ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΑΝΗΘΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΤΙΚΟΣ ΗΘΙΚΙΣΜΟΣ
Σε ένα από τα πιο ωραία καρέ του κόμικ Economix: Πώς δουλεύει η οικονομία,[1] μια σειρά από «παίκτες» των νέων χρηματοπιστωτικών προϊόντων που καθορίζουν τη διεθνή οικονομία τα τελευταία χρόνια, χοροπηδάνε πάνω στα τραμπολίνα τους. Σύμφωνα με τη λογική του κόμικ, το τραμπολίνο συμβολίζει την κίνηση των αγορών στην εποχή των νέων προϊόντων και της φούσκας: μια διαρκής κινητικότητα, που δεν πάει πουθενά μεν και δεν παράγει τίποτα, δημιουργεί όμως την αίσθηση ότι κάτι γίνεται, κάτι πολύ δυναμικό συμβαίνει. Όλη αυτή η οικονομία του ρίσκου, βέβαια, βασίζεται στη σταθερότητα και την ασφάλεια του πλέγματος που υπάρχει στο τραμπολίνο· και το πλέγμα αυτό, όπως η μεγάλη διεθνής κρίση των τελευταίων χρόνων τόσο καλά έδειξε, το προσφέρουν οι κυβερνήσεις. Όπως λέει ένα από τα γραβατωμένα καραγκιοζάκια, «αν πάρω περίεργα ρίσκα και επιτύχω, τα κέρδη είναι δικά μου! Αν αποτύχω, τότε το κράτος καθαρίζει για πάρτι μου και με αναχρηματοδοτεί.» Στο επόμενο καρέ πολλοί τέτοιοι γραβατωμένοι, μαζί με τις εταιρείες τους, κάνουνε πανηγύρι χοροπηδώντας στα κρατικώς εξασφαλισμένα τραμπολίνα τους. Και καθώς χοροπηδούν, βροντοφωνάζουν, «Θέλουμε λιγότερο κράτος – Keep the government off our backs!».
Κόμικς θα μου πεις. Λαϊκισμός. Απλοϊκότητα. Σταμάτα να θέλεις να βρεις απλές εικόνες για να καταλάβεις και να εξηγήσεις το οξύμωρο της σημερινής πολιτικοοικονομικής πραγματικότητας. Τα πράγματα είναι πολύπλοκα, και την πολυπλοκότητά τους άστην γι άλλους, που ξέρουν καλύτερα. Που τους αρέσει η αγορά, η κινητικότητα, η γενικώς ελευθερία. Και που θέλουν να σε φροντίσουν. Να σε συμμαζέψουν. Να σε νοικοκυρέψουν. Να σε κάνουν, όσο γίνεται, άνθρωπο.
Η λογική που ειρωνεύομαι εδώ, που όσο υπερβολικά κι αν την μιμηθώ πάλι ρεαλιστικά την μεταφέρω, βρίσκεται παντού σήμερα, στην Ελλάδα όμως κάνει πρωτοφανές σουξέ. Υπάρχει μια διαρκής συζήτηση για μια διεθνή οικονομική συνθήκη και μια εθνική οικονομική κατάσταση, οι οποίες επηρεάζουν τις ζωές μας σε βαθμό πρωτόγνωρο στην πρόσφατη τουλάχιστον ιστορία μας. Η συζήτηση όμως αυτή γίνεται με όρους που όχι μόνο ο μέσος πολίτης δεν καταλαβαίνει, αλλά και που, για πρώτη φορά, τόσοι πολλοί άνθρωποι, με τόσο μεγάλη ένταση, προσπαθούν να πείσουν ότι δεν μπορεί να καταλάβει. Μια απλή εικόνα, που θα αναλυθεί με πολιτικούς όρους, ονομάζεται λαϊκισμός.
Δεν λέω κάτι καινούριο μέχρι εδώ. Είναι πλέον γνωστό και πασιφανές ότι η παγκόσμια οικονομία, ιδίως τα τελευταία χρόνια, βασίστηκε σε αυτό που κανείς θα μπορούσε να ονομάσει ασύμμετρη πληροφόρηση, και ασύμμετρη κατανόηση. Όλο και πιο πολύπλοκα οικονομικά προϊόντα, σε χρήση όλο και πιο πολύπλοκων οικονομικών συναλλαγών, που στα βάθη της πολυπλοκότητάς τους κατακτούσαν – ως sine qua non – τη δυνατότητα να είναι ανεξέλεγκτα.
Όπως έγραφε ένας αμερικάνος δημοσιογράφος το 2010, «το σημερινό οικονομικό σύστημα δημιουργήθηκε με στόχο να μας κάνει όλους μας να αισθανόμαστε βλάκες, και στην πορεία ακόμα και οι αρχιτέκτονές του επέτρεψαν στους εαυτούς τους να μεταμορφωθούν ομοίως σε βλάκες».[2]
Η κατάσταση είναι γνωστή σε όποιον έχει ζήσει στην Ελλάδα της Κρίσης. Όλη η συζήτηση για τις πολιτικές κινήσεις των τελευταίων χρόνων που οδήγησαν στα μνημόνια και τις τραγικές κοινωνικές αλλαγές, είναι μια συζήτηση που, στην καλύτερη περίπτωση καταλογίζει στους βασικούς πολιτικούς παίκτες τραγική άγνοια του ίδιου του οικονομικού παιχνιδιού στο οποίο κλήθηκαν να παίξουν, και στη χειρότερη, πολύπλοκους συμβιβασμούς και κρυφές διασυνδέσεις με συγκεκριμένους οικονομικούς παίκτες. «Ποιος τους μετράει τους πολιτικούς· δεν κυβερνούν αυτοί· τον κόσμο κυβερνάει η Goldman Sachs». Παλιά το λέγαμε και λίγο στα αστεία. Σήμερα οι περισσότεροι θα το επαναλάμβαναν στα σοβαρά, στη δε Ελλάδα θα έφερναν και εύκολα, καθημερινά παραδείγματα.
Το θέμα μου δεν είναι εδώ οι λεπτομέρειες αυτής της ανάλυσης, αλλά ότι ως γενικό σχήμα υποστηρίζεται και από αυτούς που κανείς δεν θα περίμενε να την υποστηρίζουν. Το ζήτημα, δηλαδή, είναι ότι αυτή η εικόνα περνάει, στον δημόσιο λόγο μιας χώρας σε βαθειά κρίση όπως η Ελλάδα, ως αναγκαίο κακό, ως μια πραγματικότητα που δε μπορεί να αλλάξει. Δεν είναι τυχαίο ότι ο χειρισμός του λόγου του νοικοκυρέματος και της μεσότητας γίνεται σήμερα στην Ελλάδα από ανθρώπους που από τη μια επαναλαμβάνουν πόσο απαίσιος είναι ο καπιταλισμός «στα χειρότερά του» και πόσο ανήθικα γεράκια είναι οι άκαμπτοι σπεκουλαδόροι που έχουν γραπωμένη στα νύχια τους τη φτωχή και ανεκσυγχρόνιστη χώρα μας (η οποία το μόνο που μπορεί να κάνει, μας λένε, είναι «να νοικοκυρευτεί»). Κι από την άλλη, την ίδια στιγμή, επαναλαμβάνουν πόσο περίπλοκη είναι η διεθνής οικονομία, και πόσο οποιοσδήποτε δεν συμφωνεί με τον τρόπο που επιβάλλεται το «εθνικό νοικοκύρεμα», απλώς δεν μπορεί να την καταλάβει.
Αξίζει να παρατηρήσει κανείς το δίκτυο λόγου που έτσι δημιουργείται, στις λεπτομέρειές του: από τη μια σκιαγραφείται ένα οικονομικό σύστημα βασισμένο σε δομικά ασύμμετρη πληροφόρηση, δομική αδιαφάνεια και δομική ανηθικότητα. «Έτσι όμως μόνο δουλεύουν οι αγορές», έρχεται το μάντρα της επιβεβαίωσης αυτού του σχήματος ως αναγκαίου κακού. Την ίδια στιγμή δημιουργείται ένα ιδιαίτερα γενικευμένο επιχείρημα ηθικιστικού ελέγχου. Ακόμα κι αυτό το αδηφάγο σύστημα των αγορών, κι αυτό θα δουλέψει καλύτερα αν περιορίσουμε την ασυδοσία των παικτών που το παρακάνουν. Δεν πειράζει που το σύστημα είναι δομικά ανήθικο. Φτάνει να μπαίνει φυλακή πότε πότε και κανένας από αυτούς που μετά θα υποδύεται ο Ντι Κάπριο. Το καίριο είναι πώς ακριβώς αυτό το σύστημα ηθικιστικού ελέγχου είναι που επεκτείνεται σήμερα, ώστε να οργανώσει το πολύ γνωστό μας επιχείρημα του «νοικοκυρέματος». Σε μια κατάσταση κατά την οποία όταν ένα νοσοκομείο πέφτει έξω από τον προϋπολογισμό του, το νοσοκομείο απειλείται με κλείσιμο ή ουσιαστική απαξίωση, όταν όμως μια ιδιωτική τράπεζα φαλιρίζει τότε αυτή χωρίς πολλά πολλά ανακεφαλαιοποιείται, δημιουργείται μια κουλτούρα ενοχής που δεν αγγίζει, αλλά ούτε και συζητά, τα συστημικά προβλήματα. Ένοχος είναι ο δημόσιος υπάλληλος (όποια κι αν ήταν η εργασία του), ο δάσκαλος που είχε κατακτήσει δικαίωμα για λιγότερες ώρες διδασκαλίας, ο συνδικαλιστής. Ένοχος είναι ο ψηφοφόρος που είχε ανεχθεί τη δομική ρεμούλα του πολιτικού πελατολογίου (όσο κι αν ο ίδιος ψηφοφόρος καλείται τώρα να ψηφίζει για λύσεις που του λένε ότι, και πάλι, είναι μονόδρομος). Στο τσακίρ κέφι ένοχοι είναι και μερικοί κακοί τραπεζίτες, κάποιοι κακοί μιζαδόροι, και σίγουρα όλοι οι κακοί μιζαρπάχτες (όσοι πιαστούν – ώστε να μπορούν οι υπόλοιποι να συνεχίσουν την εργασία τους).
Το ζήτημα δεν είναι αν πρέπει να γίνεται αυτή η συζήτηση: ασφαλώς και πρέπει. Το ζήτημα είναι ο τρόπος που γίνεται σήμερα , όχι για να βελτιώσει κάτι, αλλά για να επεκτείνει: τη δομική ανηθικότητα και τη δομική αδιαφάνεια πλέον στους θεσμούς και τις λειτουργίες μιας κοινωνίας· και τον τακτικιστικό ηθικισμό συν μια επιτήρηση που φτάνει ως την καταστολή, ως βασικές λειτουργίες παραγωγής ενός υπάκουου πληθυσμού, που βαθειά θα πιστεύει ότι η μόνη λύση είναι αυτή που του προτείνεται. Πανεπιστήμια, σχολεία, νοσοκομεία, πολιτικοί θεσμοί, κοινωφελείς δράσεις, μεταμορφώνονται, με το επιχείρημα του δήθεν εκσυγχρονισμού τους, σε συνέχεια του νεφελώδους εκείνου συστήματος που ονομάστηκε χρηματοπιστωτικό. Το νοσοκομείο του εγγύς μέλλοντος θα μοιάζει με χρηματιστήριο (καθώς καλύτερη περίθαλψη θα έχει όποιος πόνταρε ευστοχότερα σε ασφάλιστήρια), το πανεπιστήμιο θα μοιάζει με τράπεζα (καθώς το πτυχίο θα πρέπει να αποδίδει όπως μια αποταμίευση), και η τράπεζα (θα) μοιάζει με κυβέρνηση, σκαντζάροντας συχνά τους αρχιτραπεζίτες της στην πρωθυπουργία και τα δευτεροστελέχη στην προεδρία δημόσιων οργανισμών. Όλοι αυτοί οι θεσμοί, έχουμε αποδεχθεί, καθώς θα εκσυγχρονίζονται, θα πρέπει στην κεφαλή τους να διέπονται από την «κατ’ ανάγκην» δομική ανηθικότητα που διέπει σήμερα τις αγορές. Ταυτόχρονα οι πολίτες θα ελέγχονται συνεχώς, ώστε να πληρώνουν μονίμως και αδιακόπως, εκτός από τα δάνειά τους, και «τα λάθη τους». Όσο δηλαδή η δομική αδιαφάνεια και ανηθικότητα θα επεκτείνεται, ο ηθικιστικός έλεγχος και η πλήρης επιτήρηση θα επεκτείνονται ομοίως – προς τα κάτω της κοινωνίας, ορίζοντας βιοπολιτικές συνθήκες ύπαρξης ενός πληθυσμού που θα πρέπει να συμφωνεί, να πληροφορείται σε επίπεδο νηπιακό, και να υποκύπτει.
Δεν είναι τυχαίο πόσο ο λόγος της ασφάλειας, των συνόρων, της (πατριδοοικογενειακής) ηθικής, της αναγκαίας «μεταρρύθμισης», των «επενδύσεων που αν φωνάξουμε δεν θάρθουν», της μελλοντικότητας και, ναι, και της νοικοκυροσύνης, εξελίσσεται σήμερα στην Ελλάδα. Ο βασικός ρόλος αυτής της ηθικιστικής στροφής και της φοβίας που συνδαυλίζει είναι, επαναλαμβάνω, η παράλληλη επέκταση της δομικής ανηθικότητας και αδιαφάνειας του συστήματος. Και η συντήρηση του κυρίαρχου οξύμωρου που το διέπει: φωνάζει για λιγότερο και πιο εκσυγχρονισμένο κράτος, ενώ ουσιαστικά προϋποθέτει μια φαύλη και πειθαρχική κρατική εξουσία που το στηρίζει και διαπλέκεται μαζί του.
Κι έχει ενδιαφέρον το ποιοι καλούνται να υπηρετήσουν την ηθικιστική στροφή στην Ελλάδα της ύφεσης και της λιτότητας σήμερα: εκτός από τους παραδοσιακούς φορείς της κεφαλαιολατρικής δεξιάς, καλείται να παίξει αυτόν τον ρόλο και μια «εκσυγχρονιστική, συνενοήσιμη, αριστερά». Η οποία, καθώς χαίρεται το πώς την παίζουν στην αμπάριζα, ξεχνάει, και μάλιστα με αυτοεπιβεβαιωτική ειλικρίνεια, να ρωτήσει για τους όρους του παιχνιδιού. Όταν δεν κάνει το ακόμα πιο εξεζητημένο, να μιλάει για ηθική και επιμέλεια. Μη γνωρίζοντας (;) ότι αυτό ακριβώς την καλέσανε να σερβίρει.
[1] Michael Goodwin και Dan E. Burr, Economix: How and Why Our Economy Works (and Doesn’t Work), in Words and Pictures, Νέα Υόρκη, 2012.