Ο άνθρωπος, ο χωροχρόνος και ο λύκος του Junsele – του Αρτέμη Χατζηστρατόγλου
Άκουσα μερικές λέξεις στα ελληνικά. «Μπα ιδέα μου θά ‘ταν» σκέφτηκα. «Εδώ στο χωριουδάκι;; Στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος με την Αλάσκα;» Τις άκουσα ξανά. Δεν είχα πλέον αμφιβολία. Πληροφορήθηκα ότι πρόκειται για μια ελληνική οικογένεια. Πήραν, λέει, μια πτήση για Στοκχόλμη τον περασμένο Γενάρη και κοιμόντουσαν στους δρόμους. Μία ομάδα νέων τους βοήθησε. Τους βρήκαν μια πρώτη δουλειά εδώ στο χωριό κι ένα σπίτι, χωρίς να πληρώνουν νοίκι για αρχή. Σάστισα. «Πως φεύγει έτσι ο κόσμος, νικημένος, κυνηγημένος» σκέφτηκα. Ανά τους αιώνες καβαλάει τον άνεμο, γλιστράει σε σιδηρόδρομο, «ζουλάρει» σε σωστική λέμβο, ακροβατεί σε «μαντραπήδα», σαλπάρει αγάντα σε καρυδότσουφλο. Κάνει το βήμα του πελαργού απά’ στο ίδιο χώμα μα σ’ άλλο κόσμο. Πέφτει στην αγκαλιά της γης ή ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους ή μέσα σε υδάτινο τάφο. Είναι βαρύ το νερό που τον σκεπάζει. Πιο βαριά είναι όμως τα λόγια τα κυνικά, τα απάνθρωπα, που ξεστομίζονται από δηλητηριασμένα και σκωπτικά χείλη. Ο τυχερός σηκώνεται και κυνηγάει τη ζωή σε πλατείες, σε γιαπιά, σε δωμάτια γεμάτα ψυχές, στους βλοσυρούς διαδρόμους ενός καφκικού εφιάλτη. Θερίζει τα σπαρτά, χτίζει μια Αμερική, δίνει την ψυχή του στη μηχανή, ποντάρει την ελπίδα του για μια καλύτερη ζωή και ρίχνει μια ζαριά.
Άκουσα ότι εθεάθη ένας λύκος στο κοντινό Junsele. Οι λύκοι σπανίζουν στα δάση της Σουηδίας. Ο λύκος αυτός είναι ένας από τους τελευταίους, ίσως και ο τελευταίος. Ξέμεινε να περιπλανιέται μονάχος του σε άγνωστους μαχαλάδες σα ξεπεσμένος δερβίσης, δίχως αγέλη, δίχως γειτονιά. Να ψάχνει στοά να ξαποστάσει, βράχο να σταθεί, να ανασηκώσει μειλίχιος το κεφάλι προς τον ουρανό, να κοιτάξει τρυφερά τους άλλους κόσμους παραπέρα, αυτούς που περπάτησε κι αυτούς που θα περπατήσει, να αγναντέψει τη γαλήνη του φεγγαριού. Να κάνει το ουρλιαχτό του αμανέ, να τραγουδήσει με το νέι του τα μπλουζ του ταξιδιώτη, το μινόρε του τεκέ.
Δεν είναι η μοίρα που μετατρέπει τους ανθρώπους σε παρίες λύκους. Η αδικία σε βάρος του ενός είναι η ήττα όλων μας. Η ήττα όμως ολοκληρώνεται μόνο με τη βύθιση στη μοιρολατρία. Η μετανάστευση κινείται από μια ζωώδη δύναμη. Δεν μπορεί να περιγραφεί απλά ως ελπίδα. Η δε έννοια της επιβίωσης θα την μείωνε με την φτωχή βιολογική της χροιά υποτιμώντας το βάθος της. Η δύναμη αυτή κάνει το πόδι αλέτρι και οργώνει τη γη, χωρίζει τη θάλασσα, σκίζει τον αέρα, τσαλακώνει τους αιώνες. Τούτη η μετακίνηση του ανθρώπου στο χωροχρόνο αντανακλά μια ατέρμονη δίψα για ζωή. Είναι το μυστήριο που κρύβει μέσα του το οξύμωρο, η συνύπαρξη του μηδέν με το άπειρο, η διττότητα, το μεγαλείο της και η καθαυτό ανεπάρκειά της. Είναι ο αμανές του λύκου. Είναι «φωνῂ ἐκ βαθέων ἀναβαίνουσα ᾡς μῦρον, ᾡς ἄχνη, ᾡς ᾀτμός, θρῆνος, πάθος, μελωδία, ἀνερχομένη ἐπὶ πτίλων αὔρας νυκτερινῇς, αἰρομένη μετάρσιος, πραεῖα, μειλιχία, ἄδολος, ψίθυρος, λιγεῖα, ἀναρριχωμένη εἰς τὰς ριπάς, χορδίζουσα τοὺς ἀέρας, χαιρετίζουσα τὸ ἀχανές, ἱκετεύουσα τὸ ἄπειρον, παιδική, ἄκακος, ἑλισσομένη, φωνῂ παρθένου μοιρολογούσης, μινύρισμα πτηνοῦ χειμαζομένου, λαχταροῦντος τῂν ἐπάνοδον τοῦ ἔαρος.» (Αλ. Παπαδιαμάντης – «Ο ξεπεσμένος δερβίσης»)