Κόκκινη Νύχτα
Jaquou vs l' Utopie
Τα χιλιάδες λαμπιόνια της πλατείας Συντάγματος αλλάζουν το φως της νύχτας. Η Μ περνάει σχεδόν καθημερινά δίπλα τους. Την πρώτη φορά που ανέβηκε τη Φιλελλήνων τα θυμήθηκε πολύ αργά. Ούτε που έριξε το βλέμμα στα χριστουγεννιάτικα φώτα. Είχε πια μπει στο σπίτι όταν συνειδητοποίησε πως είχε δει κάπου μια φωτογραφία με ένα φωτισμένο καράβι στην πλατεία και αμέσως αναρωτήθηκε πως γίνεται να μην το είδε. Τις τελευταίες μέρες καθώς ανεβαίνει τη Σταδίου υπενθυμίζει στον εαυτό της να χαζέψει τον στολισμό της, ψάχνοντας λίγο αφύσικα, σχεδόν ψυχαναγκαστικά, να βρει χαρές στα φώτα. Τώρα που το σκέφτεται, δεν θυμάται ποτέ να της άρεσαν οι φωτεινές γιρλάντες στα δέντρα. Οι υπάλληλοι του δήμου που τις τοποθετούν με το γερανοφόρο όχημα δεν έχουν ποτέ στο μυαλό τους το αποτέλεσμα. Γι’ αυτό και ποτέ δεν τις τοποθετούν με σχέδιο να αγκαλιάσουν το φυτό, τις κρεμούν βιαστικά απ’ τις κορυφές των κλαδιών και στο τέλος είναι σαν να έχει πάρει κάποιος μια κίτρινη φωσφοριζέ μπογιά και να έχει μουντζουρώσει την οροφή της πλατείας. Λες και ο κεντρικός στολισμός δεν θα ήταν αρκετός, λες και το καράβι δεν έφτανε, λες και έχει νόημα να κρεμάς ανθρώπους στα γερανοφόρα για να κρεμάσουν τα καλώδια στα δέντρα. Περιττό ρίσκο για ένα τόσο αμφίβολο αποτέλεσμα. Παρ’ όλα αυτά, κάθε φορά που περνάει χαζεύει τον φωτισμό, σαν να μην μπορεί να κάνει αλλιώς. Ενώ, όπως είπε το Σάββατο ο Δ, το φωτεινό “ΑΘΗΝΑ” που βλέπεις στην Ομόνοια καθώς ανεβαίνεις από την Πειραιώς, αρχιτεκτονικά τουλάχιστον, είναι ωραιότατο. Το βράδυ, σημείωσε. Η Μ είχε συμφωνήσει σιωπηλή. “Αλλά τη μέρα;” αναρωτήθηκε. Ο Δ δεν απάντησε. Έτσι κι αλλιώς ο Ομόνοια είναι μια άσχημη πλατεία.
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς στο σουπερμάρκετ, κρατώντας το καλάθι με τις προσθήκες της τελευταίας στιγμής στα χέρια, σταγόνες κουβερτούρας, αβγά, φέτες μοτσαρέλα και ζαμπόν, ψωμί για τοστ, σκιπ σε προσφορά, τέσσερα ευρώ φτηνότερο, βιτάμ, αποσμητικό, άβα, περιμένοντας στην ουρά του ταμείου χάζευε ως συνήθως τον κόσμο. Η κυρία που σίγουρα μόλις είχε έρθει από το κομμωτήριο με ολόισια ξανθά γυαλιστερά μακριά μαλλιά, σχεδόν μέχρι τη μέση της, ασύμμετρα μακριά για μια τόσο κοντή γυναίκα, ο κύριος που ήταν η σειρά του να αδειάσει το καλάθι στο ταμείο και σίγουρα σκεφτόταν κάτι άλλο γιατί κοίταζε προς την έξοδο, η κοπέλα που γέμιζε τις σακούλες με τα ψώνια των πελατών και πηγαινοερχόταν σε όποιον την φώναζε, η γιαγιά που στεκόταν μπροστά στη Μ με το καρό καροτσάκι της λαϊκής, ο γκριζομάλης κύριος παραδίπλα, στον πάγκο με το κρέας που της φάνηκε παππούς γιατί είχε μαζί του μια χαριτωμένη μικρή, ούτε πέντε χρονών, με λεπτά ποδαράκια και κόκκινο καλσόν κι ένα μπλε σκουφί που περπατώντας ή και χορεύοντας πλησίασε το ταμείο και διάλεξε ανάμεσα στα δέκα διαφορετικά κουτιά με τσίχλες ένα κόκκινο, γυαλιστερό. «Ακολούθησέ με» είπε στον παππού, και πήγε πιο πέρα. «Τι είναι αυτό;», είπε έκπληκτη η γιαγιά με το καρό καρότσι. «Μια καταναλώτρια!» και γέλασε. Γέλασε κι ο παππούς. “Τα παιδιά σήμερα ξέρουν τόσα πολλά” συνέχισε η γιαγιά χαμογελστή. Η Μ δεν ήξερε τι να υποθέσει. Άδειασε το καλάθι στο ταμείο. Θυμήθηκε την πρώτη φορά που είδε έκπληκτη υπάλληλο σουπερμάρκετ στέκεται στο όρθια στο ταμείο και να της γεμίζει τις σακούλες με τα ψώνια της και παραλίγο να βάλει τα κλάματα. Άνοιξε το φερμουάρ για να βρει το πορτοφόλι.
αναδημοσίευση από:
http://jaquou.wordpress.com/2014/01/01/%CE%BA%CF%8C%CE%BA%CE%BA%CE%B9%CE%BD%CE%B7-%CE%BD%CF%8D%CF%87%CF%84%CE%B1/#comment-7372