Luigi Galleani: Το τέλος του αναρχισμού;
αναδημοσίευση από:
http://halastor.blogspot.ca/2014/05/luigi-galleani.html
Από τις εκδόσεις Αλληλεγγύη κυκλοφόρησε το βιβλίο του Luigi Galleani: "Το τέλος του αναρχισμού;". Στο βιβλίο ο αναρχοκομμουνιστής επαναστάτης Γκαλεάνι υπερασπίζεται τη διαρκή επικαιρότητα του αναρχικού προτάγματος από την επίθεση που δέχθηκε από έναν πρώην σύντροφό του, τον Μερλίνο. Παρακάτω παρουσιάζονται δυο ενδεικτικά αποσπάσματα απ΄το βιβλίο. Οι τίτλοι στην αρχή των κεφαλαίων ανήκουν σ'εμάς και μπήκαν "αυθαίρετα"για τη διευκόλυνση της ανάγνωσης
Αντίθεση; Όχι.... ολοκλήρωση.
O αναρχοκομμουνιστής της πράξης Γκαλεάνι, σε μια από τις πολλές συλλήψεις του |
Υπεράσπιση της άμεσης δράσης και της απαλλοτρίωσης
Ας ξεκαθαρίσουμε γρήγορα μια παρεξήγηση, η οποία έχει ξεκαθαριστεί πολλές φορές στο παρελθόν, αλλά η οποία εμφανίζεται τώρα και τότε με τις τύψεις και τη στενομυαλιά ενός συγκεκριμένου σεβάσμιου αναρχισμού. Είναι η παρεξήγηση που αφορά την επαναστατική απαλλοτρίωση, που συνήθως αποκαλείται κλοπή από άλλους, αν και το όνομα δεν προσιδιάζει στην πράξη.
Όλοι συμφωνούν σε ένα σημείο: σε μια εξισωτική κοινωνία, όπου όλα τα μέσα παραγωγής κι ανταλλαγής είναι κοινή ιδιοκτησία και όπου τα προϊόντα της εργασίας έχουν μόνο ένα σκοπό – η κλοπή δεν έχει κανένα νόημα. Είναι αδύνατη, παράλογη. Γι’ αυτό, ανάμεσα στους αναρχικούς, δεν υπάρχει κανένα ζήτημα αρχών όσον αφορά την κλοπή.
Όσον αφορά την πράξη ή την τακτική, όπως συνήθως αποκαλείται, υπήρξε μια εποχή που μερικοί σύντροφοι πίστεψαν (και μερικοί ακόμα πιστεύουν) ότι με σκοπό να αναπτύξουμε την προπαγάνδα μας, να εξοπλίσουμε πρωτοπορίες, να τις οπλίσουμε για δράση, για να αναλάβουν τολμηρές δράσεις ή να αποκρούσουν τη βία με τη δύναμη των όπλων, χρειάζονταν οικονομικά μέσα που δε μπορούσαν να προμηθεύσουν οι φτωχοί μαχητές, μόνο με την ενέργεια και το θάρρος και χωρίς όπλα: γι’ αυτό απαλλοτρίωναν, όπως συνήθιζαν να λένε, με αξιοθαύμαστη ακρίβεια. Έπαιρναν όπου μπορούσαν να βρουν.
Τι σημαίνει απαλλοτρίωση; Σημαίνει να παίρνεις από κάποιον τα αγαθά ή τα ακίνητα που κατέχει, υποστηρίζοντας ότι δεν έχει κανένα δικαίωμα πάνω σε αυτά. Από τον Σεν Κλεμέντ μέχρι τον Μπαμπέφ, τον Προυντόν, τον Μπακούνιν και τους πιο ταπεινούς συντρόφους μας, η ακυρότητα όλων των τίτλων ιδιοκτησίας δεν έχει ποτέ αμφισβητηθεί: η απαλλοτρίωση είναι νόμιμη εκτός αν καταλήγει στο αντίθετο της, την ιδιοποίηση.
Για να γίνω καλύτερα κατανοητός. Αν ο Τομ πάρει τον πλούτο του Χάρι για δική του ευχαρίστηση, λέμε ότι τον ιδιοποιήθηκε. Η αμφισβητήσιμη ιδιοκτησία άλλαξε απλώς ιδιοκτήτη, αλλά ως θεσμός παραμένει ακριβώς αυτό που ήταν και πριν. Ο Τομ πλουτίζει, όπως έκανε ο Χάρι στο παρελθόν, με τις πλάτες και την εργασία των αλυσοδεμένων σκλάβων. Τίποτα δεν έχει αλλάξει και δεν υπάρχει λόγος να συγχαρούμε τον Τομ που πήρε τον πλούτο του Χάρι.
Αλλά ας υποθέσουμε, όπως συνέβη πρόσφατα, ότι μια ομάδα επαναστατών επιτίθεται σε μια τράπεζα. Ακινητοποιούν τους φρουρούς, αδειάζουν τα χρηματοκιβώτια και με τα όπλα στα χέρια, διασφαλίζουν τη διαφυγή τους. Έπειτα, αφού έχουν διαφύγει, μοιράζουν τη λεία τους σε επαναστατικές επιτροπές για να προωθήσουν το επαναστατικό κίνημα της κοινότητας τους, για να προμηθεύσουν τα απαραίτητα μέσα για την επίτευξη της νίκης.
Δεν το εγκρίνετε; Όχι, δε μπορείτε να μη το εγκρίνετε. Υπήρξε απαλλοτρίωση, η ίδια απαλλοτρίωση που έχετε επικαλεστεί χιλιάδες φορές ως επαναστατική αναγκαιότητα. Δεν υπήρξε ιδιοποίηση με την έννοια ότι ο κατασχεμένος πλούτος χρησιμοποιήθηκε για να επανεγκαθιδρύσει κάποια άλλη ατομική ιδιοκτησία με όλες τις συνέπειες της. Καθόλου. Είμαστε αντιμέτωποι ακριβώς με μια αρχική, μερική δράση επαναστατικής απαλλοτρίωσης. Πέρα από τα υλικά πλεονεκτήματα για το κίνημα, παροτρύνει, καθιστά ικανό και υποκινεί το πλήθος να προχωρήσει στην τελική απαλλοτρίωση της κυρίαρχης τάξης προς όφελος όλων. Αυτός είναι η σκοπός μας και η επιθυμία μας. Πως μπορούμε να καταραστούμε, να καταδικάσουμε ή να απορρίψουμε;
Ο Κλεμέντ Ντυβάλ, ο Βιτόριο Πίνι, ο Ραβασόλ δεν κράτησαν για τον εαυτό τους ούτε μια δεκάρα από τη λεία που πήραν κάτω από το συνεχή κίνδυνο του θανάτου ή των ισοβίων. Μπορείτε να πείτε ότι χρησιμοποίησαν τα χρήματα για αμφισβητήσιμα μέσα προπαγάνδας και δράσης κι ακόμα να συμπεράνετε ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν με καλύτερο τρόπο. Αλλά, δεν μπορείτε να καταδικάσετε. Στεκόμαστε με τον Σεβερίν και τον Ρεκλύ, οι οποίοι χωρίς επιφυλάξεις έχουν εκθειάσει το θάρρος, την καρδιά και την αυταπάρνηση αυτών των χαμένων φρουρών. Επιπλέον, για να είμαστε εντελώς ειλικρινείς και για να κλείσουμε αυτή την παρένθεση, ομολογούμε ότι δε μπορούμε ούτε να εξοργιστούμε με τον μικροκλέφτη ο οποίος πιεσμένος από την ανάγκη, αρπάζει ένα καρβέλι ψωμί, μια ρέγκα ή μια δελεαστική φέτα ζαμπόν από το ράφι του καταστήματος. Ακόμα και μπροστά στο Λίνο Φεριάνι, τον βασιλικό εισαγγελέα, έδειξε επιείκεια σε αυτούς τους παρίες από θεωρητικής άποψης και μπροστά στον πρόεδρο Μανιώ, τον καλό δικαστή, τους απάλλαξε, ενοχλώντας και τρομοκρατώντας τους πλούσιους, ένας Γερμανός φιλόσοφος, με το όνομα Γκότλιμπ Φίχτε στο έργο του Αρχές του Φυσικού Δικαίου, βγάζοντας την αμερόληπτη ποινή:«Αυτός ο οποίος δεν έχει κανένα μέσο ύπαρξης, δεν έχει κανένα καθήκον να αναγνωρίσει ή να σεβαστεί την ιδιοκτησία των άλλων ανθρώπων, θεωρώντας ότι οι αρχές του κοινωνικού συμβολαίου έχουν παραβιαστεί σε βάρος του».
Συμφωνούμε ότι πρόσωπο με πρόσωπο με την βάρβαρη, συντριπτική υπεροχή του εχθρού, οι μειοψηφικές πρωτοπορίες δεν μπορούν να κερδίσουν σεβασμό ούτε να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη χωρίς έναν παραδειγματικό και προφανώς απέριττο τρόπο ζωής. Και πάλι, συμφωνούμε ότι προκειμένου να αποφύγουν άσχημες υποψίες περί προσωπικού υλικού οφέλους, εκείνοι που υποστηρίζουν την τελική απαλλοτρίωση και δικαιολογούν την μερική απαλλοτρίωση σε μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις, πρέπει να περιβάλλουν τον εαυτό τους με μια εθελοντική και υποβλητική φτώχεια, ένα θείο φόβο για την ιδιοκτησία των άλλων ανθρώπων. Αλλά, ότι θα μπορούσαμε να υποβληθούμε στην εγχείρηση του Ωριγένη- όχι! Σε αυτή τη διασταύρωση δεν υπάρχει Τρίτη λύση. Αν είμαστε αναγκασμένοι να επιλέξουμε ανάμεσα στην ατομική ιδιοκτησία και τους υποστηρικτές της ή ενάντια στην ατομική ιδιοκτησία και σε αυτούς που της επιτίθενται, δε μπορούμε και δε θα ευθυγραμμιστούμε με τους πρώτους και σίγουρα δεν είμαστε εμείς αυτοί οι οποίοι θα προσπαθήσουν να ανακαλέσουμε τις διακηρύξεις του Μανιώ και του Φίχτε. Όχι! Κι έπειτα… ας πάει στο διάολο! Περικυκλωμένη με χρηματοκιβώτια, αγνοώντας και περιφρονώντας τα βάσανα του κόσμου, η μπουρζουαζία και οι ατυχίες της δε μας μετακινούν στο ελάχιστο.
Λίγες ακόμα λέξεις, πριν κλείσουμε αυτό το κεφάλαιο. Δεν πιστεύουμε ότι υπάρχουν άχρηστες ή βλαβερές πράξεις εξέγερσης. Καθεμία από αυτές, μαζί με τα ατυχήματα που είναι αδιαχώριστα από κάθε βίαιη αλλαγή της μονότονης ρουτίνας της ζωής, έχει βαθύ αντίκτυπο και μακροπρόθεσμα κέρδη, τα οποία τα αντισταθμίζουν επαρκώς.
Ας γίνουμε κατανοητοί: δε νοσταλγούμε την αχρείαστη κτηνωδία ούτε τις χυδαίες αγριότητες. Κι εμείς επίσης θα προτιμούσαμε κάθε πράξη εξέγερσης να είχε τέτοια αντίληψη της αναλογίας, που οι συνέπειες της θα αναλογούσαν τέλεια στις αιτίες της, όχι μόνο σε μέτρο, αλλά επίσης και σε επικαιρότητα, δίνοντας της έναν ακαταμάχητο αυτόματο χαρακτήρα. Τότε κάθε πράξη θα μιλούσε εύγλωττα για τον εαυτό της χωρίς να έχει ανάγκη επεξηγηματικά κείμενα ή διασαφηνιστικά σχόλια. Επιπλέον, θα επιθυμούσαμε αυτή η αναπόφευκτη αναγκαιότητα να υιοθετήσει μια υψηλά ηθική –κι ακόμα κι αισθητική- στάση. Ο Μισέλ Αντζιολίλο, αφού επιτέθηκε στον Κανόβας, τον ποταπό οργανωτή των ιεροεξεταστικών βασανιστηρίων στη φυλακή της Αλκάλα, βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τη γυναίκα του δεύτερου. Αφήνοντας το περίστροφο να πέσει από τα χέρια του, έβγαλε το καπέλο του και υποκλίθηκε λέγοντας : «Κυρία, λυπάμαι για το θρήνο που σας προκαλώ, αλλά ο σύζυγος σας ήταν ένα τέρας ανάξιο για οποιοδήποτε οίκτο». Υπάρχει κάτι ευγενές και ιπποτικό στη χειρονομία του Αντζιολίλο που φωτίζει την προφανή ανθρωπιά και πολιτισμό, που εμπνέει αυτή την εξέγερση. Θα ήταν ευχάριστο αν τέτοια αισθήματα ήταν πάντα παρών στις δράσεις μας, γιατί ο αναρχισμός, όντας αλήθεια κι καλοσύνη, είναι πάνω απ’ όλα, ομορφιά.
Δυστυχώς (κι έχουμε επί μακρόν δηλώσει γιατί), η ατομική πράξη εξέγερσης, λόγω εσωτερικών κι εξωτερικών αιτίων, λόγω των πιέσεων της στιγμής, του περιβάλλοντος της ίδιας της ψυχολογίας του υποκειμένου, δε μπορεί να είναι διαφορετική από αυτή που είναι, όποια κι αν είναι η προτίμηση μας. Γι’ αυτό, συνάγεται ότι θα ήταν παράλογο και γελοίο για μας, να σκεφτούμε να φτιάξουμε ένα καινούριο ημερολόγιο αγίων, των αγίων της κοινωνικής επανάστασης, όπως θα ήταν το να σκεφτούμε να τους καταδικάσουμε μετά θάνατον. Καμία πράξη εξέγερσης δεν είναι άχρηστη, καμία πράξη εξέγερσης δεν είναι βλαβερή.
Οι φιλοσοφούντες της ήσυχης ζωής μπορεί να ρητορεύουν για παράδειγμα, ότι η πράξη του Γκαετάνο Μπρέσι ήταν μια άσκοπη ανοησία, που αμέσως κατέστη παράλογη με τον συνταγματικό αφορισμό”: «Le roi est mort, vive le roi». Όταν ένας βασιλιάς πεθαίνει, κάποιος άλλος στέφεται βασιλιάς και ο θάνατος του Ουβέρτου του 1ου αφήνει το θρόνο στον Βιτόριο Εμανουέλε τον 3ο. Ήταν μια επίγνωση που ο Γκαετάνο Μπρέσι την είχε, πριν και καλύτερα, από αυτούς τους φτηνούς πλασιέ πολιτικής κοινής λογικής. Αλλά, μετά από μια στυγερή αλυσίδα προλεταριακών σφαγών, μετά τις σφαγές του Μάη του 1898 στο Μιλάνο, μετά τα χρόνια φυλάκισης που ο απαίσιος μονάρχης νόμιζε ότι θα διέλυαν για πάντα το επαναστατικό κίνημα στην Ιταλία, μετά τις επιδοκιμασίες και τα μετάλλια που η μεγαλειότητα του απένειμε στα τσιράκια και τους αγύρτες (αρχίζοντας με τον Μπάβα Μπεκάρις) αποδεικνύοντας έτσι ότι ο βασιλιάς, παρά το συνταγματικό μύθο, και βασιλεύει και κυβερνά και αναλαμβάνει όλες τις ευθύνες και τους κινδύνους της κυβέρνησης, αφού αυτή η καταστολή έγινε ανεχτή από όλους με μια παραίτηση μεγαλύτερη από τη βία που ασκούνταν – ο ταπεινός υφαντής από το Πράτο υψώθηκε μόνος του πάνω από τη γενική νωθρότητα και μόνος αντιμετώπισε τα σύμβολα τόσων πολλών ατιμιών. Με ένα χτύπημα έβαλε την ιστορία, απειθάρχητος και συλληφθείς, πίσω στο μονοπάτι του μέλλοντος της, του πεπρωμένου της. Αυτή η χειρονομία μίλησε από μόνη της στις συγχυσμένες μάζες. Είπε κάτι, που ούτε η σιωπή ούτε η αδιαφορία μπορεί να σβήσει: «Ο βασιλιάς που φοβάστε, ο βασιλιάς που διαλέχτηκε από τη χάρη του θεού, ο βασιλιάς που σας καταπιέζει και σας ματώνει, ο βασιλιάς που διατάζει τους πάντες και δε μπορεί να τον διατάξει κανείς, ο βασιλιάς που κρίνει τους πάντες και δε μπορεί να κριθεί από κανέναν, ο βασιλιάς που είναι δόξα, μύθος, εξουσία – είναι όπως κάθε άλλος άνθρωπος, απλά ένα άθλιο σακί σάρκας και οστών. Μια μόνο βολή με περίστροφο μπορεί να τον κάνει να ξαπλωθεί στο δρόμο, όπως ξάπλωνε εσάς, τους γέρους σας, τα παιδιά σας στο Κονσελίτσε, το Μιλάνο για ένα κακό καπρίτσιο, για μια άσεμνη δίψα για εξουσία. Η εξάρτηση σας είναι ντροπή από την οποία μπορείτε να λυτρωθείτε, δεν αξίζει την αφοσίωση σας και τη σπαταλάτε. Σταθείτε στα πόδια σας, σκλάβοι, εσείς παραιτημένοι, δειλοί σκλάβοι που θα μπορούσατε να απελευθερωθείτε από τον χιλιετή ζυγό με ένα σήκωμα των ώμων σας και να φτάσετε στον κολοφώνα της ελευθερίας σας». Αυτό δε σημαίνει η τραγωδία του Μόνζα;
Από τις στάχτες της πυράς του Κάμπο ντι Φιόρι ο Αντζιολίλο μαζεύει την παράδοση της ελεύθερης σκέψης και προειδοποιεί ότι η λαμπερή αυγή του 20ου αιώνα, δε θα ανεχτεί ούτε τη σκιά ούτε τη ντροπή της Ιεράς Εξέτασης. Ο Βαγιάν εκθέτει εκείνους που κάτω από την ανώνυμη μάσκα του αντιπροσωπευτικού συστήματος, είναι υπεύθυνοι για τις ίδιες αδικίες και εκμετάλλευση και μαστιγώνει τα αισχρά πρόσωπα τους. (Ο Ήλιος Βασιλιάς τουλάχιστον, είχε το κουράγιο να παρουσιαστεί μπροστά στους υπηκόους του και την Ιστορία φωνάζοντας: «Είμαι το Κράτος!»), ο Λουτσένι, μπάσταρδος ο ίδιος, προειδοποιεί ότι μάταια οι ιερείς προσπαθούν να ξεφορτωθούν τους καρπούς των απαράδεκτων ερώτων τους. Ο Ντυβάλ, ο Ραβασόλ, ο Στελμάκερ, όλοι εκείνοι που επιτέθηκαν στην ατομική ιδιοκτησία για χάρη της επανάστασης αποκαλύπτουν ότι η κυριαρχία του χρήματος δε μπορεί να είναι τόσο ιερή, ούτε τόσο αξιοζήλευτη στο κάτω κάτω, αν δέχεται χτυπήματα τριγύρω κάθε μέρα. Όλοι, όλοι τους κριτικάρουν τη δειλία, εξεγείρονται ενάντια στην υποταγή, χαράζουν ένα μάθημα, κάνουν τη δουλειά της επανάστασης.
Ένας βασιλιάς πεθαίνει, ένας άλλος παίρνει τη θέση του. Αλλά, ο βασιλιάς που αναλαμβάνει το στέμμα με το αίμα του πατέρα του μαθαίνει σύνεση, μετριοπάθεια, σοφία. Αποκαθιστά το εθνικό συμβόλαιο κι αποφεύγει τη βία και την κατάχρηση. Αρκεί να θυμηθούμε ότι ανοίγοντας το κοινοβούλιο, αμέσως μετά την απόπειρα του Μπρέσι, ο Σαράκο όχι μόνο απείχε από το να προτείνει νόμους έκτακτης ανάγκης, αλλά δήλωσε επίσης ότι η αναρχική ιδέα θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με πολιτισμένη συζήτηση και ότι υπήρχε ήδη επαρκής περιορισμός των παράνομων αναρχικών δραστηριοτήτων στον ποινικό κώδικα. Κι αυτό δε λαμβάνει υπ’ όψιν το ανανεωμένο θάρρος των κοινών ανθρώπων και την δυνατότερη συνείδηση της δύναμης τους, τη σταθερότερη πίστη που έχουν αποκτήσει στην ίδια τους τη χειραφέτηση.
Συνεπώς! Όχι στον απολογητικό φανατισμό που δείχνει μια θρησκευτική διανοητική κατάσταση, η οποία είναι ασύμβατη με την παραμικρή αναρχική ιδέα και όχι στις φρενήρεις διατριβές οι οποίες μπορεί να θεωρηθούν ύποπτες για οπορτουνισμό, προκατάληψη ή κάποια άλλα πιο ευτελή συναισθήματα. Η λύτρωση βρίσκεται πάντα σε μια ελεύθερη, αντικειμενική και συνειδητή εξέταση, στην έρευνα και την εξήγηση των αιτιών, του κοινωνικού πλαισίου, της ηλικίας, των άμεσων και έμμεσων επιπτώσεων των γεγονότων. Αυτά είναι τα στοιχεία για μια σωστή αξιολόγηση των ατομικών πράξεων ανταρσίας.
Αλλά, όλοι θα πρέπει να κατανοήσουν ότι οποιαδήποτε τέτοια ελεύθερη εξέταση, που χρησιμοποιεί λογικά κριτήρια, δε μπορεί να αφήσει εκτός σκέψης το γεγονός ότι η πρωταρχική αιτία όλων των ατομικών δράσεων εξέγερσης είναι το ψυχολογικό κλίμα που δημιουργείται από την προπαγάνδα μας ανάμεσα στους ανθρώπους. Φαίνεται περιττό να τονίσουμε ότι καμία επαναστατική πράξη δεν είναι δυνατό να γίνει νοητή εκεί που ο εξεγερμένος δε νιώθει ότι περιβάλλεται από ένα συγκεκριμένο πνεύμα συναίνεσης και από μια ευρεία συνείδηση η οποία είναι έτοιμη να τον αντιμετωπίσει με συμπάθεια.
Όταν ο Μπρέσι απέδωσε δικαιοσύνη στον σεβάσμιο και ατιμώρητο σφαγέα των Ιταλών, ένιωσε ότι, αν και ο φανατικός και μικρόψυχος όχλος θα κλονίζονταν, σοκαρισμένος και σκανδαλισμένος από την πράξη του, πολλοί άλλοι θα συναινούσαν στην πράξη δικαιοσύνης του κι ενήργησε με την πίστη ότι η πρώτη σπίθα θα πυροδοτούσε μια πιο έντονη εξέγερση, μια μεγαλύτερη φωτιά. Αλλά, η ευθύνη μας σε όλες τις πράξεις εξέγερσης είναι πιο ακριβής, πιο συγκεκριμένη κι αδιαμφισβήτητη, εκεί που η προπαγάνδα μας υπήρξε ενεργητική, δραστήρια κι έχει αφήσει μια βαθιά εντύπωση. Στην τελική, εμείς δεν ανοίξαμε την πρώτη ρωγμή στην αφοσίωση των πιστών στις κατεστημένες αρχές, στην υποτέλεια τους στον βασιλιά, στην υποταγή τους στο νόμο, στο σεβασμό και στον άγιο φόβο τους για τους κώδικες, τους δικαστές, την αστυνομία; Με ειλικρινή βεβαιότητα και διαβρωτική επιμονή, δεν έχουμε αποδείξει την ματαιότητα των ελπίδων σε νόμιμα μέσα αντίστασης, προόδου ή επιτυχίας; Όσον αφορά το στρατόπεδο που αντιτίθεται στο σοσιαλισμό και την πολιτική δραστηριότητα, τις εκλογικές ή κοινοβουλευτικές του νίκες, τις υποτιθέμενες βελτιώσεις στις οικονομικές υποθέσεις, έχουν βρει ποτέ πιο άπιστους, πιο δριμείς επικριτές, πιο ακούραστους χλευαστές από εμάς;
Και σε κάθε περίσταση, στα κείμενα μας, όλες οι διαλέξεις μας, στις συναντήσεις μας που συνταράσσονται από τα άδεια στομάχια ή τα αρρωστημένα πάθη μας, δεν έχουμε υπογραμμίσει χίλιες φορές ότι αφού το πολιτικό και οικονομικό προνόμιο δε στηρίζεται καθόλου στην αμεροληψία ή το δίκαιο, μπορεί μόνο να δικαιολογείται από την ίδια του τη βία και τη δειλία μας; Και ότι, γι’ αυτό ο καπιταλισμός και το κράτος δε μπορεί να αντισταθεί στην επιρροή των εργαζόμενων τάξεων, των οποίων το δίκαιο και η δύναμη, μαζί, θα είναι σίγουρη εγγύηση της τελικής μας νίκης; Ότι αντί να σπαταλάμε χρόνο φλυαρώντας στα δημοτικά, επαρχιακά ή εθνικά συμβούλια αναζητώντας τη λυδία λίθο του καλού νόμου ή του καλού αφέντη, θα ήταν καλύτερο να αρχίσουμε την επανάσταση μέσα μας και να την πραγματοποιήσουμε σύμφωνα με τις καλύτερες ικανότητες μας σε επιμέρους πειράματα, όποτε εμφανίζεται μια τέτοια ευκαιρία και όποτε μια τολμηρή ομάδα συντρόφων μας έχει τη βεβαιότητα και το θάρρος να τα δοκιμάσει; Ποιος άλλος ήταν ο στόχος των ένοπλων ομάδων στη Ρομάνια το 1874 ή εκείνων με τους Καφιέρο, Μαλατέστα και Στέπνιακ το 1877;
Τώρα υποκινούμε, πείθουμε, φωνάζουμε στον κόσμο εδώ και μισό αιώνα: «Ξεσηκωθείτε, εξεγερθείτε, επιτεθείτε, απαλλοτριώστε, χτυπήστε! Χτυπήστε χωρίς έλεος, γιατί εκεί έρχεται ένα σημείο όπου η εκδίκηση αναλαμβάνει την αναγκαιότητα και την δεινότητα της δικαιοσύνης κι επιταχύνει το θρίαμβο της». Μετά από πενήντα χρόνια ενστάλαξης της αναγκαιότητας της δράσης ανάμεσα στους βασανισμένους ανθρώπους, καθώς το πληβειακό λιοντάρι δίνει το πρώτο χτύπημα (και ίσως είναι αδέξιο, γιατί ήταν αλυσοδεμένο για αιώνες κι έχει ξεχάσει πώς να το κάνει) και ακριβώς όταν θα έπρεπε να δείξουμε την ψυχραιμία μας και την αποφασιστικότητα μας, ενοχλούμαστε από προβλήματα συνείδησης η οποία ανησυχεί για την απειλή της αντίδρασης, θλιβόμαστε λόγω των υπολειμμάτων ευαγγελισμού, βασανιζόμαστε από τη φλέγουσα ανάγκη, αν όχι να συγχρωτιστούμε με την κοινή ηθική σίγουρα να ελαττώσουμε τις αντιθέσεις. Πολύ συχνά, ειδικά στους πιο υπεύθυνους κύκλους, σπεύδουμε να υποτιμήσουμε, να επικρίνουμε την πράξη ανταρσίας και μερικές φορές ωθούμαστε ακόμα και να τις κατατάξουμε ανάμεσα στις συνήθεις «αστυνομικές πλεκτάνες». Λοιπόν, τότε, με καθαρές κουβέντες: είναι η ανώτερη δειλία να απορρίπτουμε πράξεις ανταρσίας, όταν εμείς οι ίδιοι έχουμε ρίξει τον πρώτο σπόρο κι έχουμε δρέψει το πρώτο βλαστάρι, είναι η ανώτερη δειλία να προσθέσουμε τις κατάρες μας δίπλα στις απεγνωσμένες κραυγές των πληρωμένων δημοσιογραφικών μεροκαματιάρηδων, των επαγγελματιών πενθούντων και των διαβολικών μαχαιροβγαλτών. Κι όπως όλες οι δειλίες, κι αυτή επίσης πρέπει να πληρωθεί με την κρίση της αδυναμίας και την αγωνία της εγκατάλειψης.
Ο Φ.Σ Μερλίνο θα έπρεπε να θυμάται τη ζέση της προπαγάνδας και της δράσης που φώτισε τα τέσσερα χρόνια από την 1η Μάη 1890 μέχρι τις 24 Ιούνη 1894. Όταν αφήναμε τη σοφίτα το πρωί δεν είχαμε ποτέ την παραμικρή βεβαιότητα ότι θα γυρίζαμε πίσω το απόγευμα. Συλλήψεις γίνονταν κάθε μέρα, οποιαδήποτε ώρα, δίκες και ποινές ακολουθούσαν και σε περίπτωση αθώωσης, η εξορία ήταν ο κανόνας. Αλλά αυτό σήμαινε να ζεις! Και μέσα στα κελιά του Μάζας64 ή μέσα στη θλίψη της εξορίας νωρίς το πρωί θα ακούγαμε την ηχώ μιας έκρηξης δυναμίτη, που θα είχε τινάξει ένα δικαστήριο στον αέρα με έναν από τους συνένοχους να βρίσκεται ακόμη μέσα κι ο άγνωστος δράστης της εξεγερτικής πράξης είχε αναλάβει την πλήρη ευθύνη για την πράξη του και βάδιζε τραγουδώντας στην γκιλοτίνα. Και αυτό το τραγικό κύμα ενθουσιασμού και ζέσης, φώτισε τη θυσία, γέμισε τον καθένα με μια ακαταμάχητη περηφάνια. Ποιητές και άνθρωποι των γραμμάτων, εντυπωσιάστηκαν από αυτή τη ζέση για ανανέωση, απέτιαν καθημερινά τιμές συμπάθειας και σεβασμού στους πεσόντες εξεγερμένους, η Παριζιάνικη εφημερίδα Figaro, τρομαγμένη, αφιέρωσε μια από τις ειδικές εκδόσεις της στον «επικίνδυνο αναρχικό» και ο Οκτάβιος Μιρμπώ, ανέμισε την αναρχική του έκκληση για αποχή από την ψήφο στα χυδαία εκλογικά θεάματα, ένα ντοκουμέντο το οποίο μέχρι σήμερα είναι αξεπέραστο λόγω της οξύνοιας του και της εκφραστικής ομορφιάς του. Αυτό σήμαινε ζωή!
Κομμουνισμός και ατομικισμός ως αλληλοσυμπληρούμενοι όροι
Στο μυαλό της προλεταριακής εμπροσθοφυλακής, η απόρριψη της ατομικής ιδιοκτησίας ενσωματώθηκε και συμπληρώθηκε με την απόρριψη της εξουσίας σε όλες τις διάφορες και ατυχείς μορφές της. Ταυτόχρονα, η πρώτη ελευθεριακή φιλοδοξία που βασίζονταν στην εμπειρία και την κριτική σκέψη επιβεβαιώνονταν ως μια θεωρία το οποίο προείδε τον ελευθεριακό κομμουνισμό ως την απαραίτητη συνθήκη για την ανάπτυξη και την ασφάλεια της αυτονομίας του ατόμου σε μια ελεύθερη κοινωνία [...]
Ανάμεσα στον κομμουνισμό (φυσικά αντιληπτού, όχι ως μια άλλη άποψη του Κράτους, που είναι αναγκασμένο να αναπαράγει μέσα του όλες τις ανισότητες των προηγούμενων κυβερνήσεων, αλλά ως μια ελεύθερη, ενωμένη συνεργασία όλων των ανθρώπων για την παραγωγή) και τονατομικισμό (με την έννοια ότι καμία κατεστημένη εξουσία, ούτε πλειοψηφική είτε μειοψηφική, μπορεί να παρέμβει στην ανάπτυξη και την ελευθερία του ατόμου ή να μειώσει την αυτονομία του) δεν υπάρχει καμία αντίθεση, καμία ασυμβατότητα. Ο κομμουνισμός είναι απλά το θεμέλιο με το οποίο το άτομο έχει την ευκαιρία να διοικήσει τον εαυτό του και να φέρει σε πέρας τις λειτουργίες του.
Είναι δύο όροι που συμπληρώνει ο ένας τον άλλο.
Κάθε αναρχικός ο οποίος είναι πιστός στην άρνηση κάθε προνομίου, ειδικά του πιο βασικού και πιο αισχρού από όλα τα προνόμια, αυτό της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και ανταλλαγής και ο οποίος γι’ αυτό το λόγο, φιλοδοξεί να πραγματοποιήσει ένα οικονομικό καθεστώς, όπου η γη, τα ορυχεία, τα εργοστάσια και κάθε άλλο εργαλείο εργασίας ή ανταλλαγής, όλα τα μέσα παραγωγής, θα είναι αδιαχώριστη κοινή ιδιοκτησία, είναι στις οικονομικές του φιλοδοξίες ένας κομμουνιστής. Παρόμοια, αν είναι πιστός στην άρνηση της εξουσίας και υποστηρίζει ένα καθεστώς το οποίο θα πραγματοποιήσει την πλήρη ανεξαρτησία και αυτονομία του ατόμου από κάθε οικονομικό, πολιτικό και ηθικό αφεντικό, είναι αναπόφευκτα ένας ατομικιστής.
Αντίθεση; Όχι.... ολοκλήρωση.