Αίγλη
O αντάρτης των Κυνηγών είναι ο νεκρός Τσε με μαύρα μούσια, ντυμένος με το χακί αμπέχονο, με τα φυσεκλίκια να διακρίνονται στο πέρασμα της κάμερας. Τον έχουν ξαπλώσει σε ένα τραπέζι με ρόδες, στην Αίγλη, εκεί που ήταν το αρχηγείο του ΕΛΑΣ. Αυτό που μετά αγόρασε ο δοσίλογος με την μαντάμ του μπορντέλου και το έκαναν ξενοδοχείο με «εκλεκτά» κορίτσια. Αφού την αποκατέστησε βεβαίως. Εκεί είναι ξαπλωμένος ο αντάρτης, χωρίς πρόσωπο, επιβλητικός. Γύρω του στέκονται έκπληκτοι όσοι πίστεψαν πως νίκησαν την ιστορία. Η φωτογραφία του νεκρού Γκεβάρα έρχεται ξανά και ξανά από διαφορετικές γωνίες. Και πάντα την περιτριγυρίζουν τα όρνια.
Με το ντουφέκι και με το σπαθί
Και την καρδιά μας αντρειωμένη
Πάμε στη μάχη κι όποιος σκοτωθεί
Ξέρει καλά πως δεν πεθαίνει
Οι λευκές εβδομάδες είχαν φτάσει στην Αίγλη πολύ πριν τις μάθουν τα παιδιά στο σχολείο. Εβδομάδες αναψυχής για την τόνωση του τουρισμού. Η χώρα είναι άλλωστε πάντα έτοιμη να επανακάμψει μετά από μια καταστροφή. Success Story! Κι οι κυνηγοί ήρθαν στα Γιάννενα για αναψυχή, έτοιμοι για την αλλαγή του χρόνου. Με τα σκυλιά τους, τους βαστάζους τους και τις γαλότσες τους βρωμίζουν το χιόνι. Μπορούν να γλεντήσουν κρύβοντας το φάντασμα πίσω απ’ την αυλαία της αίγλης. «Οι τελευταίοι ανταρτοκομμουνισταί σκοτώθηκαν ή πέρασαν στις χώρες του παραπετάσματος τέλη του ’49. Το ξέρουμε όλοι. Το ότι αυτός βρίσκεται εδώ είναι ιστορικό λάθος». Αντιμέτωποι με την ιστορία που και νεκρή δεν πεθαίνει, μόνο το λάθος αναγνωρίζεται. Η εξουσία φορά άχρωμα κοστούμια και χορεύει άχαρο ζεϊμπέκικο, αντικρυστό, με υψωμένες μύτες και σαγόνια, χτυπώντας τα λυγισμένα δαχτυλάκια και πατώντας πάνω στις φοβισμένες ανάσες των θαμώνων. Κοιτά όποιον δεν άντεξε σα δουλικό. Έτσι ξέρει. Ώπα!
Στον ξενοκίνητο κομμουνισμό
Δίνουμ’ απάντηση γενναία
Με τον αγνό μας πατριωτισμό
Εμείς η γενεά η νέα
Καθισμένη στο πιάνο πλέκει ένα μπλε απροσδιόριστο κομμάτι πλεκτού. «Δύο πιάνω, ένα αφήνω, δύο πιάνω, ένα αφήνω, θα σε βγάλω Κωνσταντίνο». Στο τραπέζι έχουν καθίσει όλοι και τρώνε. Το δείπνο πλούσιο. Ο ξενοδόχος με το όπλο στον ώμο κάθεται σε πρώτο πλάνο και παίζει κιθάρα: Σκληρή καρδιά, γιατί να σ’ αγαπήσω. Everything is old. Τον διακόπτουν. Oh, yes! It’s marvelous! Ι’m going to buy it! Καθισμένη στο κρεβάτι συνεχίζει να πλέκει και να μετρά. Και στην ανάκριση μόνο πλέκει και μετρά. Ποιος είναι νεκρός;
Με στο χαράκωμά μας πολεμούν
Ο Λεωνίδας κι οι τριακόσιοι
Και με το μπρος της σάλπιγγας ορμούν
Και τρέχουν να σωθούν οι Ρώσοι
Η Μαίρη Χρονοπούλου τον αρνείται τρεις φορές, η Αλίκη Γεωργούλη τον φαντασιώνεται κάθε βράδυ να μπαίνει καβαλάρης στο δωμάτιο και να της παίρνει την παρθενιά, η Μπέτυ Βαλάση κερνά ουζάκια και κονιάκ και ανέχεται τον αδερφό που ήταν τότε εξορία. Η Εύα Κοταμανίδου μόνο παραληρεί. Παραληρεί κι έρχεται σε οργασμό με έναν βασιλιά που θέλει να την χορέψει και να τη γαμήσει με την αλλαγή του χρόνου, εκεί στη μέση της πίστας, μπροστά σε όλους. Χειροκρότημα.
Με αρχιστράτηγο τον Βασιλιά
Που δεν τον πιάνει εχθρού το βόλι
Θα φτάσουμ’ ως την Κόκκινη Μηλιά
Θα ξαναπάρουμε την Πόλη
Η εξουσία περιπολεί το τετράγωνο, βγαίνει όποτε της καπνίσει απ’ το αυτοκίνητο, φορά στρατιωτικές στολές, δέρνει τον αντιφρονούντα στη μέση του δρόμου αλλά κρυφά απ’ το πλήθος, στοιχίζεται και βηματίζει ανάλαφρα έξω από την αίθουσα της Αίγλης υπό τους ήχους της μουσικής, περικυκλώνει το γεμάτο καφενείο και εισβάλει, πιάνει δύο και τους σπάει στο ξύλο, ουρλιάζει προς τους υπόλοιπους θαμώνες που φεύγουν τρέχοντας. Φεύγουν αυτοί τρέχοντας, έρχονται οι άλλοι, με τα εμβατήρια.
Πίσω μας έχουμ’ ένα καθεστώς
Που καταξίωσαν οι αγώνες
Πατρίς, Οικογένεια, Θρησκεία και Μισθός
Κρατάν’ αθάνατες κολώνες
Μπαίνει στην Αίγλη το ζευγάρι που θα αναστηλώσει το κατεστραμμένο αρχηγείο. Θα το κάνει ξενοδοχείο. Η άδεια υπογράφηκε από τους αμερικανούς αξιωματούχους ενώ στην οθόνη έπαιζαν σκηνές από την Καζαμπλάνκα. Στο πιάνο, you must remember this… Αυτός της τραγουδά μέσα στα χαλάσματα «Είμαι για σένα, είσαι για μένα μωρό μου κι αφού ταιριάζουμε οι δύο μας τόσο πολύ, έλα να γίνεις για πάντα εσύ τ’ όνειρό μου, θα υπογράψουμε σύμφωνο μ’ ένα φιλί». Το απόσπασμα, το κρυφοκοιτά μέσα από την τρύπα του τοίχου, μόλις εκτέλεσε τον αντάρτη. Η πόρνη μπαίνει στους στίχους των τραγουδιών.
Όλα τα άλλα είναι περαστικά
Γράφουμε εμείς την ιστορία
Εμείς μιλάμε για ιδανικά
Μιλάμε για δημοκρατία
Η χαρούμενη συντροφιά διακόπτεται από τη φυσαρμόνικα. Ο Πέτρος Πανδής τραγουδάει.
Δεν μπαλώνεται η ζωή με εργολαβίες. Μόνο σταματά στην ακτή της λίμνης και παίζει μπάλα μες στο ψιλόβροχο, χωρίς μπάλα, χωρίς τέρμα, χωρίς ομπρέλα, στα δέκα κι όποιος κερδίσει. Και όταν πρέπει να ρωτήσει, ζητά απ’ τον αντάρτη να της δώσει τις απαντήσεις.
Τόσα χρόνια μετά και το αίμα είναι φρέσκο, σα ζωντανό.
***
Με αφορμή το αφιέρωμα που θα ξεκινήσει στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας με τίτλο
αναδημοσίευση από:
http://jaquou.wordpress.com/2014/01/15/%CE%B1%CE%AF%CE%B3%CE%BB%CE%B7/