Όταν ο Γερμανός απέναντι από τη Γκουέρνικα, ρώτησε (όλο υποκρισία και αθωότητα) τον Πικάσο “εσείς το κάνατε αυτό;” εκείνος του απάντησε “όχι, εσείς το κάνατε αυτό”.
Η πρώτη φορά που την είδα, ήμουν παιδί. Ένα πρασινωπό αντίγραφο της στο “εργαστήρι”. Με τρόμαζε, γιατί ήταν κάτι που δεν είχα ξαναδεί. Η λάμπα εκείνη ήταν τόσο οικεία, σα καρικατούρα, αταίριαστη με το υπόλοιπο σύνολο. Έδειχνε κάτι που θα προτιμούσα να μην γνωρίζω, όμως φαινόταν αληθινό, σα να είχα ήδη ψυλλιαστεί την συντριπτική όψη του θανάτου. Ο Γιώργος ήταν εξοικειωμένος, οι γονείς του την είχαν κρεμάσει, στο σπίτι τους στην Ερμού, η πολυκατοικία στη θέση των κτιρίων που χτίστηκαν μετά τη φωτιά, που τώρα δεν υπάρχουν, ένα δρόμο κάτω από εκεί που μεγάλωσα, απέναντι ακριβώς από τη δουλειά του πατέρα μου.
Αργότερα, κρέμασα στα Γιάννενα μια αφίσα που μάζεψα από την πανεπιστημιούπολη Ζωγράφου, είχε την Γκουέρνικα κοκκινωπή, με λόγια φοιτητικών οργανώσεων ενάντια στον τότε πόλεμο. Η Μαρία μόλις γύρισε από το ιντερέηλ της στην Ισπανία, μου έφερε κι ένα μεγάλο καρτ ποστάλ της Γκουέρνικα. Την είχε δει, είπε.
Την ίδια χρονιά, στη Νορβηγία, στο διαμέρισμα της Λινν στο κεντρικό Όσλο, η Γκουέρνικα επίσης εκεί. Την είδες; τη ρώτησα. “Its big” μου απάντησε εκείνη, κοιτώντας με στα μάτια με έναν τρόπο πόθου και αμφιβολίας, που ποτέ δεν κατάλαβα τι σήμαινε στις γυναίκες, ή πως να το χρησιμοποιήσω. Έβραζαν τα πλούσια της στήθη, υπέφεραν στη φειδωλή κι ενοχική ματιά της. Δεν τα χάριζε απλόχερα, όπως ήταν φτιαγμένα, τα κρατούσε γι’ εκείνη, τα χαράμισε.
Αρχές Μάρτη πολλά χρόνια αργότερα, είδα επιτέλους ιδίοις όμμασι τη Γκουέρνικα, μια Κυριακή πρωί στη Μαδρίτη. Μαζί και πολλά άλλα σχετικά, μακέτα από το Ισπανικό περίπτερο του 1937 στο Παρίσι, σπουδές, φωτογραφίες. Άλλοι πόλεμοι είχαν γίνει και μαίνονταν, όχι μόνο από το 1937, αλλά και από τη χρονιά που πρωτοκρέμασα τη Γκουέρνικα στο φοιτητικό μου δωμάτιο. Η Γκουέρνικα έστεκε εκεί, με όσες δυνάμεις της απόμεναν. Ύπουλος πόλεμος σήμερα, επενδύει στις τέχνες, η αξία τους ανεβαίνει με το χρόνο (λένε οι οικονομιστές), ιδανική επένδυση σε συνθήκες κρίσης.
Κάποιοι φίλοι Ισπανοί επίσης, κάποτε μου είπαν ότι νέος ο Πικάσο, είχε πάει σε ένα χωριό να ζωγραφίζει. Εκεί άρχισε να γαμάει όλες τις γυναίκες του χωριού. Τις γάμαγε όλες. “Όλε” θα φώναζε σε κάθε μια που καβάλαγε, όλε! για κάθε μια που πελεκούσε, “όλε!” για κάθε μια που κάρφωνε στον πέλεκυ του, σα μαινόμενος ταύρος, σα μινώταυρος.
Θα είχαν ξετρελαθεί οι χωριατοπούλες, ένας ζωγράφος διονυσιακός έσπαγε την επαρχιώτική και καθολική ανία. Οι άντρες λοιπόν του χωριού του είπαν να φύγει, αλλιώς θα τον σκότωναν. Έφυγε τότε ο Πικάσο, και συνέχισε αλλού.
Επηρεασμένος από την παραπάνω ιστορία, “Πικάσο”, έλεγα στην Τερέσα, “Βαν Κογκ” απαντούσε εκείνη, η Καθολική επαρχιώτισσα, γεμάτη από τα κόμπλεξ του “πρώην ανατολικού μπλοκ” και της “Ευρώπης”.
Σημειώσεις:
1. Συλλογή τεράτων -a monsters’ exhibition, η κοινοτοπία του κακού: “the European Union”! (μια που αναφερθήκαμε στην ανέραστη και εμετική Ευρώπη του σήμερα).
2. Κουίζ: βρείτε τις διαφορές μεταξύ των παραπάνω εικόνων (αν υπάρχουν)
3. Κι εμείς οι Δον Κιχώτες, πρέπει να τραβήξουμε τα νήματα του Πικάσο (και άλλων), στην επανάσταση, στον έρωτα, στη ζωή.
4. Από την εθνική πινακοθήκη στην Αθήνα, μόλις άρχισε η “κρίση” να ριζώνει, κάποιοι έκλεψαν μεταξύ άλλων και έναν Πικάσο, τον οποίο μάλιστα είχε δωρίσει ο ίδιος ο Πικάσο στον Ελληνικό λαό, για την Αντίσταση του στο φασισμό. Πέραν της χυδαιότητας της συγκεκριμένης κλοπής, που είναι εφάμιλλη του δόλου και της κερδοσκοπίας των χρηματιστών, υπάρχει κι ένας συμβολισμός που μπορεί να γίνει: είναι ο ελληνικός λαός ανάξιος να διατηρεί το δώρο για την παλιά αντίσταση του, γιατί εκείνος ο λαός αποχώρησε από την ιστορία. Ας γίνει ο νέος λαός άξιος μνείας για την αντίσταση του, από νέους απανταχού Πικάσο.