ΤΑΙΝΙΕΣ ΓΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ (κι όχι για τα συνήθη νεοελληνικά "κανόνια")
Ο ΥΠΝΟΒΑΤΗΣ
Δείτε την εδώ ψηφιακά αποκατεστημένη με ελληνικούς υπότιτλους:http://www.youtube.com/watch?v=WFfDDusfHko
Είναι ίσως κοινοτοπία να επαναλάβει κάποιος ότι η αληθινή τέχνη μπορεί να γεννηθεί μόνο εκεί όπου υπάρχουν αληθινοί άνθρωποι. Άνθρωποι που έτυχε να ζουν σε κακούς καιρούς και που δοκιμάζονται σκληρά (και, όχι σπάνια, να πέφτουν αγωνιζόμενοι), ή άνθρωποι που έτυχε να ζουν σε καλύτερους καιρούς, αλλά με προσωπικότητα τόσο αυτόνομη και ιδιαίτερη, ώστε να νιώθουν ότι πνίγονται από τον γενικό εφησυχασμό.
Σχετικά με την πρώτη κατηγορία αληθινών ανθρώπων, οι ψυχολογικές και συνειδησιακές συνέπειες της κοινωνικής αποσάθρωσης που προκαλείται από τις καταστάσεις τής συνήθους ανισορροπίας του καπιταλισμού (οικονομικές κρίσεις και καταστροφές της παραγωγικής βάσης της κοινωνίας), ενέπνευσαν μερικές από τις συναρπαστικότερες στιγμές του παγκόσμιου κινηματογράφου. Σε αυτή την διεθνή πολιτισμική συνεισφορά πρέπει βέβαια να μπει ένα "πλην
Την ταινία Λούστρο Παπουτσιών τού Βιττόριο Ντε Σίκα τήν είχα δει, φοιτητής ακόμα, στην κινηματογραφική λέσχη του πανεπιστημίου μου, πριν από εικοσιπέντε περίπου χρόνια. Την ξαναείδα πρόσφατα σε "edizione restaurata digitale"και δεν μπόρεσα να μην κάνω κάποιες γενικότερες σκέψεις.
Aπό όχι και λίγους, η ταινία αυτή του Ντε Σίκα θεωρείται (μαζί βεβαίως με τον Κλέφτη Ποδηλάτων τού ιδίου) ο Παρθενώνας της κινηματογραφικής τέχνης. Μάλιστα ο Όρσον Ουέλλς είχε πει για τον Ντε Σίκα, ότι είναι ο σκηνοθέτης που "κατάφερε το αδιανόητο: εξαφάνισε την κάμερα".
Ο πρωτότυπος τίτλος Sciuscià προέρχεται από παραφθορά/σύντμηση των αγγλικών λέξεων "shoe shine", όπως τις είχαν αντιγράψει εξ ακοής τα χιλιάδες ορφανά ή εγκαταλειμμένα αγόρια στην κοινωνικοοικονομικά διαλυμένη από τον φασισμό και τον πόλεμο Ιταλία του 1945, τα οποία γυάλιζαν τα παπούτσια των αμερικανών στρατιωτών, για να επιβιώσουν. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Ντε Σίκα, πρόθεσή του ήταν να φτιάξει "ένα παραμύθι του 20ου αιώνα".
Σχεδόν κάθε σκηνή αυτής της "παιδοκεντρικής"ταινίας είναι ένα -συχνά ντροπιαστικό- μάθημα ζωής για ενήλικους. Μάλιστα θα έλεγα ότι, αν και δεν είναι με τίποτα παιδική, δίνει αυθεντικά πρότυπα και διευρύνει για πάντα τον ορίζοντα και των παιδιών που θα τη δουν (και, εννοείται, θα τη συζητήσουν μετά με τους γονείς τους).
Είναι επίσης και απαγγελία κατηγορίας εναντίον ενός Συστήματος (όχι μόνο οικονομικού) που στραγγαλίζει εν τη γενέσει του ό,τι ευγενέστερο διαθέτει από τη φύση του ο άνθρωπος. Γιατί, αν και ξεκινάει σαν δροσερή και "φευγάτη" (όπως δηλαδή οι μικροί πρωταγωνιστές της), στο τέλος της θα κάνει πολλά στομάχια να σφιχτούν.Ίσως αυτό να την κάνει να φανεί απαισιόδοξη για κάποιους. Προσωπικά ποτέ δεν δέχτηκα ότι μπορεί να υπάρχει απαισιόδοξη τέχνη. Η δουλειά της τέχνης είναι να ξύνει πληγές και να θέτει τα Τρομερά Ερωτήματα με τον σωστό τρόπο, με αφοβία, αταραξία, αξιοπρέπεια, χιούμορ και κυρίως χωρίς εθελοτυφλία. Η σωστή διατύπωση ενός οποιουδήποτε ερωτήματος είναι κιόλας ο μισός δρόμος για την απάντησή του. Με αυτή την έννοια, το γεγονός ότι υπάρχουν τέτοια αριστουργήματα είναι ήδη από μόνο του αισιόδοξο. Σε τελική ανάλυση, αν είναι να αξιολογούμε την αισιοδοξία της τέχνης μόνο με κριτήρια "χάππυ εντ", τότε η μόνη αισιόδοξη "τέχνη"που πιθανώς απομένει είναι τα αισθηματικά μυθιστορήματα τσέπης που πουλιούνται στα περίπτερα.
Ο Ντε Σίκα δεν χάνει ούτε στιγμή το μέτρο, δεν καταφεύγει σε δοκιμασμένα κολπάκια για εύκολους μελοδραματισμούς, δεν προσπαθεί να εκβιάσει συγκινήσεις, ή να βγάλει επιτηδευμένο γέλιο (αμίμητη η μόλις ενός δευτερολέπτου βουβή σκηνή όπου διακωμωδούνται κάποιοι νοσταλγοί-λείψανα τού μουσολινικού καθεστώτος). Και βέβαια, ούτε κατά διάνοια δεν ηθικολογεί. Οι εικόνες του διαθέτουν λακωνική οικονομία, δύναμη και πληρότητα. Χρησιμοποιώντας την κάμερα με τρόπο τόσο επιδέξιο που είναι σαν να την καταργεί, "εγκαταλείπει"τον θεατή μέσα στην ιστορία αφήνοντάς του τη νοητική και συναισθηματική πρωτοβουλία.
Ιδιαίτερα προσεγμένη είναι και η μουσική (όπως άλλωστε και στον Κλέφτη Ποδηλάτων), η οποία δεν έχει απλό συνοδευτικό ρόλο, αλλά εκλύεται κυριολεκτικά από την εικόνα, με τρόπο που να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της.
Ο Βιττόριο Ντε Σίκα με αυθεντικούς ανήλικους λούστρους της Ρώμης κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων τού Sciuscià, το 1945
Όλες οι ταινίες του εκείνης της περιόδου είναι γυρισμένες με τον πιο ηρωικό τρόπο: χαμηλού προϋπολογισμού και επιπλέον με ηθοποιούς αληθινούς ανθρώπους της καθημερινής αγωνίας (όχι σαν κάτι εκατομμύρια ξεβολεμένους "αγανακτισμένους"ψηφοφόρους και συνδαιτημόνες του Πάγκαλου), που υποδύονται τον εαυτό τους κάτω από την διακριτική και εμπνευσμένη καθοδήγησή του. Ο Ντε Σίκα γύριζε επί έναν σχεδόν χρόνο στους δρόμους της Ρώμης παρατηρώντας και μελετώντας τη ζωή των ανήλικων λούστρων, αλλά και όλων των αυθεντικών χαρακτήρων της αληθινής ζωής. Οι ερμηνείες που καταφέρνει να αποσπάσει από αυτούς τους άσχετους με ηθοποιΐα ανθρώπους είναι τόσο ολοκληρωμένες και σύγχρονες, που τύφλα να 'χουν οι "επαγγελματίες"και οι κάτοχοι Όσκαρ.Ταινίες που καταργούν τα σύνορα μεταξύ τής ζωής και της τέχνης, κάνοντάς τες να αλληλοεξυψώνονται η μία μέσω της άλλης. Και φυσικά απολύτως επίκαιρες, όπως παραμένει πάντα κάθε μεγάλη τέχνη.
Το ερώτημα είναι: γιατί δεν φτιάχτηκαν ποτέ ταινίες τέτοιου επιπέδου στη Νεοελλάδα, παρ'όλο που ο νεοέλληνας βολεύεται να αυθυποβάλλεται και να κορδώνεται αλαζονικά, ότι έχει περάσει από τόσo δύσκολες καταστάσεις ... όσο κανένας άλλος λαός;
Aν ο κινηματογράφος (τουλάχιστον ο θεωρούμενος ως ποιοτικός) είναι ο πιο σύγχρονος τρόπος που μια κοινωνία "βλέπει"τον εαυτό της, το παρελθόν της και το παρόν της, τότε στα καθ'ημάς, την κινηματογραφικώς νοούμενη εθνική (μή)ματιά, τήν έχουν κατά κανόνα αναλάβει -και καπαρώσει- επί δεκαετίες, κλίκες αργόστροφων σταλινικών με δυσκολία έκφρασης (βλ. π.χ. Θόδωρος Αγγελόπουλος).
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Ακόμα κι αν υπήρχαν στην Ελλάδα σκηνοθέτες εξίσου σπουδαίοι π.χ. με τον Ντε Σίκα (κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει κάτι τέτοιο) είναι μάλλον απίθανο ότι θα έβρισκαν έμπνευση για κάτι πραγματικά συναρπαστικό (π.χ. είναι δυνατόν να εμπνευστείς από την αυτοκτονία ενός εβδομηνταεφτάχρονου συνταξιούχου έξω από τη Βουλή, ο οποίος αντί να στρέψει το πιστόλι, που προνομιακάκρατούσε, εναντίον ενός πολιτικού, ή μπάτσου, προτίμησε να αυτοπυροβοληθεί σαν κάτι φανατικούς θρησκευάμενους ανατολίτες, που αυτοπυρπολούνται δημόσια;). Ο απλός λόγος είναι ότι πρόκειται για μια κοινωνία, απέραντης επιδερμικότητας, βαθύτατης υποκρισίας και με παντελή απουσία στοιχείων αυθεντικότητας καιπραγματικής ταυτότητας. Ας μην ξεχνάμε ότι εθνικός ήρωας του ρωμηοέλληνα είναι εδώ και αιώνες ο γνωστός μας Καραγκιόζης, ένας φιλοτομαριστής, κουτοπόνηρος, βολεψοκωλάκιας και λαμόγιο, ένας ύπουλος καρμίρης που έβγαζε το κόμπλεξ του και την κακία του σε όλους όσους απλώς περνούσαν έξω από το σπίτι του, πότε καυχησιάρης και πότε κλαψομούνης, ένας εκ του ασφαλούς (τζάμπα)μάγκας που, αναλόγως ποιόν είχε μπροστά του, πότε πούλαγε νταηλίκι και πότε μεταμορφωνόταν σε δουλοπρεπή κότα, ένας διπρόσωπος που πότε παρίστανε συμφεροντολογικά τον αφελή και πότε πούλαγε "εξυπνάδα", ένας ανύπαρκτος που δίδασκε την πουστιά και την ίντριγκα στα παραμελημένα παιδιά του και που εξαπατούσε διαρκώς τη γειτονιά νομίζοντας ότι δεν γίνεται αντιληπτός από ... τα "κορόιδα".
Μια "επικαιροποιημένη"βερσιόν του θα μπορούσε να είναι και ο σημερινός νεόπτωχος -και επί έτη χαζοχαρούμενος δανειολήπτης, αρπακτικό ευρωεπιδοτήσεων και ψευτονεόπλουτος κουραδόμαγκας- του Ελλαδιστάν (γιατί ούτε καν αληθινούς νεόπλουτους δεν κατάφερε ποτέ να βγάλει αυτή η χώρα). Το θύμα-ψώνιο της αρπαχτής του χρηματιστηρίου, που πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος. Ο εθνικά υπερήφανος μπουνταλάς, διοργανωτής των "πιο πετυχημένων ολυμπιακών αγώνων που έγιναν ποτέ" - και που οι "μίζες"τους συνέβαλαν καθοριστικά στο να ανέβει το δημοσιονομικό έλειμμα στον "θεό". Ο ευλαβικός τηλεθεατής-φερέφωνο των καναλιών της κρατικοδίαιτης επιχειρηματικής διαπλοκής, ο οποίος τόσα χρόνια ούρλιαζε σαν προγραμματισμένος για ... αποκρατικοποιήσεις και "μεταρρυθμίσεις" (και που τώρα τις βρίσκει μπροστά του, στα διαλυμένα νοσοκομεία και σχολεία). Το ελληνοχριστιανικό ποίμνιο της κρατικοδίαιτης Εκκλησίας Α.Ε., το οποίο έτρεχε κατά εκατομμύρια στις "λαοσυνάξεις"του χουντικού αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου διαιωνίζοντας τον βυζαντινισμό και τον μεσαίωνα. Ο εθνικά υπερήφανος ανιστόρητος χάφτης εθνικών μύθων όπως το "έπος του '40" και η "εθνική αντίσταση". Ο κ. "Ξέρεις ποιός είμαι 'γω, ρε;". Ο αλαζονικός, άχρηστος και αγράμματος δημόσιος καρεκλοκένταυρος, αυτό το παράσιτο, που όλοι ξέρουν ότι διορίστηκε γλείφοντας κατουρημένες κομματικές ποδιές και που σήμερα, όπου το πελατειακό κράτος -προσποιείται ότι- συμμαζεύει τα άπλυτά του, είναι χεσμένος από τον φόβο του. Ο βλαχαδερός ψηφοπελάτης, ή το κομματόσκυλο-"παράγοντας"που (τα) συνέτρωγε με τους Πάγκαλους, ή τους Τομπούλογλου ("μαλάκας είμαι να μην 'κονομήσω κι εγώ;") και τώρα, επειδή δεν υπάρχει τίποτα άλλο να "σαβουρώσει", έχει μετακινηθεί (σαν αχάριστος και έρμαιο, που είναι) στον ΣΥΓΥΡΙΖΑ και στη Χρυσή Αβγή.
Ούτε καν μια φτηνιάρικη φαρσοκωμωδία συνοικιακού βίντεο κλαμπ δεν θα μπορούσε να εμπνευστεί κάποιος από μια τέτοια εθνική "κουλτούρα".
Μια κοινωνία με πρότυπο έναν τέτοιον θλιβερά ανώριμο εθνικό "ήρωα", ποτέ δεν θα τολμήσει να διδαχτεί από τα πανάξιά της στραπάτσα, ούτε να απεικονίσει/αντιμετωπίσει αυτοκριτικά τον εαυτό της, όπως π.χ. ανέλαβε να κάνει για λογαρισμό της ιταλικής ο Ντε Σίκα και οι σκηνοθέτες της γενιάς τού ιταλικού νεορεαλισμού. Παρεμπιπτόντως, ένα πιο πρόσφατο παράδειγμα υποδειγματικής εθνικής κινηματογραφικής αυτοκριτικής βρίσκουμε στον σύγχρονο γερμανικό κινηματογράφο: ταινίες όπως Η χαμένη τιμή τής Καταρίνα Μπλουμ (1975), το Στάλινγκραντ (1993), Η Πτώση (2004), Το Κύμα (2008), ή Το Σύμπλεγμα Μπάαντερ-Μάινχοφ (επίσης του 2008), αποδεικνύουν ότι με τέτοια ακριβή ματιά στο παρελθόν της και με τέτοιο κατακτημένο επίπεδο αυτογνωσίας, δεν είναι καθόλου τυχαίο που η γερμανική κοινωνία έχει (ξανα)βρεθεί στην πρωτοκαθεδρία του παγκόσμιου πολιτισμού, οικονομίας, επιστήμης κ.λπ., παρ'όλο που βγήκε δύο φορές κατεστραμμένη από ισάριθμους παγκοσμίους πολέμους. Αντιθέτως, η χαρακτηριστική ρωμέικη κλαψομουνίαση, το -φτηνιάρικο, ή "έντεχνο"- μελό, η φτιασιδωμένη επιδερμικότητα και ο στρουθοκαμηλίστικος κοινωνικοϊστορικός "προβληματισμός", ακόμα κι αν επενδύονται με την πλέον κουλτουριάρικη προβειά, συνθέτουν το σήμα κατατεθέν του νεοελληνικού "σοβαρού"κινηματογράφου (κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις όπως π.χ. του Γιώργου Πανουσόπουλου, ή του Νίκου Κούνδουρου, απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα).
Η νεοελληνική κοινωνία δεν έχει (και δεν θέλει να) μάθει να αυτοδιαλέγεται. Ο (β)ρωμηός είναι γεννημένος Καραγκιόζης και τέτοιος έχει επιλέξει να παραμείνει, χωρίς καμμία δυνατότητα να μετατρέψει σε εμπειρίες όσα τρομερά ισχυρίζεται ότι τού έχουν συμβεί στην Ιστορία (ή "Ιστορία") του. Οι αντιδράσεις τού εθνικού του προτύπου είναι και οι μόνες που μπορεί να εκδηλώνει, τόσο στις εύκολες, όσο και στις δύσκολες περιστάσεις τής καθημερινότητας ή τής Ιστορίας. Λόγω της χαμερπούς στάσης του και του ερμαιώδους ψυχισμού του, τα δράματά του (πραγματικά ή κατά φαντασίαν) δεν έχουν τίποτα το μεγαλειώδες και ούτε φυσικά μπορούν να αποτελέσουν υλικό για πραγματική καλλιτεχνική έμπνευση και εξύψωση. Να γίνουν δηλαδή "παραμύθια του 20ου αιώνα" (ή οποιουδήποτε άλλου), όπως φιλοδόξησε -και πέτυχε- να κάνει ο Ντε Σίκα για τις τραγικές καταστάσεις τής κοινωνίας από την οποία προήλθε. Η Νεοελλάδα έχει απλώς τους "σοβαρούς"καλλιτεχνικούς "εκφραστές" που αντιστοιχούν στο δικό της επίπεδο σοβαρότητας.
Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι όταν ο διεθνούς φήμης σκηνοθέτης Κώστας Γαβράς (ο οποίος φυσικά δεν αναδείχθηκε από τους φωστήρες νεοέλληνες, αλλά από τους "κουτόφραγκους") επιχείρησε να ασχοληθεί κριτικά με μια αληθινή συμφορά της ελληνικής ιστορίας, όπως η καταστροφή των αρχαίων ελληνικών μνημείων από τους χριστιανούς ταλιμπάν, λογοκρίθηκε από τον κακομαθημένο κωλοπαιδαρά, ο οποίος τότε παρίστανε τον "υπουργό πολιτισμού"και σήμερα τον "πρωθυπουργό"αυτής της καραγκιοζοκουλτούρας (η οποία, με τη σειρά, της παριστάνει τον "απόγονο"και ... "συνεχιστή"του ελληνικού πνεύματος).
Παλιότερα είχε κυκλοφορήσει ένα dvd από την ελληνική Αrt Free, από μια παλιά γερμανική έκδοση της ταινίας, με υπότιτλους εμφανώς αυτοσχέδιους και παντελώς άσχετους με τους γεμάτους "ατάκες"διαλόγους των γοητευτικών γαβριάδων τής ταινίας (είχε διανεμηθεί και μέσω της εφημερίδας Το Ποντίκι). Τόσο εξοργιστικά άσχετους, που θα μπορούσε να το αντιληφθεί ακόμα και κάποιος με πλήρη άγνοια ιταλικής. Αν λοιπόν βρείτε κάπου αυτή την απαράδεκτη προχειροδουλειά, μην πετάξετε τα λεφτά σας.
Ένα άλλο αρχείο ελληνικών υποτίτλων που βρήκα στο διαδίκτυο, ήταν πιο ανεκτό, αλλά και πάλι δεν απέδιδε τη ζωντάνια των διαλόγων.
Θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος ότι η παροιμιώδης τσαπατσουλιά και ανικανότητα του νεοέλληνα δεν περιορίζεται στην αδυναμία δημιουργίας πολιτισμικών επιτευγμάτων που να έχουν κάποια παγκοσμιότητα, αλλά επεκτείνεται και στην μή-κατανόηση και παρεξηγημένη μεταγραφή των ξένων πολιτισμικών επιτευγμάτων (ακόμα και των πλέον εύληπτων και λαϊκών, όπως αυτών τού κινηματογράφου) στην γλώσσα του.
Έτσι αναγκάστηκα κι έφτιαξα εν νέου τούς υπότιτλους, μεταφράζοντάς τους από τούς απείρως πιο αξιόπιστους αγγλικούς.
Εδώ είναι η ψηφιακά αποκατεστημένη έκδοση της ταινίας από την Κοινωνία Φίλων τού Βιττόριο Ντε Σίκα. Να πω επίσης ότι ο μικρός Τζουζέπε μού θυμίζει πολύ τον γιό μου,στον οποίο αφιερώνω αυτό το παντοτινό κινηματογραφικό διαμάντι (όπως επίσης και στ'αδέρφια του, τα απανταχού δαιμόνια "λουστράκια"και χαρούμενα τρωκτικά της καρέκλας τών βρωμοπόδαρων υποκριτών αυτού του κόσμου).
Θ. Λ.
Δείτε επίσης και τον Κλέφτη Ποδηλάτων