Ζαν-Λυκ Νανσύ: Η κοινότητα δεν υπήρξε ποτέ
Απόσπασμα από το βιβλίο τού Jean-Luc Nancy La communauté désoeuvrée, Christian Bourgois, Παρίσι 2004 [1986], σ.33-36. Μετάφραση – σημειώσεις: Α.Γ.
Η χριστιανική, νεωτερική, ανθρωπιστική συνείδηση περί «απώλειας της κοινότητας» κατά πάσαν πιθανότητα είναι η υπερβατολογική αυταπάτη ενός λόγου που ξεπερνά τα όρια της δυνατής εμπειρίας του, η οποία στη βάση της είναι η εμπειρία της κλεμμένης εμμένειας. Η κοινότητα δεν υπήρξε, ή μάλλον, εάν είναι βέβαιο ότι η ανθρωπότητα γνώρισε (ή γνωρίζει ακόμη, εκτός του βιομηχανικού κόσμου) κοινωνικούς δεσμούς τελείως άλλους από αυτούς που γνωρίζουμε εμείς, η κοινότητα δεν υπήρξε σύμφωνα με όσα εμείς προβάλλουμε γι’ αυτήν πάνω σε διαφορετικές κοινωνικότητες. Δεν υπήρξε στους Ινδιάνους Γκουαγιακί, δεν υπήρξε σε μια εποχή που οι άνθρωποι ζούσαν σε καλύβες, δεν υπήρξε μέσα στο εγελιανό «πνεύμα ενός λαού», ούτε μέσα στη χριστιανική αγάπη[1]. Δεν ήρθε η Gesellschaft (μαζί με το κράτος, τη βιομηχανία, το κεφάλαιο) να διαλύσει μία προηγούμενη Gemeinschaft. Ίσως θα ήταν ορθότερο, παρακάμπτοντας όλες αυτές τις περιστροφές της εθνολογικής ερμηνείας και όλες τις οφθαλμαπάτες της προέλευσης ή του «άλλοτε», να πούμε ότι η Gesellschaft–η «κοινωνία», η αποσυνδετική διασύνδεση των δυνάμεων, των αναγκών και των σημείων- πήρε τη θέση κάποιου πράγματος για το οποίο δεν έχουμε όνομα ούτε έννοια, κάποιου πράγματος που εκπορευόταν ταυτόχρονα από μία επικοινωνία πολύ ευρύτερη από εκείνη του κοινωνικού δεσμού (με τους θεούς, το σύμπαν, τα ζώα, τους νεκρούς, με τους αγνώστους) και από έναν κατακερματισμό, πολύ πιο περιχαρακωμένο, πολύ πιο πολλαπλασιασμένο, αυτής της ίδιας σχέσης, που συχνά επέφερε πολύ πιο σκληρά αποτελέσματα (μοναξιάς, απόρριψης, εγκατάλειψης) απ’ όσο θα αναμέναμε εμείς ως ένα κοινοτικό μίνιμουμ εντός του κοινωνικού δεσμού. Η κοινωνία δεν έγινε στα ερείπια μιας κοινότητας. Έγινε μέσα από την εξαφάνιση ή μέσα από τη διατήρηση πραγμάτων –φυλών ή αυτοκρατοριών- τα οποία δεν είχαν ίσως περισσότερες σχέσεις με αυτό που εμείς αποκαλούμε «κοινότητα» απ’ ό,τι με αυτό που αποκαλούμε «κοινωνία». Κατά τρόπο ώστε, η κοινότητα, μακράν του να αποτελεί αυτό που η κοινωνία διέρρηξε ή έχασε, είναι αυτό που μας συμβαίνει –ερώτημα, προσδοκία, συμβάν, επιταγή- με βάση την κοινωνία.
Δεν υπήρξε λοιπόν καμία απώλεια, και γι’ αυτό το λόγο τίποτα δεν χάθηκε. Οι μόνοι που χαθήκανε είμαστε εμείς, που πάνω μας πέφτει βαριά ο «κοινωνικός δεσμός» (οι σχέσεις, η επικοινωνία) όπως το δίχτυ μιας οικονομικής, τεχνικής, πολιτικής, πολιτιστικής παγίδας. Εγκλωβισμένοι στους κόμβους του, πλάσαμε τη φαντασίωση της χαμένης κοινότητας.
* *
Αυτό που «χάθηκε» από την κοινότητα –η εμμένεια και η οικειότητα μιας θείας κοινωνίας- χάθηκε μόνο υπό την έννοια ότι μία τέτοια «απώλεια» είναι συστατική της ίδιας της «κοινότητας».
Αυτό δεν είναι απώλεια: η εμμένεια είναι, αντιθέτως, αυτό ακριβώς που, εάν συνέβαινε, θα καταργούσε αυτοστιγμεί την κοινότητα, ή ακόμα και την επικοινωνία, ως τέτοια. Το κατεξοχήν παράδειγμα, ή μάλλον η ίδια η αλήθεια, ενός τέτοιου γεγονότος, είναι ο θάνατος. Στο θάνατο (…) δεν υπάρχει πλέον κοινότητα, ούτε επικοινωνία: υπάρχει μόνο η διαρκής ταυτότητα των ατόμων.
Γι’ αυτό το λόγο, τα πολιτικά ή συλλογικά εγχειρήματα που κυριαρχούνται από μία βούληση απόλυτης εμμένειας έχουν ως αλήθεια τους την αλήθεια του θανάτου. Η εμμένεια, η κοινωνιακή σύντηξη [fusion communielle] περικλείει μια λογική που δεν είναι άλλη από τη λογική της αυτοκτονίας της κοινότητας που ρυθμίζεται απ’ αυτήν. Η λογική της ναζιστικής Γερμανίας δεν ήταν μόνο η λογική της εξόντωσης του άλλου, του υπανθρώπου που είναι εξωτερικός προς την κοινωνία του αίματος και του χώματος, αλλά επίσης, δυνάμει, και η λογική της θυσίας όλων εκείνων που, μέσα στην «Άρια» κοινότητα, δεν πληρούσαν τα κριτήρια της καθαρής εμμένειας, κατά τρόπο ώστε –αφού τέτοια κριτήρια ήταν προφανώς αδύνατο να οριστούν- μία εύλογη κατάληξη θα ήταν να αναπαραστήσουμε την όλη διαδικασία ως μία αυτοκτονία του ίδιου του γερμανικού έθνους. Εξάλλου, δεν θα ήταν εσφαλμένο να λέγαμε ότι αυτή πράγματι συνέβη, από ορισμένες απόψεις της πνευματικής πραγματικότητας αυτού του έθνους.
[1] Στο πρωτότυπο η ελληνική λέξη με λατινικά στοιχεία – σ.τ.μ.