Απαγόρευση Απόπλου
Γύρω μας, ένας χορός αρχαίας τραγωδίας με καρφίτσες στο στόμα
Πάνω μας, σέρνουν τις ξέπνοες σκιές στους, άγγελοι με τσακισμένα φτερά
Και στα μεγάφωνα ακούγεται βραχνά: “Παρατεταμένη Απαγόρευση Απόπλου”
Πάνω μας, σέρνουν τις ξέπνοες σκιές στους, άγγελοι με τσακισμένα φτερά
Και στα μεγάφωνα ακούγεται βραχνά: “Παρατεταμένη Απαγόρευση Απόπλου”
Μα εσύ δεν δίνεις σημασία. Δεν έχεις πού να ταξιδέψεις πλέον.
Τσαλακωμένος ο χάρτης της ζωής σου, γεμάτος λερά στίγματα που γίναν ξέρες.
Κάνει κρύο απόψε κι ο αέρας δεν σ’ αφήνει να κοιμηθείς.
Τσαλακωμένος ο χάρτης της ζωής σου, γεμάτος λερά στίγματα που γίναν ξέρες.
Κάνει κρύο απόψε κι ο αέρας δεν σ’ αφήνει να κοιμηθείς.
Το δικό σου σπιτικό, είναι πλέον, τα λίγα τετραγωνικά εκατοστά που ορίζει το σμπαραλιασμένο σου κορμί.
Λίγο υπομονή ακόμη, μέχρι να σε πάρει ο ύπνος. Μέχρι να καταφέρεις να χύσεις τα όνειρά σου ξανά στο πεζοδρόμιο.
Κάτω από ένα βρώμικο παλτό που μυρίζει μελλοθάνατο, κάτω από μια κούτα μιας LED τηλεόρασης, κάτω από τα
αγχωμένα βήματα ανθρώπων με καρατομημένο βλέμμα.
Λίγο υπομονή ακόμη, μέχρι να σε πάρει ο ύπνος. Μέχρι να καταφέρεις να χύσεις τα όνειρά σου ξανά στο πεζοδρόμιο.
Κάτω από ένα βρώμικο παλτό που μυρίζει μελλοθάνατο, κάτω από μια κούτα μιας LED τηλεόρασης, κάτω από τα
αγχωμένα βήματα ανθρώπων με καρατομημένο βλέμμα.
Κάνει κρύο απόψε κι ο αέρας σκάβει την πόλη σαν τυμβωρύχος.
Κι εγώ ντρέπομαι.
Που κάθομαι όσο ζεστά μπορώ, και γράφω πράγματα για εσένα, που ποτέ δεν πρόκειται να διαβάσεις.
Κι εγώ ντρέπομαι.
Που κάθομαι όσο ζεστά μπορώ, και γράφω πράγματα για εσένα, που ποτέ δεν πρόκειται να διαβάσεις.
Την ώρα που η ψυχή σου τρίζει από το κρύο και την ανέχεια,
εγώ αραδιάζω, μια μισοφαγωμένη αλφαβήτα, από τα τρωκτικά της ευμάρειας.
εγώ αραδιάζω, μια μισοφαγωμένη αλφαβήτα, από τα τρωκτικά της ευμάρειας.