ΟΥΤΕ ΠΟΙΝΙΚΟΙ, ΟΥΤΕ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ;
1.
Τον τελευταίο καιρό ο μιντιακός οχετός και το αστυνομικό/δημοσιογραφικό σύμπλεγμα έχουν εξαπολύσει μια γκαιμπελίστικη επίθεση στο αντιεξουσιαστικό κίνημα, με νουάρ μυθιστορηματικά σενάρια, περί ‘‘συγκοινωνούντων δοχείων’’ αναρχικών και οργανωμένου εγκλήματος. Κι ενώ μόνο κατά το μήνα Ιούλιο έχουν συλληφθεί: ένας αρχιφύλακας της Αστυνομίας για εμπόριο χασίς (203 κιλά), δυο αστυνομικοί για εκβίαση, ένας λιμενικός για εμπόριο κοκαΐνης κι ένας σωφρονιστικός για διακίνηση ναρκωτικών στις φυλακές, παρ’ όλα αυτά ούτε ένας δημοσιογράφος δε μίλησε για τα ‘‘συγκοινωνούντα δοχεία’’ μπάτσων και οργανωμένου εγκλήματος. Για να μη μιλήσουμε για τις διασυνδέσεις του κοινού εγκλήματος με τον πολιτικό και επιχειρηματικό κόσμο. Ενδεικτικά μόνο: Βατοπέδι, (σο)δομημένα ομόλογα, υπερτιμολογήσεις σε ΟΣΕ, Νοσοκομεία κλπ, μαύρη τρύπα στα ταμεία του ∆ήμου Θεσ/νικης, SIEMENS, εξοπλισμοί, χρηματιστήριο’99, ολυμπιακά ακίνητα, offshore, πλαστογραφία και ‘‘δημιουργική λογιστική’’, παράνομη πρόσληψη υιού ∆ιώτη στο γραφείο του Χρυσοχοΐδη, παραδικαστικό κλπ.
Παρ’ όλα αυτά κι ενώ κανένας δε μιλά για τα ‘‘συγκοινωνούντα δοχεία’’ πολιτικών, δικαστικών, επιχειρηματιών, μπάτσων, σωφρονιστικών και οργανωμένου εγκλήματος, το παραμικρό σενάριο της Αντιτρομοκρατικής τροφοδοτεί τις γραφίδες των δημοσιογραφικών ψιττακών. Ο σκοπός είναι προφανής και όχι καινούριος: η πλήρης πολιτική απονοηματοδότηση της ενεργούς αντίστασης και η κοινωνική της απομόνωση (δυστυχώς πολλοί σύντροφοι το κάνουν αυτό εθελοντικά, ρίχνοντας νερό στο μύλο της συστημικής προπαγάνδας). Τα ίδια άλλωστε ζήσαμε και στην υπόθεση της Ε.Ο. 17Ν το2002.
Σήμερα, όμως, η επίθεση είναι τόσο έντονη και απλωμένη σε διάρκεια που πλέον θυμίζει τον αντιεαμικό οχετό των ριψάσπιδων και των δωσίλογων στη μετακατοχική Ελλάδα. Η νέα κατοχή του ∆ΝΤ που έρχεται να συμπληρώσει τη διαχρονική κατοχή της κοινωνίας απ ’ το κεφάλαιο, έχει έτοιμο το ιδεολογικό της οπλοστάσιο: ληστοσυμμορίτες οι αναρχικοί και ανεύθυνοι εγκληματίες οι απεργοί...
2.
Ποια όμως (μπορεί να) είναι η σχέση της ‘‘ποινικής’’ παραβατικότητας με το επαναστατικό κίνημα; Εδώ θα μπορούσαμε να πούμε πολλά: για τους Ισπανούς και Ιταλούς (1) αναρχικούς που χρηματοδοτούσαν τη δράση τους με ληστείες κι απαγωγές, για τους αναρχοατομικιστές ιλλεγκαλιστές, για τα λατινοαμερικάνικα αντάρτικα, για τον ηγέτη της μεξικάνικης επανάστασης λησταντάρτη Πάντσο Βίγια, για το γερμανικό και ισπανικό Κ.Κ. που χρησιμοποίησαν συστηματικά την τακτική της ληστείας, για τον Κόκκινο Στρατό του Μάο κι άλλα πολλά.
Θα μπορούσε κάποιος ν’ απαντήσει ότι αυτά τα παραδείγματα αποδεικνύουν και την εγκληματική φύση της ταξικής πάλης, οπότε ας δοξάσουμε όλοι μαζί την κοινωνική ειρήνη. Γι’ αυτό θα προτιμήσω να κάνω μια μικρή, αλλά ενδεικτική ιστορική αναδρομή στις σχέσεις του ελληνικού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα με το ‘‘κοινό έγκλημα’’, γωνίες αιχμηρές της ιστορίας μας, που η επίσημη κρατική ιστορία φροντίζει να αμβλύνει.
Η αλήθεια είναι πως η παράδοση της κοινωνικής ληστείας στα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία είναι πλούσια: κλέφτες, χαϊδούκοι, χαΐνηδες, ζεϊμπέκηδες είναι οι διαφορετικές όψεις της ίδιας λαϊκής παράδοσης ανταρσίας. Το πιο απολαυστικό, όμως, κομμάτι της ιστορίας αυτής είναι οι αμήχανες απαντήσεις των καθηγητάδων στην απλή ερώτηση των μαθητών: «Κύριε, γιατί οι Κλέφτες ονομάζονταν κλέφτες;». Η ηθική δικαιολόγηση της ληστείας πάντοτε εντυπωσίαζε τα, εμποτισμένα στην ιουδαιοχριστιανική ηθική του ‘‘ου κλέψεις’’, παιδιά (2).
Εάν, όμως, οι κλέφτες γλίτωσαν την υστεροφημία τους λόγω της εθνοκρατικής κολυμπήθρας του Σιλωάμ, δε γλίτωσαν όμως απ’ την απαξίωση που τους επιφύλαξε το νεότευκτο ελληνικό βασίλειο. Χιλιάδες κλέφτες, πρωτοπόροι του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, ζούσαν σε συνθήκες πλήρους φτώχιας και εξαθλίωσης. Πολλοί εξ’ αυτών αποφασίζουν να ξαναβγούν στο ‘‘κλαρί’’ και να εγκαινιάσουν τη θρυλική περίοδο της ‘‘ληστοκρατίας’’ , που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η συνέχιση της παράδοσης της κλεφτουριάς. Αν και η επίσημη ιστοριογραφία απαξιώνει τους νέους αυτούς κλαρίτες (όχι πάντα χωρίς αφορμές), αυτοί ουδέποτε έχασαν την επαφή τους με τις κοινωνικές τους ρίζες. Το 1880, για παράδειγμα, ο λήσταρχος Νταβέλης με άλλους ληστές των βουνών στήνει ενέδρα και αιχμαλωτίζει στη θέση ‘‘Γιοφύρια’’ τη διορισμένη απ’ τους Οθωμανούς τριμελή επιτροπή (αποτελούμενη από έναν οθωμανό, ένα χριστιανό κι έναν εβραίο), που ανέβαινε στο Βουρβουτσικό για να κατασχέσει περιουσιακά στοιχεία κατοίκων του χωριού που είχαν χρέη. Οι ληστές έδρασαν έπειτα από πληροφορία που τους έδωσε ο Μητροπολίτης Καστοριάς Καραβαγγέλης. (3)
Αλλά και κατά τη διάρκεια του ‘‘μακεδονικού αγώνα’’ το ελληνικό προξενείο της Θεσ/νίκης χρησιμοποίησε ληστές για να στελεχώσει το αντάρτικο σώμα που πολέμησε τόσο τους Οθωμανούς όσο και τους Βουλγάρους κομιτατζήδες. Οι ληστές μάλιστα ‘‘χρεώθηκαν’’ και τα αντίποινα που έγιναν σε βάρος Βουλγάρων: «Τα περισσότερα ατοπήματα διεπράχθησαν κυρίως από συνεργαζόμενους ληστές και ιδιώτες οπλαρχηγούς, που δεν κατόρθωναν πάντοτε να εφαρμόζουν τον‘‘ πολιτικό” τρόπο δράσης που τους υποδεικνυόταν. Με δεδομένη όμως την απρόσκοπτη τρομοκρατική δράση της βουλγαρικής οργανώσεως επί σειρά ετών, η λογική των αντιποίνων ήταν αναπόφευκτη».(4)
Αυτή η παράδοση της κοινωνικής ληστείας είναι η λεπτή κόκκινη γραμμή που ενώνει την επανάσταση του ’21 με την Αντίσταση στην τριπλή κατοχή του 41-44. Αρκετά πριν ιδρυθεί ο ΕΛΑΣ απ’ τον Άρη Βελουχιώτη, ήδη στα βουνά είχαν βγει άτακτα σώματα ληστών που αντιμετώπιζαν δυναμικά το λιμό και προστάτευαν τα χωριά τους. Πολλοί απ’ αυτούς τους κλαρίτες προσχώρησαν στον ΕΛΑΣ, όπως ο Μπάφας, ο Πλιατσικολουκάς, οι Καραλιβαναίοι κλπ. Ένας απ’ τους ‘‘λήσταρχους’’ που εντάχθηκαν στον ΕΛΑΣ ήταν ο καπετάνιος Θεοχάρης, ο οποίος σκοτώθηκε απ’ τους Άγγλους κατά τις συγκρούσεις του Δεκέμβρη του 1944. (5) Ο πλέον θρυλικός για τη γενναιότητά του έμεινε ο ∆ήμος Καραλίβανος (ή Φτεροδήμος), που προσχώρησε στον ΕΛΑΣ το 1942 και σκοτώθηκε τον Αύγουστο του 1946 σε ενέδρα της χωροφυλακής. Τη γενναιότητα του φυγόδικου κλαρίτη μαρτυρά ακόμα και ο αντίπαλος του Άγγλος ταξίαρχος Μάγιερς (ηγέτης της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής στην Ελλάδα), ο οποίος έγραφε μετά την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου: «Μου έγιναν πολλές αναφορές για την προσωπική γενναιότητα που έδειξε ο Καραλίβανος και η μικρή του ομάδα. Ζήτησα, για το λόγο αυτό, απ’ τον Άρη να ξεχάσει όλα όσα του είχα πει για εκείνον. Αναζήτησα τον Καραλίβανο και μιλώντας του για πρώτη φορά από τότε που τον είχα κατσαδιάσει στη Στρώμη, του ζήτησα να τα θεωρήσει όλα περασμένα ξεχασμένα και του έσφιξα το χέρι, συγχαίροντάς τον ταυτόχρονα για τη γενναία συνεισφορά του στην επιτυχία της επιχείρησης».(6)
Αλλά και πέρα απ’ τη συμμετοχή κλαριτών στον ΕΛΑΣ, η πρώτη ενέργεια του αντάρτικου στρατού θα χαρακτηρίζονταν σήμερα απ’ τους φωστήρες των ΜΜΕ ως ‘‘πράξη του κοινού ποινικού δικαίου’’: μια ομάδα ανταρτών με επικεφαλής τον Άρη εκτέλεσε τον μεγαλοκτηματία Μαραθέα και απήγαγε το γιο του και το γιο του επιστάτη των κτημάτων του, απαιτώντας ως ‘‘λύτρα’’ την αποζημίωση 11 οικογενειών χωρικών που εκτελέστηκαν απ’ τις κατοχικές δυνάμεις για τη κλοπή αγαθών απ’ το κτήμα του Μαραθέα. (7)
3.
Ιστορικά, λοιπόν, βλέπουμε πως η σύνδεση του ‘‘ποινικού’’ με το πολιτικό εντοπίζεται, όχι μόνο σε καθαρά ταξικά κινήματα (αναρχισμός, κομμουνισμός, αγροτική μεταρρύθμιση κλπ), αλλά και σε εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Και όχι μόνο στην Ελλάδα ή στα Βαλκάνια, αλλά και σε όλο τον κόσμο.(8) Και η παραβατικότητα εκφράζεται τόσο με τη χρήση παραβατικών μέσων απ’ τους ίδιους τους επαναστάτες, όσο και με την προσχώρηση παράνομων σε επαναστατικά κινήματα. Φυσικά, ισχύει και το αντίστροφο. Πολλοί παράνομοι χρησιμοποιήθηκαν απ’ την εξουσία για να βοηθήσουν στην κατάπνιξη επαναστατικών κινημάτων. Και στην Ελλάδα φιλοκατοχικές οργανώσεις χρησιμοποίησαν ληστές για να πολεμήσουν εναντίον του εαμικού κινήματος.
Η ‘‘συνεργασία’’ παράνομων και επαναστατών, όμως, εδράζονταν πάνω στο φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας, το οποίο δεν ήταν ένα περιφερειακό ή περιθωριακό φαινόμενο, αλλά ένας αποδεκτός και κεντρικός μηχανισμός άμυνας της παραδοσιακής αγροτικής κοινωνίας. Βάση της κοινωνικής ληστείας ήταν οι σχέσεις της κοινοτικής αλληλεγγύης των αγροτικών πληθυσμών. Μπορούμε, όμως, σήμερα να μιλάμε για κοινωνική ληστεία;
4.
«Ο πληθυσμός της φυλακής διατρέχεται αιωνίως απ’ την αντίφαση των ‘‘Άθλιων’’, ανάμεσα στο μεγαλείο των Γαβριάδων και τη φριχτή χορωδία των Θερναδιέρων (...) Τα χαμηλότερα ένστιχτα της ιδιωτικής οικειοποίησης, της λατρείας των χρημάτων, της ηθικής μιζέριας των κοινωνιών μας συμπλέουν με τις εκφάνσεις μιας κουλτούρας αντίστασης, μια κάποια έννοια μοιρασιάς, τα όνειρα μιας άλλης τύχης μ’ οποιοδήποτε κόστος».
Ζαν Μαρκ Ρουϊγιάν– φυλακή της Arles (9)
Και η κοινωνική ληστεία έπεσε θύμα της αστικοποίησης. Αστικοποίηση σημαίνει πρώτα απ’ όλα διάρρηξη των σχέσεων κοινοτικής αλληλεγγύης, αλλά και της έντονης ταξικής αλληλεγγύης που υπήρχε στο αναδυόμενο προλεταριάτο. Το βασίλειο της εξατομίκευσης και του κατακερματισμού ψάχνει ατομικές λύσεις εξόδου απ’ τα προβλήματα, σε βάρος της συλλογικής αλληλεγγύης. Μαζί με την κοινωνία αστικοποιήθηκε και το ‘‘έγκλημά’’ της. Για όσους ζούνε στη φυλακή είναι ολοφάνερο πως η συνειδητή παραβατικότητα, η ακατέργαστη αυτή εξέγερση του καταπιεσμένου, είναι μια απειροελάχιστη μειοψηφία στον κόσμο της σύγχρονης παρανομίας. Η λογική του φιλοτομαρισμού, που ενισχύεται απ’ την πρέζα, είναι η βάση ύπαρξης του σημερινού ‘‘παράνομου’’. Απ’ την άλλη μεριά η πολιτική παραβατικότητα μόνο στη μορφή ενδέχεται μερικές φορές να μοιάζει με το ‘‘κοινό έγκλημα’’. Παρά τα κάποια κοινά εξωτερικά χαρακτηριστικά τους, το περιεχόμενό τους είναι εκ διαμέτρου αντίθετο ή και εχθρικό.
Πέρα απ’ όλα αυτά όμως, ποινικοί και πολιτικοί κρατούμενοι ζούμε από κοινού στις ίδιες άθλιες συνθήκες , στην ίδια σωφρονιστική αυθαιρεσία και βαρβαρότητα, στο ίδιο κατασταλτικό μένος. Κι έτσι ξεκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες, συναντιόμαστε στον ίδιο αγώνα εναντίον του φασισμού του σωφρονιστικού συστήματος. Ας μην ξεχνάμε ότι η ίδια η φύση των φυλακών είναι ένα ‘‘μαλθουσιανό όπλο εναντίον της φτωχολογιάς’’ (Μαρξ), καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των φυλακισμένων ανήκουν στα αποκλεισμένα και φτωχότερα κοινωνικά στρώματα και ο ίδιος ο καπιταλισμός τους σπρώχνει στην παραβατική συμπεριφορά. Ζώντας με όλους αυτούς τους ανθρώπους η αλληλεγγύη μας (και όχι η ταύτισή μας) είναι μέγιστο ταξικό καθήκον. Κι όταν σφυρηλατούνται σχέσεις αλληλεγγύης μέσα από κοινούς αγώνες, τότε μόνο έχει νόημα και το γνωστό σύνθημα:
‘‘Ούτε ποινικοί, ούτε πολιτικοί/ Μπουρλότο και φωτιά σε κάθε φυλακή’’.
Σημειώσεις
1. Εκτός απ’ τους Ιταλούς αναρχικούς, υπήρξαν και πολλές κομμουνιστικές οργανώσεις που χρησιμοποίησαν την τακτική των ένοπλων ληστειών ή απαγωγών, όπως οι ‘‘Κομμουνιστές ληστές’’, οι ‘‘Ένοπλοι Προλεταριακοί Πυρήνες’’, οι ‘‘Ένοπλοι Προλετάριοι για τον Κομμουνισμό’’, οι ‘‘Οργανωμένοι Κομμουνιστές για την Απελευθέρωση του Προλεταριάτου’’ κλπ. Βλ: «Αντάρτες πόλεων και ποινικοί» του Δημήτρη ∆εληολάνη, Ποντίκι 12/8/2010
2. Εκτός απ’ τους κλέφτες στη στεριά, ‘‘πλιάτσικο’’ κάναν και οι ναυτικοί των νησιών. Μοίραζαν μάλιστα το ‘‘πλιάτσικο’’ με τον παρακάτω τρόπο: ⅓ στους ναυτικούς αγωνιστές, ⅓ στον πλοιοκτήτη και ⅓ στην κοινότητα για τη συνέχιση του αγώνα. Βλ: ∆ημήτρης Φωτιάδης: «Κανάρης» εκδ. ∆ωρικός
3. Βλ. ∆ημήτρης Τσίγκαλος : «Η ζωή του λαού μας τραγουδισμένη», Θεσ/νίκη1985
4. Για τη χρησιμοποίηση ληστών, όπως ο Γιαγλής, στην πρώτη φάση του Μακεδονικού Αγώνα, βλ: «Πολιτικές προτεραιότητες του Μακεδονικού Αγώνα», του ιστορικού Δημήτρη Λυβανίου, στη συλλογή κειμένων «Η συγκρότηση του Νεοελληνικού κράτους», εκδ. Ε- ιστορικά.
5. Βλ. Σόλων Γρηγοριάδης: «Δεκέμβρης ’44: το ανεξήγητο λάθος», εκδ. Φυτράκη
6. Βλ. ∆ημήτρης ∆ημητρίου: «Γοργοπόταμος: Έλληνες αντάρτες εναντίον του Ρόμελ» , εκδ. Φυτράκη
7. Βλ. ∆. Χαριτόπουλος: «Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων», εκδ. Τόπος
8. Πως θα χαρακτήριζε άραγε ο μιντιακός οχετός την τακτική της υποχρεωτικής εισφοράς (‘‘επαναστατική φορολογία’’) που εγκαινίασε ο Μπολιβάρ στους εθνικοαπελευθερωτικούς αντιαποικιακούς αγώνες στη Λατινική Αμερική; Βλ. Βιρχίλιο Ολάνο: «Σιμόν Μπολιβάρ, ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής», Αθήνα 1983.
9. Βλ. «Μια σελίδα, μια σφαίρα. Action Directe. Κείμενα- Χρονικά- Συνεντεύξεις», εκδ. ∆αίμων του Τυπογραφείου
πηγή:
https://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1520739