Αυτοαναφορικότητες (σε πέντε θραύσματα)
Αθήνα, Ιούλης 2013 (τι είναι):
Είναι αυτό που λένε πως αν θελήσεις κάτι πολύ, ολόκληρο το σύμπαν θα συνωμοτήσει για να το αποκτήσεις!
(γραμμένο σε τοίχο)
(γραμμένο σε τοίχο)
*
Παρ’ όλες τις υποσχέσεις, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι τα πράγματα θα πάνε καλά ή ακόμα περισσότερο, ότι τα πράγματα πρέπει να πάνε καλά. Δεν υπάρχει κανένα συμπαντικό νόημα που να συμπυκνώνεται εκεί. Και εξάλλου τα πράγματα πάνε ήδη ανέλπιστα καλά για κάποιους ελάχιστους (αυτούς που ονόμασαν ως το 1%). Ας σκεφτούμε λοιπόν όπως ίσως οι πρώτοι άνθρωποι, έξω ίσως από τον ορίζοντα του τέλους - όπου σύμφωνα με αυτό, τερματίζοντας θα μπορέσουμε να αναπαυτούμε σε εκείνο που τελικά καλυτέρεψε - γιατί κάνουμε το σφάλμα να βαφτίζουμε ως βελτίωση, μια αποσπασματική κατάσταση, προκειμένου να συντηρήσουμε μπουρζουά μύθους αυτοεκπλήρωσης.
Η ιδεολογία της ευτυχίας είναι μια δημιουργία του κόσμου των αστών, η οποία νομιμοποιεί τους ρεαλισμούς τους και την αμετροέπεια τους. Κυρίως, η ευτυχία που ευαγγελίζονται οι αστοί, δεν είναι πληθυντική. Δεν μας αφορά όλους. Αφορά τους αστούς και μόνο, καθώς οι δυνατότητες να φτάσει κάνεις τα ποσοτικά κριτήρια που μετρούν την ευτυχία των αστών, είναι μηδαμινές και ανύπαρκτες για τις μεγάλες μάζες, καταδικασμένες από τον κόσμο της ιδιοκτησίας και του ανταγωνισμού, στο να δουλεύουν για ψίχουλα μέχρι να πεθάνουν. Εκτός των άλλων, είναι και θέμα στάτους: δεν είναι δυνατό να έχουν όλοι τις ίδιες συνήθειες και τις ίδιες απολαύσεις. Γι’ αυτό εξάλλου και οι Γερμανοί αστοί και μικροαστοί έσπευσαν να καταδικάσουν τους νότιους, του Έλληνες ως τζαμπατζήδες και ως καταναλωτές. Δικαιολογούσαν έτσι τόσο τη δική τους εκμετάλλευση (που τη βαφτίζουν “σκληρή δουλειά”, εξαγνισμένη από τα πουριτανικά ήθη), όσο και την κατανάλωση ως προνόμιο τους (επιβράβευση τους). Επομένως, τα προβλήματα της καταναλωτικής κοινωνίας, και πάλι αφορούν κάποιους άλλους. Στις κανιβαλικές συμπεριφορές των κατώτερων στρωμάτων, βλέπει κανείς την αφομοιωτική δύναμη της ιδεολογίας του αστού: παρόλο που πάντα θα είναι αναλώσιμοι για τους αστούς, οι φτωχοί και οι μικρομεσαίοι δίχως ταξική συνείδηση, θα ταυτίζονται με τις αξίες, την αισθητική, τους λόγους και τις πρωτεραιότητες των αστών, καθώς στερούνται αναφορές. Η εκμετάλλευση του γερμανικού λαού από το γερμανικό κεφάλαιο αποσιωπάται όσο οι γερμανικές μάζες πανηγυρίζουν την καταστροφή του ελληνικού λαού, σα να είναι αυτός η αιτία των δικών τους δεινών και της δικής τους πτώσης.
*
Ένα παράδειγμα αυτοαναφορικότητας έρχεται από την λαϊκό (σκύλο) ποπ κουλτούρα: ο Παντελής Παντελίδης με τις εύκολες ρίμες, τους εκφραστικούς εγωισμούς, την μετά-φανταρική (post φαντάρος) εμφάνιση, και τους απλοϊκούς συνδυασμούς συγχορδιών, συνηθίζει να χρησιμοποιεί παθητική φωνή στα ρήματα των φράσεων με τις οποίες κοινότοπα αποδίδει τους (ψευδό) καημούς του (ψευδό) έρωτος και της (φτηνής) καψούρας του, αντικειμενικοποιώντας (μιλάει και για αντικειμενικότητες σε στίχο του εξάλλου: “δεν ταιριάζετε σου λέω, τόσο αντικειμενικά στο λέω, κι ας τις φίλες σου να λένε το αντίθετο”) αυτό που του συμβαίνει και κυρίως την ερμηνεία όσων του συμβαίνουν, με βάση τις δικές του αναφορές, διανοητικές, αισθητικές και γενικά τη δική του κοσμοαντίληψη, η οποία είναι μάλλον παθητική, σα να μην ενεργεί και τόσο πολύ ο ίδιος στο περιβάλλον: παραμυθιάζομαι, συνοδεύομαι – παιδεύομαι – χαίρομαι, γίνεται, και πολλά άλλα, αναμενόμενα.
Μια άλλη σημαντική παρατήρηση που μπορεί να γίνει, αφορά το γεγονός ότι οι δημοφιλείς αυτοί στίχοι γίνονται έπειτα ‘δεδομένα’, ρητά εν είδη ερμηνευτικού σχήματος για διάφορες καταστάσεις, ή και χρήσιμα εργαλεία-ατάκες για να ανταποκριθεί κανείς σε πράγματα. Ο ίδιος ο Παντελίδης αναφέρεται στον εαυτό του για να δώσει απαντήσεις στις καταστάσεις που τους συμβαίνουν ή που απλά θέλει να εκφράσει, καθιστώντας έτσι το προηγούμενο του έργο ως μια αντικειμενικότητα, μια αλήθεια, από την οποία αντλεί επιβεβαίωση για να συνεχίσει να αναπαράγει τα ίδια ρητορικά και ερμηνευτικά σχήματα στον επαγγελματικό του χώρο. Η αγάπη του κόσμου εξάλλου μοιάζει να επιβεβαιώνει τις αλήθειες που φέρνει ο Παντελίδης. Υπάρχει έτσι μια διαρκής επιβεβαίωση, ιδίως των πιο πρωτόγονων και άκοπων ενστίκτων, τα οποία έρχονται στην επιφάνεια απενοχοποιημένα και δίχως την παραμικρή απόπειρα αυτοκριτικής, ακόμα και στις ανόητες καταστάσεις που αντλεί υλικό ο Παντελίδης, κρατώντας και το κοινό του κολλημένο εκεί, στα ίδια.
Η πνευματική φτώχεια, ο καταναλωτικός ναρκισσισμός, οι ταυτίσεις με τα αφηγηματικά σχήματα που περνάνε τα μ.μ.ε. και οι τηλεταινίες ή οι σαπουνόπερες, εκφράζεται σε απόψεις της πλειοψηφίας των ανθρώπων ίσως σήμερα, που αντλούν όλα τα παραδείγματα και όλες τις ερμηνείες τους από “μέσα τους”. Ο εγωισμός, η ανασφάλεια και η αυτοπεριφρούρηση που επιβάλλουν οι καιροί, δημιουργούν ψευδαισθήσεις σκέψης, απομιμήσεις σκέψης και αυτονομίας. Οι κατηγορίες δείχνουν να έχουν καταρρεύσει. Άνθρωποι δεν μπορούν να ξεχωρίσουν την αυτονομία από τον εγωισμό, την αυτοκριτική από την αυτόαναφορικότητα, το προσωπικό από το συλλογικό. Όλα ανάγονται στον εαυτό, γιατί η εποχή μας είναι ατομικιστική. Ένας συλλογικός αυτισμός απλώνεται σε όλα τα πεδία του κοινωνικού, κάνοντας την κοινωνική ζωή εχθρική και αδιάφορη. Η αδιαφορία και η αναποφασιστικότητα μοιάζουν να είναι οι επικρατέστερες συμπεριφορές σε πράγματα που αφορούν συλλογικά ζητήματα. Εν τέλει, όλα αφορούν την ατομική επιβεβαίωση. Έτσι λοιπόν, άνθρωποι θα προσπαθήσουν να υποστηρίξουν γενικεύσεις μέσα από παραδείγματα που επιβεβαιώνουν μόνο τους ίδιους, σε προσπάθειες στημένες, καθότι αναζητούν μόνο ότι επιβεβαιώνει τις φιλοδοξίες και τις “επιλογές” τους.
“Η τρύπα του όζοντος δεν είναι επιλογή σου”
“Ο Μπομπ Γκέλντοφ αγαπάει τα παιδιά”
(Από συζητήσεις που ακούγονταν από διπλανή παρέα, κάποιο βράδυ της προ κρίσης εποχής, σε κάμπινγκ).
Πολλοί υπέρμαχοι των “επιλογών” και της ατομικής ευθύνης, είναι νεοφιλελεύθεροι ταλιμπάν. Πιστεύουν μάλιστα ότι έτσι είναι μοντέρνοι και ακόμα περισσότερο Ευρωπαίοι (από τους ιθαγενείς). Είναι αυτοί που σήμερα ψηφίζουν ακόμα ΝΔ, Πασόκ, Δημάρ, και κυρίως, Τζήμερα-Μάνο (με τον “πεφωτισμένο” ξενοδόχο ονόματι Κόκοτο, που (νόμισε πως) την είπε σε Φουκώ, Μαρξ κτλ). Είναι αυτοί που διαβάζουν, στα πιο ψαγμένα τους, Στέλιο Ράμφο, και που παρακολουθούν Tedx, και σεμινάρια του Πήτερ Οικονομίδης. Αν τραβήξεις το όριο των επιλογών, ακόμα και σε τέτοιες πρωτόλειες συζητήσεις, το ταβάνι φτάνει και αποδεικνύεται πόσο κοντά στον πάτο βρισκόταν: δεν είναι όλα επιλογή μας. Στην πραγματικότητα, ελάχιστα είναι, ιδίως όταν ζούμε σε ένα σύστημα όπως αυτό σήμερα, που προκαθορίζει και περικλείει με νόμους, διατάξεις, μαθηματικά, και καθεστώτα ιδιοκτησίας, εν δυνάμει τα πάντα, και σε μεγάλο βαθμό το ίδιο το μέλλον. Ναι, η τρύπα του όζοντος δεν είναι επιλογή “μας”, όπως και η περιβαλλοντική καταστροφή, η οποία καθορίζει τις ζωές μας. Ή το κρατικό χρέος που άδικα φορτώνεται σε όλους ενώ υπεύθυνοι είναι όσοι είχαν πρόσβαση να καρπωθούν τα δάνεια, θυσιάζοντας το μέλλον μας. Οι επιλογές επομένως, στενεύουν ασφυκτικά.
Είναι “οι επιλογές”, ελευθερία; Όχι. Είναι το είδος της ελευθερίας που προσφέρει ο καπιταλισμός. Είναι ένα είδους ελευθερίας που βασίζεται σε ψυχρούς υπολογισμούς, στην πιθανότητα της εξαπάτησης, στον ανταγωνισμό σε ένα τοπίο βασικά αρνητικό και εχθρικό. Έτσι πρέπει να αντιμετωπίζονται οι “επιλογές” σήμερα που καλούμαστε να κάνουμε, για ζητήματα που συνήθως τίθονται επιτακτικά, από φορείς και δυνάμεις πάνω στις οποίες έχουμε μηδαμινή εξουσία. Αυτές είναι οι περίφημες “επιλογές”. Η ελευθερία είναι κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό. Κάτι πολύ πιο ανοιχτό που τουλάχιστο δεν στραγγαλίζεται από τους νόμους της (κατασκευασμένης από την απεριόριστη ιδιοκτησία) σπάνης, γιατί την έχει νικήσει, δίχως να την αποδεχτεί ως αντικειμενική πραγματικότητα.
*
26/10/2011
Μάχη θεωριών, μάχη λόγων
Σε κάποιους (πολλούς) δεν αρέσουν οι ‘θεωρίες’ λένε.
Θέλουν τάχα πράξεις. «έργα!» «Δουλειά!»
Όχι θεωρία.
(θυμίζουν τους άλλους).
Επικροτούν επιχειρηματίες. Γίνονται επιχειρηματίες. Παριστάνουν τους επιχειρηματίες. Ατενίζουν τη ζωή σαν επιχείρηση. Σα μπίζνα.
Κατά ένα παράδοξο τρόπο θεωρούν τις ‘θεωρίες’ εκτός πραγματικότητας.
Ξεκινώντας μια τέτοια συζήτηση όμως, έχουμε ήδη μπει στο πεδίο της αντίφασης: θεωρούν τις θεωρίες.
Κάτι δηλαδή πρέπει να σκεφτούν (να θεωρήσουν) προκειμένου να εκτοπίσουν τις θεωρίες από την πραγματικότητα.
Πρώτο σφάλμα, η κοντόφθαλμη αντίληψη που μοιάζει και υποκριτική.
Αυτοί που μάχονται την θεωρία, θεωρούν (ή πιστεύουν έστω) ότι γνωρίζουν την πραγματικότητα καλά. Απευθείας, δίχως σκέψεις.
Η σκέψη είναι παραπλανητική με μια έννοια. Έχουν δηλαδή το κριτήριο για να απορρίψουν τη θεωρία.
Θέλουν «πράξεις» λένε. «Έργα». Θαρρείς και η πράξη δεν χρειάζεται σκέψη.
Θαρρείς και η σκέψη δεν οδηγεί σε πράξη.
Αυτό που συνηθίζουν έπειτα είναι να φέρνουν τάχα «άμεσα», τάχα «απτά», τάχα «αληθινά» παραδείγματα (για ταύτιση-μίμηση) μεμονωμένων ανθρώπων που είτε «τα κατάφεραν» επειδή προσαρμόστηκαν και βρήκαν τρόπο να λειτουργήσουν στο σύστημα αυτό, επειδή ήταν ρεαλιστές και «ξύπνιοι» (η απογείωση του ατομικισμού ξανά, δίνει το ιδεολογικό στίγμα των (μη) θεωρήσεων αυτών, είτε θυμοσοφίες που πηγάζουν από κάποιους είδους «πρακτικής φιλοσοφίας» (τάχα βγαλμένης από τη «ζωή») που δύναται να αρθρώσει εκείνος που έχει μια σχετική ικανότητα στο λέγειν, (συχνά με αναφορές βέβαια, είτε σε δημοφιλή εγχειρίδια που συμβουλεύουν πως να γίνεις επιτυχημένος, πλούσιος, ανταγωνιστικός, πως να γίνεις υπεύθυνος, πως να πετύχεις «τους στόχους σου» κτλ).
Για παράδειγμα: «Η πιο σωστή σκέψη που άκουσα» είπε «τον τελευταίο καιρό είναι η εξής: πρέπει να ξεχάσουμε τον παλιό τρόπο σκέψης» και έπειτα εξήγησε: «αν χρειαστεί να δουλέψεις σε σούπερ μάρκετ ταμίας, παρότι έχεις μεταπτυχιακό, να το κάνεις». Και γιατί αντί αυτής της υποταγής, της φαντασίωσης ότι μέσα από την σκληρή δουλειά και την ελεεινή εκμετάλλευση θα ανυψωθούμε, να μην κάνουμε τα πιο τρελά μας όνειρα και να μη δείξουμε την πιο βαθιά ανυποταγή;
Πιο συχνά καταλήγουν να δέχονται ό,τι πιο τετριμμένο κυκλοφορεί ως αυταπόδειχτη αλήθεια, να φαντασιώνονται νοητικά άλματα ‘από μέσα τους’ (sic), με βάση τον κοινό νου, την πραγματικότητα κτλ, να πιάνονται από κάθε είδους εύκολη κουβέντα, να απαξιώνουν την κουλτούρα, την φιλοσοφία, την τέχνη, την κριτική, τον στοχασμό. Καταλήγουν στη χυδαιότητα, την τόσο προσφιλή στις αγορές.
Θεωρία σημαίνει να βλέπω διαμέσου μιας οπτικής γωνίας.
Η θεωρία επίσης δεν είναι μια. Οι άσχετοι και οι κυνικοί όμως, αρέσκονται στο τσουβάλιασμα αυτού του είδους. Ακολουθούν την πρωτοκαθεδρία ενός υποτιθέμενου ρεαλισμού, που πατάει στο συντηρητισμό και στις θετικές επιστήμες, ο οποίος προσφέρει μια περιορισμένη αντίληψη της ανθρώπινης κατάστασης και μια στενή θεώρηση της ανθρώπινης υποκειμενικότητας.
Κλείνοντας τους ορίζοντες τις σκέψεις, αποκλείουμε ό,τι διαχωρίζει τους ανθρώπους από τα υπόλοιπα πλάσματα της γης και καταδικάζουμε τα πράγματα να εμείνουν «όπως είναι» και να μην αλλάξει ποτέ τίποτα.
Κατά βάση, πολλοί από αυτούς που κόπτονται για πράξεις, ουσιαστικά θέλουν να δουν ιδέες να πραγματώνονται. Είναι αντιδραστικοί, όμως θέλουν και να πειστούν. Η πράξη εκεί ίσως τους συνεπάρει, δείχνοντας έναν άλλον τρόπο ζωής.
Οι ιδέες, οι γνώσεις, το βίωμα, το ένστικτο μπλέκονται διαλεκτικά. Η ερμηνεία του βιώματος, η καλλιέργεια και η όξυνση του ενστίκτου, η οπτική της γνώσης, πηγάζουν από ιδέες. Και οι ιδέες προσφέρουν κάτι πατώντας στα προηγούμενα.
(Ημερολόγια μιας ενδιαφέρουσας εποχής, σ. 66)
πηγή:
http://heterotopiasblog.wordpress.com/2014/05/29/%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%86%CE%BF%CF%81%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B5%CF%82-%CF%83%CE%B5-%CF%80%CE%AD%CE%BD%CF%84%CE%B5-%CE%B8%CF%81%CE%B1%CF%8D%CF%83%CE%BC%CE%B1/