"Μη συστημικός φασισμός"ή παίζοντας με τις λέξεις από Κουρσάλ 16:39, Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014 |
Ποια θα μπορούσε να ήταν η αντίδραση του κινηματικού κόσμου αν το πρωί της 28ης Σεπτεμβρίου η κυβέρνηση, κάνοντας μιαν απότομη και απροσδόκητη στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, δεν αποφάσιζε να πλήξει μετωπικά τον μέχρι προ ολίγου ανομολόγητο σύμμαχό της, τη Χρυσή Αυγή; Ένα λυντσάρισμα του δολοφόνου τού Παύλου Φύσσα που πιθανώς θα πολλαπλασίαζε τον αριθμό των νεκρών; Δημιουργία αντίστοιχα οπλισμένων ομάδων περιφρούρησης, από Έλληνες και μετανάστες, που θα περιπολούσαν στις λαϊκές συνοικίες τσακίζοντας και ταπεινώνοντας όπου έβρισκαν ευκαιρία τις νεοναζιστικές συμμορίες; Εμπρησμοί και ανατινάξεις των γραφείων της Χρυσής Αυγής σε όλη τη χώρα ή μήπως σχεδιασμένη εκτέλεση, τύπου «17 Νοέμβρη», κάποιων ηγετικών στελεχών της; Βρισκόμαστε πράγματι στα πρόθυρα ενός χαμηλής εντάσεως εμφυλίου πολέμου, και η επίσημη δίωξη της Χρυσής Αυγής ήταν ένα βήμα που ––προσωρινά–– τον απέτρεψε. Από αυτή την άποψη ασφαλώς και υποδεχθήκαμε με ανακούφιση το γεγονός. Τα αίτια και ο τρόπος εφαρμογής της κυβερνητικής απόφασης δεν είναι βεβαίως καθόλου αδιάφορα, αλλά είναι κάτι που θα κριθεί εν συνεχεία. Η εγκληματική αποτελεσματικότητα της Χρυσής Αυγής δεν οφειλόταν ούτε στην κίβδηλη γενναιότητα των θρασύδειλων μπράβων της ούτε σε καμιά οργανωτική ανωτερότητα των ταγμάτων εφόδου της, και ακόμα λιγότερο βέβαια στην ηθική δύναμη της εκλογής τους, αλλά σε έναν και μόνο παράγοντα: τη βεβαιότητα του ακαταδίωκτου. Τη σιγουριά δηλαδή ότι δρουν στη σκιά ενός ολόκληρου κρατικού μηχανισμού που επιβραβεύει σιωπηρώς τις πράξεις τους, ότι έχουν την αμέριστη συμμαχία των δυνάμεων καταστολής με τις οποίες αισθάνονταν ––και ήταν–– συγκοινωνούντα δοχεία, κοντολογίς, ότι ταυτίζονται με μιαν ανεξάντλητη πηγή ισχύος που συνιστά βασική δύναμη σαδομαζοχιστικής έλξης για το είδος των ψυχοπαθητικών προσωπικοτήτων που επανδρώνουν τέτοια μορφώματα. Σε αντίθεση με ό,τι πολλοί διατείνονται, μια επίσημη δίωξη όχι μόνο δεν «τσιμεντώνει» το αίσθημα στράτευσης τέτοιων υποκειμένων, αλλά και τους ευνουχίζει αμετάκλητα στερώντας τους το μοναδικό σχεδόν έρεισμα ––φαντασιακής όσο και πραγματικής–– ισχύος. Είναι αβυθομέτρητη γελοιότητα βέβαια η προσπάθεια που έκαναν, και κάνουν, ολιγόνοες σχολιαστές και μανδαρίνοι των ΜΜΕ ––οι ίδιοι που μέχρι χθες αναδείκνυαν σε αστέρες τις απεχθείς προσωπικότητες των νεοναζί, ή τους έδιναν το αποτελεσματικότερο άλλοθι μέσ’ από την κατάπτυστη ρητορική των «δύο άκρων»–– να παρουσιάσουν την κυβέρνηση ως υπέρμαχο της συνταγματικής νομιμότητας και της δημοκρατίας. Η δίωξη της Χρυσής Αυγής ήταν η ίδια ένα όργιο συνταγματικών και δικονομικών παραβιάσεων, που η θρασύτητά του κάνει ακόμα πιο προφανή τη συγγένεια ανάμεσα στη φρενιτιώδη βία των νεοναζί και τη θεσμική βία τού οργανωμένου κράτους – αυτού του συγκεκριμένου κράτους, που έχει την ατυχία να κυβερνιέται από μιαν ανεκδιήγητη κλίκα αδίστακτων τυχοδιωκτών. Ενώ θα μπορούσε να έχει ζητηθεί κανονικά η άρση της ασυλίας βουλευτών από την ίδια τη Βουλή, παρουσιάζοντας συγκεκριμένα τεκμήρια εμπλοκής των κατηγορουμένων σε πράξεις του κοινού ποινικού δικαίου, προτιμήθηκε μια ωμή αστυνομική επιχείρηση που θυμίζει δικτατορικά καθεστώτα, δημιουργώντας ένα προηγούμενο το οποίο μπορεί οποιαδήποτε στιγμή στο εξής να χρησιμοποιηθεί και εναντίον άλλων εκλεγμένων εκπροσώπων· πράγμα που γίνεται ακόμη πιο πιθανό από τα καταχρηστικά νομικά εργαλεία που επιστρατεύτηκαν ––όπως κατ’ εξοχήν ο νόμος περί συστάσεως συμμορίας–– τα οποία έχουν φτιαχτεί, και χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά μέχρι τώρα, για την καταστολή των διεκδικητικών λαϊκών κινητοποιήσεων και των πιο απείθαρχων κομματιών της αριστεράς. Τα δε νομικά εργαλεία που ετοιμάζονται προχωρούν ακόμη μακρύτερα σε αυτή την κατεύθυνση· η εξαγγελία του Ευάγγελου Βενιζέλου (στο Βήμα της 6/10) συνιστά την πιο κυνική παραδοχή ότι ο πραγματικός στόχος είναι η ελευθερία του λόγου: «Η Δημοκρατία δεν μπορεί να χρηματοδοτεί τους αντιπάλους της, αυτούς που την υπονομεύουν. Αν όμως προκύψει απαλλαγή, η χρηματοδότηση θα καταβληθεί αναδρομικά. Επίσης είναι απόφασή μας να κατατεθεί το ταχύτερο δυνατόν το λεγόμενο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο που αφορά την προστασία της δημοκρατίας και της κοινωνικής ασφάλειας και ειρήνης αλλά αφορά κυρίως εγκλήματα λόγου. Εδώ πρέπει να κάνουμε μια διάκριση. Το φρόνημα δεν ελέγχεται και δεν τιμωρείται, αλλά μορφές πολιτικού λόγου, μορφές πολιτικών συμβόλων που είναι αξιακά απαράδεκτες βεβαίως και μπορεί να ενεργοποιούν τον ποινικό νόμο. Για παράδειγμα, ο εγκωμιασμός του Ολοκαυτώματος ή η ρατσιστική προτροπή, η προτροπή στη βία είναι ποινικά αδικήματα. Είναι άλλο η ελευθερία του φρονήματος και άλλο ο ποινικά ανεξέλεγκτος λόγος» (υπογραμμίσεις δικές μου). Ακόμα και η διακοπή της κοινοβουλευτικής χρηματοδότησης, με την γενικόλογο τρόπο που διατυπώνεται ––διακοπή χρηματοδότησης οιουδήποτε είναι κατηγορούμενος γιαοτιδήποτε είδους ποινικό αδίκημα–– είναι μια ύπουλη νομική παγίδα που καθιστά όμηρο της κυβερνητικής βούλησης, η οποία ελέγχει σκανδαλωδώς όπως έχει αποδειχθεί τη δικαστική εξουσία, τον οιονδήποτε αυτή κρίνει ανά πάσα στιγμή ως πολιτικό της αντίπαλο: η ολοκληρωτική μετάλλαξη του πολιτικού συστήματος, στην κατεύθυνση που έχει αναγγελθεί από τις αλλεπάλληλες αντιτρομοκρατικές νομοθεσίες, είναι γεγονός! Το αποκορύφωμα του παραλογισμού είναι το κατηγορητήριο της «εσχάτης προδοσίας» που ετοιμάζεται, όπως φαίνεται, να ασκηθεί εναντίον της κλίκας Μιχαλολιάκου. Δύο πράγματα εδώ μπορεί να συμβαίνουν, και είναι και τα δύο επιβαρυντικά σε βαθμό κακουργήματος για την κυβέρνηση. Ας υποθέσουμε ότι η κατηγορία είναι στηρίξιμη, ότι υπάρχουν όντως κρυφά οπλοστάσια, οργανωμένα παραστρατιωτικά αποσπάσματα και επιτελικά σχέδια πραξικοπήματος – πράγμα που πρέπει βεβαίως να δειχθεί: είναι δυνατόν, σε αυτή την περίπτωση, να μην είχαν την παραμικρή γνώση οι μυστικές υπηρεσίες οι οποίες, όπως μας λένε, παρακολουθούσουν στενά επί χρόνια τα στελέχη της Χρυσής Αυγής, και πείθεται κανείς ότι όλ’ αυτά τα τρομακτικά στοιχεία για την εγκληματική δράση της οργάνωσης, που πολλά ήταν ήδη κοινό μυστικό και δεν έχουν πάψει να καταγγέλλονται τουλάχιστον τα τελευταία τρία χρόνια, ανέκυψαν μέσα σε ένα τριήμερο από την ημέρα της δίωξης και οι μόνοι που τα αγνοούσαν ήταν οι διωκτικές και δικαστικές αρχές; Αν είναι έτσι, το πρώτο που αποδεικνύεται είναι ότι η κυβέρνηση γνώριζε, και συγκάλυπτε εγκληματικά, την επικίνδυνη αντιδημοκρατική δράση της οργάνωσης ελπίζοντας να την χρησιμοποιήσει καιροσκοπικά, όπως και πιθανότατα έκανε σε αναρίθμητες περιπτώσεις· και αποδεικνύεται επίσης ότι μία από τις εγγυητικές αρχές της δημοκρατίας, η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, έχει από καιρό αρθεί σε αυτή τη χώρα – πράγμα που επίσης το γνωρίζαμε, από τον μακάβριο χορό των λεγόμενων «αντιτρομοκρατικών» διώξεων, όπου επανειλημμένα βλέπαμε, όπως ξαναβλέπουμε σε τούτη την οπερετική δίωξη της Χρυσής Αυγής, μια αηδιαστικά υποτελή δικαστική εξουσία να κινείται ή να μαρμαρώνει κατά την εκάστοτε κυβερνητική εντολή. Αν πάλι η κατηγορία αποδειχθεί αστήρικτη, και κανένα τεκμήριο δεν μπορέσει να παρασχεθεί που να βεβαιώνει ένα τόσο βαρύτατο έγκλημα, τί άλλο αποδεικνύει η βιασύνη των κυβερνητικών κύκλων να το επικαλεστούν, παρά τη βούληση μιας διεφθαρμένης και τυχοδιωκτικής κυβερνητικής ελίτ να τσακίσει, με οιοδήποτε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο, όσους για οιονδήποτε λόγο θεωρεί ως εμπόδιο στους πολιτικούς της σχεδιασμούς; Γεννάται λοιπόν το κρίσιμο ερώτημα: γιατί η κυβέρνηση αποφάσισε να διώξει τη Χρυσή Αυγή; Πολλοί απαντούν: επειδή δέχθηκε αφόρητες πιέσεις από το εξωτερικό – από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από φιλοϊσραηλινό λόμπι των ΗΠΑ. Αυτές οι πιέσεις είναι δεδομένες, εδώ και πολύ καιρό μάλιστα, και το ότι το όλο πράγμα σκηνοθετήθηκε τη στιγμή ακριβώς που ο Αντώνης Σαμαράς έφευγε για τις ΗΠΑ, ώστε να του δοθεί η ευκαιρία να τραυλίσει από εκεί την αμήχανη και παιδαριώδη δήλωσή του, ξεπερνάει τα όρια της απλής αδεξιότητας στην οποία μας έχει συνηθίσει ένα πολιτικό προσωπικό που παίρνει ως δεδομένο πως απευθύνεται σε ένα κοινό με νοημοσύνη ανάλογη της δικής του. Δεδομένων αυτών των πιέσεων, γίνεται ακόμη πιο αξιοπερίεργη η απροθυμία της κυβέρνησης να εγκαταλείψει έναν πολύτιμο σύμμαχο όπως η Χρυσή Αυγή, όλο αυτό το μακρύ διάστημα που η τελευταία δολοφονούσε βάναυσα μετανάστες στους δρόμους, τρομοκρατούσε συνοικίες και εργατικά σωματεία, έστηνε δίκτυα συνεργασίας με την αστυνομία για ένα φάσμα σκοπών που κυμαίνονταν από τον εκβιασμό και την έξωση αλλοδαπών μέχρι την εκτροπή διαδηλώσεων και μαχητικών διαμαρτυριών… Αντ’ αυτού, όλα δείχνουν πως η κυβέρνηση προτίμησε ένα είδος συνδιαλλαγής «κάτω από το τραπέζι» με τη νεοναζιστική οργάνωση, που θα μείωνε κάπως την εξωτερική της απείθαρχη εικόνα ενώ θα την έκανε περισσότερο συνεργάσιμη στην πολιτική ατζέντα που υπαγόρευε η ίδια. Η τρομακτικότερη προοπτική ήταν αυτή που ελάχιστα πριν από τα τελευταία καταλυτικά γεγονότα είχαν αρχίσει να διαρρέουν από διαύλους δημοσιότητας τα όργανα της διατεταγμένης δημοσιογραφίας: μια ενδεχόμενη μετεκλογική συνεργασία της Νέας Δημοκρατίας με μια «σοβαρή» Χρυσή Αυγή – σενάριο που κυριολεκτικά παγώνει το αίμα… Η ψυχοπάθεια όμως της τελευταίας, σε συνδυασμό με την υπερβάλλουσα βεβαιότητα ότι παίζει στον δικό της χώρο και δεν έχει να φοβηθεί κανέναν, την οδήγησε στη μοιραία υπέρβαση των ορίων που της είχαν χαραχθεί. Το πέρασμα από τις δολοφονίες μεταναστών σε δολοφονίες Ελλήνων έθετε σε δοκιμασία τα όρια ανοχής ακόμα και της πιο εξαχρειωμένης κοινής γνώμης· αλλά το κρίσιμο σφάλμα της Χρυσής Αυγής, κατά την προσωπική μου εκτίμηση, δεν ήταν τόσο η δολοφονία του Παύλου Φύσσα όσο τα επεισόδια στις γιορτές τού Μελιγαλά, όπου τόλμησε να προπηλακίσει τους ίδιους τούς προστάτες της: μην ξεχνάμε ότι, ήδη την παραμονή τής στυγερής δολοφονίας, ο Μάκης Βορίδης, σάρξ εκ της σαρκός τής ελληνικής ακροδεξιάς, αποκάλεσε τη Χρυσή Αυγή «τρομοκρατική οργάνωση» και προανήγγειλε τη δίωξή της· η δολοφονία που ακολούθησε απλώς έλυσε και τύποις τα χέρια της κυβέρνησης απέναντι σε ένα ακροδεξιό και ρατσιστικό εκλογικό ακροατήριο που δεν έχει πάψει εποφθαλμιά (και το οποίο, άλλωστε, επί δεκαετίες εξέθρεψε και διαφύλαξε στους κόλπους της). Έτσι, μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, όπως λέμε: εξασφάλιση εχεγγύων νομιμότητας και επαίνων από τους έξωθεν προστάτες της, από τη μία πλευρά, και απαλλαγή από το αγκάθι ενός εκλογικού ανταγωνιστή που, αν δεν ήταν διατεθειμένος να συνεργαστεί, μπορούσε να οδηγήσει το θεσμικό κόμμα της Δεξιάς σε αληθινή πανωλεθρία, από την άλλη. Όχι μόνο, λοιπόν, δεν χρειάζεται να συγχαρούμε την κυβέρνηση για την καταστολή της Χρυσής Αυγής, αλλά και πρέπει να συνεχίσουμε τον αντιφασιστικό αγώνα εναντίον της ίδιας αυτής κυβέρνησης που, δένοντας μια ολόκληρη χώρα στις επιταγές του διεθνούς κεφαλαίου, καταστέλλοντας με κάθε διαθέσιμη μορφή βίας, εκβιασμού, ψευδολογίας και εξαπάτησης οιοδήποτε ίχνος αντίστασης πάει να γεννηθεί, την οδήγησε σαν αμνό επί σφαγή σε ένα μνημειώδες αντίστοιχο της Συνθήκης των Βερσαλλιών, που γεννάει με μαθηματική ακρίβεια συνθήκες Βαϊμάρης. Εν πάση περιπτώσει, αν κάποιος καταλαβαίνει αυτό το πολύπλοκο και τεταμένο πλέγμα σχέσεων ανάμεσα στην κυβέρνηση (και δεν εννοώ με αυτό βέβαια μόνο το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας) και την ακροδεξιά τρομοκρατία, δεν μπορεί να γεννηθεί καν ερώτημα για τη φύση της Χρυσής Αυγής. Και μια τέτοια επίδειξη προσποιητής άγνοιας, προπαντός, δεν μπορούσε να περιμένει κανείς από έναν αναλυτή σαν τον Τάκη Φωτόπουλο. Αναφέρομαι στη διαδικτυακή του ανάρτηση της 22ας Σεπτεμβρίου με τίτλο «Ο περισπασμός της Χρυσής Αυγής» (www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/). Με όλο τον σεβασμό για τις σημαντικές οικονομικές του αναλύσεις, και την παθιασμένη αντικαπιταλιστική του στράτευση με την επεξεργασία προγραμμάτων αυτού που αποκαλεί περιεκτική δημοκρατία, έχουμε εδώ μια εξαιρετικά παραπλανημένη, και παραπλανητική, πολιτική εκτίμηση που η αστοχία της ξεπερνάει κάθε προηγούμενο εκ μέρους αυτού του διανοητή. Πολλές φορές ο ξύλινος λόγος του Τάκη Φωτόπουλου έχει γίνει πηγή δυσφορίας σε ανθρώπους που έχουν κάθε λόγο να νιώθουν αλληλέγγυοι με τα πολιτικά του οράματα. Πρέπει όμως να καταλάβουμε ότι αυτό που λέμε ξύλινος λόγος δεν είναι «απλώς» αισθητικό πρόβλημα· προδίδει κατά κανόνα αγκυλωμένη και στερεοτυπική σκέψη, σκέψη που λειτουργεί με την ακαμψία μηχανής βάσει μανιχαϊκών διπόλων, η οποία δεν μπορεί να διακρίνει νοηματικές αποχρώσεις και η οποία είναι εντελώς αδύνατον να αποστασιοποιηθεί από το μονολιθικό γράμμα των υιοθετημένων της διατυπώσεων. Δεν έχω άλλον τρόπο να εξηγήσω πώς ο συγκεκριμένος διανοητής καταλήγει σε μια εκτίμηση όπως ότι «η Χρυσή Αυγή δεν είναι συστημική οργάνωση» – πράγμα που δεόντως εκτίμησε η ίδια η «Χρυσή Αυγή» σε δική της ανάρτηση… Ας δούμε όμως το ίδιο το κείμενό του:
Ο όρος «συστημικό», με τη σημασία που χρησιμοποιείται εδώ, είναι ένας νεολογισμός του Τάκη Φωτόπουλου (παρότι έχει περάσει σε ευρύτερη χρήση τα τελευταία χρόνια). Αν, εν πάση περιπτώσει, υπονοεί το κυρίαρχο πολιτικοοικονομικό σύστημα κατά τη σημερινή του ολοκληρωτική μετάλλαξη όπου όλες οι φιλελεύθερες διαμεσολαβήσεις ανάμεσα στην οικονομία και την πολιτική έχουν αρθεί, πρέπει ––αφήνοντας προς στιγμήν κατά μέρος κάθε συναισθηματική αντίδραση–– να δούμε ποιες ακριβώς από τις δράσεις της Χρυσής Αυγής δεν υπηρετούν τα συνασπισμένα βιομηχανικά, χρηματοπιστωτικά, εργολαβικά και κυβερνητικά συμφέροντα. Μήπως η τρομοκράτηση, οι κτηνώδεις ξυλοδαρμοί και οι απροκάλυπτες δολοφονίες μεταναστών· ο τραμπούκικος εκβιασμός εργοδοτών να απολύσουν αλλοδαπούς εργαζόμενους που απασχολούν· οι θρασύτατες εισβολές σε νοσοκομεία και βρεφονηπιακούς σταθμούς για να πετάξουν έξω έγχρωμα παιδιά και νοσηλευόμενους – και πολλές από αυτές τις «επιχειρήσεις» υπό την εποπτεία ανώτερων αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας (και όχι μόνο στην αστυνομική σφηκοφωλιά του Αγίου Παντελεήμονα); Είναι μόνο ένας παρωχημένος εθνικισμός εδώ, οσοδήποτε αποκρουστικός, ή η μεθοδευμένη στρατηγική του σύγχρονου παγκοσμιοποιούμενου κεφαλαίου να καρφώσει την εργατική δύναμη σε αμετακίνητα εδαφικά όρια, τσακίζοντας τις μεταναστευτικές ροές κατ’ αντίθεσιν προς το υπερεθνικά κινούμενο κεφάλαιο, που είναι βασικός όρος για την απομύζησή της; Και η ευκαιριακή εκμετάλλευσή αυτής της στρατηγικής από τους Έλληνες λούμπεν-εργοδότες, που το μόνιμο καθεστώς τρόμου και ημιπαρανομίας του μεταναστευτικού πληθυσμού είναι εκείνο που τους εξασφαλίζει εξευτελιστικά φτηνή ή και εντελώς απλήρωτη εργασία; Ας δούμε όμως μιαν άλλη πτυχή της δράσης της: είναι η επίθεση σε βουλευτές, μέλη και ακτιβιστές αριστερών κομμάτων ή οργανώσεων· η βίαιη διάλυση ναυτεργατικών ή εργοστασιακών σωματείων και η αντικατάστασή τους με «εθελοντικά» μέλη της οργάνωσης ελεγχόμενα από τα επιτελικά της κέντρα· η ανακοπή δημόσιων κινητοποιήσεων, διαδηλώσεων ή μαχητικών διαμαρτυριών, είτε υπό τη μορφή μετωπικής σύγκρουσης με τους διαδηλωτές σε αρραγή σχηματισμό με τις ένστολες δυνάμεις καταστολής είτε υπό τη μορφή εσκεμμένων προβοκατόρικων δράσεων μέσ’ από τους κόλπους τους ––για να μην αναφέρω καθόλου εδώ ζητήματα προστασίας σε νυχτερινά κέντρα, εμπλοκής σε λαθρεμπορία και πορνεία, ξεπλύματος μαύρου χρήματος, κλπ.–– με οιαδήποτε έννοια «μη συστημικές» δράσεις, τη στιγμή ακριβώς που το κύριο μέλημα του «συστήματος», αυτού ακριβώς του συστήματος που δεν έχει αντίρρηση να κάνει τη χώρα μια ζοφερή αποικία χρέους εφόσον αυτό υπόσχεται να διαιωνίσει τα κέρδη των παρασιτικών κεφαλαιοκρατικών της τάξεων, είναι να πλήξει εν τη γενέσει τους όλες τις μορφές αντίδρασης που πασχίζει να συγκροτήσει ένας ρημαγμένος λαός; ΄Η είναι εξωγενής παράγοντας στο «σύστημα» ένας αρχηγός που έχει υπάρξει, σε ό,τι αφορά το δημοσίως γνωστό μέρος της σταδιοδρομίας του, από καταδότης της ασφάλειας μέχρι μισθοδοτούμενος πράκτορας των κρατικών υπηρεσιών κατασκοπείας; Αν βέβαια κάποιος μου πει ότι τίποτε από αυτά δεν έχει συμβεί, δεν ήταν γνωστό ούτε στη δημόσια γνώμη ούτε στις εισαγγελικές και διωκτικές αρχές, τότε είμαι πρόθυμος να δεχτώ ως άκυρη όλη την επιχειρηματολογία μου. Ο Τάκης Φωτόπουλος διαπράττει δύο σοβαρά συλλογιστικά σφάλματα. Πρώτον, ταυτίζει αφελώς τους ουσιώδεις πολιτικούς σκοπούς της Χρυσής Αυγής με τους συνθηματολογικούς της πομφόλυγες. «Αντίθεση τόσο στο κεφάλαιο όσο και στην αυτόνομα οργανωμένη εργασία, οικονομική αυτάρκεια, εθνικοποίηση ενεργειακών πηγών, “Ευρώπη των εθνών” αντί για τη σημερινή “Ευρώπη του κεφαλαίου”, κλπ.» μας φέρνουν σχεδόν μέχρι του σημείου να συμπαθήσουμε τη Χρυσή Αυγή, αν δεν είχαμε τόση εύγλωττη ιστορική πείρα. Όλες οι μορφές φασισμού, και η ειδεχθέστερη όλων, ο γερμανικός ναζισμός, προέβαλαν στο προσκήνιο ως μορφές ρομαντικού αντικαπιταλισμού με συνθηματολογία ικανή να μιλήσει στις καρδιές των στερημένων μαζών· από τη στιγμή όμως που πήραν την επίζηλη εξουσία, έγιναν η πιο άκαμπτη δύναμη προάσπισης των πτοημένων από την οικονομική κρίση και τις εργατικές εξεγέρσεις κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων, που τα διέσωσαν τη στιγμή του κλονισμού για να τα παραδώσουν εκ νέου στους ιστορικούς τους κατόχους. Ουσιώδης ιδεολογικός πυρήνας κάθε φασιστικού μορφώματος είναι η ταύτιση με την ισχύ, το μίσος για την αδυναμία και ό,τι την ενσαρκώνει, πράγμα που καθορίζει και τους αντικειμενικούς του πολιτικούς σκοπούς. Αυτό το αντιλαμβάνονται καλύτερα οι ίδιες οι κεφαλαιοκρατικές ελίτ, που ξέρουν πόσο μπορούν να στηρίζονται, σε καιρούς κρίσης και πολιτικής αβεβαιότητας, στα ημιπαράφρονα τάγματα εφόδου, γελώντας ειρωνικά με τους «προγραμματικούς στόχους» τους. Δεύτερον: αφήνει την κρίση του να παγιδευτεί από την ταυτότητα των περιστασιακών αντιπάλων της Χρυσής Αυγής. «Τα όργανα της Υπερεθνικής και της Σιωνιστικής Ελίτ» μπορεί να κάλλιστα να έχουν δικούς τους λόγους να θέλουν την εκκαθάριση μιας νεοναζιστικής οργάνωσης, όπως και το «ντόπιο κατεστημένο» εάν αυτή κριθεί ως εμπόδιο για συγκεκριμένους τακτικούς χειρισμούς του· αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι όποιος είναι εχθρός της υπερεθνικής και σιωνιστικής ελίτ, και πολέμιος του ντόπιου κατεστημένου, είναι αυτόχρημα φίλος και σύμμαχος της Χρυσής Αυγής! Το αξίωμα «ο εχθρός τού εχθρού μου είναι φίλος μου» απηχεί μία βάναυσα εργαλειακή προσέγγιση στην πολιτική, που θα έπρεπε να είναι ανάθεμα για κάθε αξιακά προσανατολισμένο κίνημα χειραφέτησης. Με την ίδια λογική θα μπορούσε κάποιος, τα χρόνια του δεύτερου παγκοσμίου, στο όνομα του αντι-ιμπεριαλισμού να συμμαχήσει με τις δυνάμεις του Άξονα, από τη στιγμή που οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της εποχής ––η Βρετανία, η Γαλλία, οι ανερχόμενες ΗΠΑ–– συνασπίστηκαν εναντίον του (πράγμα που όντως έκαναν ορισμένα ιθαγενή κινήματα σε αποικιοκρατούμενες χώρες)! Στην πραγματικότητα, από την καλώς εννοούμενη επαναστατική σκοπιά, που καθοδηγείται από ένα αταλάντευτο όραμα ισότητας και αυτοδιαχείρισης για όλη την ανθρωπότητα, η φιλελεύθερη θριαμβολογία της παγκοσμιοποιούμενης αγοράς και τα εθνοσωβινιστικά ξεσπάσματα μίσους πρέπει να δείχνονται ως τα πραγματικά «δύο άκρα» της κυρίαρχης ιδεολογίας τής ισχύος, που επικοινωνούν στην κοινή τους αρχή τής «επιβίωσης του ισχυροτέρου», με οιοδήποτε τίμημα. Πρέπει κυρίως να καταλάβουμε ότι το φασιστικό ανακλαστικό είναι μια αυτοτελής απειλή για τις ανθρώπινες κοινωνίες, που παρότι τροφοδοτείται από, δεν ανάγεται κατά οιονδήποτε απλό τρόπο στις συνθήκες οικονομικής εκμετάλλευσης και πολιτικής χειραγώγησης. Αντιπροσωπεύει ένα βαθύ και μοιραίο τραύμα στην ίδια τη ρίζα τής ζωής, που μετασχηματίζει με τον αμείλικτο τρόπο μυθικού μηχανισμού τη ματαίωση σε ατέρμονο μίσος, και το μίσος σε καταστροφική και αυτοκαταστροφική δράση. Είναι η πιο ανησυχητική ένδειξη μιας καλπάζουσας συλλογικής παθολογίας, εκείνης που κάνει τους ανθρώπους ανίκανους να υψώσουν οιουσδήποτε ορθολογικούς φραγμούς στην οικονομική εκμετάλλευση, στη σεξουαλική καταπίεση και αυτοκαταπίεση, στην πολιτική χειραγώγηση και σε κάθε μορφή ανισότητας και ανελευθερίας. Ο διαστροφικός ψυχολογικός του πυρήνας εκπροσωπείται παραδειγματικά στον μηχανισμό της λεγόμενης ταύτισης με τον επιτιθέμενο. Και αυτό είναι, στην πραγματικότητα, το κλειδί στο μυστήριο της ελληνικής παθητικότητας, ενόψει μιας προϊούσας κοινωνικής καταστροφής αδιανόητων διαστάσεων που, ορθολογικά κρίνοντας, θα δικαιολογούσε κοσμογονικές εξεγέρσεις συγκρίσιμες με τις πιο σημαδιακές τέτοιες του εικοστού αιώνα. Το εφιαλτικότερο στην υπόθεση της Χρυσής Αυγής, κατά την εκτίμησή μου, δεν είναι η ίδια η ύπαρξη μιας δολοφονικής ακροδεξιάς οργάνωσης – διότι η ελληνική ακροδεξιά, δυστυχώς, είναι μια πραγματικότητα που δεν έχει πάψει να επιζεί και να τρέφεται από το βαθύ και ανεπεξέργαστο συλλογικό τραύμα του εμφυλίου, και όλοι έχουμε γνωρίσει τις ανατριχιαστικές όψεις και το μέγεθος της κτηνωδίας της· είναι η απήχηση που έχει ο λόγος μιας τέτοιας οργάνωσης σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα, πολλαπλώς στερημένα ή απειλούμενα που κανονικά δεν θα είχαν κανέναν συμφέρον από την ταύτιση μαζί της: στρώματα βεβαίως του χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου, που ο διάχυτος και ανεπεξέργαστος ορθολογικά φόβος κινητοποιεί μέσα τους ένα αρχαϊκό ανακλαστικό μανιασμένης επίθεσης στον πρώτο αποδιοπομπαίο τράγο που θα τους υποδειχθεί. Και η ταύτιση με την ίδια τη δύναμη που τους απειλεί είναι ένα πανίσχυρο καταπραϋντικό στους σπασμούς της αγωνίας τους, το οποίο γνωρίζουν καλά να χειρίζονται οι θύτες τους. Η μοίρα της συγκεκριμένης Χρυσής Αυγής δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία· εκείνο που έχει σημασία είναι η σαδομαζοχιστική αγωγή που προσέφερε στις εξαθλιούμενες ελληνικές μάζες προς όφελος των κυρίων τους – η οποία θα συνεχίσει ασφαλώς να προσφέρεται από νέους διαύλους, συστημικούς και παρασυστημικούς. http://poetrybar.blogspot.gr/2013/10/blog-post_15.html Πηγή: https://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1515768 |
↧
"Μη συστημικός φασισμός"ή παίζοντας με τις λέξεις
↧