Η «ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ» ΚΑΙ Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΛΑΓΟΥ…
«Ο Πλίνιος αναφέρεται στους χριστιανούς που είχε θανατώσει ως εκείνους «που προσήχθησαν ενώπιον μου με την κατηγορία ότι ήταν χριστιανοί» («qui ad me tamquam Christiani deferebantur»), και λέει ότι η μόνη ερώτηση που απηύθυνε σε αυτούς τους ομολογητές ήταν αν παραδέχονταν την κατηγορία («interrogavi ipsos, an essent Christiani») […] Όσο για τους κατήγορους (delatores), που πρώτοι κατηγόρησαν τους χριστιανούς ενώπιον του Πλίνιου επειδή ήταν χριστιανοί, δεν μπορούσαν να είναι σίγουροι (όπως θα δούμε) ότι ο Πλίνιος θα συγκατετίθετο να λάβει έστω και γνώση του ζητήματος, και, ακόμη λιγότερο, ότι θα επέβαλλε τη θανατική ποινή. Εφόσον νόμιζαν ότι «άξιζε να προσπαθήσουν», προφανώς γνώριζαν ότι υπήρξαν στο παρελθόν άλλοι αξιωματούχοι διατεθειμένοι να τιμωρήσουν τους χριστιανούς για το Όνομα».
Τζέφρυ ντε Σαίντ Κρουά, Ο Χριστιανισμός και η Ρώμη, Διωγμοί, Αιρέσεις και Ήθη.
Η «εγκληματοποίηση του αναρχικού χώρου», η «εγκληματοποίηση της πολιτικής ανυπακοής», η «εγκληματοποίηση και απονοηματοδότηση του αναρχικού αγώνα», η «εγκληματοποίηση και διαστρέβλωση του αναρχικού αγώνα» αποτελούν το τελευταίο διάστημα εκ νέου τις τυποποιημένες «εξηγήσεις» που διατυπώνονται για να εξηγήσουν (;) συλλήψεις, διώξεις, παρακολουθήσεις, κατ’ οίκον έρευνες, υποδικίες ή και φυλακίσεις. Ο όρος «εγκληματοποίηση» προβάλλεται σε τέτοιο βαθμό ως ο κατεξοχήν ενδεδειγμένος για τον χαρακτηρισμό των κρατικών προθέσεων, που φαντάζει από ένα σημείο και μετά ως η λέξη «κλειδί» για την αποκρυπτογράφηση ακόμη και των πλέον «σκοτεινών» εξουσιαστικών σχεδίων.
Ταυτόχρονα φαίνεται να λειτουργεί ως ο κώδωνας του κινδύνου στ’ όνομα του οποίου δικαιολογείται μέχρι …νεωτέρας η αποφυγή κάθε προβληματισμού, διαλόγου, αντιπαράθεσης ή και σύγκρουσης πάνω σε απόψεις και καταστάσεις, η αφόρητη δυσοσμία των οποίων θυμίζει την γνωστή παροιμία: «ο κόσμος το ’χει τούμπανο και εμείς κρυφό καμάρι». Ποιος να θυμάται, βέβαια, τώρα στις «δύσκολες» στιγμές τους κινηματικούς τεμενάδες σε απόψεις, που απαιτούσαν, και όχι απλά προπαγάνδιζαν, την (αυτό)»εγκληματοποίηση» της αναρχικής δράσης ως τον απαραίτητο πυροδοτικό μηχανισμό για τον ονομαζόμενο ευρύτερο επαναστατικό χώρο και ελιξήριο για μιαν αριστερά που αποζητούσε την άμεση πολιτική και όχι μόνο ανάνηψή της.
Δεν πρόκειται, λοιπόν, εν προκειμένω για μια απλώς ανέμπνευστη αντιμετώπιση των όποιων προβλημάτων έχουν ανακύψει, ούτε για μια ιδεολογική αγκύλωση στην οποία έχουν περιέλθει για διάφορους λόγους άπειροι άνθρωποι, που βρήκαν έτοιμα πέντε έξι τσιτάτα και μ’ αυτά αντιμετωπίζουν, έστω με έναν άκαμπτο τρόπο, μια πράγματι συνολικότερα δύσκολη εποχή.
Αλλά ας δούμε ορισμένα ζητήματα πιο συγκεκριμένα.
Το έγκλημα είναι έννοια νομική παρ’ ότι συνηθίζεται εν γένει να χρησιμοποιείται ο όρος για να χαρακτηριστεί ως ανήθικη, αμαρτωλή ή αντικοινωνική μια συμπεριφορά. Σύμφωνα με τους νομικούς, έγκλημα είναι το αδίκημα (=πράξη άδικη και καταλογιστή) που προβλέπεται και τιμωρείται από κάποιο νόμο με ορισμένη ποινή, που περιέχει και τον ανταποδοτικό και τους προληπτικούς σκοπούς. Ο ΠΚ (Ποινικός Κώδικας) δίνει στο άρθρο 14 έναν πλήρη νομικό – δογματικό ορισμό του εγκλήματος.
Ο ορισμός αυτός θεωρείται συμμόρφωση του νομοθέτη με τη συνταγματική επιταγή «κανένα έγκλημα καμία ποινή χωρίς νόμο» του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος. Η πράξη που προβλέπει το άρθρο 14 σημαίνει εξωτερική ανθρώπινη συμπεριφορά. Το στοιχείο του «αδίκου» μαζί με το στοιχείο του τιμωρούμενου αντιστοιχεί στην προσβολή έννομων αγαθών που είναι ιδιαζόντως αντικοινωνική, δηλαδή ιδιαίτερα επικίνδυνη και έχει κοινωνικοηθική απαξία.
Μα, θα παρατηρήσει κάποιος και μάλιστα όχι κατ’ ανάγκην αναρχικός, το έγκλημα δεν ταυτίζεται προ πολλού με την αντικοινωνική συμπεριφορά, αφού είναι γενικά αποδεκτό, ότι με τους νόμους ρυθμίζονται οι σχέσεις συνδιαλλαγής ανάμεσα στα κρατικά και στα ατομικά συμφέροντα ή ανάμεσα σ’ εκείνα διαφόρων κοινωνικών ομάδων και μάλιστα σε κάθε τόπο και κάθε εποχή. Είναι χαρακτηριστικό, ότι μετά την εξάπλωση της επιδημίας της πανούκλας σε ολόκληρη την Ευρώπη τον 14ο αιώνα, με αποτέλεσμα εκτός των άλλων την μείωση του εργατικού δυναμικού τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο, θεσπίστηκε στην Αγγλία νόμος που όριζε την ελεημοσύνη στους ζητιάνους ως ποινικό αδίκημα και νόμος που ποινικοποιούσε τις μετακινήσεις των ικανών να εργαστούν σε άλλες περιοχές.
Αυτό, λοιπόν, που ορίζεται ως έγκλημα είναι εκείνοι οι τρόποι συμπεριφοράς που θεωρούνται επιβλαβείς από εκείνες τις ομάδες πολιτικών, οικονομικών και θρησκευτικών συμφερόντων οι οποίες έχουν την απαραίτητη ισχύ ή πρόσβαση στους εξουσιαστικούς θύλακες, ώστε να επηρεάζουν την νομοθεσία.
Ένας από τους θεωρούμενους πρωτοπόρους στην κριτική εγκληματολογία, ο Quinney (1970), έβλεπε τη διαδικασία ορισμού των δράσεων που θα τους αποδοθεί η ταυτότητα του εγκλήματος σαν μια εγγενώς πολιτική διαδικασία. Θεωρούσε δε, ότι ο ποινικός νόμος είναι αξιολογικά πολωμένος με την «ουδετερότητα» του να αποτελεί βολικό μύθο, καταπιεστικός και προκατειλημμένος με το τι είναι έγκλημα, να σχεδιάζεται και να εφαρμόζεται από αυτούς που έχουν την δύναμη να μετατρέπουν τα συμφέροντά τους σε κρατικές πολιτικές.
Τα προβλήματα, λοιπόν, σχετικά με την λεγόμενη «εγκληματοποίηση του αναρχικού χώρου», την περίοδο που διανύουμε και όχι μόνον, είναι κάτι παραπάνω από εμφανή, ενώ η σύγχυση που διαχέεται με τον όρο κάτι παραπάνω από δεδομένη. Ζητούμενο είναι να οριστεί ο «οριακός» χρόνος που το κράτος «εγκληματοποιεί» τους αναρχικούς (το Όνομα), ζητούμενο είναι η αναδιάταξη των ποινικοποιημένων ή ποινικοποιήσιμων δράσεων, δηλαδή λόγου χάρη η αφαίρεση πολλών από τις ποινές, που προορίζονται για τις διαφόρων μορφών δράσεις αγωνιζόμενων ανθρώπων από μια ενδεχομένως επόμενη προοδευτική κυβέρνηση;
Όπως έχουμε γράψει, «σύμφωνα με αυτήν την άποψη, το κλειδί για την πολιτική είναι η διάχυση της εξουσίας μέσω συμβιβασμών και όχι η διαρκής σύγκρουση κοινωνικών ομάδων ή συμφερόντων που κατέχουν εξουσία. Έτσι, η ενδυνάμωση ενός κόμματος από πολιτικά δίκτυα, κινηματικές διαδικασίες και δομές, όχι μόνο αναγνωρίζει το δίκτυο των σχέσεων του συνόλου των κομμάτων, το οποίο και αποτελεί κατά περίπτωση το κομματικό σύστημα, αλλά το ενισχύει ουσιαστικά, προσδίδοντάς του την απαραίτητη κοινωνική νομιμοποίηση, ιδιαίτερα σε περιόδους πολιτικής «κρίσης», (βλ. Διαδρομή Ελευθερίας, Ιανουάριος 2013 Η «πολιτική διέξοδος» και η χαμένη «πανοπλία» του κινήματος…).
Μήπως η «εγκληματοποίηση» στοχεύει στο φρόνημα, στις σκέψεις ή απλά στις προθέσεις για δράση; Μα τότε προς τι αυτή η αριστερή σιωπή (που αποδεικνύει όχι απλά την βαθιά συναίνεση αλλά την συνδιαχείριση της δίωξης) όταν αυτό ακριβώς εφαρμόζεται εδώ και τώρα, εκτός των άλλων στην περίπτωση των διώξεων ενάντια στην Χ.Α. και μάλιστα με την απλή κατηγορία της κατοχής αρχειακού υλικού; Ή μήπως, με αφορμή την περίπτωση της Χ.Α., δεν προωθείται με τον καλύτερο τρόπο, δηλαδή χωρίς αντιδράσεις και η δίωξη του φρονήματος;
Ας πάμε, όμως, ορισμένες δεκαετίες πίσω για να διαβάσουμε κάποιες απόψεις αριστερών για το ζήτημα και συγκεκριμένα στο περιοδικό Θέσεις, τευχ. 18 περ. Ιαν-Φεβρ. 1987, στο άρθρο Πολιτική, Εξουσία και Καταστολή, που υπογράφουν οι Α. Μαυρομάτη – Γ. Μηλιός:
«Η έννομη τάξη που οργανώνεται από το δίκαιο δεν αφήνει περιθώρια για να διαμορφωθεί μια «πολιτική» ή «οικονομική» ή «ιδεολογική» παραβατικότητα. Η παράβαση του δικαίου και του νόμου προσλαμβάνει δηλαδή εξ ορισμού το χαρακτήρα του ποινικού αδικήματος, ενός αδικήματος που δεν έχει άλλο κοινωνικό πρόσημο πέρα από το ότι διαπράττεται στο επίπεδο του δικαίου και του ποινικού νόμου και ως τέτοιο καταστέλλεται. Η ανοιχτή πολιτική καταστολή δεν μπορεί έτσι να αναφέρεται παρά σε καθεστώτα και νομοθεσίες έκτακτης ανάγκης. Αντίθετα, η καταστολή στα πλαίσια της έννομης τάξης του «κράτους δικαίου» έχει αποκλειστικά ποινικό δηλαδή «μη πολιτικό» χαρακτήρα. Είναι, λοιπόν, λανθασμένος ο ισχυρισμός ότι η ποινικοποίηση των πολιτικών συγκρούσεων αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του σύγχρονου «αυταρχικού» αστικού κράτους. Η ποινικοποίηση αποτελεί τον ειδικά καπιταλιστικό γενικό τρόπο καταστολής ήδη από την πρώτη στιγμή της γέννησης της καπιταλιστικής εξουσίας. Πρόκειται για τον ειδικά καπιταλιστικό (δηλ. ιστορικά μοναδικό) τρόπο άσκησης της αποτρεπτικής λειτουργίας της εξουσίας».
Είναι φανερό ότι ακόμα και αυτές, οι μη αναρχικές, απόψεις είναι πολύ πιο «προχωρημένες» από εκείνες, που απλά πρόχειρα τις αντιγράφουν ή που αποτελούν κραυγαλέα κακέκτυπά τους.
Ας θυμίσουμε απλά, αφού πήγαμε έτσι κι αλλιώς μερικές δεκαετίες πίσω, ότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έσπευσε αμέσως μετά την εκλογική της νίκη, το 1981, να αναγγείλει την κατάργηση του αντιδραστικού Νόμου 4000 «κατά του τεντυμποϊσμού», για να επαναφέρει, βέβαια, τη νομοθεσία κατά των «αντικοινωνικών ομάδων» τμηματικά με τους νόμους για την απρόκλητη εξύβριση, την απρόκλητη σωματική βλάβη και απρόκλητη φθορά κ.ά., τόσο γνωστές σε χιλιάδες διωκόμενους διαδηλωτές.
Πρόκειται για νομοθεσία που «κρατικοποιεί» το «δίκαιο»; Όχι βέβαια το «δίκαιο» είναι εξ αρχής κρατικοποιημένο.
Το χειρότερο, βέβαια, θα είναι να καταλήξει αυτή η εμμονή περί «εγκληματοποίησης του χώρου» σε κάποιου είδους αυτό-εκπληρούμενη προφητεία, όπως αυτή που περιγράφει ένας παλιός μύθος για τον λαγό και το μωρό από πίσσα, και που μάλλον έχει ενδιαφέρον να θυμηθούμε.
Μια μέρα, λοιπόν, η αλεπού αποφάσισε να παγιδέψει τον αιώνιο εχθρό της, τον λαγό, φτιάχνοντας ένα ομοίωμα μωρού φτιαγμένο από πίσσα. Ο λαγός είδε το μωρό από πίσσα και θέλησε να ξεκινήσει μια συζήτηση μαζί του. Όσο όμως και αν μιλούσε ο λαγός στο μωρό από πίσσα δεν έβρισκε φυσικά καμία ανταπόκριση, με αποτέλεσμα ο θυμός του να μεγαλώνει διαρκώς. «Καλημέρα! Ωραία μέρα σήμερα», είπε ο λαγός. Καμία απάντηση. «Είσαι κουφό; Γιατί, αν είσαι, μπορώ να φωνάξω πιο δυνατά». Καμία απάντηση. «Αν δεν βγάλεις το καπέλο σου και δεν μου πεις καλημέρα, θα σε χτυπήσω.» Καμία απάντηση. Ο λαγός δεν μπορούσε πια να συγκρατήσει τα νεύρα του. Έριξε μια γροθιά στη μύτη του μωρού από πίσσα, με αποτέλεσμα να κολλήσει το χέρι του και να θυμώσει περισσότερο. Στην συνέχεια, επιμένοντας χτυπάει το μωρό από πίσσα με το άλλο χέρι με αποτέλεσμα να κολλήσει και αυτό στην πίσσα. Τις γροθιές ακολούθησαν κλοτσιές και σε λίγο ο λαγός δεν μπορούσε πια να κουνηθεί, αφού όσο περισσότερο προσπαθούσε να απελευθερωθεί τόσο πιο πολύ κολλούσε στην πίσσα!
«Στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σκοινί», λέει μία άλλη παροιμία. Και αν θεωρούμε ότι το «σπίτι του κρεμασμένου» δεν είναι και δικό μας σπίτι θα απαντήσουν ορισμένοι;
Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα θα απαντήσουμε.
Και ας μη ξεχνά κανείς, ότι ακόμη και οι μεγαλύτεροι διωγμοί προϋπέθεταν να έχουν πεισθεί τα πλήθη, ότι ο χαρακτηρισμένος ως αποδιοπομπαίος τράγος είναι «ένοχος», αποτελεί το απόλυτο κακό, ότι η εξόντωση του ταυτίζεται με το μυθολογικό «γενικό καλό». Ας μην ξεχνάμε, επίσης, ότι η διαδικασία αυτή ουδέποτε ήταν εύκολη για την εξουσία, εφ’ όσον βέβαια επέλεγε να κρατά τα προσχήματα, εφ’ όσον έκρινε ότι είχε ανάγκη την κοινωνική νομιμοποίηση.
Επίσης, δεν υπάρχει λόγος εφησυχασμού, όταν η εξουσία φαντάζει διστακτική να προχωρήσει, όχι στα κατά κινηματική φαντασία πογκρόμ, αλλά σε πραγματικές κινήσεις που προσιδιάζουν σ’ αυτόν τον προσανατολισμό.
Δεν υπάρχει, επίσης, κανένας λόγος εφησυχασμού, όταν οι εξουσιαστές δεν σηκώνουν «παρά πάνω» τους τόνους και μάλιστα εκεί που, όπως λέγεται στην καθομιλουμένη, «τους παίρνει»: πληρωμένα συμβόλαια, μετανοιωμένοι και «μετανοιωμένοι», συνεργαζόμενοι και «συνεργαζόμενοι», εμπόριο «ευγενών» ουσιών (εκείνα τα περίφημα πογκρόμ κατά των εξαρτημένων τα θυμάται κανείς;) σ’ ένα «ζωτικό χώρο» (Εξάρχεια) που μοιάζει προ πολλού χωρίς καμία ζωή…
Γιατί η μπόχα, όχι μόνο δεν περνάει απαρατήρητη, όχι μόνον είναι ανυπόφορη, αλλά έχει καταστεί ένα με το προσκείμενο σ’ αυτήν περιβάλλον.
Η αριστερή καβάτζα παραμένει μεγάλη «αγκαλιά»; Μπορεί. Το «κουρμπέτι», όμως, παραμένει μεγάλο και οι αναλώσιμοι, όπως πάντα σ’ αυτές τις περιπτώσεις, θα είναι αρκετοί.
Η συνέχεια αναμένεται συναρπαστική, Σύντροφοι και «σύντροφοι» προσδεθείτε!!!
Συσπείρωση Αναρχικών