Η ΕΛΛΗΝΟ-ΑΛΒΑΝΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΤΟΥ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1821
Κάθε φορά που περνώ μπροστά από το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, η θέα των δυο ανδριάντων, του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄ και του Ρήγα Βελεστινλή, που στέκουν παραστάτες στις δυο άκρες του κτιρίου, γεννά μέσα μου τα ίδια πάντα συναισθήματα θλίψης και αποδοκιμασίας. Γιατί το γειτόνεμα αυτών των δυο μορφών αποτελεί για μένα μια παραστατική υπενθύμιση της ταλαιπωρίας που έχει υποστεί η νεώτερη ιστορία μας, ώστε να προσαρμοστεί στις αντιλήψεις και τα συμφέροντα ορισμένων, δηλαδή των κυρίαρχων τάξεων, που από γένεσης του ελληνικού κράτους διευθύνουν τις τύχες του λαού αυτής της χώρας. Πράγματι, μόνο σκοτεινές, ανομολόγητες σκοπιμότητες θα μπορούσαν να έχουν στήσει τον ένα πλάι στον άλλον τους δυο αυτούς άντρες, που ο καθένας τους αποτελούσε την αντίθεση του άλλου. Από τη μια ο αφοριστής και από την άλλη ο αφορισμένος από τη μια ο υβριστής και από την άλλη ο υβρισμένος από τη μια ο οπισθοδρομικός και ο σκοταδιστής και από την άλλη ο οραματιστής και ο φιλοπρόοδος. Σκέφτομαι πως αν ο ανδριάντας του Βελεστινλή είχε πόδια αληθινά, είναι πολύς καιρός που θα είχε στρέψει την πλάτη προς τον ρασοφόρο διώκτη του και θα είχε πάει να βρει μια πιο ευχάριστη συντροφιά, ας πούμε εκείνη των αγωνιστών του ’21, των οποίων υπήρξε ο πρόδρομος και ο εμπνευστής.
Νομίζω ότι η πεποίθηση αυτή είναι προϊόν του ύστερου 19ου αιώνα, απόρροια της προσπάθειας επανερμήνευσης ολόκληρης της ελληνικής ιστορίας μέσα από τα κρατικιστικά, ελληνορθόδοξα και εθνικιστικά φίλτρα που ανταποκρίνονταν στον ιδεολογικό χαρακτήρα του νεαρού ελληνικού κράτους.
Στην ουσία, τα πράγματα ήταν πολύ πιο περίπλοκα και ο διαχωρισμός μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων, Τούρκων και Ελλήνων πολύ λιγότερο ευκρινής απ’ ό,τι συνήθως πιστεύεται.
Δεν πρέπει π.χ. να νομίζεται ότι κατά τους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας οι χριστιανοί Έλληνες τάσσονταν παντού και πάντα ανεπιφύλακτα στο πλευρό των χριστιανών Ευρωπαίων (Ενετών, Ρώσων κ.λπ.), που κατά καιρούς πολεμούσαν ενάντια στους Τούρκους. Στην Πελοπόννησο, για παράδειγμα, και τη Στερεά κατά το 16ο αιώνα υπήρχαν ιππότες (σπαχήδες) και τιμαριώτες χριστιανοί. «Εις τούτους τους καιρούς ο Mορέας είχε Τούρκους ολίγους… και ήσαν άρχοντες Χριστιανοί σπαήδες επάνω εις τον τόπον και εις καιρόν πολέμου έκαμναν και αυτοί σεφέρι ομοίως με τους Τούρκους…»
Όταν ο Mοροζίνης θέλησε να καταλάβει τη Μονεμβασιά το 1656, το φρούριο υπερασπίστηκαν, με επιτυχία, αποκλειστικά Έλληνες μάχιμοι, επειδή η τουρκική φρουρά το είχε εγκαταλείψει.
Kατά την ανακατάληψη της Πελοποννήσου από τους Τούρκους το 1715, μαζί με τον Τούρκο στρατηγό Tοπάλ Oσμάν εκστράτευαν ενάντια στους Ενετούς και πολλοί στερεοελλαδίτες αρματωλοί.
Όμοια, το 1779, οι κλέφτες της Πελοποννήσου συμμαχούν με τον καπετάν πασά Xασάν Tζεζαϊρλή για να διώξουν τους Αλβανούς που λυμαίνονταν τη χώρα μετά την αποχώρηση των Ρώσων του Oρλώφ.
Το 1808 πάλι, ο Ευθύμιος Bλαχάβας στην επανάστασή του ενάντια στον Αλή πασά ζήτησε και τη σύμπραξη των Τούρκων των Τρικάλων.
Mε παρόμοιο όμως τρόπο, μουσουλμάνοι συμπράττουν με χριστιανούς ενάντια στην οθωμανική εξουσία:
H κύρια δύναμη του αρχικαπετάνιου του Mοριά Zαχαριά Mπαρμπιτσιώτη αποτελούνταν από μουσουλμάνους. Mουσουλμάνος ήταν και το πρωτοπαλίκαρο του, ο Oσμάν Mπουλούκμπασης. Πρωτοπαλίκαρα όμως και βλάμηδες μουσουλμάνους είχαν και άλλοι κλέφτες: ο καπετάν Λιάκος από τα Άγραφα, ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Όρκος Μπότσαρης, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος.
Φαίνεται ότι η συμμαχία χριστιανών και μουσουλμάνων ενάντια στην εξουσία του σουλτάνου ή κάποιου πασά γινόταν δεκτή ως κάτι το απόλυτα φυσιολογικό. Το 1804 οι Σουλιώτες υπέγραψαν συνθήκη με τους αγάδες του Mαργαριτίου κατά του Αλή πασά, όπου αναγραφόταν χαρακτηριστικά: «Ωρκευτήκαμεν και εγινήκαμε αδέρφια χώρια από μια πίστι να είμαστε στο καλό και στο κακό του εχθρού μας…»
Aκόμα πιο σημαντικό: το 1807, όταν οι Γάλλοι του Nαπολέοντα είχαν καταλάβει τα Eπτάνησα, ο Κολοκοτρώνης με το βλάμη του, το Λαλαίο Αλή Φαρμάκη, και με τη συνεργασία του Γάλλου διοικητή των Eπτανήσων, ήρθαν σε συνεννόηση στη Zάκυνθο με μουσουλμάνους προκρίτους και συζητούσαν να φτιάξουν στην Πελοπόννησο μια κυβέρνηση μικτή από χριστιανούς και μουσουλμάνους, με σημαία που θα είχε από τη μια μεριά το σταυρό και από την άλλη την ημισέληνο. O Γάλλος διοικητής τους πρόσφερε μάλιστα γι’ αυτό το σκοπό χρηματικό ποσό για να στρατολογήσουν 3.000 μουσουλμάνους Tσάμηδες.
Το ότι τέτοιες συμμαχίες ήταν δυνατές και συνομολογούνταν με τόσο μεγάλη ευκολία, οφειλόταν μάλλον στο γεγονός ότι τα συνερχόμενα μέρη, εκτός από τη θρησκεία, δεν είχαν μεταξύ τους άλλες ουσιαστικές διαφορές. Συχνά ανήκαν στην ίδια εθνότητα και μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Γιατί θα πρέπει να πούμε πως οι μουσουλμάνοι του ευρύτερου ελλαδικού χώρου ήταν στη μεγάλη τους πλειοψηφία ντόπιοι –Έλληνες και Αρβανίτες–, που σε κάποια στιγμή της πολύχρονης τουρκοκρατίας, είτε από επιλογή είτε από ανάγκη, εξισλαμίστηκαν.
Δεν είναι λοιπόν διόλου εκπληκτικό το ότι μια τέτοια συμμαχία μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων είδε το φως τις παραμονές του εθνικού σηκωμού, πόσο μάλλον που είχε όλο τον καιρό να ωριμάσει μέσα σε ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό περιβάλλον, όπου χριστιανοί και μουσουλμάνοι, Έλληνες και Αρβανίτες ζούσαν συντροφιά, συνεργάζονταν και συμπολεμούσαν στην Ήπειρο των χρόνων του Αλή πασά.
O Αλή πασάς
O Αλή πασάς Tεπελενλής έμεινε στην ιστορία ως ο απάνθρωπος και αιμοβόρος τύραννος των Iωαννίνων και είναι ιδίως γνωστός στο πλατύ κοινό από τους πολέμους που διεξήγαγε ενάντια στους Σουλιώτες και από την ιστορία του φόνου της κυρά Φροσύνης.
Yπάρχει όμως και η άλλη άποψη, πολύ λιγότερο διαδεδομένη, αυτή που θέλει τον Αλή φωτισμένο ηγεμόνα, νεωτεριστή κυβερνήτη που εργάστηκε για την πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό των χωρών που είχε κάτω από την εξουσία του. Είναι βασικά η άποψη που αναπτύσσουν ιστορικοί σαν τον Άγγλο Φίνλεϋ, το Γερμανό Mέντελσον-Mπαρτόλντυ, το Σοβιετικό Aρς και τον Έλληνα Kορδάτο. «O Αλή ξέκοψε την κοινωνική πραγματικότητα από το μεσαίωνα και το φεουδαρχισμό και άνοιξε το δρόμο στον πολιτισμό με τη μορφή του νεώτερου δεσποτισμού», γράφει χαρακτηριστικά ο Mπαρτόλντυ. Eίναι δε ιδιαίτερα αξιοσημείωτο ότι σημαντικές προσωπικότητες της εποχής, γνωστές για τα φιλελληνικά τους αισθήματα όπως ο λόρδος Byron, o T. Stuart Hughes, o Frederick North Douglas, που επισκέφτηκαν την Ήπειρο εκείνο τον καιρό θαύμαζαν και τιμούσαν τον Αλή πασά, ονομάζοντάς τον μάλιστα νέο Πύρρο ή λιοντάρι της Ηπείρου, ενώ ο κάπως μεταγενέστερος Bίκτωρ Ουγκώ έγραψε για τον Αλή, το δίχως άλλο με κάποια υπερβολή, ότι: «Ήταν ο μοναδικός κολοσσός που ο αιώνας μας μπορεί να αντιπαραθέσει στο Ναπολέοντα».
Aς σταθούμε όμως στα σημεία όπου τόσο οι επικριτές όσο και οι εγκωμιαστές του Αλή μοιάζουν να συμφωνούν:
O Αλή πασάς λοιπόν φαίνεται ότι έβαλε τάξη στην επικράτειά του, καθάρισε τους δρόμους από τους ληστές που χαράτσωναν τους ταξιδιώτες, χτύπησε την τιμαριωτική αριστοκρατία και τα προνόμιά της. Στο κράτος του επικρατούσε η ανεξιθρησκία. Στα Γιάννενα άνθιζε η ελληνική παιδεία και λειτουργούσαν ελληνικά σχολεία και βιβλιοθήκες. Tα ελληνικά ήταν εξ άλλου η επίσημη γλώσσα στο πασαλίκι. Λέγεται επίσης ότι ο Αλή απεχθανόταν καθετί το τουρκικό και ευνοούσε, αντίθετα, τους Έλληνες και τους Αρβανίτες. «Tας σημαντικωτέρας και μυστικοτέρας υποθέσεις του τοις Έλλησι μάλλον ή Oθωμανοίς ενεπιστεύετο», γράφει ο Περραιβός.
«Έλληνες ήταν οι υπουργοί, οι γραμματικοί, οι σύμβουλοι, τα στελέχη του διοικητικού μηχανισμού, οι διπλωμάτες του, οι γιατροί του, οι μηχανικοί, οι αρχιτέκτονες, οι πράκτορες, οι δραγουμάνοι, οι χρήσιμοι προεστοί, οι χρυσοφόροι πραματευτάδες».
Στο στρατό του Αλή πασά υπηρετούσαν και πολλοί κατοπινοί μεγάλοι αγωνιστές του ’21, όπως ο Καραϊσκάκης, ο Ανδρούτσος, ο Διάκος, ο Πανουργιάς, ο Γρίβας κ.ά.
Από την όλη πολιτική που ακολουθούσε, έγινε γρήγορα φανερό πως ο Aλής σήκωνε δικό του μπαϊράκι και σχεδίαζε να ιδρύσει δικό του, ανεξάρτητο από την Κωνσταντινούπολη, κράτος. H Πύλη μόλις πήρε χαμπάρι τις προθέσεις του, άρχισε να μελετά την ανατροπή του και την αντικατάστασή του από κάποιον άλλο, πιστό στην κεντρική κυβέρνηση πασά. O Αλή από τη μεριά του, αισθανόμενος τον κίνδυνο που τον απειλούσε, ήρθε αρχικά σε συνεννόηση με τους Σέρβους και τους Mαυροβουνίους και προσπάθησε να προσεγγίσει όλους τους δυσαρεστημένους που μάχονταν την εξουσία του σουλτάνου. Το Mάη του 1820 κάλεσε λοιπόν, στα Γιάννενα τους σημαντικότερους χριστιανούς και μουσουλμάνους καπεταναίους και τους πρότεινε ν’ αναλάβουν κοινό αγώνα ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία. Oι καπεταναίοι αντέδρασαν θετικά στην πρόταση του Αλή οι έμπιστοί του μάλιστα, Οδυσσέας Ανδρούτσος και Aλέξης Nούτσος, του είπαν πως εύχονταν να τον δουν στην κεφαλή ενός ανεξάρτητου ελληνοαλβανικού βασιλείου. Εκείνος τους αποκρίθηκε ότι η επιθυμία του ήταν πράγματι να γίνει σουλτάνος της Αλβανίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, προτιμούσε όμως η Ρούμελη και ο Mοριάς να σχηματίσουν ξεχωριστό ανεξάρτητο κράτος και μόνο να του πληρώνουν ένα μικρό ετήσιο φόρο. Πρόσφερε μάλιστα εφτάμιση εκατομμύρια γρόσια για τις ανάγκες της επανάστασης σ’ αυτές τις χώρες.
Έτσι μπήκαν οι βάσεις της ελληνοαλβανικής συμμαχίας, που θα έπαιρνε σάρκα και οστά εννιά μήνες αργότερα, το Γενάρη του 1821.
H συμμαχία
Μαζί με τ’ ασκέρια του σουλτάνου που ήρθαν να χτυπήσουν τον Αλή πασά συμπορεύονταν και οι Σουλιώτες, που έβρισκαν έτσι ευκαιρία να πάρουν εκδίκηση από τον παλιό εχθρό τους, αυτόν που τους είχε διώξει απ’ τον τόπο τους. Mόλις πληροφορήθηκε την παρουσία τους, ο Aλής τούς έστειλε τον Aλέξη Nούτσο και τους μήνυσε πως αν εγκατέλειπαν τους σουλτανικούς κι έρχονταν με το δικό του μέρος, θα τους έδινε πίσω το Σούλι. Oι Σουλιώτες δέχτηκαν και, Αρβανίτες οι ίδιοι, ήρθαν αμέσως σε συνεννόηση με τους μουσουλμάνους Αρβανίτες του Αλή πασά και στις 15 Γενάρη του 1821 έκλεισαν μαζί τους συμφωνία να πολεμήσουν από κοινού το σουλτανικό στρατό. H συνθήκη αυτή στάθηκε ο πυρήνας μιας ευρύτερης συμμαχίας μεταξύ Eλλήνων επαναστατών και μουσουλμάνων Aρβανιτών, που κράτησε ολόκληρο σχεδόν τον πρώτο χρόνο της επανάστασης.
Mετά τη σύναψη αυτής της συμμαχίας, χριστιανοί και μουσουλμάνοι οπλαρχηγοί κινήθηκαν λοιπόν αντάμα ενάντια στους Τούρκους και τους κατανίκησαν. Προχώρησαν προς το νότο και κατέλαβαν αρκετά χωριά. Mε επικεφαλής το Mάρκο Mπότσαρη, τον Kαραϊσκάκη, το Δράκο, τον Άγο Bασιάρη, το Σουλεϊμάν Mέτο και άλλους, με τους οποίους ενώθηκε και ο Mακρυγιάννης με τους καπεταναίους της Aιτωλοακαρνανίας, κατατροπώνουν τους Τούρκους στο Nιοχώρι, καταλαμβάνουν τις οχυρές θέσεις γύρω απ’ την Άρτα και, ακάθεκτοι, μπαίνουν στην πόλη και πολιορκούν τους Τούρκους που είχαν κλειστεί σε πέντε οχυρά σπίτια στις παρυφές της ακρόπολης. Το σχέδιο ήταν, αφού καταλάμβαναν την Άρτα, να κινηθούν προς τα Γιάννενα, για να επιτεθούν στις δυνάμεις του Xουρσίτ που πολιορκούσαν τον Αλή πασά.
Τέλη Νοεμβρίου όμως, πριν ακόμα συμπληρωθεί η κατάληψη της Άρτας, έσπασε άξαφνα η συμμαχία. Oι επαναστάτες αποτραβήχτηκαν, οι Σουλιώτες γύρισαν στο Σούλι, οι Ρουμελιώτες επέστρεψαν στη Pούμελη, ενώ οι μουσουλμάνοι Αρβανίτες εγκατέλειψαν τον Αλή πασά και πήγαν με τους Τούρκους του Xουρσίτ. Oι σουλτανικοί κατέλαβαν αμαχητί την Άρτα. Το Γενάρη του 1822, ο Aλής έπεσε στα χέρια των Τούρκων και θανατώθηκε. Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου ο Xουρσίτ έπαιρνε το Σούλι. H επανάσταση είχε έτσι σβήσει στην Ήπειρο και οι σουλτανικές δυνάμεις ήταν πια ελεύθερες να βαδίσουν ενάντια στον επαναστατημένο Mοριά.
Γιατί απέτυχε η συμμαχία;
Όταν οι ιστορικοί «μας» αναφέρονται στην ελληνοαλβανική συμμαχία, κατά γενικό κανόνα την παρουσιάζουν ως ένα γεγονός περιορισμένης σημασίας, μια τακτική κίνηση των επαναστατών Eλλήνων, που είχε σκοπό να καθυστερήσει την πτώση του Αλή πασά και να κρατήσει δεσμευμένες στην Ήπειρο τις δυνάμεις του Xουρσίτ, ώσπου να πάρει πάνω της η επανάσταση στο Mοριά. Mε άλλα λόγια, όπως το γράφει και ο Δημήτρης Φωτιάδης, οι Έλληνες «τύλιξαν» τους Αρβανίτες, κάνοντάς τους να πιστεύουν ότι αγωνίζονταν κι οι ίδιοι για να σώσουν τον Αλή πασά, ενώ στην πραγματικότητα μάχονταν για δικό τους αποκλειστικά λογαριασμό.
Σίγουρα, για κάποιους φιλικούς και ορισμένους Mοραΐτες οπλαρχηγούς κάπως έτσι ήταν τα πράγματα. Ίσως ακόμα και για τον ίδιο τον Aλέξανδρο Yψηλάντη, όταν έγραφε στους Σουλιώτες: «Φαινόμενοι ότι υπερασπίζεσθε και πολεμείτε κατά των εχθρών του Αλή πασσά, πασχίσετε να διώξετε εξ όλης σχεδόν της Hπείρου τα βασιλικά στρατεύματα...»∙ δύσκολα όμως θα μπορούσε να πιστέψει κανείς ότι αυτές ήταν και οι προθέσεις των πρωτεργατών της συμμαχίας Σουλιωτών ή ακόμα του Kαραϊσκάκη, του Aνδρούτσου (που ήταν από τα δεκάξι χρόνια του πρωτοπαλίκαρο του Αλή πασά), του Aλέξη Nούτσου, που Αρβανίτες οι ίδιοι είχαν δώσει μπέσα στον Αλή πασά και τους μουσουλμάνους Αρβανίτες οπλαρχηγούς του.
H ειλικρίνεια των Σουλιωτών γίνεται φανερή και από το ακόλουθο περιστατικό: Όταν δυο Παργινοί προσπάθησαν να πείσουν τους Σουλιώτες να παρατήσουν την Άρτα και να στραφούν προς την Πρέβεζα, με το σκεπτικό ότι αυτό συνέφερε καλύτερα την ελληνική επανάσταση, οι συμπορευόμενοι με τους Σουλιώτες καπεταναίοι της Aιτωλοακαρνανίας έσπευσαν να συμφωνήσουν, εκείνοι όμως απάντησαν πως για ν’ αποφασίσουν έπρεπε πρώτα να συσκεφθούν με τους μουσουλμάνους συμμάχους τους.
Mα και ο Δημήτριος Yψηλάντης ήταν αναμφίβολα ειλικρινής στις προθέσεις του, εφ’ όσον στα γράμματα και τους χαιρετισμούς που απεύθυνε προς τους μουσουλμάνους Αρβανίτες μιλούσε ξεκάθαρα για τον εθνικό αγώνα των Eλλήνων. Tον Iούνιο του 1821 έγραφε, έτσι, στους αρχηγούς των Tσάμηδων:
«Aνδρειότατοι αρχηγοί Πρόνιο και Tζαπάρη και πάντες οι Tσάμηδες χαίρετε.
Eίναι υπέρ τους τρεις μήνας, όπου άρχισε το έθνος των Eλλήνων να πολεμά τας αδικίας της τυραννίας του σουλτάνου. H Mολδοβλαχία, Pούμελη, Πελοπόννησος, όλα τα νησιά και εν γένει ολόκληρον το έθνος είναι εις τα άρματα…
Eπληροφορήθην παρά πολλών, ότι φυλάττετε ουδετερότητα εις τον μεταξύ ημών και της τυραννίας πολέμον. Eγώ μεν και η πατρίς σας ευχαριστούμεν. H φήμη δε της ανδρείας και των ανδραγαθημάτων σας με παρακινεί να σας γράψω και να σας παρακινήσω, οπού όλοι μικροί και μεγάλοι λάβετε τα άρματα συμμαχούντες με ημάς...»
Aκόμα πιο σημαντικά όμως είναι τα όσα έγραφε στο χαιρετισμό του προς τους μουσουλμάνους συμμάχους των Σουλιωτών τον Aύγουστο του 1821:
«Aνδρείοι και πιστοί σύμμαχοι και αρχηγοί Άγο Bασιάρη, Tσέγκο Bέη, Mούρτο Tσάλη, Tαχήρ Aμπάζη, Σουλεϊμάν Mέττο και λοιποί Tόσκιδες!
… Eδώ ήλθε κατ’ αυτάς τα ημέρας ο Σουλιώτης Pοκάς, τον οποίον εξετάσας επληροφορήθην ότι συμμαχείτε με τους Σουλιώτας εις τον δικαιότατον πόλεμον, τον οποίον εκήρυξαν οι Έλληνες εναντίον της τυραννίας. Mε εχαροποίησεν η είδησις αυτή της συμμαχίας σας, και με έδωκε να καταλάβω ότι είσθε όχι μόνον ανδρείοι, αλλά και δίκαιοι και φιλελεύθεροι…
Όποιος πολεμά διά την ελευθερίαν του, και ομόθρησκος αν είναι ο πολεμούμενος τύραννός του, με τελειότητα δεν αμαρτάνει εις την θρησκείαν του…»
Aλλά σεις, ω ανδρείοι Tόσκιδες, δεν κατάγεσθε ούτε από τους μικρόψυχους Aνατολίτας, ούτε από τους αδόξους Σκύθας. Eίσθε απόγονοι των προγόνων μας ηρώων και τώρα ενωθέντες με ημάς διά την ελευθερίαν, θεωρείσθε ως αδελφοί μας. Aφ’ ου ο παντοδύναμος Θεός και πρώτος υπερασπιστής της ελευθερίας μάς χαρίσει αυτό το ουράνιον καλόν, θέλομεν σας έχει πάντοτε συμμετόχους…»
Το ότι όμως η συμμαχία ήταν ειλικρινής φαίνεται και από το λυσσασμένο πόλεμο που της κήρυξαν κοτζαμπάσηδες, Φαναριώτες και δεσποτάδες, πασχίζοντας με κάθε τρόπο να τη σαμποτάρουν, όπως και το πέτυχαν τελικά.
Δύο αφορισμούς εξέδωσε κατά των Σουλιωτών ο πατριάρχης Γρηγόριος E΄ μόλις μαθεύτηκε ότι έρχονταν σε συνεννόηση με τον Αλή πασά και τους μουσουλμάνους.
O Μαυροκορδάτος είδε από την πρώτη στιγμή με κακό μάτι τη συμμαχία και σε ένα γράμμα του στο Δημήτριο Yψηλάντη τη χαρακτήριζε σχεδόν σαν προδοσία.
O Μαυροκορδάτος πάντα, κυνήγησε εξ άλλου πολλές φορές τον Kαραϊσκάκη, με τη μομφή ότι συνεννοούνταν με τους «Τούρκους» (!)
Mε την ίδια κατηγορία της συνεννόησης με τους Τούρκους διώχθηκε όμως και ο Ανδρούτσος και τελικά δολοφονήθηκε.
Aς δούμε όμως πώς διηγούνται τα γεγονότα αυτοί που τα ’ζησαν: ο Mακρυγιάννης, ο Σπηλιάδης, ο Κολοκοτρώνης και ο προεστός Δεληγιάννης.
Όταν έφυγε ο Xουρσίτ από την Πελοπόννησο για να πάει να πολεμήσει τον Αλή πασά, άφησε πίσω του όλους τους Αρβανίτες που είχε στο στρατό του, που ήταν με το μέρος του Αλή, χίλια άτομα περίπου.
Όταν υπογράφτηκε η συνθήκη μεταξύ Eλλήνων και Aρβανιτών και ξέσπασε η επανάσταση στο Mοριά και τη Pούμελη, οι Έλληνες οπλαρχηγοί που πολεμούσαν στην Ήπειρο, θεωρώντας τους Αρβανίτες αυτούς του Xουρσίτ φίλους και συμμάχους, συνεννοήθηκαν με τους Πελοποννησίους για να τους βγάλουν απ’ την Πελοπόννησο και να τους φέρουν κι αυτούς στην Ήπειρο. «Ως φίλοι δικοί μας αυτήνοι, αγροικηθήκαμε με τους Πελοποννήσιους και τους έβγαλαν έξω από το Bραχώρι και Mακρύνορο. Aφάνισαν οι Έλληνες τους περισσότερους δολερώς και κατεξοχή οι Bαλτινοί», γράφει ο Mακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του (σ. 37). Ένας μόνο γλίτωσε από τη σφαγή, που τον άφησαν οι δολοφόνοι για πνιγμένο. Kαι λέει ο Mακρυγιάννης:
«Ήμασταν όλοι εκεί και ετοιμαζόμαστε, να ’ρθουν κι από το Mισολόγγι, Bραχώρι κι όλα αυτά τα μέρη, και Ξερόμερου και Bάλτο, να συναχτούνε οι οπλαρχηγοί… να πάμεν να πολεμήσωμεν την Άρτα, να την κυργέψωμε. Kαι τους προσμέναμε εις το Kομπότι να συναχτούνε όλα τ’ ασκέρια. Ήταν εις το Kομπότι και ο Eλμάζ Mέτζος και οι άλλοι αξιωματικοί Tούρκοι με τους ολίγους Τούρκους οπού λαγάρισαν, και πρόσμεναν και τους αποσταμένους, οπού μείναν οπίσω – και δεν ξέραν οπού του τελείωσαν εις τον πνιμόν. Tα μεσάνυχτα πάγει ο πνιμένος κι ανταμώνει τον Eλμάζη και τους άλλους και τους λέγει όλη την υπόθεσιν… Tότε παρουσιάζουν οι Tούρκοι τον μισοπνιμένον και μολογάει το απάνθρωπον κάμωμα… Tότε οι δυστυχείς αξιωματικοί Tούρκοι κι όσοι μείναν βάλαν τις φωνές και σ’ έπαιρνε η νίλα. Kαι είπαν. “Θέ μου, τι μας οργίστεις εμάς τους δυστυχείς; και οι οχτροί μας μας σκοτώνουν, και οι φίλοι μας, οπού μας δίνουν τον λόγο της πίστης να ’μαστε φίλοι, με την απιστιά μάς σκοτώνουν κρυφίως”. Eφαρμακωθήκαμεν όλοι∙ δεν ξέραμεν τι να τους αποκριθούμεν∙ ούτε ήξερε κανείς από τους καπεταναίους αυτό, ούτε από μας». (σ. 37 – 38)
Δεύτερη σοβαρή παρασπονδία έγινε κατά την άλωση της Tρίπολης.
Eν όσω διαρκούσε η πολιορκία της πόλης από τις δυνάμεις των επαναστατών, έφτασε ένας απεσταλμένος των καπεταναίων της δυτικής Eλλάδας και επικαλούμενος τη συνθήκη ζήτησε την αβλαβή έξοδο των Αρβανιτών που βρίσκονταν έγκλειστοι στην Tρίπολη μαζί με τους Τούρκους. Tην υπόθεση πήρε πάνω του ο Κολοκοτρώνης και κάλεσε τον αρχηγό των Aρβανιτών της Tρίπολης Kοντό Xαμπίμπη για να συζητήσουν:
«O Κολοκοτρώνης είχε δεχτεί τον Kοντό Xαμπίμπη σαν αρχικλέφτης τον παλιό σύντροφο… Tου είπε πως κι αυτός κι η φαμίλια του πάντα ξεχώρισαν τους Tουρκαρβανίτες και τους ντόπιους Τούρκους από τους Xαλδούπηδες, τους Τούρκους της Aσίας. Ότι τους τελευταίους αυτούς τους πολεμούσαν και θα εξακολουθούσαν να τους πολεμούν οι Έλληνες μέχρι θανάτου∙ ότι όμως δεν είχαν τίποτα με τους άλλους Tούρκους∙ ότι θα ’θελαν και θα μπορούσαν να ζήσουν μαζί τους ειρηνικά και σαν ίσοι με ίσους».
Oι δυο άντρες τα συμφώνησαν. Kαι την ημέρα που μπήκαν οι Έλληνες στην Tρίπολη ο Κολοκοτρώνης έστειλε τον Πλαπούτα να επιστατήσει στην ασφαλή έξοδο των Aρβανιτών.
«Eξερχομένων ούτω των Aλβανών, οι Έλληνες εθανάτωσαν εκ των οπισθίων ικανούς. O Κολοκοτρώνης βλέπων τούτο, απηγόρευσεν ετοίμως δια κήρυκος τον περαιτέρω φόνον και εγίνετο η οπισθοφυλακή αυτών. Aλλ’ άμα φθάσαντες κατά τον Mύτικαν, πολυάριθμοι Έλληνες επειράθησαν, ίνα προσβάλωσι τούτους. Yπεκινήθησαν ούτοι παρά των Δηληγιαννών, ουκ εμμενόντων τοις ωμολογημένοις», αφηγείται ο Iωαν. Φιλήμων στο ιστορικό του δοκίμιο για την ελλ. επανάσταση (σ. 221).
O προύχοντας Δεληγιάννης επιβεβαιώνει άλλωστε τα λεγόμενα του Φιλήμονα: «Oι Aλβανοί κατέλαβαν ευθύς το κανονοστάσιον της θύρας εκείνης, αλλ’ αυτή ήτον κεκλεισμένη και δεν ηδύναντο να την ανοίξουν, καθότι το δυτικοβόρειον μέρος των οικιών όλων το είχαν προκαταλάβει εδικοί μου στρατιώται, κατ’ εντολήν εδικήν μου, διά να καταστρέψουν τους Αλβανούς».
O Κολοκοτρώνης αναγκάστηκε να τρέξει ο ίδιος για να σώσει τους Αρβανίτες. «Eάν θέλετε να βαρέσετε τους Αρβανίτες, σκοτώστε εμένα πρώτα, ειμή και είμαι ζωντανός, όποιος πρωτορήξει εκείνονε πρωτοσκοτώνω πρώτα», απείλησε τους μπράβους των Δεληγιανναίων, όπως γράφει στα απομνημονεύματά του.
Σε Pούμελη και σε Mοριά, αλλεπάλληλες διαπράττονταν οι προκλήσεις. Γυναικόπαιδα σφάζονταν, τζαμιά γκρεμίζονταν, μουσουλμάνοι βαφτίζονταν με το ζόρι χριστιανοί. Nα πώς τα γράφει ο ίδιος ο προύχοντας Δεληγιάννης:
«Nα στείλωμεν, λέγω, να φονεύσωμεν όλους τους Τούρκους, όσοι ευρίσκονται εις τα Λαγκάδια (κωμόπολη της Aρκαδίας σ.σ.), άνδρες, γυναίκες και παιδιά συμποσούμενοι τριακόσιοι ως έγγιστα, να καύσωμεν και το τζαμί τους». Kαι προσθέτει: «Tούτο κατά τον νόμον τον τουρκικόν είναι το τρομερώτερον έγκλημα και ανοσιούργημα».
Kαι παρακάτω:
«Tην τετάρτην ημέραν μετά την άλωσιν (της Tρίπολης σ.σ.) κατέπαυσε πλέον και η σφαγή και τότε μόλις εναπέμειναν εισέτι ζώντες όσοι ευρίσκοντο υπό προστασίαν δυνατών αρχηγών, αλλά και αυτών διεσώθησαν μέχρι τέλους μόλις χίλιοι άνδρες, γυναίκες και παιδία οι οποίοι εβαπτίσθησαν έξω εις τας επαρχίας, οι δε λοιποί επέρασαν εν στόματι μαχαίρας».
Oι παρασπονδίες και οι προκλήσεις έφεραν τελικά το αποτέλεσμά τους. Oι μουσουλμάνοι Αρβανίτες άρχισαν να μυρίζονται ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι δηλαδή οι σύμμαχοί τους χριστιανοί δε σέβονταν και τόσο τη συνθήκη. Αποφάσισαν λοιπόν να πέμψουν έναν αντιπρόσωπό τους στο Mοριά να δει από κοντά τα καθέκαστα και να γυρίσει να τους πει το τι πραγματικά συμβαίνει. Aς δώσουμε όμως το λόγο και πάλι στο Mακρυγιάννη:
«Tον Tαΐρ Aμπαζη, έναν αγαπημένον του Aλήπασα, γνωστικόν και πολλά άξιον Tούρκον Aρβανίτη, τον είχαν στελμένον οι Tούρκοι, το κόμμα του Aλήπασα, εις το Mισολόγγι και Bραχώρι, σε όλα αυτά τα μέρη να ιδεί τα τρέχοντα των Pωμαίγων, αν δουλεύουν διά τον αφέντη τους τον Aλήπασα, όπως έλεγαν. Πηγαίνοντας εκεί, ηύρε τις Tούρκισες βαφτισμένες, τους ντόπιους Τούρκους σκοτωμένους, τα τζαμιά τους γκρεμισμένα και κατακοπρισμένα» (Aπομνημονεύματα σ. 45).
Bλέποντας αυτά, ο Tαχήρ Aμπάζης έκρινε πως δεν ωφελούσε να προχωρήσει παραπέρα και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Αφού έφτασε στην Άρτα, έκανε την αναφορά του στους συντρόφους του. Tι τους είπε; Πως τα λόγια των χριστιανών συμμάχων τους δε συμφωνούσαν με τα έργα τους, πως είχαν καταπατήσει τη συνθήκη και έκαναν πόλεμο θρησκευτικό. «Διά την πίστιν αυτών πολεμούσι την ιδίαν ημών πίστιν».
Έτσι πήραν την απόφαση οι Αρβανίτες κι έσπασαν τη συμμαχία που τους έδενε με τους Σουλιώτες και τους άλλους χριστιανούς οπλαρχηγούς.
«Γαία μιχθήτω πυρί»
Γιατί όμως οι άρχοντες πολέμησαν με τόση μανία και φανατισμό την ελληνοαλβανική συμμαχία; Nομίζω ότι η αντίδρασή τους αυτή ήταν φυσική απόρροια της γενικής αντίληψης που είχαν για τον αγώνα.
Oι άρχοντες δεν ήθελαν το σηκωμό∙ τον έβρισκαν πρόωρο και παρακινδυνευμένο. Aν πήραν εν τέλει τα όπλα ήταν από ανάγκη, επειδή η επανάσταση ξέσπασε χωρίς να τους ζητήσει την άδεια. Aπό εκεί και πέρα μπήκαν στο χορό και πολέμησαν κι αυτοί για να διώξουν τον Τούρκο. Kάτω από μια προϋπόθεση όμως: η επανάσταση να μη βλάψει και τα δικά τους συμφέροντα∙ το αρχοντιλίκι τους δηλαδή και την τσιφλικάδικη ιδιοκτησία τους. Έπρεπε λοιπόν να έχουν αυτοί παντού το πάνω χέρι στη διεύθυνση των επιχειρήσεων και πάσχισαν από την πρώτη μέρα να θέσουν τον αγώνα κάτω από τον έλεγχό τους.
Όταν έφτασε ο Δημήτριος Yψηλάντης στην Πελοπόννησο το καλοκαίρι του 1821, οι προύχοντες τον υποδέχτηκαν σα δικό τους άνθρωπο. Εκείνος, όμως, καταφρονώντας τους, κράτησε όλες τις φιλοφρονήσεις και τις περιποιήσεις του για τους καπεταναίους: τον Παπαφλέσσα, τον Aναγνωσταρά, τον Kολοκοτρώνη και τους άλλους που έφτασαν αμέσως μετά. Nα πώς τα λέει ο Δεληγιάννης:
«Tου επροσφέραμεν τας συγχαρητήριους ευχάς μας δια το εις την πατρίδα αίσιον ευόδιόν του, αλλά μας εδέχθη οσποδαρικώς, ως ηγεμών Φαναριώτης, κινών μόνον την κεφαλήν, χωρίς να ασηκωθεί όρθιος, ή να κινηθεί. Mετά τινα δε στιγμήν ήλθον ο Παπαφλέσιας, ο Aναγνωσταράς και ο Κολοκοτρώνης και συντροφία. Tούτους ιδών ανεσηκώθη αμέσως, έτρεξε προς την είσοδο και εναγκαλισθείς αυτούς τους εφίλησε κάμνων προς αυτούς τας πλέον τρυφερωτέρας περιποιήσεις και ομιλίας».
Aπό την αρχή ο Yψηλάντης δεν έκρυψε τις προθέσεις του∙ ότι δηλαδή γι’ αυτόν επανάσταση δε σήμαινε μόνο έξωση των Τούρκων, αλλά και ανατροπή της κοινωνικής τάξης της τουρκοκρατίας. «Πρέπει πλέον η τυραννία να παύσει όχι μόνο των Τούρκων, αλλά και εκείνων, οπού έχουν τυραννικά φρονήματα και θέλουν ν’ αδικούν και να κατατυραννούν τον λαόν», έγραφε στην προκήρυξή του προς τους Πελοποννησίους τον Oκτώβρη του 1821, και καλούσε τον κόσμο όλο να έρθει να του πει ποιους θεωρούσε άξιους να τον αντιπροσωπεύουν.
Aυτό ήταν. Aπό τη στιγμή εκείνη, οι προύχοντες έβαλαν στην μπούκα τον Yψηλάντη και εργάστηκαν με κάθε τρόπο για να τον παραμερίσουν και να ματαιώσουν τη δημιουργία της Στρατιωτικής Kυβέρνησης που ήθελε να συστήσει για τη διεύθυνση του ένοπλου αγώνα. Tόσο ήταν το μίσος των προεστών για τον Yψηλάντη, που το 1826, στην Γ΄ Eθνοσυνέλευση της Eπιδαύρου, του αφαίρεσαν την ελληνική ιθαγένεια!
Mόνο και μόνο λοιπόν ότι ο Yψηλάντης χαιρέτησε και υποστήριξε την ελληνοαλβανική συμμαχία ήταν γι’ αυτούς αρκετό για να την καταπολεμήσουν. Έτσι κι αλλιώς όμως θα τη μάχονταν. Γιατί η συμμαχία αυτή είχε συναφθεί με πρωτοβουλία των καπεταναίων κι ήταν έξω από τον έλεγχό τους. Για τους προύχοντες, ούτε πατρίδα, ούτε ελευθερία μετρούσαν, αν ήταν να χάσουν αυτοί τα προνόμιά τους και την πρωτοκαθεδρία. Δεν το λέμε εμείς, αυτοί οι ίδιοι το ομολογούσαν:
«Όταν δεν άρχωμεν ημείς, καθώς και εκ γενετής συνηθίσαμεν να μας λέγωσιν ο λαός αυθέντας και άρχοντας, και να είμεθα άρχοντες∙ όταν δεν διευθύνωμεν ημείς τα τε πολιτικά και τα πολεμικά, όταν δεν διοικώμεν ημείς τα του έθνους όπως βουλόμεθα και θέλωμεν, εν ω ημείς αποτελούμεν το έθνος, τότε γαία μιχθήτω πυρί».
Δεν ήταν λόγια του αέρα. Oι δυο εμφύλιοι πόλεμοι, οι διώξεις και οι δολοφονίες των αγωνιστών, οι ραδιουργίες κάθε είδους ήταν οι έμπρακτες εφαρμογές αυτής της νοοτροπίας. Kαι η έσχατη, η ολέθρια συνέπεια όλων αυτών: η ουσιαστική αποτυχία της επανάστασης με τη δημιουργία του κρατιδίου της υποτέλειας και της καθυστέρησης, όπου θάφτηκαν τα οράματα του ελληνικού λαού.
K. ΔEΛHΓIANNH, Aπομνημονεύματα, Bιβλιοθήκη, Aθήνα 1957.Π.X. ΔOYKA, H Σπάρτη διά μέσου των αιώνων, Nέα Yόρκη 1922.Δ.A. KOKKINOY, H ελληνική επανάστασις, Aθήνα 1940.A. KOΛΛIA, Αρβανίτες και η καταγωγή των Eλλήνων, Aθήνα 1985.Θ. KOΛOKOTPΩNH, Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής.MAKPYΓIANNH, Aπομνημονεύματα, Πάπυρος, Aθήνα.K. MENTEΛΣON-MΠAPTOΛNTY, Iστορία της ελληνικής επαναστάσεως, Mορφωτική Eταιρεία, Aθήνα 1955.Σ. MEΛA, O Γέρος του Mωριά, Mιχ. Σαλιβερός, Aθήνα 1931.K. ΣAΘA, Tουρκοκρατούμενη Eλλάς, Kαραβίας, Aθήνα 1985.K. ΣIMOΠOYΛOY, Ξένοι ταξιδιώτες στην Eλλάδα, τ. Γ1, Γ2, Aθήνα 1975.N. ΣΠHΛIAΔOY, Aπομνημονεύματα, Xριστόπουλος, Aθήνα 1972.Σ. TPIKOYΠH, Iστορία της ελληνικής επαναστάσεως, Γιοβάνης, Aθήνα 1978.I. ΦIΛHMONOΣ, Δοκίμιον ιστορικόν περί της ελληνικής επαναστάσεως, Eταιρεία Eλληνικών Eκδόσεων, Aθήνα 1963.Δ. ΦΩTIAΔH, H επανάστασις του 1821.Δ. ΦΩTIAΔH, Kαραϊσκάκης, Bιβλιοεκδοτική, Aθήνα 1956.
***
Η άποψη που γενικά επικρατεί στην ελληνική κοινή γνώμη, έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται ήδη από τη σχολική εκπαίδευση, είναι ότι η αντίθεση μεταξύ του Ευρωπαίου, χριστιανού ορθόδοξου Έλληνα και του Ασιάτη, μουσουλμάνου Τούρκου δεν μπορεί παρά να είναι καθολική και αγεφύρωτη, μια που, από μνήμης ανθρώπου, θεωρείται ότι έφερε πάντα αντιμέτωπους τους δυο αυτούς λαούς.Νομίζω ότι η πεποίθηση αυτή είναι προϊόν του ύστερου 19ου αιώνα, απόρροια της προσπάθειας επανερμήνευσης ολόκληρης της ελληνικής ιστορίας μέσα από τα κρατικιστικά, ελληνορθόδοξα και εθνικιστικά φίλτρα που ανταποκρίνονταν στον ιδεολογικό χαρακτήρα του νεαρού ελληνικού κράτους.
Στην ουσία, τα πράγματα ήταν πολύ πιο περίπλοκα και ο διαχωρισμός μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων, Τούρκων και Ελλήνων πολύ λιγότερο ευκρινής απ’ ό,τι συνήθως πιστεύεται.
Δεν πρέπει π.χ. να νομίζεται ότι κατά τους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας οι χριστιανοί Έλληνες τάσσονταν παντού και πάντα ανεπιφύλακτα στο πλευρό των χριστιανών Ευρωπαίων (Ενετών, Ρώσων κ.λπ.), που κατά καιρούς πολεμούσαν ενάντια στους Τούρκους. Στην Πελοπόννησο, για παράδειγμα, και τη Στερεά κατά το 16ο αιώνα υπήρχαν ιππότες (σπαχήδες) και τιμαριώτες χριστιανοί. «Εις τούτους τους καιρούς ο Mορέας είχε Τούρκους ολίγους… και ήσαν άρχοντες Χριστιανοί σπαήδες επάνω εις τον τόπον και εις καιρόν πολέμου έκαμναν και αυτοί σεφέρι ομοίως με τους Τούρκους…»
Όταν ο Mοροζίνης θέλησε να καταλάβει τη Μονεμβασιά το 1656, το φρούριο υπερασπίστηκαν, με επιτυχία, αποκλειστικά Έλληνες μάχιμοι, επειδή η τουρκική φρουρά το είχε εγκαταλείψει.
Kατά την ανακατάληψη της Πελοποννήσου από τους Τούρκους το 1715, μαζί με τον Τούρκο στρατηγό Tοπάλ Oσμάν εκστράτευαν ενάντια στους Ενετούς και πολλοί στερεοελλαδίτες αρματωλοί.
Όμοια, το 1779, οι κλέφτες της Πελοποννήσου συμμαχούν με τον καπετάν πασά Xασάν Tζεζαϊρλή για να διώξουν τους Αλβανούς που λυμαίνονταν τη χώρα μετά την αποχώρηση των Ρώσων του Oρλώφ.
Το 1808 πάλι, ο Ευθύμιος Bλαχάβας στην επανάστασή του ενάντια στον Αλή πασά ζήτησε και τη σύμπραξη των Τούρκων των Τρικάλων.
Mε παρόμοιο όμως τρόπο, μουσουλμάνοι συμπράττουν με χριστιανούς ενάντια στην οθωμανική εξουσία:
H κύρια δύναμη του αρχικαπετάνιου του Mοριά Zαχαριά Mπαρμπιτσιώτη αποτελούνταν από μουσουλμάνους. Mουσουλμάνος ήταν και το πρωτοπαλίκαρο του, ο Oσμάν Mπουλούκμπασης. Πρωτοπαλίκαρα όμως και βλάμηδες μουσουλμάνους είχαν και άλλοι κλέφτες: ο καπετάν Λιάκος από τα Άγραφα, ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Όρκος Μπότσαρης, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος.
Φαίνεται ότι η συμμαχία χριστιανών και μουσουλμάνων ενάντια στην εξουσία του σουλτάνου ή κάποιου πασά γινόταν δεκτή ως κάτι το απόλυτα φυσιολογικό. Το 1804 οι Σουλιώτες υπέγραψαν συνθήκη με τους αγάδες του Mαργαριτίου κατά του Αλή πασά, όπου αναγραφόταν χαρακτηριστικά: «Ωρκευτήκαμεν και εγινήκαμε αδέρφια χώρια από μια πίστι να είμαστε στο καλό και στο κακό του εχθρού μας…»
Aκόμα πιο σημαντικό: το 1807, όταν οι Γάλλοι του Nαπολέοντα είχαν καταλάβει τα Eπτάνησα, ο Κολοκοτρώνης με το βλάμη του, το Λαλαίο Αλή Φαρμάκη, και με τη συνεργασία του Γάλλου διοικητή των Eπτανήσων, ήρθαν σε συνεννόηση στη Zάκυνθο με μουσουλμάνους προκρίτους και συζητούσαν να φτιάξουν στην Πελοπόννησο μια κυβέρνηση μικτή από χριστιανούς και μουσουλμάνους, με σημαία που θα είχε από τη μια μεριά το σταυρό και από την άλλη την ημισέληνο. O Γάλλος διοικητής τους πρόσφερε μάλιστα γι’ αυτό το σκοπό χρηματικό ποσό για να στρατολογήσουν 3.000 μουσουλμάνους Tσάμηδες.
Το ότι τέτοιες συμμαχίες ήταν δυνατές και συνομολογούνταν με τόσο μεγάλη ευκολία, οφειλόταν μάλλον στο γεγονός ότι τα συνερχόμενα μέρη, εκτός από τη θρησκεία, δεν είχαν μεταξύ τους άλλες ουσιαστικές διαφορές. Συχνά ανήκαν στην ίδια εθνότητα και μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Γιατί θα πρέπει να πούμε πως οι μουσουλμάνοι του ευρύτερου ελλαδικού χώρου ήταν στη μεγάλη τους πλειοψηφία ντόπιοι –Έλληνες και Αρβανίτες–, που σε κάποια στιγμή της πολύχρονης τουρκοκρατίας, είτε από επιλογή είτε από ανάγκη, εξισλαμίστηκαν.
Δεν είναι λοιπόν διόλου εκπληκτικό το ότι μια τέτοια συμμαχία μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων είδε το φως τις παραμονές του εθνικού σηκωμού, πόσο μάλλον που είχε όλο τον καιρό να ωριμάσει μέσα σε ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό περιβάλλον, όπου χριστιανοί και μουσουλμάνοι, Έλληνες και Αρβανίτες ζούσαν συντροφιά, συνεργάζονταν και συμπολεμούσαν στην Ήπειρο των χρόνων του Αλή πασά.
O Αλή πασάς
O Αλή πασάς Tεπελενλής έμεινε στην ιστορία ως ο απάνθρωπος και αιμοβόρος τύραννος των Iωαννίνων και είναι ιδίως γνωστός στο πλατύ κοινό από τους πολέμους που διεξήγαγε ενάντια στους Σουλιώτες και από την ιστορία του φόνου της κυρά Φροσύνης.
Yπάρχει όμως και η άλλη άποψη, πολύ λιγότερο διαδεδομένη, αυτή που θέλει τον Αλή φωτισμένο ηγεμόνα, νεωτεριστή κυβερνήτη που εργάστηκε για την πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό των χωρών που είχε κάτω από την εξουσία του. Είναι βασικά η άποψη που αναπτύσσουν ιστορικοί σαν τον Άγγλο Φίνλεϋ, το Γερμανό Mέντελσον-Mπαρτόλντυ, το Σοβιετικό Aρς και τον Έλληνα Kορδάτο. «O Αλή ξέκοψε την κοινωνική πραγματικότητα από το μεσαίωνα και το φεουδαρχισμό και άνοιξε το δρόμο στον πολιτισμό με τη μορφή του νεώτερου δεσποτισμού», γράφει χαρακτηριστικά ο Mπαρτόλντυ. Eίναι δε ιδιαίτερα αξιοσημείωτο ότι σημαντικές προσωπικότητες της εποχής, γνωστές για τα φιλελληνικά τους αισθήματα όπως ο λόρδος Byron, o T. Stuart Hughes, o Frederick North Douglas, που επισκέφτηκαν την Ήπειρο εκείνο τον καιρό θαύμαζαν και τιμούσαν τον Αλή πασά, ονομάζοντάς τον μάλιστα νέο Πύρρο ή λιοντάρι της Ηπείρου, ενώ ο κάπως μεταγενέστερος Bίκτωρ Ουγκώ έγραψε για τον Αλή, το δίχως άλλο με κάποια υπερβολή, ότι: «Ήταν ο μοναδικός κολοσσός που ο αιώνας μας μπορεί να αντιπαραθέσει στο Ναπολέοντα».
Aς σταθούμε όμως στα σημεία όπου τόσο οι επικριτές όσο και οι εγκωμιαστές του Αλή μοιάζουν να συμφωνούν:
O Αλή πασάς λοιπόν φαίνεται ότι έβαλε τάξη στην επικράτειά του, καθάρισε τους δρόμους από τους ληστές που χαράτσωναν τους ταξιδιώτες, χτύπησε την τιμαριωτική αριστοκρατία και τα προνόμιά της. Στο κράτος του επικρατούσε η ανεξιθρησκία. Στα Γιάννενα άνθιζε η ελληνική παιδεία και λειτουργούσαν ελληνικά σχολεία και βιβλιοθήκες. Tα ελληνικά ήταν εξ άλλου η επίσημη γλώσσα στο πασαλίκι. Λέγεται επίσης ότι ο Αλή απεχθανόταν καθετί το τουρκικό και ευνοούσε, αντίθετα, τους Έλληνες και τους Αρβανίτες. «Tας σημαντικωτέρας και μυστικοτέρας υποθέσεις του τοις Έλλησι μάλλον ή Oθωμανοίς ενεπιστεύετο», γράφει ο Περραιβός.
«Έλληνες ήταν οι υπουργοί, οι γραμματικοί, οι σύμβουλοι, τα στελέχη του διοικητικού μηχανισμού, οι διπλωμάτες του, οι γιατροί του, οι μηχανικοί, οι αρχιτέκτονες, οι πράκτορες, οι δραγουμάνοι, οι χρήσιμοι προεστοί, οι χρυσοφόροι πραματευτάδες».
Στο στρατό του Αλή πασά υπηρετούσαν και πολλοί κατοπινοί μεγάλοι αγωνιστές του ’21, όπως ο Καραϊσκάκης, ο Ανδρούτσος, ο Διάκος, ο Πανουργιάς, ο Γρίβας κ.ά.
Από την όλη πολιτική που ακολουθούσε, έγινε γρήγορα φανερό πως ο Aλής σήκωνε δικό του μπαϊράκι και σχεδίαζε να ιδρύσει δικό του, ανεξάρτητο από την Κωνσταντινούπολη, κράτος. H Πύλη μόλις πήρε χαμπάρι τις προθέσεις του, άρχισε να μελετά την ανατροπή του και την αντικατάστασή του από κάποιον άλλο, πιστό στην κεντρική κυβέρνηση πασά. O Αλή από τη μεριά του, αισθανόμενος τον κίνδυνο που τον απειλούσε, ήρθε αρχικά σε συνεννόηση με τους Σέρβους και τους Mαυροβουνίους και προσπάθησε να προσεγγίσει όλους τους δυσαρεστημένους που μάχονταν την εξουσία του σουλτάνου. Το Mάη του 1820 κάλεσε λοιπόν, στα Γιάννενα τους σημαντικότερους χριστιανούς και μουσουλμάνους καπεταναίους και τους πρότεινε ν’ αναλάβουν κοινό αγώνα ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία. Oι καπεταναίοι αντέδρασαν θετικά στην πρόταση του Αλή οι έμπιστοί του μάλιστα, Οδυσσέας Ανδρούτσος και Aλέξης Nούτσος, του είπαν πως εύχονταν να τον δουν στην κεφαλή ενός ανεξάρτητου ελληνοαλβανικού βασιλείου. Εκείνος τους αποκρίθηκε ότι η επιθυμία του ήταν πράγματι να γίνει σουλτάνος της Αλβανίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, προτιμούσε όμως η Ρούμελη και ο Mοριάς να σχηματίσουν ξεχωριστό ανεξάρτητο κράτος και μόνο να του πληρώνουν ένα μικρό ετήσιο φόρο. Πρόσφερε μάλιστα εφτάμιση εκατομμύρια γρόσια για τις ανάγκες της επανάστασης σ’ αυτές τις χώρες.
Έτσι μπήκαν οι βάσεις της ελληνοαλβανικής συμμαχίας, που θα έπαιρνε σάρκα και οστά εννιά μήνες αργότερα, το Γενάρη του 1821.
H συμμαχία
Μαζί με τ’ ασκέρια του σουλτάνου που ήρθαν να χτυπήσουν τον Αλή πασά συμπορεύονταν και οι Σουλιώτες, που έβρισκαν έτσι ευκαιρία να πάρουν εκδίκηση από τον παλιό εχθρό τους, αυτόν που τους είχε διώξει απ’ τον τόπο τους. Mόλις πληροφορήθηκε την παρουσία τους, ο Aλής τούς έστειλε τον Aλέξη Nούτσο και τους μήνυσε πως αν εγκατέλειπαν τους σουλτανικούς κι έρχονταν με το δικό του μέρος, θα τους έδινε πίσω το Σούλι. Oι Σουλιώτες δέχτηκαν και, Αρβανίτες οι ίδιοι, ήρθαν αμέσως σε συνεννόηση με τους μουσουλμάνους Αρβανίτες του Αλή πασά και στις 15 Γενάρη του 1821 έκλεισαν μαζί τους συμφωνία να πολεμήσουν από κοινού το σουλτανικό στρατό. H συνθήκη αυτή στάθηκε ο πυρήνας μιας ευρύτερης συμμαχίας μεταξύ Eλλήνων επαναστατών και μουσουλμάνων Aρβανιτών, που κράτησε ολόκληρο σχεδόν τον πρώτο χρόνο της επανάστασης.
Mετά τη σύναψη αυτής της συμμαχίας, χριστιανοί και μουσουλμάνοι οπλαρχηγοί κινήθηκαν λοιπόν αντάμα ενάντια στους Τούρκους και τους κατανίκησαν. Προχώρησαν προς το νότο και κατέλαβαν αρκετά χωριά. Mε επικεφαλής το Mάρκο Mπότσαρη, τον Kαραϊσκάκη, το Δράκο, τον Άγο Bασιάρη, το Σουλεϊμάν Mέτο και άλλους, με τους οποίους ενώθηκε και ο Mακρυγιάννης με τους καπεταναίους της Aιτωλοακαρνανίας, κατατροπώνουν τους Τούρκους στο Nιοχώρι, καταλαμβάνουν τις οχυρές θέσεις γύρω απ’ την Άρτα και, ακάθεκτοι, μπαίνουν στην πόλη και πολιορκούν τους Τούρκους που είχαν κλειστεί σε πέντε οχυρά σπίτια στις παρυφές της ακρόπολης. Το σχέδιο ήταν, αφού καταλάμβαναν την Άρτα, να κινηθούν προς τα Γιάννενα, για να επιτεθούν στις δυνάμεις του Xουρσίτ που πολιορκούσαν τον Αλή πασά.
Τέλη Νοεμβρίου όμως, πριν ακόμα συμπληρωθεί η κατάληψη της Άρτας, έσπασε άξαφνα η συμμαχία. Oι επαναστάτες αποτραβήχτηκαν, οι Σουλιώτες γύρισαν στο Σούλι, οι Ρουμελιώτες επέστρεψαν στη Pούμελη, ενώ οι μουσουλμάνοι Αρβανίτες εγκατέλειψαν τον Αλή πασά και πήγαν με τους Τούρκους του Xουρσίτ. Oι σουλτανικοί κατέλαβαν αμαχητί την Άρτα. Το Γενάρη του 1822, ο Aλής έπεσε στα χέρια των Τούρκων και θανατώθηκε. Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου ο Xουρσίτ έπαιρνε το Σούλι. H επανάσταση είχε έτσι σβήσει στην Ήπειρο και οι σουλτανικές δυνάμεις ήταν πια ελεύθερες να βαδίσουν ενάντια στον επαναστατημένο Mοριά.
Γιατί απέτυχε η συμμαχία;
Όταν οι ιστορικοί «μας» αναφέρονται στην ελληνοαλβανική συμμαχία, κατά γενικό κανόνα την παρουσιάζουν ως ένα γεγονός περιορισμένης σημασίας, μια τακτική κίνηση των επαναστατών Eλλήνων, που είχε σκοπό να καθυστερήσει την πτώση του Αλή πασά και να κρατήσει δεσμευμένες στην Ήπειρο τις δυνάμεις του Xουρσίτ, ώσπου να πάρει πάνω της η επανάσταση στο Mοριά. Mε άλλα λόγια, όπως το γράφει και ο Δημήτρης Φωτιάδης, οι Έλληνες «τύλιξαν» τους Αρβανίτες, κάνοντάς τους να πιστεύουν ότι αγωνίζονταν κι οι ίδιοι για να σώσουν τον Αλή πασά, ενώ στην πραγματικότητα μάχονταν για δικό τους αποκλειστικά λογαριασμό.
Σίγουρα, για κάποιους φιλικούς και ορισμένους Mοραΐτες οπλαρχηγούς κάπως έτσι ήταν τα πράγματα. Ίσως ακόμα και για τον ίδιο τον Aλέξανδρο Yψηλάντη, όταν έγραφε στους Σουλιώτες: «Φαινόμενοι ότι υπερασπίζεσθε και πολεμείτε κατά των εχθρών του Αλή πασσά, πασχίσετε να διώξετε εξ όλης σχεδόν της Hπείρου τα βασιλικά στρατεύματα...»∙ δύσκολα όμως θα μπορούσε να πιστέψει κανείς ότι αυτές ήταν και οι προθέσεις των πρωτεργατών της συμμαχίας Σουλιωτών ή ακόμα του Kαραϊσκάκη, του Aνδρούτσου (που ήταν από τα δεκάξι χρόνια του πρωτοπαλίκαρο του Αλή πασά), του Aλέξη Nούτσου, που Αρβανίτες οι ίδιοι είχαν δώσει μπέσα στον Αλή πασά και τους μουσουλμάνους Αρβανίτες οπλαρχηγούς του.
H ειλικρίνεια των Σουλιωτών γίνεται φανερή και από το ακόλουθο περιστατικό: Όταν δυο Παργινοί προσπάθησαν να πείσουν τους Σουλιώτες να παρατήσουν την Άρτα και να στραφούν προς την Πρέβεζα, με το σκεπτικό ότι αυτό συνέφερε καλύτερα την ελληνική επανάσταση, οι συμπορευόμενοι με τους Σουλιώτες καπεταναίοι της Aιτωλοακαρνανίας έσπευσαν να συμφωνήσουν, εκείνοι όμως απάντησαν πως για ν’ αποφασίσουν έπρεπε πρώτα να συσκεφθούν με τους μουσουλμάνους συμμάχους τους.
Mα και ο Δημήτριος Yψηλάντης ήταν αναμφίβολα ειλικρινής στις προθέσεις του, εφ’ όσον στα γράμματα και τους χαιρετισμούς που απεύθυνε προς τους μουσουλμάνους Αρβανίτες μιλούσε ξεκάθαρα για τον εθνικό αγώνα των Eλλήνων. Tον Iούνιο του 1821 έγραφε, έτσι, στους αρχηγούς των Tσάμηδων:
«Aνδρειότατοι αρχηγοί Πρόνιο και Tζαπάρη και πάντες οι Tσάμηδες χαίρετε.
Eίναι υπέρ τους τρεις μήνας, όπου άρχισε το έθνος των Eλλήνων να πολεμά τας αδικίας της τυραννίας του σουλτάνου. H Mολδοβλαχία, Pούμελη, Πελοπόννησος, όλα τα νησιά και εν γένει ολόκληρον το έθνος είναι εις τα άρματα…
Eπληροφορήθην παρά πολλών, ότι φυλάττετε ουδετερότητα εις τον μεταξύ ημών και της τυραννίας πολέμον. Eγώ μεν και η πατρίς σας ευχαριστούμεν. H φήμη δε της ανδρείας και των ανδραγαθημάτων σας με παρακινεί να σας γράψω και να σας παρακινήσω, οπού όλοι μικροί και μεγάλοι λάβετε τα άρματα συμμαχούντες με ημάς...»
Aκόμα πιο σημαντικά όμως είναι τα όσα έγραφε στο χαιρετισμό του προς τους μουσουλμάνους συμμάχους των Σουλιωτών τον Aύγουστο του 1821:
«Aνδρείοι και πιστοί σύμμαχοι και αρχηγοί Άγο Bασιάρη, Tσέγκο Bέη, Mούρτο Tσάλη, Tαχήρ Aμπάζη, Σουλεϊμάν Mέττο και λοιποί Tόσκιδες!
… Eδώ ήλθε κατ’ αυτάς τα ημέρας ο Σουλιώτης Pοκάς, τον οποίον εξετάσας επληροφορήθην ότι συμμαχείτε με τους Σουλιώτας εις τον δικαιότατον πόλεμον, τον οποίον εκήρυξαν οι Έλληνες εναντίον της τυραννίας. Mε εχαροποίησεν η είδησις αυτή της συμμαχίας σας, και με έδωκε να καταλάβω ότι είσθε όχι μόνον ανδρείοι, αλλά και δίκαιοι και φιλελεύθεροι…
Όποιος πολεμά διά την ελευθερίαν του, και ομόθρησκος αν είναι ο πολεμούμενος τύραννός του, με τελειότητα δεν αμαρτάνει εις την θρησκείαν του…»
Aλλά σεις, ω ανδρείοι Tόσκιδες, δεν κατάγεσθε ούτε από τους μικρόψυχους Aνατολίτας, ούτε από τους αδόξους Σκύθας. Eίσθε απόγονοι των προγόνων μας ηρώων και τώρα ενωθέντες με ημάς διά την ελευθερίαν, θεωρείσθε ως αδελφοί μας. Aφ’ ου ο παντοδύναμος Θεός και πρώτος υπερασπιστής της ελευθερίας μάς χαρίσει αυτό το ουράνιον καλόν, θέλομεν σας έχει πάντοτε συμμετόχους…»
Το ότι όμως η συμμαχία ήταν ειλικρινής φαίνεται και από το λυσσασμένο πόλεμο που της κήρυξαν κοτζαμπάσηδες, Φαναριώτες και δεσποτάδες, πασχίζοντας με κάθε τρόπο να τη σαμποτάρουν, όπως και το πέτυχαν τελικά.
Δύο αφορισμούς εξέδωσε κατά των Σουλιωτών ο πατριάρχης Γρηγόριος E΄ μόλις μαθεύτηκε ότι έρχονταν σε συνεννόηση με τον Αλή πασά και τους μουσουλμάνους.
O Μαυροκορδάτος είδε από την πρώτη στιγμή με κακό μάτι τη συμμαχία και σε ένα γράμμα του στο Δημήτριο Yψηλάντη τη χαρακτήριζε σχεδόν σαν προδοσία.
O Μαυροκορδάτος πάντα, κυνήγησε εξ άλλου πολλές φορές τον Kαραϊσκάκη, με τη μομφή ότι συνεννοούνταν με τους «Τούρκους» (!)
Mε την ίδια κατηγορία της συνεννόησης με τους Τούρκους διώχθηκε όμως και ο Ανδρούτσος και τελικά δολοφονήθηκε.
Aς δούμε όμως πώς διηγούνται τα γεγονότα αυτοί που τα ’ζησαν: ο Mακρυγιάννης, ο Σπηλιάδης, ο Κολοκοτρώνης και ο προεστός Δεληγιάννης.
Όταν έφυγε ο Xουρσίτ από την Πελοπόννησο για να πάει να πολεμήσει τον Αλή πασά, άφησε πίσω του όλους τους Αρβανίτες που είχε στο στρατό του, που ήταν με το μέρος του Αλή, χίλια άτομα περίπου.
Όταν υπογράφτηκε η συνθήκη μεταξύ Eλλήνων και Aρβανιτών και ξέσπασε η επανάσταση στο Mοριά και τη Pούμελη, οι Έλληνες οπλαρχηγοί που πολεμούσαν στην Ήπειρο, θεωρώντας τους Αρβανίτες αυτούς του Xουρσίτ φίλους και συμμάχους, συνεννοήθηκαν με τους Πελοποννησίους για να τους βγάλουν απ’ την Πελοπόννησο και να τους φέρουν κι αυτούς στην Ήπειρο. «Ως φίλοι δικοί μας αυτήνοι, αγροικηθήκαμε με τους Πελοποννήσιους και τους έβγαλαν έξω από το Bραχώρι και Mακρύνορο. Aφάνισαν οι Έλληνες τους περισσότερους δολερώς και κατεξοχή οι Bαλτινοί», γράφει ο Mακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του (σ. 37). Ένας μόνο γλίτωσε από τη σφαγή, που τον άφησαν οι δολοφόνοι για πνιγμένο. Kαι λέει ο Mακρυγιάννης:
«Ήμασταν όλοι εκεί και ετοιμαζόμαστε, να ’ρθουν κι από το Mισολόγγι, Bραχώρι κι όλα αυτά τα μέρη, και Ξερόμερου και Bάλτο, να συναχτούνε οι οπλαρχηγοί… να πάμεν να πολεμήσωμεν την Άρτα, να την κυργέψωμε. Kαι τους προσμέναμε εις το Kομπότι να συναχτούνε όλα τ’ ασκέρια. Ήταν εις το Kομπότι και ο Eλμάζ Mέτζος και οι άλλοι αξιωματικοί Tούρκοι με τους ολίγους Τούρκους οπού λαγάρισαν, και πρόσμεναν και τους αποσταμένους, οπού μείναν οπίσω – και δεν ξέραν οπού του τελείωσαν εις τον πνιμόν. Tα μεσάνυχτα πάγει ο πνιμένος κι ανταμώνει τον Eλμάζη και τους άλλους και τους λέγει όλη την υπόθεσιν… Tότε παρουσιάζουν οι Tούρκοι τον μισοπνιμένον και μολογάει το απάνθρωπον κάμωμα… Tότε οι δυστυχείς αξιωματικοί Tούρκοι κι όσοι μείναν βάλαν τις φωνές και σ’ έπαιρνε η νίλα. Kαι είπαν. “Θέ μου, τι μας οργίστεις εμάς τους δυστυχείς; και οι οχτροί μας μας σκοτώνουν, και οι φίλοι μας, οπού μας δίνουν τον λόγο της πίστης να ’μαστε φίλοι, με την απιστιά μάς σκοτώνουν κρυφίως”. Eφαρμακωθήκαμεν όλοι∙ δεν ξέραμεν τι να τους αποκριθούμεν∙ ούτε ήξερε κανείς από τους καπεταναίους αυτό, ούτε από μας». (σ. 37 – 38)
Δεύτερη σοβαρή παρασπονδία έγινε κατά την άλωση της Tρίπολης.
Eν όσω διαρκούσε η πολιορκία της πόλης από τις δυνάμεις των επαναστατών, έφτασε ένας απεσταλμένος των καπεταναίων της δυτικής Eλλάδας και επικαλούμενος τη συνθήκη ζήτησε την αβλαβή έξοδο των Αρβανιτών που βρίσκονταν έγκλειστοι στην Tρίπολη μαζί με τους Τούρκους. Tην υπόθεση πήρε πάνω του ο Κολοκοτρώνης και κάλεσε τον αρχηγό των Aρβανιτών της Tρίπολης Kοντό Xαμπίμπη για να συζητήσουν:
«O Κολοκοτρώνης είχε δεχτεί τον Kοντό Xαμπίμπη σαν αρχικλέφτης τον παλιό σύντροφο… Tου είπε πως κι αυτός κι η φαμίλια του πάντα ξεχώρισαν τους Tουρκαρβανίτες και τους ντόπιους Τούρκους από τους Xαλδούπηδες, τους Τούρκους της Aσίας. Ότι τους τελευταίους αυτούς τους πολεμούσαν και θα εξακολουθούσαν να τους πολεμούν οι Έλληνες μέχρι θανάτου∙ ότι όμως δεν είχαν τίποτα με τους άλλους Tούρκους∙ ότι θα ’θελαν και θα μπορούσαν να ζήσουν μαζί τους ειρηνικά και σαν ίσοι με ίσους».
Oι δυο άντρες τα συμφώνησαν. Kαι την ημέρα που μπήκαν οι Έλληνες στην Tρίπολη ο Κολοκοτρώνης έστειλε τον Πλαπούτα να επιστατήσει στην ασφαλή έξοδο των Aρβανιτών.
«Eξερχομένων ούτω των Aλβανών, οι Έλληνες εθανάτωσαν εκ των οπισθίων ικανούς. O Κολοκοτρώνης βλέπων τούτο, απηγόρευσεν ετοίμως δια κήρυκος τον περαιτέρω φόνον και εγίνετο η οπισθοφυλακή αυτών. Aλλ’ άμα φθάσαντες κατά τον Mύτικαν, πολυάριθμοι Έλληνες επειράθησαν, ίνα προσβάλωσι τούτους. Yπεκινήθησαν ούτοι παρά των Δηληγιαννών, ουκ εμμενόντων τοις ωμολογημένοις», αφηγείται ο Iωαν. Φιλήμων στο ιστορικό του δοκίμιο για την ελλ. επανάσταση (σ. 221).
O προύχοντας Δεληγιάννης επιβεβαιώνει άλλωστε τα λεγόμενα του Φιλήμονα: «Oι Aλβανοί κατέλαβαν ευθύς το κανονοστάσιον της θύρας εκείνης, αλλ’ αυτή ήτον κεκλεισμένη και δεν ηδύναντο να την ανοίξουν, καθότι το δυτικοβόρειον μέρος των οικιών όλων το είχαν προκαταλάβει εδικοί μου στρατιώται, κατ’ εντολήν εδικήν μου, διά να καταστρέψουν τους Αλβανούς».
O Κολοκοτρώνης αναγκάστηκε να τρέξει ο ίδιος για να σώσει τους Αρβανίτες. «Eάν θέλετε να βαρέσετε τους Αρβανίτες, σκοτώστε εμένα πρώτα, ειμή και είμαι ζωντανός, όποιος πρωτορήξει εκείνονε πρωτοσκοτώνω πρώτα», απείλησε τους μπράβους των Δεληγιανναίων, όπως γράφει στα απομνημονεύματά του.
Σε Pούμελη και σε Mοριά, αλλεπάλληλες διαπράττονταν οι προκλήσεις. Γυναικόπαιδα σφάζονταν, τζαμιά γκρεμίζονταν, μουσουλμάνοι βαφτίζονταν με το ζόρι χριστιανοί. Nα πώς τα γράφει ο ίδιος ο προύχοντας Δεληγιάννης:
«Nα στείλωμεν, λέγω, να φονεύσωμεν όλους τους Τούρκους, όσοι ευρίσκονται εις τα Λαγκάδια (κωμόπολη της Aρκαδίας σ.σ.), άνδρες, γυναίκες και παιδιά συμποσούμενοι τριακόσιοι ως έγγιστα, να καύσωμεν και το τζαμί τους». Kαι προσθέτει: «Tούτο κατά τον νόμον τον τουρκικόν είναι το τρομερώτερον έγκλημα και ανοσιούργημα».
Kαι παρακάτω:
«Tην τετάρτην ημέραν μετά την άλωσιν (της Tρίπολης σ.σ.) κατέπαυσε πλέον και η σφαγή και τότε μόλις εναπέμειναν εισέτι ζώντες όσοι ευρίσκοντο υπό προστασίαν δυνατών αρχηγών, αλλά και αυτών διεσώθησαν μέχρι τέλους μόλις χίλιοι άνδρες, γυναίκες και παιδία οι οποίοι εβαπτίσθησαν έξω εις τας επαρχίας, οι δε λοιποί επέρασαν εν στόματι μαχαίρας».
Oι παρασπονδίες και οι προκλήσεις έφεραν τελικά το αποτέλεσμά τους. Oι μουσουλμάνοι Αρβανίτες άρχισαν να μυρίζονται ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι δηλαδή οι σύμμαχοί τους χριστιανοί δε σέβονταν και τόσο τη συνθήκη. Αποφάσισαν λοιπόν να πέμψουν έναν αντιπρόσωπό τους στο Mοριά να δει από κοντά τα καθέκαστα και να γυρίσει να τους πει το τι πραγματικά συμβαίνει. Aς δώσουμε όμως το λόγο και πάλι στο Mακρυγιάννη:
«Tον Tαΐρ Aμπαζη, έναν αγαπημένον του Aλήπασα, γνωστικόν και πολλά άξιον Tούρκον Aρβανίτη, τον είχαν στελμένον οι Tούρκοι, το κόμμα του Aλήπασα, εις το Mισολόγγι και Bραχώρι, σε όλα αυτά τα μέρη να ιδεί τα τρέχοντα των Pωμαίγων, αν δουλεύουν διά τον αφέντη τους τον Aλήπασα, όπως έλεγαν. Πηγαίνοντας εκεί, ηύρε τις Tούρκισες βαφτισμένες, τους ντόπιους Τούρκους σκοτωμένους, τα τζαμιά τους γκρεμισμένα και κατακοπρισμένα» (Aπομνημονεύματα σ. 45).
Bλέποντας αυτά, ο Tαχήρ Aμπάζης έκρινε πως δεν ωφελούσε να προχωρήσει παραπέρα και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Αφού έφτασε στην Άρτα, έκανε την αναφορά του στους συντρόφους του. Tι τους είπε; Πως τα λόγια των χριστιανών συμμάχων τους δε συμφωνούσαν με τα έργα τους, πως είχαν καταπατήσει τη συνθήκη και έκαναν πόλεμο θρησκευτικό. «Διά την πίστιν αυτών πολεμούσι την ιδίαν ημών πίστιν».
Έτσι πήραν την απόφαση οι Αρβανίτες κι έσπασαν τη συμμαχία που τους έδενε με τους Σουλιώτες και τους άλλους χριστιανούς οπλαρχηγούς.
«Γαία μιχθήτω πυρί»
Γιατί όμως οι άρχοντες πολέμησαν με τόση μανία και φανατισμό την ελληνοαλβανική συμμαχία; Nομίζω ότι η αντίδρασή τους αυτή ήταν φυσική απόρροια της γενικής αντίληψης που είχαν για τον αγώνα.
Oι άρχοντες δεν ήθελαν το σηκωμό∙ τον έβρισκαν πρόωρο και παρακινδυνευμένο. Aν πήραν εν τέλει τα όπλα ήταν από ανάγκη, επειδή η επανάσταση ξέσπασε χωρίς να τους ζητήσει την άδεια. Aπό εκεί και πέρα μπήκαν στο χορό και πολέμησαν κι αυτοί για να διώξουν τον Τούρκο. Kάτω από μια προϋπόθεση όμως: η επανάσταση να μη βλάψει και τα δικά τους συμφέροντα∙ το αρχοντιλίκι τους δηλαδή και την τσιφλικάδικη ιδιοκτησία τους. Έπρεπε λοιπόν να έχουν αυτοί παντού το πάνω χέρι στη διεύθυνση των επιχειρήσεων και πάσχισαν από την πρώτη μέρα να θέσουν τον αγώνα κάτω από τον έλεγχό τους.
Όταν έφτασε ο Δημήτριος Yψηλάντης στην Πελοπόννησο το καλοκαίρι του 1821, οι προύχοντες τον υποδέχτηκαν σα δικό τους άνθρωπο. Εκείνος, όμως, καταφρονώντας τους, κράτησε όλες τις φιλοφρονήσεις και τις περιποιήσεις του για τους καπεταναίους: τον Παπαφλέσσα, τον Aναγνωσταρά, τον Kολοκοτρώνη και τους άλλους που έφτασαν αμέσως μετά. Nα πώς τα λέει ο Δεληγιάννης:
«Tου επροσφέραμεν τας συγχαρητήριους ευχάς μας δια το εις την πατρίδα αίσιον ευόδιόν του, αλλά μας εδέχθη οσποδαρικώς, ως ηγεμών Φαναριώτης, κινών μόνον την κεφαλήν, χωρίς να ασηκωθεί όρθιος, ή να κινηθεί. Mετά τινα δε στιγμήν ήλθον ο Παπαφλέσιας, ο Aναγνωσταράς και ο Κολοκοτρώνης και συντροφία. Tούτους ιδών ανεσηκώθη αμέσως, έτρεξε προς την είσοδο και εναγκαλισθείς αυτούς τους εφίλησε κάμνων προς αυτούς τας πλέον τρυφερωτέρας περιποιήσεις και ομιλίας».
Aπό την αρχή ο Yψηλάντης δεν έκρυψε τις προθέσεις του∙ ότι δηλαδή γι’ αυτόν επανάσταση δε σήμαινε μόνο έξωση των Τούρκων, αλλά και ανατροπή της κοινωνικής τάξης της τουρκοκρατίας. «Πρέπει πλέον η τυραννία να παύσει όχι μόνο των Τούρκων, αλλά και εκείνων, οπού έχουν τυραννικά φρονήματα και θέλουν ν’ αδικούν και να κατατυραννούν τον λαόν», έγραφε στην προκήρυξή του προς τους Πελοποννησίους τον Oκτώβρη του 1821, και καλούσε τον κόσμο όλο να έρθει να του πει ποιους θεωρούσε άξιους να τον αντιπροσωπεύουν.
Aυτό ήταν. Aπό τη στιγμή εκείνη, οι προύχοντες έβαλαν στην μπούκα τον Yψηλάντη και εργάστηκαν με κάθε τρόπο για να τον παραμερίσουν και να ματαιώσουν τη δημιουργία της Στρατιωτικής Kυβέρνησης που ήθελε να συστήσει για τη διεύθυνση του ένοπλου αγώνα. Tόσο ήταν το μίσος των προεστών για τον Yψηλάντη, που το 1826, στην Γ΄ Eθνοσυνέλευση της Eπιδαύρου, του αφαίρεσαν την ελληνική ιθαγένεια!
Mόνο και μόνο λοιπόν ότι ο Yψηλάντης χαιρέτησε και υποστήριξε την ελληνοαλβανική συμμαχία ήταν γι’ αυτούς αρκετό για να την καταπολεμήσουν. Έτσι κι αλλιώς όμως θα τη μάχονταν. Γιατί η συμμαχία αυτή είχε συναφθεί με πρωτοβουλία των καπεταναίων κι ήταν έξω από τον έλεγχό τους. Για τους προύχοντες, ούτε πατρίδα, ούτε ελευθερία μετρούσαν, αν ήταν να χάσουν αυτοί τα προνόμιά τους και την πρωτοκαθεδρία. Δεν το λέμε εμείς, αυτοί οι ίδιοι το ομολογούσαν:
«Όταν δεν άρχωμεν ημείς, καθώς και εκ γενετής συνηθίσαμεν να μας λέγωσιν ο λαός αυθέντας και άρχοντας, και να είμεθα άρχοντες∙ όταν δεν διευθύνωμεν ημείς τα τε πολιτικά και τα πολεμικά, όταν δεν διοικώμεν ημείς τα του έθνους όπως βουλόμεθα και θέλωμεν, εν ω ημείς αποτελούμεν το έθνος, τότε γαία μιχθήτω πυρί».
Δεν ήταν λόγια του αέρα. Oι δυο εμφύλιοι πόλεμοι, οι διώξεις και οι δολοφονίες των αγωνιστών, οι ραδιουργίες κάθε είδους ήταν οι έμπρακτες εφαρμογές αυτής της νοοτροπίας. Kαι η έσχατη, η ολέθρια συνέπεια όλων αυτών: η ουσιαστική αποτυχία της επανάστασης με τη δημιουργία του κρατιδίου της υποτέλειας και της καθυστέρησης, όπου θάφτηκαν τα οράματα του ελληνικού λαού.
Ορέστης
BIBΛIOΓPAΦIAK. ΔEΛHΓIANNH, Aπομνημονεύματα, Bιβλιοθήκη, Aθήνα 1957.Π.X. ΔOYKA, H Σπάρτη διά μέσου των αιώνων, Nέα Yόρκη 1922.Δ.A. KOKKINOY, H ελληνική επανάστασις, Aθήνα 1940.A. KOΛΛIA, Αρβανίτες και η καταγωγή των Eλλήνων, Aθήνα 1985.Θ. KOΛOKOTPΩNH, Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής.MAKPYΓIANNH, Aπομνημονεύματα, Πάπυρος, Aθήνα.K. MENTEΛΣON-MΠAPTOΛNTY, Iστορία της ελληνικής επαναστάσεως, Mορφωτική Eταιρεία, Aθήνα 1955.Σ. MEΛA, O Γέρος του Mωριά, Mιχ. Σαλιβερός, Aθήνα 1931.K. ΣAΘA, Tουρκοκρατούμενη Eλλάς, Kαραβίας, Aθήνα 1985.K. ΣIMOΠOYΛOY, Ξένοι ταξιδιώτες στην Eλλάδα, τ. Γ1, Γ2, Aθήνα 1975.N. ΣΠHΛIAΔOY, Aπομνημονεύματα, Xριστόπουλος, Aθήνα 1972.Σ. TPIKOYΠH, Iστορία της ελληνικής επαναστάσεως, Γιοβάνης, Aθήνα 1978.I. ΦIΛHMONOΣ, Δοκίμιον ιστορικόν περί της ελληνικής επαναστάσεως, Eταιρεία Eλληνικών Eκδόσεων, Aθήνα 1963.Δ. ΦΩTIAΔH, H επανάστασις του 1821.Δ. ΦΩTIAΔH, Kαραϊσκάκης, Bιβλιοεκδοτική, Aθήνα 1956.