Ο μοναχικός θάνατος του Δημήτρη Χριστούλα
Ο τίτλος είναι απο εδώ- δυστυχώς όχι στην original εκτέλεση
Ήταν σαν σήμερα, 4 Απριλίου του 2012 όταν όλη χώρα ξύπνησε με ένα πτώμα να κείτεται στο Σύνταγμα, κάτω από ένα δέντρο. Ο τηλεκανιβαλισμός ίσως να μην είχε φτάσει τότε στα επίπεδα του σήμερα, δεν είδαμε το πτώμα στην σκιά, ξαπλωμένο στο γρασίδι, σε θολή φωτογραφία κάποιας ελεεινής φυλλάδας. Ίσως απλά να ήταν μια άτυχη στιγμή, ίσως απλά να ήταν τόσο πρωί που κανένας να μην κυκλοφορούσε με το χέρι στο κινητό για να τραβήξει βίντεο, ίσως καμία κάμερα κυκλοφορίας η παρακολούθησης να μην τραβούσε τα δέντρα. Είδαμε μόνο το δέντρο ντυμένο μηνύματα, λουλούδια, κεράκια, σιωπηλούς ανθρώπους και δάκρυα.
Στην χώρα των χιλιάδων αυτοκτονιών αυτή η μία αυτοκτονία (ή η μία δολοφονία όπως ξεκαθάρισε ο ίδιος) ξεχωρίζει. Όχι γιατί οι ζωές διαθέτουν διαφορετικά βάρη. Όλες το ίδιο ζυγίζουν, ακριβώς το ίδιο. Οι ψυχές έχουν διαφορετικά βάρη. Ίσως, αυτό που συγκλόνισε τόσο στην αυτοκτονία του Δημήτρη Χριστούλα ήταν η ξαφνική συνειδητοποίηση της ύπαρξης, σε αυτή την άθλια κοινωνία, σε αυτό το γελοίο, σάπιο ως την ρίζα σκηνικό, σε όλη αυτή την φαρσοκομωδία του ραγιαδισμού, της υποτέλειας, των υποκλίσεων στην εξουσία και της κυριαρχίας των γραβατωμένων ρομπότ στα κανάλια κάθε βράδυ, ανθρώπων που είναι ικανοί να κάνουν αυτό που θεωρούν οι ίδιοι αξιοπρεπές, ότι και αν είναι αυτό, αποτελεσματικό ή μη. Σε μια κοινωνία που στέρεψε από ήρωες, αγωνιστές, ψηλούς αξιοπρεπείς ανθρώπους, ο Δημήτρης Χριστούλας χρειάστηκε να πυροβολήσει τον εαυτό του στον κρόταφο για να μας θυμίσει ότιακόμα και τα πεθαμένα δέντρα, έχουν συχνά πυκνά, υγιείς ρίζες.
Να έχει κάποιος το θάρρος να πυροβολήσει τον εαυτό του· είναι πολύ δύσκολο να το φτάσει η φαντασία. Πόσο μοναχικός θα πρέπει να ένοιωθε, πόσο απελπισμένος. Όχι επειδή η τράπεζα του παίρνει το σπίτι ή επειδή καταστρέφεται οικονομικά. Από όσο γνωρίζουμε, δεν είχε τέτοια προβλήματα. Επειδή είχε αυτή την γαμημένη, βαθιά ανάγκη να ζεί σε έναν κόσμο που δεν είναι σαν αυτόν που υπάρχει, επειδή δεν έβλεπε πολλούς γύρω του να συνειδητοποιούν το ίδιο, επειδή δεν έβλεπε φωτιά στους δρόμους και στις ψυχές. Προσπάθησε να γίνει παράδειγμα, ο πρώτος νεκρός ίσως, ένας από αυτούς που οδηγούν την ελπίδα.
Δύο χρόνια μετά, πολλοί θα έχουν ξεχάσει. Μνήμη χρυσόψαρου· όπως είναι η απόλυτη υποταγή που φέρνει η απελπισία, όπως είναι η μετατροπή ανθρώπων σε φαντάσματα, άβουλα, άηχα, άλαλα. Ίσως να υπάρχει κάποια εξήγηση στο γιατί ξεχνάμε, ίσως να είναι η υπερφόρτωση τόσων χρόνων απανωτών χτυπημάτων, δυστυχιών, προσωπικών δραμάτων, κάθε μέρα μια νέα αυτοκτονία, κάθε δρόμος και άστεγος, κάθε οικογένεια και άνεργος. Ίσως όλα αυτά να υπερφορτώνουν το μυαλό και αυτό να διαγράφει ότι μπορεί, ότι βρεθεί μπροστά του για να ανοίξει χώρο για νέα. Το μόνο που μπορεί να μας σώσει είναι η μνήμη και φαίνεται ότι και αυτή σιγά σιγά την χάνουμε. Από την άλλη, σήμερα δεν θα έχει μάλλον μεγάλες συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα, δεν θα έχει πύρινους λόγους από αριστερά στόματα στην βουλή, δεν θα έχει μεγάλες φράσεις στα κανάλια. Η κατάντια της Αριστεράς είναι αυτή, όταν σταματά να νοιώθει βαθιά το γεγονός, όταν το αντιμετωπίζει συγκυριακά, ως κάτι που έγινε, ως κάτι που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν άλλο ένα βέλος στην φαρέτρα της. Ίσως όμως και να βγει σε καλό. Ίσως να μην δούμε ποτέ κάποια “Οδό Δημήτρη Χριστούλα” και αυτό μάλλον θα είναι για καλό. Οι οδοί και τα αγάλματα είναι οι τρόποι της εξουσίας να πάρουν αγκαλιά τον νεκρό, μακριά κι έξω από κάθε λόγο του, ακόμα και τον τελευταίο.
Μαζί με την αυτοκτονία πάνε πακέτο και οι δηλώσεις διαφόρων υποκείμενων, μιας πλειάδας σκουληκιών, είτε είναι δημοσιογράφοι είτε πολιτικοί, αυτοί που εκείνη την ημέρα έτρεξαν να ξεγυμνώσουν το θέμα από κάθε ουσία και να παρουσιάσουν μια μάσκα σκεπτικής θλίψης για “τη ζωή που χάθηκε”. Ο Μπεγλίτης, ο Κουκουλόπουλος έσπευσαν εκείνη την ημέρα να καθαρίσουν τα κοστούμια τους από τους λεκέδες του αίματος, να “ρίξουν τους τόνους”. Μαζί με τις διαμαρτυρίες έτρεξαν και οι μπάτσοι να σπάσουν το κεφάλι όποιου τόλμησε να ξεπεράσει τα όρια που έθεσαν δημοσιογράφοι και πολιτικοί όλη την ημέρα στα ΜΜΕ, αυτούς που τόλμησαν να δείξουν την οργή τους αντί να σκύβουν θλιμμένοι το κεφάλι τους.
Αν υπάρχει παράδεισος και κόλαση, αν οι χριστιανοί έχουν όντως δίκιο και οι ψυχές πάνε κάπου μετά τον θάνατο και όντως μπορούν να βλέπουν τι γίνεται στην γή, ο κ. Χριστούλας μάλλον δεν θα ένοιωθε και πολύ χαρούμενος. Ίσως να ένοιωθε ότι η αυτοκτονία του πήγε χαράμι, κανένας δεν πήρε το μήνυμα, καμία κοινωνία δεν εξεγέρθηκε, στην επέτειο του θανάτου του παρακολουθούμε τα κατακάθια να τσακώνονται μεταξύ τους όλη μέρα και μια μάζα χάχες να τους παρακολουθεί περιμένοντας να πάει να ψηφίσει. Οι ίδιοι και οι ίδιοι είναι πάλι εδώ. Αν υπάρχει μια παρηγοριά όμως, είναι η εκδίκηση του φτωχού, έστω και την τελευταία στιγμή, στο θάνατο του. Εκεί που οι συγγενείς και οι φίλοι κλαίνε με δάκρυα λύπης, στην συγκεκριμένη περίπτωση, εκεί που μια χώρα έκλαψε έναν νεκρό της, με ειλικρινή θλίψη και απόγνωση. Όλους εσάς, τους πολιτικούς, τους χαφιέδες, τους φασίστες, τους ρουφιάνους, τους δημοσιογράφους, όλον αυτόν τον έσμο, έσας δεν θα σας κλάψει κανένας πολίτης, κανένας φτωχός, κανένας καταπιεσμένος, κανένας άνεργος. Ίσως να είναι και αυτή μία μικρή εκδίκηση. Ίσως και εμείς οι ζωντανοί (;) να μπορούμε να πάρουμε μια μικρή, προσωπική εκδίκηση. Σήμερα, ας μην ασχοληθούμε με ναζιστικά κατακάθια, νεοφιλελευθέρα υποκείμενα και τους παρατρεχάμενους τους. Σήμερα ας προσπαθήσουμε να μήν ξεχάσουμε εκείνο το πτώμα στο χορτάρι, κάτω απο το δέντρο.