η ιδεολογική (μας) αφομοίωση
Είναι (;) γενικά γνωστός ο τρόπος που, ξεκινώντας απ’ το αμερικανικό παράδειγμα του new deal στις ηπα, την δεκαετία του 1930, και γενικεύοντας μετά τον β παγκόσμιο πόλεμο στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό “βορρά”, η (τότε) εργατική τάξη αφομοιώθηκε λειτουργικά μέσα στο αναδιαρθρωμένο καπιταλιστικό Παράδειγμα. Ο πιο ευθύς θεωρητικός αυτής της αφομοίωσης ήταν ο Κέυνς. Άγνωστος επί της ουσίας στα μέρη μας ως προς την πολιτική συνείδηση των οικονομικών θεωρημάτων του, αλλά εξαιρετικά συνεπής απέναντι στην αλήθεια ότι η “οικονομία” στον καπιταλισμό είναι πολιτική οικονομία, ο Κέυνς, αν και φιλελεύθερος, κατάλαβε σωστά ότι ο καπιταλισμός (στη δεκαετία του 1930) είχε φτάσει στο χείλος ενός γκρεμού, τον οποίο θα απέφευγε μόνο εάν ενσωμάτωνε “δημιουργικά” την εργατική τάξη, και στην παραγωγική και στην καταναλωτική της διάσταση. Στράφηκε με εξαιρετική σφοδρότητα (και αιχμητή ειρωνεία) κατά των φιλελεύθερων “αληθειών” της εποχής του (εναντίον του θεωρήματος του “αόρατου χεριού της αγοράς”) και διατύπωσε μια σειρά όχι - και - τόσο - αιρετικών παραδοχών και κανόνων που τοποθετούσαν την εργασία στο κέντρο της παραγωγής του πλούτου (άρα της καπιταλιστικής αξιοποίησης). Στη γενική θεωρία για την απασχόληση, τον τόκο και το χρήμα (το βασικό του έργο, του 1936) έγραψε:
... Συμπαθώ, λοιπόν, την προκλασσική θεωρία, ότι όλα παράγονται από την εργασία, που βοηθιέται από αυτό που αποκαλούμε τέχνη και τώρα τεχνική, από φυσικούς πόρους που παρέχονται δωρεάν η κοστίζουν ένα μίσθωμα... και από τα αποτελέσματα της παρελθούσας εργασίας, που είναι ενσωματωμένη σε περιουσιακά στοιχεία, τα οποία, επίσης, έχουν μια τιμή ανάλογα με τη σπανιότητα ή την αφθονία τους. Είναι προτιμότερο να θεωρούμε την εργασία, συμπεριλαμβανομένων φυσικά των προσωπικών υπηρεσιών του επιχειρηματία και των βοηθών του, το μοναδικόσυντελεστή της παραγωγής, που λειτουργεί σε δεδομένο περιβάλλον τεχνικής, φυσικών πόρων, κεφαλαιουχικού εξοπλισμού και ενεργού ζήτησης... [1]
Για τον Κέυνς η μεγάλης κλίμακας εργατική οργάνωση με την μορφή / συνδικάτο, και οι εργατικοί αγώνες (ιδιαίτερα οξυμένοι διεθνώς απ’ την δεκαετία του 1910 και μετά) είχαν καταστρέψει οριστικά τις υποτιθέμενες μηχανιστικές ισορροπίες της μυθικής αγοράς. Αναλύοντας την Κεϋνσιανή ανατροπή “οπτικής” γράφαμε πριν λίγα χρόνια:
... Ως το ξέσπασμα της κρίσης, το 1929, αλλά και τα επόμενα χρόνια, η αστική τάξη είχε ενώπιόν της αυτόν τον διπλό κίνδυνο: τον κίνδυνο απ’ την μια μεριά, μιας μαζικής εργατικής τάξης οργανωμένης αυτόνομα, και τον κίνδυνο απ’ την άλλη μιας μαζικής εργατικής τάξης που δεν καταναλώνει παρά ελάχιστα απ’ αυτά που παράγει... Και τον αντιμετώπιζε με την βία και με τεχνάσματα. Απέναντι στη συνδικαλιστική δύναμη είχε απαξιωτική στάση, που κατέληγε πάντα ή σχεδόν πάντα στη χρήση της αστυνομίας και του στρατού. Απέναντι στην καταναλωτική δύναμη έδινε “δάνεια”.
Με δύο λόγια η αστική τάξη των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα έβλεπε τους προλετάριους σαν κάτι εξωτερικό στο ιδεολογικό και θεσμικό οικοδόμημά της. Σαν ένα είδος υπάκουου κρέατος που το αόρατο χέρι της οικονομίας και το βαρύ χέρι της διοίκησης θα έχει πάντα υπό έλεγχο και αξιοποίηση. Ήταν ο Κέυνς που αναποδογύρισε απ’ τη σκοπιά της οικονομικής θεωρίας αυτό το στερέωμα (και λέμε “απ’ τη σκοπιά της θεωρίας” επειδή στην πράξη η κρίση το είχε ήδη σμπαραλιάσει) κάνοντας κέντρο της νέας πολιτικής οικονομίας όχι το κέρδος αλλά τον μισθό! Ήταν ο Κέυνς που συναρμολογώντας τα κομμάτια της κριτικής που είχε ήδη ασκήσει στην κλασσική πολιτική οικονομία εστίασε στην παραγωγική για το κεφάλαιο κατανάλωση του μισθού, κάνοντάς την το νούμερο ένα θέμα μέσα από μια “γενική θεωρία της απασχόλησης...” [1b]
Με δύο λόγια η αστική τάξη των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα έβλεπε τους προλετάριους σαν κάτι εξωτερικό στο ιδεολογικό και θεσμικό οικοδόμημά της. Σαν ένα είδος υπάκουου κρέατος που το αόρατο χέρι της οικονομίας και το βαρύ χέρι της διοίκησης θα έχει πάντα υπό έλεγχο και αξιοποίηση. Ήταν ο Κέυνς που αναποδογύρισε απ’ τη σκοπιά της οικονομικής θεωρίας αυτό το στερέωμα (και λέμε “απ’ τη σκοπιά της θεωρίας” επειδή στην πράξη η κρίση το είχε ήδη σμπαραλιάσει) κάνοντας κέντρο της νέας πολιτικής οικονομίας όχι το κέρδος αλλά τον μισθό! Ήταν ο Κέυνς που συναρμολογώντας τα κομμάτια της κριτικής που είχε ήδη ασκήσει στην κλασσική πολιτική οικονομία εστίασε στην παραγωγική για το κεφάλαιο κατανάλωση του μισθού, κάνοντάς την το νούμερο ένα θέμα μέσα από μια “γενική θεωρία της απασχόλησης...” [1b]
Είναι πολλά αυτά που έχουν σημασία (για σήμερα...) σε εκείνη την καπιταλιστική Αλλαγή Παραδείγματος, αλλά δεν είναι εδώ το μέρος για να τα αναλύσουμε. Εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι πως η αφομοίωση της εργατικής τάξης τότε έγινε σε άμεση συνάρτηση με τους τρόπους που η ίδια εμφανιζόταν και δρούσε πολεμικά: με όρους τάξης, με όρους μαζικότητας. Το σύνολο των “φιλεργατικών” μέτρων που πήραν τα αφεντικά (τα καπιταλιστικά κράτη) πριν και, κυρίως, μετά το 1945, καθώς και η αναγνώριση των εργατικών συνδικάτων και των εργατικών κομμάτων σα νόμιμων και ισότιμων “συνομιλητών” και “κοινωνικών εταίρων”, έγινε πάνω στο έδαφος της αναγνώρισης, απ’ την μεριά των αφεντικών της μαζικής ταξικής πραγματικότητας των εργατών· οικονομικής, συνδικαλιστικής, κομματικής.
Σαν αυτόνομοι υποστηρίζουμε ότι το συγκεκριμένο “κοινωνικό συμβόλαιο” των 3 μεταπολεμικών χρυσών δεκαετιών της καπιταλιστικής ανάπτυξης σκίστηκε, κατ’ αρχήν, απ’ την ανανέωση και την διεύρυνση του εργατικού ανταγωνισμού στα ‘60s και στα ‘70s. Ήταν εκείνη η τότε καινούργια γενιά προλετάριων που στράφηκε επιθετικά (σχεδόν στο σύνολο του αναπτυγμένου καπιταλιστικά κόσμου) όχι μόνο κατά των αφεντικών / εργοδοτών, αλλά και κατά του κράτους· όπως, επίσης, και κατά των υποτιθέμενα δικών τους “εκπροσώπων”, συνδικάτων και κομμάτων. Απ’ τα ‘70s και μετά τίποτα δεν θα μπορούσε να μείνει όπως πριν στο καίριο ζήτημα της “αφομοίωσης” των εργατών.
Σαν αυτόνομοι υποστηρίζουμε ότι το συγκεκριμένο “κοινωνικό συμβόλαιο” των 3 μεταπολεμικών χρυσών δεκαετιών της καπιταλιστικής ανάπτυξης σκίστηκε, κατ’ αρχήν, απ’ την ανανέωση και την διεύρυνση του εργατικού ανταγωνισμού στα ‘60s και στα ‘70s. Ήταν εκείνη η τότε καινούργια γενιά προλετάριων που στράφηκε επιθετικά (σχεδόν στο σύνολο του αναπτυγμένου καπιταλιστικά κόσμου) όχι μόνο κατά των αφεντικών / εργοδοτών, αλλά και κατά του κράτους· όπως, επίσης, και κατά των υποτιθέμενα δικών τους “εκπροσώπων”, συνδικάτων και κομμάτων. Απ’ τα ‘70s και μετά τίποτα δεν θα μπορούσε να μείνει όπως πριν στο καίριο ζήτημα της “αφομοίωσης” των εργατών.
Ένα κεντρικό στοιχείο της “μεγάλης επανάστασηςντου νεο-φιλελευθερισμού” απ’ τα μέσα των ‘70s και μετά ήταν ταυτόχρονα θεσμικό και ιδεολογικό. Όπως περιγράφουμε αφετηριακά αλλού (κόκκινες σελίδες, 4ο τεύχος) εκείνο που ήταν το στήριγμα των αφεντικών στην οργάνωση και στην πειθάρχηση των εργατών και στην “απορρόφηση των κραδασμών” απ’ τις εργατικές αρνήσεις, δηλαδή το συνδικάτο, αφού πρώτα έγινε στόχος της καινούργιας εργατικής αρνητικότητας, άρχισε να εγκαταλείπεται και απ’ τα αφεντικά. Η οπτική αυτών των τελευταίων άρχισε να τροποποιείται ριζικά: απ’ το “γενικό” (τις γενικές συμφωνίες, τις γενικές νομοθεσίες και ρυθμίσεις) στο “επιμέρους”. Δεν ήταν απλά αλλαγή κλίμακας, όπως φάνηκε κατ’ αρχήν. Ήταν αλλαγή εστίασης.
Στην ιδεολογική πλευρά, αν και ορισμένες βασικές “θέσεις” του νεοφιλελευθερισμού δουλεύονταν δεκαετίες πριν σε μικρούς κύκλους διανοούμενων και οικονομολόγων [2], ήταν μετά τα μέσα των ‘70s και, κυρίως, στα ‘80s και στα ‘90s που έγινε η μεγάλη αντιστροφή. Ακόμα και ως την δεκαετία του 1970 οι εργάτες (σαν τάξη) αντιμετωπίζονταν απ’ τα αφεντικά με τον τρόπο που, περίπου, είχε περιγράψει ο Μαρξ (αλλά ακόμα και οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι του 19ου αιώνα). Σαν εργατική δύναμη· σαν ένας βασικός “συντελεστής της παραγωγής”, εντελώς διαφορετικός ωστόσο απ’ το κεφάλαιο. Ο Μαρξ, φυσικά, είχε πάει το πράγμα πιο μακριά, μιλώντας για τον τρόπο που τα αφεντικά αντιμετώπιζαν τους εργάτες. Είχε μιλήσει για μεταβλητό κεφάλαιο (= η “ζωντανή εργασία”) σε διάκριση με το σταθερό κεφάλαιο (= μηχανές, κτίρια, κλπ). Όμως σε γενικές γραμμές η εργασία / εργατική δύναμη και το κεφάλαιο παρέμεναν ως τα ‘70s δύο εντελώς διαφορετικοί “πόλοι” στην καπιταλιστική οργάνωση, που θα έπρεπε να αναλυόνται με διαφορετικούς τρόπους.
Η νεοφιλελεύθερη πρόταση ήταν τολμηρή: θεώρησε την εργασία, την εργατική δύναμη επίσης σαν “κεφάλαιο”. Σαν “ατομικό κεφάλαιο”, ιδιοκτησίας του κάθε εργάτη και της κάθε εργάτριας χωριστά. Σ’ αυτό το “ατομικό κεφάλαιο” δεν συσκευάστηκαν μόνο η “δυνατότητα εργασίας”, δηλαδή οι γνώσεις, η εμπειρία, η “διάθεση χρόνου” ή η “εφευρετικότητα”. Στο “ατομικό κεφάλαιο” μπήκαν επίσης η υγεία (και η διατήρησή της), η εκπαίδευση, η κοινωνικότητα κλπ.
Χάρη σ’ αυτή την καίρια αντιστροφή, απ’ την οπτική του νεο-φιλελευθερισμού, δεν (θα) υπήρχαν πλέον εργάτες (κι ούτε λόγος για εργατική τάξη) αλλά “μικροί κεφαλαιούχοι”, μικροί καπιταλιστές δηλαδή, των οποίων το βασικό “περιουσιακό στοιχείο” ήταν η δυνατότητά τους να δουλεύουν. Και σαν καπιταλιστές - του - εαυτού τους (ή, πιο εύηχα, επιχειρηματίες του εαυτού τους, όπως έγινε ευμενώς αποδεκτό στα ‘80s και στα ‘90s) θα έπρεπε να “επενδύουν” στον εαυτό τους, να “φροντίζουν αυτήν την επένδυση” (σωματικά, κοινωνικά, ψυχοσυναισθηματικά) και να υπολογίζουν διαρκώς την “απόδοσή” της (“κέρδη / ζημιές”).
Στην ιδεολογική πλευρά, αν και ορισμένες βασικές “θέσεις” του νεοφιλελευθερισμού δουλεύονταν δεκαετίες πριν σε μικρούς κύκλους διανοούμενων και οικονομολόγων [2], ήταν μετά τα μέσα των ‘70s και, κυρίως, στα ‘80s και στα ‘90s που έγινε η μεγάλη αντιστροφή. Ακόμα και ως την δεκαετία του 1970 οι εργάτες (σαν τάξη) αντιμετωπίζονταν απ’ τα αφεντικά με τον τρόπο που, περίπου, είχε περιγράψει ο Μαρξ (αλλά ακόμα και οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι του 19ου αιώνα). Σαν εργατική δύναμη· σαν ένας βασικός “συντελεστής της παραγωγής”, εντελώς διαφορετικός ωστόσο απ’ το κεφάλαιο. Ο Μαρξ, φυσικά, είχε πάει το πράγμα πιο μακριά, μιλώντας για τον τρόπο που τα αφεντικά αντιμετώπιζαν τους εργάτες. Είχε μιλήσει για μεταβλητό κεφάλαιο (= η “ζωντανή εργασία”) σε διάκριση με το σταθερό κεφάλαιο (= μηχανές, κτίρια, κλπ). Όμως σε γενικές γραμμές η εργασία / εργατική δύναμη και το κεφάλαιο παρέμεναν ως τα ‘70s δύο εντελώς διαφορετικοί “πόλοι” στην καπιταλιστική οργάνωση, που θα έπρεπε να αναλυόνται με διαφορετικούς τρόπους.
Η νεοφιλελεύθερη πρόταση ήταν τολμηρή: θεώρησε την εργασία, την εργατική δύναμη επίσης σαν “κεφάλαιο”. Σαν “ατομικό κεφάλαιο”, ιδιοκτησίας του κάθε εργάτη και της κάθε εργάτριας χωριστά. Σ’ αυτό το “ατομικό κεφάλαιο” δεν συσκευάστηκαν μόνο η “δυνατότητα εργασίας”, δηλαδή οι γνώσεις, η εμπειρία, η “διάθεση χρόνου” ή η “εφευρετικότητα”. Στο “ατομικό κεφάλαιο” μπήκαν επίσης η υγεία (και η διατήρησή της), η εκπαίδευση, η κοινωνικότητα κλπ.
Χάρη σ’ αυτή την καίρια αντιστροφή, απ’ την οπτική του νεο-φιλελευθερισμού, δεν (θα) υπήρχαν πλέον εργάτες (κι ούτε λόγος για εργατική τάξη) αλλά “μικροί κεφαλαιούχοι”, μικροί καπιταλιστές δηλαδή, των οποίων το βασικό “περιουσιακό στοιχείο” ήταν η δυνατότητά τους να δουλεύουν. Και σαν καπιταλιστές - του - εαυτού τους (ή, πιο εύηχα, επιχειρηματίες του εαυτού τους, όπως έγινε ευμενώς αποδεκτό στα ‘80s και στα ‘90s) θα έπρεπε να “επενδύουν” στον εαυτό τους, να “φροντίζουν αυτήν την επένδυση” (σωματικά, κοινωνικά, ψυχοσυναισθηματικά) και να υπολογίζουν διαρκώς την “απόδοσή” της (“κέρδη / ζημιές”).
Ημετατροπή της εργατικής δύναμης σε “ατομικό κεφάλαιο” και, κατά συνέπεια, η μετατροπή της εργασίας σε “σχέση δύο κεφαλαιούχων” (στη θέση του ιστορικού σχίσματος μεταξύ “πωλητή” και “αγοραστή” του “εμπορεύματος εργατική δύναμη”...) είχε σκοπό να επαναφομοιώσει τους εργάτες και τις εργάτριες, όμως τώρα όχι με όρους (και θεσμούς) τάξης (αφού μια τέτοια ρύθμιση θεωρούνταν πια ξεπερασμένη) αλλά με όρους ατομικότητας: ένας προς έναν, μία προς μία. Υπήρχαν δύο ισχυρά όπλα για να πετύχει κοινωνικά αυτή η μετατροπή / αντιστροφή: πρώτον, ένα μέρος των αρνήσεων των ‘60s και ‘70s επέτρεπε, πράγματι, ένα τέτοιο ζητούμενο “ιδεολογικής αναβάθμισης” των εργατών, ατομικά· και δεύτερον ο μικροαστισμός ήταν πάντα ένα δυνατό δηλητήριο σε εφεδρεία.
Το πόσο πέτυχε αυτή η μετατροπή / αντιστροφή της εργασίας σε “ατομική ιδιοκτησία”, σε “ατομικό κεφάλαιο” με όλες τις συνέπειες, το ξέρουμε πολύ καλά στα μέρη μας. Όπου (ακόμα) εργατική τάξη δεν υπάρχει...[3] Ωστόσο, αυτή η αντιστροφή, είχε και έχει ένα αδύνατο σημείο. Τι σημαίνει “απαξίωση κεφαλαίου” ή “καταστροφή κεφαλαίου” ή “υποτίμηση κεφαλαίου” όταν πρόκειται για αυτό το (νεοφιλελεύθερα ορισμένο) “ατομικό κεφάλαιο”· τι σημαίνει, σαν να λέμε, μια διαδικασία που είναι δομική και οργανική για το κεφάλαιο, όχι όμως και για την εργασία;
Η πρώτη μορφή που παίρνει η τέτοια “απαξίωση του ατομικού κεφαλαίου” (δηλαδή της εργατικής δύναμης), είναι η ανεργία. Με την νεοφιλελεύθερη προσέγγιση, οπτική, και ιδεολογία, η “ανεργία” δεν είναι τίποτα άλλο από “αργία κεφαλαίου”, μη απασχόλησή του. Όντως, υπάρχει απ’ την πλευρά του πραγματικού κεφάλαιου αυτή η κατάσταση “μη απασχόλησης”: εγκαταλειμένες εγκαταστάσεις, εγκαταλειμένα κτίρια (γραφείων, εργοστασίων, κατοικιών), κλπ. Ωστόσο η “μη απασχόληση”, η “εγκατάλειψη”, η “απαξίωση”, η “καταστροφή”, η “υποτίμηση” του “ατομικού μου κεφαλαίου” συμπίπτει με την απαξίωση, την υποτίμηση, την καταστροφή, του εαυτού (κατ’ αρχήν) και των ανθρώπινων κοινωνικών σχέσεων και δεσμών αμέσως μετά. Πρόκειται για κάτι εντελώς διαφορετικό. Ποιά είναι, για παράδειγμα, τα αντίστοιχα των αραχνών, των σκουπιδιών, των τρωκτικών, των ερειπίων (σαν μορφών της “μη απασχόλησης κεφαλαίου” με την αληθινή έννοια) όταν πρόκειται για το “ατομικό μου κεφάλαιο”; Ψυχολογικές, συναισθηματικές, σωματικές, και κοινωνικές καταστροφές - αυτό είναι το ανάλογο! Απ’ την μεριά της σύγχρονης καπιταλιστικής “λογικής”, δεν πρόκειται για τίποτα σπουδαίο... Αυτά συμβαίνουν! Απ’ την μεριά, όμως, την ανθρώπινης, κοινωνικής και εργατικής πραγματικότητας;
Το πόσο πέτυχε αυτή η μετατροπή / αντιστροφή της εργασίας σε “ατομική ιδιοκτησία”, σε “ατομικό κεφάλαιο” με όλες τις συνέπειες, το ξέρουμε πολύ καλά στα μέρη μας. Όπου (ακόμα) εργατική τάξη δεν υπάρχει...[3] Ωστόσο, αυτή η αντιστροφή, είχε και έχει ένα αδύνατο σημείο. Τι σημαίνει “απαξίωση κεφαλαίου” ή “καταστροφή κεφαλαίου” ή “υποτίμηση κεφαλαίου” όταν πρόκειται για αυτό το (νεοφιλελεύθερα ορισμένο) “ατομικό κεφάλαιο”· τι σημαίνει, σαν να λέμε, μια διαδικασία που είναι δομική και οργανική για το κεφάλαιο, όχι όμως και για την εργασία;
Η πρώτη μορφή που παίρνει η τέτοια “απαξίωση του ατομικού κεφαλαίου” (δηλαδή της εργατικής δύναμης), είναι η ανεργία. Με την νεοφιλελεύθερη προσέγγιση, οπτική, και ιδεολογία, η “ανεργία” δεν είναι τίποτα άλλο από “αργία κεφαλαίου”, μη απασχόλησή του. Όντως, υπάρχει απ’ την πλευρά του πραγματικού κεφάλαιου αυτή η κατάσταση “μη απασχόλησης”: εγκαταλειμένες εγκαταστάσεις, εγκαταλειμένα κτίρια (γραφείων, εργοστασίων, κατοικιών), κλπ. Ωστόσο η “μη απασχόληση”, η “εγκατάλειψη”, η “απαξίωση”, η “καταστροφή”, η “υποτίμηση” του “ατομικού μου κεφαλαίου” συμπίπτει με την απαξίωση, την υποτίμηση, την καταστροφή, του εαυτού (κατ’ αρχήν) και των ανθρώπινων κοινωνικών σχέσεων και δεσμών αμέσως μετά. Πρόκειται για κάτι εντελώς διαφορετικό. Ποιά είναι, για παράδειγμα, τα αντίστοιχα των αραχνών, των σκουπιδιών, των τρωκτικών, των ερειπίων (σαν μορφών της “μη απασχόλησης κεφαλαίου” με την αληθινή έννοια) όταν πρόκειται για το “ατομικό μου κεφάλαιο”; Ψυχολογικές, συναισθηματικές, σωματικές, και κοινωνικές καταστροφές - αυτό είναι το ανάλογο! Απ’ την μεριά της σύγχρονης καπιταλιστικής “λογικής”, δεν πρόκειται για τίποτα σπουδαίο... Αυτά συμβαίνουν! Απ’ την μεριά, όμως, την ανθρώπινης, κοινωνικής και εργατικής πραγματικότητας;
Υπαινισσόμαστε πως η ανεργία (σαν οριακή μορφή “κεφαλαιακής απαξίωσης” σύμφωνα με την νεοφιλελεύθερη ιδεολογία) είναι το έσχατο σημείο όπου (θεωρητικά τουλάχιστον) θα έπρεπε να συμβεί το γύρισμα του κόσμου, ξανά, με τα πόδια κάτω και το κεφάλι επάνω· και το βαθύ και οριστικό “διαζύγιο” με την ατομική και την συλλογική εννόηση των εαυτών μας σαν “ατομικών κεφαλαίων” και σαν “επιχειρηματιών του εαυτού μας”. Παρ’ όλα αυτά δεν πρόκειται για μια αυτόματη ή αυτονόητη “αποκατάσταση της πραγματικότητας”! Αρκεί να σκεφτούμε (και να θυμηθούμε) πόσο καλά έχει δουλέψει μια άλλη ιδεολογία, αυτή του χριστιανισμού, υπέρ της ενσωμάτωσης (της ατομικής ενσωμάτωσης) της ιδέας της “έκπτωσης” και της “τιμωρίας”.
Όμως, απ’ την άλλη μεριά, η “αχίλλεια φτέρνα” του θεωρήματος περί “ατομικών κεφαλαίων” παραμένει. Η κατάσταση της “παρακμής” δεν επηρεάζει τα “πάγια κεφάλαια” σαν τέτοια, γιατί ούτε τα ντουβάρια, ούτε οι μηχανές έχουν συνείδηση του εαυτού τους. Είναι πράγματα. Και σαν τέτοια μπορεί να γυαλίζουν ή να καταστρέφονται. Η ενσωμάτωση / υιοθέτηση αυτής της κατάστασης στους (ανθρώπινους) εαυτούς είναι, απ’ την άλλη, απλά αβίωτη. Όχι μόνο με υλικούς όρους (αφραγκίας) αλλά - χάρη στην πετυχημένη υιοθέτηση των νεοφιλελεύθερων δογμάτων απ’ την ίδια μας την τάξη! - επιπλέον (έτσι, για να γίνει η ζωή ακόμα χειρότερη) σαν αυτοπεποίθηση, αξιοπρέπεια, αυτοεκτίμηση, κοινωνικότητα.
Απ’ την άλλη, η αντιστροφή της αντιστροφής, η αποκατάσταση δηλαδή της εργασιακής (και άρα δημιουργικής) πραγματικότητας και δυνατότητας των σύγχρονων εργατών και εργατριών, συλλογικά σαν τάξη αλλά και ατομικά, δεν υποφέρει κι ούτε μπορεί να υποστεί τις συνέπειες της αποδοχής της (κεφαλαιακής) αυτοκαταστροφής. Γιατί σε τελευταία ανάλυση η πιο σημαντική, η πιο πολύτιμη, και η πιο καθοριστική “παραγωγή” της ανθρώπινης εργασίας είναι οι αρνήσεις της. Κι εδώ, κάτω απ’ τον βαρύ ουρανό των καπιταλιστικών αληθειών, τα συμφέροντα μπορούν (και πρέπει) να ξαναπολωθούν. Ενώ, δηλαδή, η “καταστροφή κεφαλαίου” σημαδεύει και την εργασία (άρα την ίδια την ανθρώπινη κατάσταση) επιδιώκοντας να την καταστρέψει, απ’ την απέναντι μεριά η αρνητικότητα της ζωντανής εργασίας σημαδεύει το κεφάλαιο.
Ωστόσο αυτό δεν είναι ζήτημα φιλοσοφίας. Όποιος εξακολουθεί να θεωρεί την ζωή του, τις δυνατότητές του, σαν το “ατομικό κεφάλαιό” του/της, και εξακολουθεί να νοιώθει “επιχειρηματίας του εαυτού του” (ξεπεσμένος) δεν μπορεί παρά να έχει την “τύχη” που η ίδια η καπιταλιστική μηχανή παράγει για τα εξαρτήματά της. Εδώ είναι η στιγμή που ο καθένας και η καθεμιά αποφασίζει, μπορεί και για τελευταία φορά...
Όμως, απ’ την άλλη μεριά, η “αχίλλεια φτέρνα” του θεωρήματος περί “ατομικών κεφαλαίων” παραμένει. Η κατάσταση της “παρακμής” δεν επηρεάζει τα “πάγια κεφάλαια” σαν τέτοια, γιατί ούτε τα ντουβάρια, ούτε οι μηχανές έχουν συνείδηση του εαυτού τους. Είναι πράγματα. Και σαν τέτοια μπορεί να γυαλίζουν ή να καταστρέφονται. Η ενσωμάτωση / υιοθέτηση αυτής της κατάστασης στους (ανθρώπινους) εαυτούς είναι, απ’ την άλλη, απλά αβίωτη. Όχι μόνο με υλικούς όρους (αφραγκίας) αλλά - χάρη στην πετυχημένη υιοθέτηση των νεοφιλελεύθερων δογμάτων απ’ την ίδια μας την τάξη! - επιπλέον (έτσι, για να γίνει η ζωή ακόμα χειρότερη) σαν αυτοπεποίθηση, αξιοπρέπεια, αυτοεκτίμηση, κοινωνικότητα.
Απ’ την άλλη, η αντιστροφή της αντιστροφής, η αποκατάσταση δηλαδή της εργασιακής (και άρα δημιουργικής) πραγματικότητας και δυνατότητας των σύγχρονων εργατών και εργατριών, συλλογικά σαν τάξη αλλά και ατομικά, δεν υποφέρει κι ούτε μπορεί να υποστεί τις συνέπειες της αποδοχής της (κεφαλαιακής) αυτοκαταστροφής. Γιατί σε τελευταία ανάλυση η πιο σημαντική, η πιο πολύτιμη, και η πιο καθοριστική “παραγωγή” της ανθρώπινης εργασίας είναι οι αρνήσεις της. Κι εδώ, κάτω απ’ τον βαρύ ουρανό των καπιταλιστικών αληθειών, τα συμφέροντα μπορούν (και πρέπει) να ξαναπολωθούν. Ενώ, δηλαδή, η “καταστροφή κεφαλαίου” σημαδεύει και την εργασία (άρα την ίδια την ανθρώπινη κατάσταση) επιδιώκοντας να την καταστρέψει, απ’ την απέναντι μεριά η αρνητικότητα της ζωντανής εργασίας σημαδεύει το κεφάλαιο.
Ωστόσο αυτό δεν είναι ζήτημα φιλοσοφίας. Όποιος εξακολουθεί να θεωρεί την ζωή του, τις δυνατότητές του, σαν το “ατομικό κεφάλαιό” του/της, και εξακολουθεί να νοιώθει “επιχειρηματίας του εαυτού του” (ξεπεσμένος) δεν μπορεί παρά να έχει την “τύχη” που η ίδια η καπιταλιστική μηχανή παράγει για τα εξαρτήματά της. Εδώ είναι η στιγμή που ο καθένας και η καθεμιά αποφασίζει, μπορεί και για τελευταία φορά...
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 - Απ’ το κεϋνσιανισμός, κεφάλαιο, κράτος και ταξικός ανταγωνισμός: από την Οκτωβριανή Επανάσταση στο ΔΝΤ, εκδ. σπάταλοι, Οκτώβριος 2005.
[ επιστροφή ]
[ επιστροφή ]
1b - ο.π.
[ επιστροφή ]
[ επιστροφή ]
2 - Περισσότερα και αναλυτικότερα προσεχώς, στη σειρά κόκκινες σελίδες.
[ επιστροφή ]
[ επιστροφή ]
3 - Αυτά που εκτίθενται εδώ αναγκαστικά περιληπτικά, μπορούν να διαβαστούν συμπληρωματικά με το 1ο τεύχος των κόκκινων σελίδων
Πηγή:
http://www.sarajevomag.gr/entipa/teuhos_73/i73_p07_idologiki.html