.
32. Κατερίνα Γώγου, Απόντες, ό.π., σ. 8.
33. Στη Γώγου οι στίχοι δεν είναι απλώς οχληροί όπως στον Καρυωτάκη, είναι περισσότερο απειλητικοί. «Τότε λοιπόν αδέσποτο θ’ αφήσω / να βουίζει το Τραγούδι απάνωθέ μου. / Τα χάχανα του κόσμου, και του ανέμου / το σφύριγμα, θα του κρατούν τον ίσο», στο Κ.Γ. Καρυωτάκης, Τα ποιήματα (1913‐1928), Φιλολογική επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδης, Νεφέλη, 1992, σ. 176. Και «Η μοναξιά / η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω / είναι τσεκούρι στα χέρια μας / που πάνω απ’ τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει», στο Κατερίνα Γώγου, Ιδιώνυμο, ό.π., σ. 36.
34. Βλ. Κατερίνα Γώγου, Απόντες, Καστανιώτης, 9η έκδοση, Αθήνα 1986 (1η έκδοση), σ. 14.
35. Κατερίνα Γώγου, Το ξύλινο παλτό, Καστανιώτης, 15η έκδοση, Αθήνα 1982 (1η έκδοση), σ. 7.
36. Κατερίνα Γώγου, Τρία κλικ αριστερά, ό.π., σ. 24.
37. Η Γώγου αφιερώνει το «Έβδομο βιβλίο» της, το τελευταίο, στους «νέους της Οικουμένης», στο Κατερίνα Γώγου, Με λένε Οδύσσεια, ό.π., σ. 13. Βλ. στο ίδιο, σ. 123: «150.000 παιδιά έχουν τα βιβλία μου. Τα υπόλοιπα τα διαβάσανε απ’ τα πρώτα».
38. «ύαινες στην περίπολο / δεν αφήνουν / τα ιερά κόκαλα των νεκρών αδερφών μου / να θάψω», στο Κατερίνα Γώγου, Το ξύλινο παλτό, Καστανιώτης, 15η έκδοση, Αθήνα 1982 (1η έκδοση), σ. 40. Βλ. επίσης Judith Butler, Antigone’s Claim: Kinship Between Life and Death, Columbia University Press, 2000.
39. Κατερίνα Γώγου, Νόστος, Καστανιώτης, 5η έκδοση, Αθήνα 2004 (1η έκδοση, Λιβάνης 1990).
40. «Με χωρίζει απ’ τους δικούς μου / ένας κακόγουστος με ψεύτικη ημερομηνία θανάτου / μαρμάρινος σταυρός / εκείνου νομίζω που ονομάσανε πατέρα μου», στο Κατερίνα Γώγου, Νόστος, 2002, ό.π., σ. 23.
41. Βλ. Κατερίνα Γώγου, Με λένε Οδύσσεια, ό.π., σ. 51‐52.
42. Βλ. Κατερίνα Γώγου, Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών, Καστανιώτης, 9η έκδοση, Αθήνα, 1988 (1η έκδοση), σ. 71.
2. Σύμφωνα με τον εκδότη της Γώγου Θανάση Καστανιώτη, στην εκπομπή της Σεμίνας Διγενή Made in Greece (ΑΝΤ1, 1993, http://www.youtube.com/watch?v=4ggu3UoB4gk). Ο Πηλέας Μασνός («Απ’ τη γενιά της ήττας στη γενιά της αμφιβολίας», Οδός Πανός, τ.χ. 145, σ. 36) παρέχει κάποιους πιθανούς λόγους για τη θερμή αποδοχή του έργου της Γώγου από το κοινό.
3. Όροι που εγκαινίασαν ή χρησιμοποίησαν αντιστοίχως οι: Βάσος Βαρίκας, «Η νέα γενιά μπροστά στο σήμερα», Το Βήμα, 29 Νοεμβρίου 1979∙ Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Η γενιά του ’70, Κέδρος, Αθήνα 1989, σ. 34 κ.ε.∙ Βασίλης Βασιλικός, Εικοσιπενταετία, Παπαζήσης, Αθήνα 1976, σ. 93∙ Αλέξης Ζήρας, «Η Τρίτη μεταπολεμική γενιά: Ένας πρώτος απολογισμός για την ποίησή της», χειρόγραφο, 1983, σ. 2.
4. Όνομα που έδωσε η αντιπολίτευση, η Αριστερά και ο αναρχικός χώρος στον νόμο Στεφανάκη του ’76, σύμφωνα με τον οποίο η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θωράκιζε τα σώματα ασφαλείας από τους διαδηλωτές στην προσπάθειά της να τα προστατέψει από το απεργιακό κύμα της Μεταπολίτευσης. «Ιδιώνυμο» ονομαζόταν ο νόμος Ελ. Βενιζέλου (4229/1929) που νομιμοποιούσε τη δίωξη λόγω πολιτικών φρονημάτων.
5. Όρος του Ηλία Κεφάλα στο δοκίμιό του H γενιά του ιδιωτικού οράματος. (Nέες εμφανίσεις στην ποίηση), Τέθριππον, Αθήνα 1987, και στην ανθολογία του Aνθολογία σύγχρονης ελληνικής ποίησης. H δεκαετία του 1980 (Iδιωτικό όραμα), Λιβάνης, Αθήνα 1989.
6. Αλέξης Ζήρας, «Από τη γλώσσα της οργής στην τραυματική γλώσσα. Ποιητές και ποιητικές μετά το ’70». Πρόλογος στην ανθολογία του Δημήτρη Αλεξίου, Γενιά του ’70, Όμβρος, Αθήνα 2001, σ. 21.
7. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Η γενιά του ’70: Από τη νεανική αμφισβήτηση στις στοχαστικές προσαρμογές της ωριμότητας», Απηλιώτης, Απρίλιος 2009 (http://www.apiliotis.gr/ArticlesList.aspx?C=134&A=72).
8. Κατερίνα Γώγου, Ιδιώνυμο, Καστανιώτης, 24η έκδοση, Αθήνα 1980 (1η έκδοση), σ. 44.
9. Κατερίνα Γώγου, Τρία κλικ αριστερά, Καστανιώτης, 28η έκδοση, Αθήνα 1978 (1η έκδοση), σ. 34.
10. «Κοιμήσου… τώρα είναι ήσυχα. Η εποχή μας. / Νάνι φαΐ και πήδημα. / Οι τραμπούκοι προσεύχονται στο μαξιλάρι μας / κι οι δολοφόνοι δουλεύουν για μας», στο Κατερίνα Γώγου, Τρια κλικ αριστερά, ό.π., σ. 25. 11. Κατερίνα Γώγου, Ιδιώνυμο, ό.π., σ. 10.
12. Βλ. Αγάπη Βιργινία Σπυράτου, Κατερίνα Γώγου: Έρωτας θανάτου, Βιβλιοπέλαγος, Αθήνα 2007, σ. 62: «Η πηγή της καταπίεσης για τη Γώγου δεν φαίνεται να είναι οι άνδρες αλλά η δομή της “καπιταλιστικής πατριαρχίας”». 13. Κατερίνα Γώγου, Τρία κλικ αριστερά, ό.π., σ. 21.
14.Ό.π., σ. 24.
15. Βλ. το ποίημα «Η καταγωγή της οικογένειας», Τρία κλικ αριστερά, Καστανιώτης, 28η έκδοση, Αθήνα 1978 (1η έκδοση), σ. 17. Το ποίημα φέρει ενδιαφέρουσες ομοιότητες με το γνωστό ποίημα της Σίλβια Πλαθ «Πατερούλη».
16. Κατερίνα Γώγου, Τρία κλικ αριστερά, ό.π., σ. 19.
17. Κατερίνα Γώγου, Ιδιώνυμο, ό.π., σ. 19.
18. Κατερίνα Γώγου, Τρία κλικ αριστερά, ό.π., σ. 39.
19. «Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα / γιατί τους ρημάξατε το κόκκινο», στο Κατερίνα Γώγου, ό.π., σ. 7.
20. Το μπουκάλι το οποίο πέταξαν οι φίλοι της φυλάει μέσα τους στίχους που θα αποκρυπτογραφήσουν άλλες εποχές. Βλ. Κατερίνα Γώγου, Απόντες, Καστανιώτης, 9η έκδοση, Αθήνα 1986 (1η έκδοση), σ. 40.
21. «Ναι. Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου να καταστρέφονται», στο Κατερίνα Γώγου, Με λένε Οδύσσεια, Καστανιώτης, 4η έκδοση, Αθήνα, 2002 (1η έκδοση), σ. 82. Ο στίχος παραπέμπει στο Ουρλιαχτό του Γκίνσμπεργκ: «I saw the best minds of my generation destroyed by madness». Από το δικό της απόσπασμα η Γώγου αφαιρεί τη λέξη «τρέλα». 22. Τον όρο «ήττα» εισήγαγε ο ποιητής Βύρων Λεοντάρης στο δοκίμιό του, που ξεσήκωσε σκληρές αντιδράσεις, «Η ποίηση της ήττας, Επιθεώρηση Τέχνης, τ.χ. 106‐107, Οκτώβριος‐Νοέμβριος 1963.
23. Πρβλ., για παράδειγμα, το ποίημα του Αναγνωστάκη «Το σκάκι» (Τα ποιήματα, 1941‐1971, Νεφέλη, Αθήνα 2000, σ. 114) με την εικονοποιία για τη Βασίλισσα στον Νόστο (ό.π., σ. 22), και το ποίημα «Ποιητική» (Τα ποιήματα…, ό.π., σ. 159) με το ποίημα «14» στο Τρία κλικ αριστερά (ό.π., σ. 23). Βλ. επίσης Karen Van Dyck (Η Κασσάνδρα και οι λογοκριτές στην ελληνική ποίηση, 1967‐1990, μετάφραση Παλμύρα Ισμυρίδου, Άγρα, Αθήνα 2002, σ. 67): «Η ποίηση έχει τη δυνατότητα να πολεμήσει την καταπίεση με τους όρους της ίδιας της καταπίεσης, δηλαδή το μονόλογο».
24. Οι απόψεις του Αλεξάνδρου και της Γώγου για την ποίηση και το ΚΚΕ σε αρκετά σημεία ταυτίζονται. Πρβλ. τα ποιήματα του Αλεξάνδρου «Εισήγηση» και «Φρόντισε» (Ποιήματα 1941‐1974, Ύψιλον/βιβλία, 3η έκδοση, Αθήνα 1991, σ. 73, 83) με τα ποιήματα «5» στο Ιδιώνυμο (ό.π., σ. 12), «7» στο Τρία κλικ αριστερά (ό.π., 14).
25. Κατερίνα Γώγου, Ιδιώνυμο, ό.π., σ. 35.
26. Ψυχαναλυτικός όρος. «Σύμφωνα με τον Φρόυντ, φαινόμενο κατά το oποίο το υποκείμενο, υπό την κυριαρχία των ασυνείδητων φαντασιώσεων ή επιθυμιών του, τις βιώνει σαν να ανήκαν στο άμεσο παρόν με μιαν έντονη αίσθηση επικαιρότητας. Η αίσθηση αυτή εντείνεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι το άτομο παραγνωρίζει την προέλευση και τον επαναληπτικό της χαρακτήρα». Βλ. J. Laplanche, J. B. Pontalis, Λεξιλόγιο της Ψυχανάλυσης, μετάφραση Β. Καψαμπέλης, Λ. Χαλκούση, Α. Σκουλίκα, Π. Αλούπης, Κέδρος, 4η έκδοση, 2001, σ. 166‐167.
27. Κατερίνα Γώγου, Τρία κλικ αριστερά, ό.π., σ. 26.
28. Για τη σχέση γλώσσας και εξουσίας, βλ. Άννα Φραγκουδάκη, Γλώσσα και ιδεολογία, Οδυσσέας, Αθήνα 1999, σ. 149 κ.ε.
29. Κατερίνα Γώγου, Το ξύλινο παλτό, ό.π., σ. 42. Οι σύγχρονες λογοτεχνικές θεωρίες αντιμετωπίζουν τη λογοτεχνία πλέον με πολιτισμικούς όρους ενώ παλιότεροι θεωρητικοί, σαν τον Χάρολντ Μπλουμ, συνεχίζουν να τις ονομάζουν «Σχολή Μνησικακίας». Βλ. Δημήτρης Δουλγερίδης, Δεύτερη Ανάγνωση. Οι συνεντεύξεις εκτός από το έργο τους (Συνέντευξη Χάρολντ Μπλουμ), Πόλις, Αθήνα 2012, σ. 57. Βλ. και το στίχο: «Παλιά τους λέγανε μάγους μάγισσες αιρετικούς / και πάντα τους καίγαν. / Τώρα τους ονομάζουνε / εκδικητές και τιμωρούς / γιατί είναι να απονείμουνε / κι είναι να πάρουνε πίσω …» (στο Κατερίνα Γώγου, Το ξύλινο παλτό, ό.π., σ. 32).
30. Βλ. Jonathan Culler, Λογοτεχνική Θεωρία. Μια συνοπτική εισαγωγή, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2010, σ. 163.
31. Ήρα Ντουμανοπούλου, «Η ποίηση της ανακύκλωσης», Οδός Πανός, ό.π., σ. 39.
32. Κατερίνα Γώγου, Απόντες, ό.π., σ. 8.
33. Στη Γώγου οι στίχοι δεν είναι απλώς οχληροί όπως στον Καρυωτάκη, είναι περισσότερο απειλητικοί. «Τότε λοιπόν αδέσποτο θ’ αφήσω / να βουίζει το Τραγούδι απάνωθέ μου. / Τα χάχανα του κόσμου, και του ανέμου / το σφύριγμα, θα του κρατούν τον ίσο», στο Κ.Γ. Καρυωτάκης, Τα ποιήματα (1913‐1928), Φιλολογική επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδης, Νεφέλη, 1992, σ. 176. Και «Η μοναξιά / η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω / είναι τσεκούρι στα χέρια μας / που πάνω απ’ τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει», στο Κατερίνα Γώγου, Ιδιώνυμο, ό.π., σ. 36.
34. Βλ. Κατερίνα Γώγου, Απόντες, Καστανιώτης, 9η έκδοση, Αθήνα 1986 (1η έκδοση), σ. 14.
35. Κατερίνα Γώγου, Το ξύλινο παλτό, Καστανιώτης, 15η έκδοση, Αθήνα 1982 (1η έκδοση), σ. 7.
36. Κατερίνα Γώγου, Τρία κλικ αριστερά, ό.π., σ. 24.
37. Η Γώγου αφιερώνει το «Έβδομο βιβλίο» της, το τελευταίο, στους «νέους της Οικουμένης», στο Κατερίνα Γώγου, Με λένε Οδύσσεια, ό.π., σ. 13. Βλ. στο ίδιο, σ. 123: «150.000 παιδιά έχουν τα βιβλία μου. Τα υπόλοιπα τα διαβάσανε απ’ τα πρώτα».
38. «ύαινες στην περίπολο / δεν αφήνουν / τα ιερά κόκαλα των νεκρών αδερφών μου / να θάψω», στο Κατερίνα Γώγου, Το ξύλινο παλτό, Καστανιώτης, 15η έκδοση, Αθήνα 1982 (1η έκδοση), σ. 40. Βλ. επίσης Judith Butler, Antigone’s Claim: Kinship Between Life and Death, Columbia University Press, 2000.
39. Κατερίνα Γώγου, Νόστος, Καστανιώτης, 5η έκδοση, Αθήνα 2004 (1η έκδοση, Λιβάνης 1990).
40. «Με χωρίζει απ’ τους δικούς μου / ένας κακόγουστος με ψεύτικη ημερομηνία θανάτου / μαρμάρινος σταυρός / εκείνου νομίζω που ονομάσανε πατέρα μου», στο Κατερίνα Γώγου, Νόστος, 2002, ό.π., σ. 23.
41. Βλ. Κατερίνα Γώγου, Με λένε Οδύσσεια, ό.π., σ. 51‐52.
42. Βλ. Κατερίνα Γώγου, Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών, Καστανιώτης, 9η έκδοση, Αθήνα, 1988 (1η έκδοση), σ. 71.
*Το κείμενο υπάρχει για κατέβασμα και εδώ http://www.academia.edu/5317927/_
**Η Ευτυχία Παναγιώτου διατηρεί και το ιστολόγιο Εξωτικό στη διεύθυνσηhttp://exwtico.wordpress.com
αναδημοσίευση από: http://tokoskino.wordpress.com/2014/06/01/%CE%B7-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CF%82-%CE%B3%CF%8E%CE%B3%CE%BF%CF%85/#more-8698