Ξεκάθαρα
Γνώρισα τους αστούς και τον κόσμο τους
τον έφτυσα
τους φτύνω
τον έφτυσα
τους φτύνω
γνώρισα και το μαύρο σκοτάδι της κοινότητας που συρρικνώνεται και που ξεσπάει στο εαυτό της, τρώγοντας τα σωθικά της
το έφτυσα κι αυτό.
το έφτυσα κι αυτό.
Ανία οι αστοί, ανία οι χωριάτες
Διαστροφή οι αστοί, διαστροφή οι χωριάτες
Ξεχνούσαν οι χωριάτες, ξεχνούσαν οι αστοί
Έχουμε από όλα έλεγαν οι χωριάτες, ποτισμένοι από τον αστό
Bουτούσε ο αστός τα χέρια και τα μούτρα στα λάδια, τι είναι η ντροπή στην επιτυχία;
Διαστροφή οι αστοί, διαστροφή οι χωριάτες
Ξεχνούσαν οι χωριάτες, ξεχνούσαν οι αστοί
Έχουμε από όλα έλεγαν οι χωριάτες, ποτισμένοι από τον αστό
Bουτούσε ο αστός τα χέρια και τα μούτρα στα λάδια, τι είναι η ντροπή στην επιτυχία;
Γαντζώνονταν το γατί το μαύρο στην άκρη της πέτρας, γκρέμια από κάτω και ο χωριάτης το έσπρωχνε αργά, σαδιστικά για να το δει να πέφτει. Γιατί; Ρώτησες, και εκείνος γέλασε, δική μου αμαρτία είπε. Πατούσε το κεφάλι του σκύλου στο χώμα, δεν ήξερε να παίζει, δεν είχε φίλους. Στο στενό του ορίζοντα, ήταν όλα δικά του.
Διαφήμιζε το αστόπαιδο μάρκες από τις πρώτες τάξεις κιόλας του σχολείου, έψαχνε τις λεπτομέρειες κοντός πως ήταν, για να ξεχωρίσει, να θέσει αντικειμενικότητες που τον συνέφεραν. Δεν είχε φίλους, δεν ήξερε να παίζει, έστηνε οπαδούς, έτσι τον μάθαιναν να προσέχει τα λεφτά του όσο τον τσάκιζαν στο σπίτι για να μάθει να σκληραίνει το άνω χείλος. Κι έτσι σε χτύπησε με τον πάτο στο πρόσωπο, όταν πήγες να κάνεις όσα έκανε αυτός, διατηρώντας το προνόμιο του. Μέχρι εκεί που έφτανε το νοσηρό μυαλό του, στον εαυτό του. Όταν τους έκανες πέρα φάνηκε ότι έτρεμαν στη σκέψη της αδειανότητας και της δειλίας του. Κυρίως έτρεμαν μην φανούν ποτέ αυτά.
Όλα για το θεαθείναι, όλα για την συντήρηση
Όλα για το θεαθείναι, όλα για την συντήρηση
Σύντομα όμως αποκαλύφτηκαν όλα
Τίποτα δεν έκαναν (κατάφεραν) πραγματικά, παρότι ήταν οι βασικοί υπεύθυνοι για όλα
Κρύβονταν οι αστοί στους θεσμούς-ξενοδοχεία τους
κρύβονταν οι χωρικοί στα τέρατα που έστηναν για να τρομάζουν ο ένας τον άλλον
ανήμποροι κι ανυπεράσπιστοι σε όσα αγνοούσαν
κρατούσαν τη γνώση οι αστοί αλλά εκείνη τους ξαναγλυστρούσε
θαύμαζαν την άγνοια των άλλων, ένιωθαν ανώτεροι, χρησιμοποιούσαν έργα τέχνης να δώσουν αξία στα λεφτά τους, νοσταλγούν το 1700, ζητούν πίνακες με τις όψεις τους στα μουσεία, ζητούν ιδιωτικούς νόμους και ιδιωτικούς στρατούς
κρατούσαν τα μέσα οι αστοί, αλλά έφτανε και η άμεση γνώση από παντού, τώρα που τα ντουβάρια κατέρρεαν
8/4/2012
Ρήγματα – ασυνέχειες
Λαθρεπιβάτης στα σχολεία των πλουσίων. Κάτοικοι του κέντρου, στα χρόνια της επιφανειακής άμβλυνσης των ταξικών διαφορών.
Η ουδέτερη θέση του μαθητή. Η επίφαση ισότητας, των παιδιών, των μαθητών. Πρόσωπα απροσδιόριστα, κρατούν τα ηνία και βρίσκονται μπροστά σε χρόνους που το μπροστά και το πίσω δεν υπάρχουν, αποφεύγοντας τις μετωπικές συγκρούσεις, μετρώντας, πάντα μετρώντας.
Η ουδέτερη θέση και η είσοδος στους εσωτερικούς χώρους των πλουσίων.
Στις σχέσεις και στους τρόπους των πλουσίων. Σε βίλλες στο Πανόραμα, σε πεύκα και δαιδαλώδεις περιφράξεις που έκρυβαν παραλίες και παρακρατούσαν κομμάτια θάλασσας γι’ αυτούς, στη Χαλκιδική. Γκαζόν, πιάνα, όροφοι. Ιδιωτικά, όλα. Η ανία των πλουσίων. Η ευκολία τους να προσβάλλουν και να κρύβονται. Η ευκολία στα λόγια. Τα λόγια-τρόπος εξουσίας. Ο ναρκισσισμός και η οπισθοχώρηση των πλουσίων. Η έλλειψη πίστης των πλουσίων. Η έλλειψη πίστης, εκτός εκείνης του χρήματος. Ο μόνιμος ανταγωνισμός, η μόνιμη έλλειψη νοήματος των παιδιών τους.
Η ελληνική αστική τάξη, απαρτισμένη από κατσαπλιάδες που παρίσταναν τους αμερικάνους, μια τάξη που έφτιαξε μόνο εκμετάλλευση, τώρα τα μαζεύει γι’ αλλού.
Μικρά εγκλήματα κρυμμένα πίσω από το χρήμα και τρόπους-εργαλεία, «άσσους» αγορασμένους σε πουλημένα παιχνίδια, κακοπαιγμένα σε ξένα γήπεδα που με τη βία σφετερίστηκαν. Η ψευδαίσθηση ότι όλα τους ανήκουν, ή ότι όλα μπορούν να τα αγοράσουν. Η πίστη ενάντια σε όλα.
Οπορτουνισμοί, διαρκή αλλαγή θέματος, διαρκή θέσπιση του σημαντικού -μόνο από εκείνους- στα παιχνίδια, στις απόψεις, στα πράγματα των παιδιών. Μικρό-μέγαλα όλο κακία, δειλά μικρό-μέγαλα. Αμείλικτες πράξεις, με νόημα μόνο τις νίκες.
Η κυρίαρχη δυστυχία και η διασκέδαση της. Μια δυστυχία άλλου τύπου.
Και κάποια πρόσωπα θολά, δικά τους μα παράταιρα στους τόπους που επέβαλλαν τα μέτρα των πλουσίων. Κάποια πρόσωπα καθαρά, που γοητεύονταν δίχως φθόνο, και που αφήνονταν παραπάνω σε όσα ο κύκλος τους έκλεινε τα μάτια. Μια πλούσια που παντρεύτηκε με έναν φτωχό που δούλευε σερβιτόρος, που στη συνέχεια έγινε πλούσιος και έφυγε από τη μιζέρια της ανέχειας. Μια πλούσια που έφυγε με ένα φτωχό φρικιό και φρίκεψε κι εκείνη από επιλογή, γιατί δεν άντεχε την ανιαρή και νοσηρή ζωή του παρελθόντος της, ανάμεσα σε ιδιωτικές κάβες, πύργους και πολυτελή τραπεζώματα.
Έπειτα: τα παράλληλα περάσματα στους τόπους της φτώχειας. Από εκείνους που έρχονταν από εκεί μα τραβούσαν -νόμιζαν – για τους προηγούμενους. Τα ΚΤΕΛ Σερρών στην έξοδο των δωδεκαώροφων, τα μίζερα πάρκα στις κατόψεις των εργατικών κατοικιών, που αργότερα τις νοίκιαζαν στους μετανάστες, και ένα ακαθόριστο σύνθημα στο ντουβάρι του συμμαχικού νεκροταφείου «newwaveagainstalladds» που έμοιαζε αόριστα αναρχικό.
Στη Σταυρούπολη, σπιτάκια πλάι σε γήπεδα, πλάι σε έρημα στρατόπεδα. Εκεί που εκτελούσαν οι Γερμανοί.
Σε μικρά χωριά, σε προσφυγικά χωριά. Χώροι που ήταν από όλα: κρεβατοκάμαρα, τραπεζαρία, καθιστικό. Παλιά πλαστικά παιχνίδια. Μεγάλα παιδιά που έμεναν εκεί για πάντα, με τους δικούς τους, σα να περίμεναν, ενώ στην πραγματικότητα δεν περίμεναν κι ούτε και τους πείραζε ιδιαίτερα. Γέροι έξω και γιαγιές να κάθονται σιωπηλά σε καρέκλες ανάμεσα στα σπιτάκια. Καφές και γλυκό του κουταλιού το απόγευμα, κάθε απόγευμα.
Μια γιαγιά που ψυχορραγούσε κάποτε και όλη η γειτονιά να την αποχαιρετάει. Κρυφές, τεράστιες δυστυχίες αρρώστων. Άνθρωποι άσχημοι, σκαμμένα πρόσωπα, μονίμως αμήχανοι. Ένας ανύπαντρος αδελφός που έμενε μαζί με την αδελφή του και τα παιδιά της. Άνθρωποι πονηροί επίσης. Αδίστακτα «τσακάλια», που έψαχναν θύματα προκειμένου ν’ ανεβούν. Τσογλανάδες με ύφος λιγωμένο, καταπιεσμένοι ανώμαλοι που έψαχναν ευκαιρίες. Ξεσπάσματα και δουλοπρέπειες. Αλάνες με παιχνίδια, στα χώματα. Κορίτσια, ζεστά. Από τότε ακόμα. Κορίτσια αληθινά. Τότε. Καμία προσμονή, μα χαρά.(Hμερολόγια μιας ενδιαφέρουσας εποχής, σ.130-131)
πηγή:
http://heterotopiasblog.wordpress.com/2014/05/18/%CE%BE%CE%B5%CE%BA%CE%AC%CE%B8%CE%B1%CF%81%CE%B1-%CF%80%CE%B9%CE%B1/#like-850