6 Δεκεμβρίου 2008: Τα σβησμένα(;) ίχνη μιας εξέγερσης που υποχώρησε «ανίκητη»…
«Είναι πλέον σαφές ότι η Ελλάδα βιώνει την πρώτη βίαιη κοινωνική αντίδραση που ξεσπάει στην Δύση μετά την πρόσφατη διεθνή οικονομική κρίση».
Μιχάλης Χρυσοχοϊδης, 9-12-2008, δηλώσεις στην Καθημερινή λίγες ημέρες μετά την απαρχή της εξέγερσης τον Δεκέμβρη του 2008
«Ρωτούν διάφοροι ξένοι δημοσιογράφοι και ακαδημαϊκοί που επισκέπτονται την Ελλάδα «πως και δεν έχει ακόμη ξεσηκωθεί πραγματικά ο κόσμος;». Όλα τα μοντέλα για την ανάλυση οικονομιών σε βαθιά κρίση δείχνουν ότι έπειτα από τόσα χρόνια ύφεσης και με τόση ανεργία (ειδικά στους νέους) θα έπρεπε να έχει ήδη υπάρξει μια «ημέρα της Βαστίλης», μια πραγματική λαϊκή εξέγερση. Δεν έχουμε δει κάτι τέτοιο μέχρι τώρα. Τα συνεχή καλέσματα της Αριστεράς και άλλων πολιτικών ή συνδικαλιστικών δυνάμεων δεν έχουν πιάσει τόπο. Πρέπει, λοιπόν, να κοιμάται ήσυχο το όποιο αστικό «σύστημα» της χώρας; Δεν νομίζω».
Αλέξης Παπαχελάς, Η «ημέρα της Βαστίλλης», Καθημερινή 24-11-2013
Ορισμένοι αριστεροί τονίζουν συχνά πυκνά την ανάγκη συνειδητοποίησης του γεγονότος, ότι το όποιο πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να βασίζεται σε μηχανιστικές ισορροπίες και μονοδιάστατες αναλύσεις, θεωρώντας εσφαλμένη την ταύτιση της πολιτικής με τις σχέσεις δύναμης και ισχύος. Ο Άλκης Ρήγος, αναφερόμενος στην εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, έχει συγκεκριμένα διατυπώσει την άποψη, ότι «η Δημοκρατία είναι θεσμικά δυνάμει συγκρουσιακό πολίτευμα, στο πλαίσιο μιας αναγκαστικά συνεχώς μεταβαλλόμενης και ανανεούμενης αλληλεξάρτησης δυνάμεων, μέσα και πέραν των θεσμοποιημένων διαδικασιών».
Στον «αντίποδα»(;) πλήθος συμβατικών συστημικών διανοούμενων είχε από νωρίς επιλέξει τον τίτλο του τέλους μιας ακόμη δυσάρεστης εξέγερσης: «Ποτέ πια Δεκέμβρης».
Γι’ αυτούς, το «συμβάν», ο «βουβός» Δεκέμβρης, η εξέγερση δίχως αιτήματα, ήταν απλά το αποτέλεσμα της «παθογένειας της μεταπολίτευσης», ενώ η «τυφλή» βία των εξεγερμένων, δεν άφησε πίσω της «τίποτα» εκτός από την εκ νέου αποτίμηση της «αξίας του κράτους δικαίου», που δήλωσε εκκωφαντικά απών…
Με μια πρώτη ματιά διακρίνονται δυο αντιθετικές προσεγγίσεις που μοιάζουν να μην εφάπτονται, μια εικόνα, όμως, ξεκάθαρα πλασματική. Και βέβαια δεν στεκόμαστε στην σκόπιμη διάθεση δαιμονοποίησης ή ηρωοποίησης, που παρατηρείται σε παρόμοιες περιπτώσεις με σκοπό είτε την οικειοποίηση είτε την ανάκτηση του χαμένου κύρους για ορισμένες εξουσιαστικές μερίδες.
Οι δυο φαινομενικά αντιτιθέμενες απόψεις ουσιαστικά συγκλίνουν στην κατεύθυνση μιας αναγκαίας πολιτικής αναμόρφωσης. Η πρώτη, πιο ευέλικτη, προτάσσει την ανάγκη άντλησης δυνάμεων που πηγάζουν ακόμα και από την πλέον συγκρουσιακή ή εξεγερσιακή κατάσταση ανοίγοντας τα πολιτικά σύνορα της (επαν)ένταξης, δηλώνοντάς τα με σαφήνεια «μέσα αλλά και πέραν των θεσμοποιημένων διαδικασιών».
Η αντίθεσή της με την μακιαβελικού τύπου προσέγγιση της πολιτικής είναι, ότι η τελευταία δεν πρέπει να ταυτίζεται με τις σχέσεις δύναμης και ισχύος. Με άλλα λόγια αναγνωρίζεται η πολιτική υπόσταση των όποιων εξωθεσμικών δυνάμεων εντάσσονται στα κινήματα, όπως και η δυναμική των αντι-δομών των λεγόμενων αυτό-θεσμίσεων.
Εδώ ο διάλογος παραμένει το απαραίτητο συστατικό, όχι απλά της αφομοιωτικής διαδικασίας σε έναν ούτως ή άλλως ανύπαρκτο προηγούμενο στέρεο πολιτικό έδαφος, αλλά ως απαραίτητη προϋπόθεση επανεκκίνησης της πολιτικής.
Η δεύτερη άποψη εμφανίζεται άκαμπτη, αρτηριοσκληρωτική, υπέρμαχη του «νόμου και της τάξης», δίχως καμία διάθεση να διαπραγματευτεί με το «συμβάν» ή με τους συμμετέχοντες σ’ αυτό. Εδώ προασπίζεται πολιτικά η λεγόμενη συντήρηση, η ιδεολογική περιχαράκωση απέναντι στους «ανυπάκουους» νεολαίους που παρασύρονται σε ανέξοδους δρόμους, ή στους «επαγγελματίες» ταραχοποιούς που θέλει να «χαϊδέψει» η αριστερά, εκπροσωπώντας τους, ενίοτε, πολιτικά.
Μ’ άλλα λόγια, ενώ στην πρώτη περίπτωση το πεδίο της «ανομίας» θεωρείται μια πολιτική πρόκληση ανανέωσης, μετάβασης στην πολιτική αλλαγή, στην δεύτερη προτάσσεται η αγκύλωση ή καλύτερα η προσήλωση στους συμβατικούς δρόμους και στους «παλαιούς» διαχωρισμούς.
Το πρόβλημα και για τις δύο «αντιτιθέμενες» απόψεις παραμένει κοινό και αυτό είναι δύσκολο να κρυφθεί.
Έχουμε επανειλημμένα τονίσει, ότι η λεγόμενη κρίση παρουσιάστηκε και συνεχίζει να παρουσιάζεται ως ένα «ατύχημα», ένα «λάθος» που οφείλουν οι ίδιοι οι «κατασκευαστές» του να διορθώσουν. Έως τότε, οι διάφορες μερίδες της εξουσίας, που φυσικά συνυπάρχουν μέσα από τους ανταγωνισμούς τους –συχνά σκληρότατους–, προσπαθούν με κάθε τρόπο να επιβάλλουν μια αδιατάρακτη πορεία που θα τους διασφαλίσει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 υπό αυτήν την έννοια, δεν βρίσκεται ούτε κοντά ούτε μακριά. Δεν δικαιώθηκε ούτε συνεχίζεται. Δεν προήγαγε την ταξική πάλη (ευτυχώς βέβαια) και άλλο τόσο δεν διαπραγματεύτηκε σε καμία της στιγμή την θεσμική-συνταγματική «αναμόρφωση της χώρας», όπως κομπορρημονούσε εν πολλοίς το κίνημα των πλατειών λίγο αργότερα, εν μέσω αντιμνημονιακών αγώνων με όραμα προφανώς μια νέα Συντακτική Εθνοσυνέλευση. Μια εξέγερση που δεν αναβίωσε κανενός είδους ΕΑΜικό εθνικισμό, μια εξέγερση που δεν προέταξε ούτε στιγμή πολιτικές διεκδικήσεις και αναγνώριση από μια μελλοντική αριστερή διακυβέρνηση.
Ήταν, τέλος, μια εξέγερση που δεν υποσχέθηκε σε κανένα, και τίποτα, αφού το μίσος περίσσευε σ’ αυτήν. Υποχώρησε όχι επειδή κατεστάλη βίαια, αλλά αφού προηγουμένως η διάθεση καταστροφής, απλά κορέστηκε, ενώ οι αντιθεσμίσεις που προβλήθηκαν ως συνέχειά της δεν αποτελούσαν ούτε καν το θαμπωμένο της είδωλο.
Τι μάθαμε απ’ αυτήν; Πολλά. Και πρώτα απ’ όλα τα όρια της συνολικότερης αντιπαράθεσης που χαρακτήριζαν τους κοινωνικούς μεταπολιτευτικούς αγώνες και αποτυπώθηκαν λίγο μόλις αργότερα στους αντιμνημονιακούς αγώνες. Η εξέγερση του 2008 ήρθε να αποτυπώσει το πέρασμα στην «νέα» εποχή των μνημονίων. Στο πύρινο πέρασμα της, η αριστερά, που «κατανοούσε» τους εξεγερμένους άρχισε να προβάρει τα κυβερνητικά της άμφια, οι ένοπλες πρωτοπορίες, τυφλωμένες, βάλθηκαν να τελειώσουν μια παρτίδα χαμένη, για εκείνες, από χέρι, ενώ το «ξεπεσμένο» πολιτικό προσωπικό διέκρινε ήδη το «τέλος» μιας εποχής.
Η «νέα» εποχή λοιπόν έχει ανατείλει;
Για τους κυρίαρχους χωρίς αμφιβολία, γιατί προχωρούν με σχέδιο, χωρίς δισταγμούς, χωρίς επιφυλάξεις και χωρίς πισωγυρίσματα. Γιατί αντλούν δύναμη από τις αδυναμίες όσων αγωνίζονται, από την υποχωρητικότητά τους και πρώτα απ’ όλα στο πεδίο των απόψεων.
Η εξέγερση του 2008 δεν ήταν μια χαμένη ευκαιρία για τους αναρχικούς (αλλά μια «στιγμή» που εντάσσεται σε μια συνολικότερη απελευθερωτική διεργασία στην οποία συμμετέχουν), ούτε και η ευκαιρία, όπως θεώρησαν οι κατέχοντες τα κινηματικά οφίτσια ένταξης από καλύτερη θέση στους πολιτικούς συσχετισμούς της «νέας» εποχής.
Όσο για τα ίχνη της πρώτης εξέγερσης τέτοιων διαστάσεων στον 21ο αιώνα ήδη επιχειρείται αν όχι να σβηστούν σίγουρα να αλλοιωθούν όσο το δυνατόν περισσότερο και σ’ αυτήν την περίπτωση συνηγορούν τόσο οι απόψεις που εξιδανικεύουν όσο και εκείνες που δαιμονοποιούν.
Μιχάλης Χρυσοχοϊδης, 9-12-2008, δηλώσεις στην Καθημερινή λίγες ημέρες μετά την απαρχή της εξέγερσης τον Δεκέμβρη του 2008
«Ρωτούν διάφοροι ξένοι δημοσιογράφοι και ακαδημαϊκοί που επισκέπτονται την Ελλάδα «πως και δεν έχει ακόμη ξεσηκωθεί πραγματικά ο κόσμος;». Όλα τα μοντέλα για την ανάλυση οικονομιών σε βαθιά κρίση δείχνουν ότι έπειτα από τόσα χρόνια ύφεσης και με τόση ανεργία (ειδικά στους νέους) θα έπρεπε να έχει ήδη υπάρξει μια «ημέρα της Βαστίλης», μια πραγματική λαϊκή εξέγερση. Δεν έχουμε δει κάτι τέτοιο μέχρι τώρα. Τα συνεχή καλέσματα της Αριστεράς και άλλων πολιτικών ή συνδικαλιστικών δυνάμεων δεν έχουν πιάσει τόπο. Πρέπει, λοιπόν, να κοιμάται ήσυχο το όποιο αστικό «σύστημα» της χώρας; Δεν νομίζω».
Αλέξης Παπαχελάς, Η «ημέρα της Βαστίλλης», Καθημερινή 24-11-2013
Ορισμένοι αριστεροί τονίζουν συχνά πυκνά την ανάγκη συνειδητοποίησης του γεγονότος, ότι το όποιο πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να βασίζεται σε μηχανιστικές ισορροπίες και μονοδιάστατες αναλύσεις, θεωρώντας εσφαλμένη την ταύτιση της πολιτικής με τις σχέσεις δύναμης και ισχύος. Ο Άλκης Ρήγος, αναφερόμενος στην εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, έχει συγκεκριμένα διατυπώσει την άποψη, ότι «η Δημοκρατία είναι θεσμικά δυνάμει συγκρουσιακό πολίτευμα, στο πλαίσιο μιας αναγκαστικά συνεχώς μεταβαλλόμενης και ανανεούμενης αλληλεξάρτησης δυνάμεων, μέσα και πέραν των θεσμοποιημένων διαδικασιών».
Στον «αντίποδα»(;) πλήθος συμβατικών συστημικών διανοούμενων είχε από νωρίς επιλέξει τον τίτλο του τέλους μιας ακόμη δυσάρεστης εξέγερσης: «Ποτέ πια Δεκέμβρης».
Γι’ αυτούς, το «συμβάν», ο «βουβός» Δεκέμβρης, η εξέγερση δίχως αιτήματα, ήταν απλά το αποτέλεσμα της «παθογένειας της μεταπολίτευσης», ενώ η «τυφλή» βία των εξεγερμένων, δεν άφησε πίσω της «τίποτα» εκτός από την εκ νέου αποτίμηση της «αξίας του κράτους δικαίου», που δήλωσε εκκωφαντικά απών…
Με μια πρώτη ματιά διακρίνονται δυο αντιθετικές προσεγγίσεις που μοιάζουν να μην εφάπτονται, μια εικόνα, όμως, ξεκάθαρα πλασματική. Και βέβαια δεν στεκόμαστε στην σκόπιμη διάθεση δαιμονοποίησης ή ηρωοποίησης, που παρατηρείται σε παρόμοιες περιπτώσεις με σκοπό είτε την οικειοποίηση είτε την ανάκτηση του χαμένου κύρους για ορισμένες εξουσιαστικές μερίδες.
Οι δυο φαινομενικά αντιτιθέμενες απόψεις ουσιαστικά συγκλίνουν στην κατεύθυνση μιας αναγκαίας πολιτικής αναμόρφωσης. Η πρώτη, πιο ευέλικτη, προτάσσει την ανάγκη άντλησης δυνάμεων που πηγάζουν ακόμα και από την πλέον συγκρουσιακή ή εξεγερσιακή κατάσταση ανοίγοντας τα πολιτικά σύνορα της (επαν)ένταξης, δηλώνοντάς τα με σαφήνεια «μέσα αλλά και πέραν των θεσμοποιημένων διαδικασιών».
Η αντίθεσή της με την μακιαβελικού τύπου προσέγγιση της πολιτικής είναι, ότι η τελευταία δεν πρέπει να ταυτίζεται με τις σχέσεις δύναμης και ισχύος. Με άλλα λόγια αναγνωρίζεται η πολιτική υπόσταση των όποιων εξωθεσμικών δυνάμεων εντάσσονται στα κινήματα, όπως και η δυναμική των αντι-δομών των λεγόμενων αυτό-θεσμίσεων.
Εδώ ο διάλογος παραμένει το απαραίτητο συστατικό, όχι απλά της αφομοιωτικής διαδικασίας σε έναν ούτως ή άλλως ανύπαρκτο προηγούμενο στέρεο πολιτικό έδαφος, αλλά ως απαραίτητη προϋπόθεση επανεκκίνησης της πολιτικής.
Η δεύτερη άποψη εμφανίζεται άκαμπτη, αρτηριοσκληρωτική, υπέρμαχη του «νόμου και της τάξης», δίχως καμία διάθεση να διαπραγματευτεί με το «συμβάν» ή με τους συμμετέχοντες σ’ αυτό. Εδώ προασπίζεται πολιτικά η λεγόμενη συντήρηση, η ιδεολογική περιχαράκωση απέναντι στους «ανυπάκουους» νεολαίους που παρασύρονται σε ανέξοδους δρόμους, ή στους «επαγγελματίες» ταραχοποιούς που θέλει να «χαϊδέψει» η αριστερά, εκπροσωπώντας τους, ενίοτε, πολιτικά.
Μ’ άλλα λόγια, ενώ στην πρώτη περίπτωση το πεδίο της «ανομίας» θεωρείται μια πολιτική πρόκληση ανανέωσης, μετάβασης στην πολιτική αλλαγή, στην δεύτερη προτάσσεται η αγκύλωση ή καλύτερα η προσήλωση στους συμβατικούς δρόμους και στους «παλαιούς» διαχωρισμούς.
Το πρόβλημα και για τις δύο «αντιτιθέμενες» απόψεις παραμένει κοινό και αυτό είναι δύσκολο να κρυφθεί.
Έχουμε επανειλημμένα τονίσει, ότι η λεγόμενη κρίση παρουσιάστηκε και συνεχίζει να παρουσιάζεται ως ένα «ατύχημα», ένα «λάθος» που οφείλουν οι ίδιοι οι «κατασκευαστές» του να διορθώσουν. Έως τότε, οι διάφορες μερίδες της εξουσίας, που φυσικά συνυπάρχουν μέσα από τους ανταγωνισμούς τους –συχνά σκληρότατους–, προσπαθούν με κάθε τρόπο να επιβάλλουν μια αδιατάρακτη πορεία που θα τους διασφαλίσει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 υπό αυτήν την έννοια, δεν βρίσκεται ούτε κοντά ούτε μακριά. Δεν δικαιώθηκε ούτε συνεχίζεται. Δεν προήγαγε την ταξική πάλη (ευτυχώς βέβαια) και άλλο τόσο δεν διαπραγματεύτηκε σε καμία της στιγμή την θεσμική-συνταγματική «αναμόρφωση της χώρας», όπως κομπορρημονούσε εν πολλοίς το κίνημα των πλατειών λίγο αργότερα, εν μέσω αντιμνημονιακών αγώνων με όραμα προφανώς μια νέα Συντακτική Εθνοσυνέλευση. Μια εξέγερση που δεν αναβίωσε κανενός είδους ΕΑΜικό εθνικισμό, μια εξέγερση που δεν προέταξε ούτε στιγμή πολιτικές διεκδικήσεις και αναγνώριση από μια μελλοντική αριστερή διακυβέρνηση.
Ήταν, τέλος, μια εξέγερση που δεν υποσχέθηκε σε κανένα, και τίποτα, αφού το μίσος περίσσευε σ’ αυτήν. Υποχώρησε όχι επειδή κατεστάλη βίαια, αλλά αφού προηγουμένως η διάθεση καταστροφής, απλά κορέστηκε, ενώ οι αντιθεσμίσεις που προβλήθηκαν ως συνέχειά της δεν αποτελούσαν ούτε καν το θαμπωμένο της είδωλο.
Τι μάθαμε απ’ αυτήν; Πολλά. Και πρώτα απ’ όλα τα όρια της συνολικότερης αντιπαράθεσης που χαρακτήριζαν τους κοινωνικούς μεταπολιτευτικούς αγώνες και αποτυπώθηκαν λίγο μόλις αργότερα στους αντιμνημονιακούς αγώνες. Η εξέγερση του 2008 ήρθε να αποτυπώσει το πέρασμα στην «νέα» εποχή των μνημονίων. Στο πύρινο πέρασμα της, η αριστερά, που «κατανοούσε» τους εξεγερμένους άρχισε να προβάρει τα κυβερνητικά της άμφια, οι ένοπλες πρωτοπορίες, τυφλωμένες, βάλθηκαν να τελειώσουν μια παρτίδα χαμένη, για εκείνες, από χέρι, ενώ το «ξεπεσμένο» πολιτικό προσωπικό διέκρινε ήδη το «τέλος» μιας εποχής.
Η «νέα» εποχή λοιπόν έχει ανατείλει;
Για τους κυρίαρχους χωρίς αμφιβολία, γιατί προχωρούν με σχέδιο, χωρίς δισταγμούς, χωρίς επιφυλάξεις και χωρίς πισωγυρίσματα. Γιατί αντλούν δύναμη από τις αδυναμίες όσων αγωνίζονται, από την υποχωρητικότητά τους και πρώτα απ’ όλα στο πεδίο των απόψεων.
Η εξέγερση του 2008 δεν ήταν μια χαμένη ευκαιρία για τους αναρχικούς (αλλά μια «στιγμή» που εντάσσεται σε μια συνολικότερη απελευθερωτική διεργασία στην οποία συμμετέχουν), ούτε και η ευκαιρία, όπως θεώρησαν οι κατέχοντες τα κινηματικά οφίτσια ένταξης από καλύτερη θέση στους πολιτικούς συσχετισμούς της «νέας» εποχής.
Όσο για τα ίχνη της πρώτης εξέγερσης τέτοιων διαστάσεων στον 21ο αιώνα ήδη επιχειρείται αν όχι να σβηστούν σίγουρα να αλλοιωθούν όσο το δυνατόν περισσότερο και σ’ αυτήν την περίπτωση συνηγορούν τόσο οι απόψεις που εξιδανικεύουν όσο και εκείνες που δαιμονοποιούν.
Συσπείρωση Αναρχικών
Από τη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 133, Δεκέμβριος 2013
Πηγή:
http://anarchypress.wordpress.com/2013/12/08/6-%CE%B4%CE%B5%CE%BA%CE%B5%CE%BC%CE%B2%CF%81%CE%AF%CE%BF%CF%85-2008-%CF%84%CE%B1-%CF%83%CE%B2%CE%B7%CF%83%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CE%AF%CF%87%CE%BD%CE%B7-%CE%BC%CE%B9%CE%B1%CF%82-%CE%B5%CE%BE/#more-18231