Αρκεί να μην είσαι τόσο ηλίθιος
Στην Ελλάδα του 2014, που ανήκει στην Ευρώπη του 2014 που είναι κομμάτι της ανθρωπότητας του 2014, υπάρχει μια φυλακή. Εντάξει, κακά τα ψέματα, υπάρχουν πολύ περισσότερες από μία. Αν το θεωρητικοποιήσουμε λίγο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτές οι φυλακές επεκτείνονται (όχι και τόσο) σιγά σιγά, μέχρι να περιβάλλουν όλες τις πόλεις και όλα τα χωριά, όλα τα βουνά και όλες τις παραλίες και να κλείσουν εντός τους όσους άτυχους δεν μπορούν (ή δεν θέλουν) να φύγουν. Για την ώρα όμως ας φύγουμε από το θεωρητικό επίπεδο και ας επιστρέψουμε στην σκληρή πραγματικότητα των απτών, κρύων τοίχων της προαναφερθείσας φυλακής, δηλαδή στον Κορυδαλλό.
Οι φυλακές, τα ψυχιατρεία και τα γκέτο είναι για την ανθρωπότητα ότι είναι για το σύμπαν οι μαύρες τρύπες: μια συγκέντρωση (ανθρώπινης στην προκειμένη περίπτωση) μάζας, τόσο μεγάλης ώστε να μην επιτρέπει σε τίποτα να ξεφεύγει από αυτή. Ούτε κάν το φώς. Ένας χώρος όπου μαζεύονται οι χειρότεροι των χειροτέρων, οι ακατονόμαστοι εγκληματίες, αυτοί που δεν έχουν δικαίωμα ούτε στην ζωή ούτε στον θάνατο. Έκει που κλείνει μια κοινωνία όλες τις αμαρτίες της, εκεί που τραβάει συνεχώς μέσα της ολοένα και περισσότερους ενώ ποτέ δεν αφήνει κάποιον να ξεφύγει από αυτή. Άπαξ και μπήκες, είσαι μίασμα, έχεις σίγουρα κάνει κάτι πάρα πολύ κακό και, φυσικά, δεν λογίζεσαι σαν ένας από εμάς, τους καθαρούς. Η φυλακή είναι ένας χώρος στον οποίο ξεφορτωνόμαστε τα σκουπίδια μας, μια χωματερή. Πετάμε τα άχρηστα, τα οποία γνωρίζουμε ότι κάπου πάνε, έχουμε μια αμυδρή ιδέα για το πού περίπου είναι αυτό και δεν θέλουμε να ξέρουμε τι ακριβώς γίνεται με αυτά εκεί. Αρκεί που φεύγουν από το σπίτι μας και την αυλή μας, αρκεί που δεν είναι μπροστά μας.
Στο νοσοκομείο της φυλακής αυτής, άνθρωποι αφήνονται να πεθάνουν σε συνθήκες που θα έκαναν πολλές φιλοζωϊκές να ξεσηκωθούν εάν επρόκειτο για ζώα κάποιου τσίρκου ή ζωολογικού κήπου. Το πρόβλημα με την παραπάνω αναλογία είναι ότι, τα ζώα του τσίρκου ή του ζωολογικού κήπου παράγουν χρήμα για τα αφεντικά τους, ενώ οι φυλακισμένοι όχι. Ίσως αυτός να είναι ένας λόγος που μετράν λιγότερο. Στο νοσοκομείο πάντως αυτό, στοιβάζονται ψυχές με προβλήματα. Στοιβάζονται· αυτός είναι ο σωστός όρος. Στοιβάζονται εκεί για να πεθάνουν με τρόπο που θα προκαλέσει όσο το δυνατόν λιγότερο θόρυβο, σκόνη, ταραχή της ψυχικής ηρεμίας του μέσου πολίτη και κατασπατάληση των πόρων του κράτους. Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: όποιος τίθεται εκτός κοινωνίας τίθεται και εκτός ανθρωπότητας, καθώς δεν του αναγνωρίζονται τα ίδια δικαιώματα όπως στους υπόλοιπους ανθρώπους. Κάπως έτσι, η μόνη κίνηση για το πρόβλημα που καταφέρνει να περάσει τους τοίχους της φυλακής, είναι να βρεθεί τρόπος ώστε να μην ξαναγίνει αυτό ποτέ. Να πεθάνουν δηλαδή αυτοί οι φυλακισμένοι χωρίς να το μάθει κανείς. Τι ωραίες θα ήταν οι χωματερές, αν δεν βρωμούσαν!
Έτσι λοιπόν, η “ δικαιοσύνη” επιλέγει να τιμωρήσει αυτούς που κραυγάζουν για τα βάσανα τους, αυτούς που ζητούν ένα κομμάτι του ήλιου. Δεν είναι οι μόνοι που καλούνται να πληρώσουν το τίμημα της φωνής τους, τόσο στην Ελλάδα όσο και εκτός αυτή. Φαίνεται ανήθικο; Δεν είναι. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν υπάρχει καμία ανηθικότητα γιατί το κράτος και δυστυχώς, και η κοινωνία, δεν αναγνωρίζει κανένα δικαίωμα σε αυτούς τους ανθρώπους. Άπαξ και μπήκες φυλακή δεν δικαιούσαι τίποτα. Ας μην έμπαινες. Αφού εγκληματείς, δεν έχεις δικαίωμα σε τίποτα απολύτως, ούτε στην ελευθερία του λόγου. Ο άνθρωπος αυτός διώκεται σήμερα για τις φωτογραφίες που κυκλοφόρησε στο ίντερνετ από το κολαστήριο του Κορυδαλλού. Η επιφανειακή εξήγηση είναι ότι το κράτος κυνηγά όποιον τραβά την κουρτίνα για να αποκαλύψει το πραγματικό του πρόσωπο. Μια δεύτερη εξήγηση θα μπορούσε να είναι ότι το κράτος κυνηγά όποιον θέλει, αφού έχει καταφέρει να τον καταστήσει πρώτα αόρατο (δηλαδή ανύπαρκτο) αυτός είναι αόρατος και οι φυλακισμένοι είναι. Είναι αόρατοι γιατί είναι εγκληματίες. Στο κάτω κάτω, πόσοι από τον περίγυρο του καθενός από εμάς νοιάζονται;
Δεν είναι μόνο οι φυλακισμένοι, αυτοί είναι μόνο μια αφορμή. Τα ίδια ισχύουν παντού στην σημερινή πραγματικότητα, από το βιβλίο του Κουφοντίνα που δεν πρέπει να βγεί γιατί προφανώς δεν έχει δικαίωμα να μιλάει μέχρι τις διαδηλώσεις που διαλύονται (συχνά πυκνά πριν κάν αρχίσουν) χωρίς πλέον να υπάρχει η αφορμή των “επεισοδίων” ως τις διώξεις μαθητών για τις διαμαρτυρίες στις παρελάσεις, τους μετανάστες που δεν μπορούν να εκφράσουν δημόσιο λόγο, τον Παστίτσιο που απαγορεύεται να κριτικάρει ότι έχει μούσια και φοράει μαύρο ράσο και άλλα τόσα και άλλα τόσα. Η όποια αντίσταση ποινικοποιείται, ο όποιος λόγος εξαφανίζεται, η όποια κραυγή διαμαρτυρίας διώκεται. Ένας δυαδικός αλληλοτροφοδοτούμενος φασισμός απλώνεται στην χώρα: από την μία, ένα κράτος που χαρακτηρίζει κάποιον κάπως (τρομοκράτη, εγκληματία, συντεχνία) για να τον εξοστρακίσει από το σώμα της κοινωνίας ώστε να του στερήσει ουσιαστικά, ακόμα και τα πιο βασικά δικαιώματα. Από την άλλη, μια κοινωνία σε μια συνεχή αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων, κατά κύριο λόγο αυτών που βγαίνουν εκτός του καλουπιού του Ελληνορθόδοξου πολιτισμού. Αυτούς που το κράτος πετάει στην αρένα.
Η ελευθερία του λόγου είναι ένα δικαίωμα. Όπως είπε κάπου κάποιος σοφός, είναι το τρίτο δικαίωμα, το οποίο το έχεις, αρκεί να μην είσαι τόσο ηλίθιος ώστε να δοκιμάσεις να το ασκήσεις.Εκεί αρχίζουν τα μεγάλα ζητήματα. Βλέπεις, η ελευθερία του λόγου έχει ένα μεγάλο πρόβλημα:ως δικαίωμα, πρέπει να ισχύει για όλους. Ακριβώς γι αυτό τον λόγο λέγεται “ελευθερία”, αλλιώς είναι απλά ένα προνόμιο. Πουτάνες και μοναχές, πλούσιους και φτωχούς, χριστιανούς και μουσουλμάνους, μαθητές και συνταξιούχους, κομμουνιστές και νεοφιλελεύθερους, άντρες και γυναίκες. Όλα αυτά στην θεωρία· είναι ωραία η θεωρία. Στην πράξη τα πράγματα είναι διαφορετικά και πολύ, πολύ χειρότερα. Η λογοκρισία ζεί και βασιλεύει και δεν είναι απαραίτητα “βίαιη”. Είναι η φωνή των χωριών της Χαλκιδικής που δεν θα φτάσει ποτέ στην υπόλοιπη Ελλάδα, γιατί δεν θέλουν τα κανάλια. Είναι η φωνή κάποιου άθεου ή διεθνιστή, που δεν θα εκφράζεται γιατί ο λόγος του αντιβαίνει στο συλλογικό φαντασιακό του έλληνα χριστιανού. Είναι και η φωνή του φυλακισμένου που τόλμησε να κοινοποιήσει το μαρτύριο του και γι αυτό διώκεται. Αυτός ήταν αρκετά ηλίθιος ώστε να δοκιμάσει να ασκήσει το βασικό του δικαίωμα να μιλά.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν την υπόθεση των φυλακισμένων του Κορυδαλλού. Δεν έχουν όμως δυστυχώς το δικαίωμα στην κραυγή τους. Όχι μόνο γιατί αυτή δεν θα φτάσει στους πολλούς, που όντως ποτέ δεν θα φτάσει. Κυρίως γιατί, οι πολλοί δεν νοιάζονται. Η αυλή τους συνεχίζει να είναι καθαρή, τα σκουπίδια έχουν μαζευτεί στις χωματερές. Όσο για τον συγκεκριμένο φυλακισμένο και τον αγώνα τους, είναι απλά άλλη μια καταχώρηση στην λίστα αυτών που δεν δικαιούνται να μιλούν.