Αυτές τις μέρες ανατρέπονται επιφανειακές αντιλήψεις δεκαετιών. Μερικά πράγματα είναι ριζωμένα, απόλυτα και δεν επιδέχονται παρερμηνειών: οι διαδηλώσεις και οι ταραχές είναι χαρακτηριστικό του αριστερού και του αναρχικού χώρου, ο κόσμος στους δρόμους που διαμαρτύρεται ενάντια σε μια κυβέρνηση είναι (σχεδόν εξ ορισμού) σε προοδευτική κατεύθυνση και πολεμάει για τα δίκια του, οι μπάτσοι δέρνουν για να προστατεύσουν τους πλούσιους από τους φτωχούς και ούτω καθεξής. Τι τρικυμία εν κρανίω δημιουργεί καμιά φορά η πραγματικότητα όμως, βλέποντας αρματωμένους ως τα μπούνια φασίστες να σπάνε στο ξύλο Ουκρανούς ματατζήδες ή καλοβαλμένους αστούς να εξεγείρονται στην Βενεζουέλα!
Ο Μάρκ Μαζάουερ σε ένα κείμενο του (που αδυνατώ να ξαναβρώ) είχε περιγράψει τον φασισμό σαν την “μαζική πολιτική της δεξιάς”. Κοινώς, το φαινόμενο κατά το οποίο η δεξιά επιχειρεί να επικρατήσει όχι βρισκόμενη εκτός της κοινωνίας, αντλώντας νομιμοποίηση από κάποιο “θεϊκό” δικαίωμα, αλλά προσπαθεί να δημιουργήσει ιδεολογία, όραμα και ιδανικά, λειτουργώντας μέσα στην κοινωνία. Για να το επιτύχουν αυτό, οι φασίστες αντιγράφουν τον τρόπο δράσης της αριστεράς (τώρα τελευταία και της αναρχίας) μέχρι κεραίας, από τις πρακτικές μέχρι τα συνθήματα, αλλάζοντας φυσικά το περιεχόμενο και την ιδεολογία. Δεν χρειάζεται να κοιτάξει κανείς μακριά: η “δική” μας Χρυσή Αυγή, περπατώντας τον τιμημένο δρόμο των ορίτζιναλ ναζί, κάνει ακριβώς το ίδιο. Ξεκινώντας από τις παρεμβάσεις στην κοινωνία, το μοίρασμα φαγητού και τις τοπικές δράσεις μέσα στις γειτονιές τύπου Αγ. Παντελεήμονας μέχρι την αναφορά στο συλλογικό φαντασιακό που φτάνει έως αυτά εδώ τα γελοία τρικάκια. Γνωρίζοντας δε την ελληνική πραγματικότητα εμφανώς καλύτερα, οι νεοναζί προσπαθούν να κλέψουν από την αριστερά μέχρι και τους εχθρούς: όπως κάθε γνήσιος αντιστασιακός είναι αντιαμερικάνοι, κυνηγιούνται ανελέητα από την αστυνομία και διώκονται από το κράτος. Σε μια χώρα που η οργή περισσέυει, η Χρυσή Αυγή παίζει το ιδανικό παιχνίδι: κάνει αντίσταση με έναν φιλικό προς τον μέσο μικροαστό λόγο και, το κυριότερο, χωρίς αυτός να χρειάζεται να βγει από το σπίτι του! Ακόμα και σε επίπεδο ίματζ, οι νεοναζί ήταν πάντα έτοιμοι να μπουν σε κάθε κίνημα και να προσπαθήσουν είτε να το οικειοποιηθούν, είτε να αποκόψουν ένα κομμάτι του, όπως έκαναν με το πανκ κίνημα, τους skinheads ή το οπαδικό κίνημα.
Τόσο οι Ουκρανοί φασίστες όσο και οι Βενεζολάνοι αστοί εκμεταλλεύονται στο έπακρο τις συνήθειες των σημερινών ανά τον κόσμο κινημάτων αντίστασης. Καταλαμβάνουν πλατείες επ αόριστον, ακριβώς όπως έκαναν οι Αιγύπτιοι κατά την διάρκεια της Αραβικής Άνοιξης και χρησιμοποιούν το ίντερνετ για να διαδώσουν παντού το μήνυμα τους. Βρισκόμαστε σε μια νέα αρχή, αυτή της αντιεξέγερσης της άκρας δεξιάς, που αρχίζει να μπαίνει χοντρά στο παιχνίδι και να προσπαθεί να καρπωθεί την υπαρκτή οργή, μόνο και μόνο για να την διοχετεύσει στα κανάλια που αυτή θέλει μελλοντικά και φυσικά, να εξυπηρετήσει συγκεκριμένα συμφέροντα. Είναι πλέον αρκετά ξεκάθαρο το τι ακριβώς παίζεται στην Ουκρανία ενώ η προσπάθεια των ΗΠΑ να σπάσουν την αριστερή αλυσίδα κυβερνήσεων και κινημάτων της Λατινικής Αμερικής στην Βενεζουέλα έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια. Παρόλα αυτά, η ακροδεξιά επιχειρεί να εμφανιστεί σαν το νέο μαζικό κίνημα ανατροπής των πάντων. Η οργή έχει αρχίσει να περισσεύει, φτάνουμε στο σημείο που προϋπόθεση για μια εξέγερση δεν είναι τα αιτήματα, αλλά κάποιος να κάνει μια σοβαρή αρχή. Δυστυχώς, αυτό το τελευταίο δεν είναι καθόλου αστείο, οι φασίστες στρατολογούν κόσμο και καρπώνονται συμπάθειες (και ψήφους) πάνω στην βάση του “εμείς πράττουμε” ενώ η αριστερά περιορίζεται στην αφ υψηλού πολιτική, τις ανακοινώσεις, τα παχιά λόγια για έννοιες-ζόμπι όπως “κράτος πρόνοιας” και την γκρίνια για την “κατάργηση της δημοκρατίας”. Το απολιτικ της εποχής μετά την πτώση του σοβιετικού στρατοπέδου συμπυκνώνεται τώρα και ωφελεί καθαρά την ακροδεξιά: δεν έχει σημασία ενάντια σε τι εξεγείρεσαι, αρκεί που το κάνεις. Η τρέχουσα κατάσταση στην Ουκρανία και την Βενεζουέλα είναι ζωντανή απόδειξη γι αυτό: η αφορμή για την πρώτη είναι η άρνηση της κυβέρνησης να ταχθεί με την ΕΕ ενώ για την δεύτερη, η οικονομική κατάσταση που δημιουργεί έλλειψη κάποιων αγαθών, κυρίως σε χαρτί τουαλέτας! Όσο γελοία και αν ακούγονται αυτά, οι φασίστες και οι αντιδραστικοί συμπορευόμενοι τους διατηρούν ένα ακόμα πλεονέκτημα σε σχέση με την αριστερά: έχουν πρόταση. Η αριστερά δεν έχει, πετάει μόνο άυλες έννοιες στον αέρα. Το πρόταγμα της ακροδεξιάς “να κυβερνήσει ο στρατός ή εμείς οι πατριώτες” είναι πρόταση. Το πρόταγμα της αριστεράς σήμερα δεν είναι πρόταση. Είναι μόνο επίκληση στο συναίσθημα.
Το πρόβλημα στην Ελλάδα σήμερα είναι ότι η ακροδεξιά παρουσιάζεται ως κάτι νέο, κόντρα σε όλους όπως λένε, με τα προτάγματα της να κοντράρουν παραδοσιακές έννοιες με τις οποίες μεγαλώσαμε και ζήσαμε τα 40 χρόνια της μεταπολίτευσης. Η “αντίσταση” αυτή που (υποτίθεται ότι) προβάλλει η ακροδεξιά δεν είναι ενάντια στο σάπιο κατεστημένο της μεταπολίτευσης: είναι ενάντια στο σύνολο της, σε όλα τα επίπεδα, συμπεριλαμβανομένων και των ιδεολογημάτων της, όπως είναι η δημοκρατία και η αποδυνάμωση του εθνικισμού, ιδεολογήματα που έφερε το ΠΑΣΟΚ στην προσπάθεια του να διατηρήσει το προφίλ της “αλλαγής”. Ο μανιχαϊσμός των φασιστών είναι πανταχού παρών: η μεταπολίτευση μας κατέστρεψε άρα ότι έφερε αυτή είναι κατακριτέο· τα αντίστροφα ιδεολογήματα προβάλλονται (και λειτουργούν) ως κάποια μορφή εναντίωσης στην σαπίλα. Κάτι αντίστοιχο μπορούμε να δούμε τόσο στις πρώην Σοβιετικές δημοκρατίες με την άνοδο των νεοναζί όσο και τώρα, στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη, με την εξέγερση που έχει αντι-εθνικιστικό χαρακτήρα. Στην μία περίπτωση ο νεοναζισμός λειτουργεί ως εναλλακτική στο σοβιετικό κατεστημένο, στην άλλη η αριστερά λειτουργεί ως εναλλακτική στο εθνικιστικό κατεστημένο.
Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι η σημερινή αναγκαιότητα βρίσκεται ακριβώς στην οικοδόμηση εναλλακτικών. Αυτό η σημερινή αριστερά δεν μπορεί να το κάνει. Το ίδιο ισχύει εν πολλοίς και για τον αναρχικό χώρο. Και οι δυο χώροι διαθέτουν τα ιδεολογικά εφόδια και κυρίως, ο κόσμος τους είναι σε μεγάλο ποσοστό χρυσάφι· πραγματικά ο ανθός της ελληνικής κοινωνίας. Η ηγεσία της αριστεράς όμως έχει προτιμήσει να μπεί σε ένα παιχνίδι πολιτικής από τα πάνω, περιμένοντας τις εκάστοτε εκλογές και μόνο. Δεν μπορούν να χτίσουν πολύ απλά γιατί δεν θέλουν. Προτιμούν να μείνουν στα γνωστά· η άνοδος κινημάτων πιο πολύ τρομάζει τις ηγεσίες παρά τις κινητοποιεί και γι αυτό, προσπαθούν να τις ελέγξουν, κάτι που στην σημερινή συγκυρία είναι ο πιο σίγουρος τρόπος για να οδηγηθεί ένα κίνημα στον θάνατο. Οι ηγεσίες μας είναι πεθαμένες και δεν το έχουμε καταλάβει ακόμα. Η βάση όμως της αριστεράς και μεγάλα κομμάτια του αναρχισμού δεν είναι και, αυτά που δεν φέρνει η στρατηγική, συχνά τα φέρνει η ανάγκη. Ας ελπίσουμε να τα φέρει πριν να είναι πολύ αργά.