Μεγάλα στόματα και μικρές χειρονομίες
Έχει περάσει ακριβώς ένας μήνας από τη δολοφονία των μελών της χα στο Ν. Ηράκλειο. Ήταν ένας μήνας στον οποίο είχα επιβάλλει στον εαυτό μου απεργία ειδήσεων. Δεν παρακολούθησα τα τεκταινόμενα, δεν είδα ειδήσεις, δεν χάζεψα βίντεο, δεν διάβασα εμβριθείς ή συνωμοσιολογικές αναλύσεις σε διάφορα μπλογκ, δεν ασχολήθηκα με τη βροχή ροχάλας που άνοιξαν κάποιες ανακοινώσεις μέσα στο χώρο. Σίγουρα η στάση μου αυτή δεν είναι μια ενδεδειγμένη στάση, ούτε φυσικά τη συνιστώ σαν φάρμακο στη βιομηχανία του θεάματος, αν και ίσως κατά καιρούς μοιάζει σαν το μόνο υπαρξιακό τσιρότο στο φαρμακείο μου. Στη δεδομένη μάλιστα συγκυρία, το να κλείσεις τα μάτια, να αποτραβηχτείς, να ησυχάσεις λίγο από τις σειρήνες και να σκεφτείς, φαντάζει μια πολυτέλεια πολύ μεγαλύτερη ακόμα και από τον σκαιό πλούτο των αφεντικών. Η ανάγκη όμως να πάρω μια απόσταση από όλα αυτά δεν είχε στην περίπτωσή μου μονάχα να κάνει με την αίσθηση δέους που μου προκαλούν οι εξελίξεις που μπορεί να προοιωνίζει ένα τέτοιο χτύπημα, αλλά κυρίως από την αδυναμία του δικού μου λόγου, και των συντρόφων και συντροφισσών να ανοίξει μια άλλη συζήτηση για όλο αυτό. Μια συζήτηση, όχι μια απάντηση. Θα μου πείτε, άλλο η κουβέντα, άλλο η πραγματικότητα. Θα σας πω, άλλο η πραγματικότητα, άλλο το πραγματικό.
Ας ξεκινήσω λοιπόν λέγοντας αυτό: το χτύπημα αυτό ήταν χτύπημα ενάντια στο κίνημα, το οποιασδήποτε μορφής κίνημα στοχεύει στην κοινωνική αλλαγή, έχει σαν θεμέλιο του την κοινωνική αλληλεγγύη και επιδιώκει να ανοίγει χώρους διαφορετικότητας μέσα και ενάντια στο λόγο και τις πρακτικές της κυριαρχίας. Για να το πω πιο λιανά, παραφράζοντας κάποιους καλούς συντρόφους σε μια παρόμοια συγκυρία: το χτύπημα αυτό, αν δεν ήταν του κράτους, ήταν σίγουρα κρατικό.
Ίδιον της κυρίαρχης ιδεολογίας είναι να εντάσσει μέσα της ακόμα και το αντίθετό της: ας το πω αλλιώς: η ιδεολογία των «δυο άκρων» δεν έχει σκοπό να περιγράψει αντικειμενικά την πραγματικότητα. Σκοπό έχει να ξεκινήσει μια κουβέντα στην οποία, ακόμα και όταν λες όχι, βρίσκεσαι μέσα σε αυτή. Δεν έχει νόημα να αρνείσαι ότι υπάρχουν δυο άκρα. Από τη στιγμή που το αρνείσαι, η ιδεολογία περί δυο άκρων έχει κάνει τη δουλειά της, ακριβώς σαν να είπες ναι. Κάπως έτσι αναδύεται το πραγματικό.
Υπό αυτή την έννοια, η θεαματική όψη του σύγχρονου πολιτικού ένοπλου, στηρίζεται στην ίδια ιδεολογική λειτουργία. Το θέαμα στο οποίο ποντάρει το ένοπλο στηρίζεται σε μια διπολική κατάφαση/άρνηση. Σε κάνει θεατή. Θεατή με άποψη, αλλά θεατή. Την ίδια στιγμή που λες «γεια στα χέρια τους», ή, «καταδικάζω τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται», βρίσκεσαι ξανά στα δίχτυα μιας ιδεολογίας που έχει λειτουργία κρατική: που δεν δέχεται δηλαδή παρά ένα δυαδικό ζεύγος απαντήσεων: ναι, όχι, τέλος.
Από αυτή την άποψη, η ίδια η συζήτηση για το γεγονός, αποκτά τα χαρακτηριστικά, μεταχειρίζεται τη γλώσσα και τις κατηγοριοποιήσεις μιας κυρίαρχης ιδεολογίας, που ειδικά στην Ελλάδα είναι μια ιδεολογία αστυνομική. Κεντρικό, μάλλον μοναδικό ερώτημα της, και ταυτόχρονα όριο του επιστητού της είναι: ποιος φταίει. Είναι ένας λόγος δικαστικός, που εξαντλεί κάθε κουβέντα για τα κοινά, σε οποιοδήποτε επίπεδο και αν γίνεται: στο λεωφορείο, στη δουλειά, στην τηλεόραση, στις ερωτικές σχέσεις. Σε υποχρεώνει να ζεις σε ένα ατελείωτο whodunit, χωρίς ποτέ ο καλός ντέτεκτιβ να ανακαλύπτει το δολοφόνο, που συχνά πυκνά ψυλλιάζεσαι πως είσαι εσύ ο ίδιος.
Ο δημόσιος λόγος στην χώρα ετούτη είναι ένας λόγος ανύπαρκτος πέρα από την ιδεολογική αυτή συνθήκη. Σε αυτό ασφαλώς και συμβάλλει μια πληθώρα ανοικτών ιστορικών τραυμάτων, αποτελέσματα μιας μακράς περιόδου αντικομμουνιστικών διώξεων, η ατιμωρησία ενός μεγάλου αριθμού καθαρμάτων του πολέμου και της κατοχής, η στήριξη του μεταπολεμικού κράτους στον ιστό αυτό των εθνικοφρόνων ρουφιάνων. Ασφαλώς επίσης συμβάλλει η ύπαρξη ενός μονολιθικού και προς το παρόν ιδιαίτερα ανθεκτικού σημαίνοντος, εκείνο του έθνους, που αποτελεί και το τέλος – με τις δυο έννοιες – κάθε προσπάθειας οραματισμού μιας συλλογικής ταυτότητας μέσα στη νεωτερικότητα. Το τραύμα αυτό είναι που επιστρέφει εμμονικά μετά από κάθε προσπάθεια να διευθετηθούν οι ανοιχτοί λογαριασμοί με το παρελθόν. Ο Δεκέμβρης του 08 ήταν μια τέτοια απόπειρα, και το σύνθημα «Βάρκιζα τέλος» έδειχνε μεν προς μια παρελθούσα ιστορική συνθήκη, αλλά την έδειχνε ως τέτοια, ως παρελθοντική, ως κλειστή. Από κείνη την διάθεση να τελειώσουμε οριστικά με αυτό το βάρος, φτάσαμε στη νεκρανάσταση του εαμ-ελας-μελιγαλάς, στην ιστορία ως ζόμπι που μας κυνηγά για να τραφεί από τις ζωντανές μας σάρκες. Αλλά αυτό είναι θέμα ενός άλλου ποστ, και ελπίζω να επανέλθω.
Σημαντικό, στην λειτουργία αυτού του μηχανισμού, είναι τούτο: το ότι το ποσοστό αλήθειας που εμπεριέχει ο λόγος αυτός είναι άσχετο από την ισχύ του. Αυτό που έχει σημασία, είναι να απαντά στο ερώτημα ποιος φταίει: φταίνε οι μετανάστες, φταίνε οι πολιτικοί, φταίνε κάποιοι τέλος πάντων. Σημασία επίσης δεν έχει αν από τη μια μέρα στην άλλη φταίει κάποιος άλλος. Σημασία έχει να συμμετέχουν οι πάντες σε αυτό το πελώριο μυστήριο, το οποίο μας ταλανίζει αλλά και υποτίθεται μας συνιστά σαν «λαό». Εκείνοι οι ακαθόριστοι άλλοι που φταίνε πάντα για την κατάντια της ψωροκώσταινας ήταν και είναι το καλύτερο άλλοθι που μπορούσαν να φανταστούν τα ντόπια αφεντικά ακόμα και στα πιο τρελά όνειρά τους. Για την ακρίβεια, είναι ένα ιδεολόγημα που το πιστεύουν και αυτοί οι ίδιοι, πράγμα που τους επανεντάσσει με ασφάλεια στις αγκάλες του ταλαίπωρου ελληνικού λαού.
Τέλος, η συζήτηση αυτή έχει μια τόσο δυναμική ισχύ διότι στηρίζεται σε μηχανισμούς προσωπικής ενοχής. Ένοχος σημαίνει υπεύθυνος για την ύπαρξη κάποιου πράγματος που θα μπορούσα να αλλάξω. Ωστόσο, η ενοχή που κυκλοφορεί σαν άξονας της κυρίαρχης ιδεολογίας, είναι η ενοχή για μια κατάσταση την οποία δεν μπορεί να αλλάξει κανείς προσωπικά, ατομικά. Η ενοχή όχι μόνο για κάτι που δεν έχεις κάνει, αλλά που δεν θα μπορούσες να κάνεις. Σημείο αυτής της ενοχής είναι η συζήτηση για το φασισμό: «όλοι μας κρύβουμε ένα φασίστα μέσα μας». Ακόμα και αν δεχτούμε το φτηνό ψυχολογισμό του πράγματος, το σίγουρο είναι ότι αυτός ο φασίστας που κρύβω εγώ μέσα μου δεν βγαίνει στους δρόμους να μαχαιρώνει μετανάστες, ούτε μαζεύει κοντέινερ με όπλα στο σπίτι. Όμως, στόχος εδώ είναι να μετατραπεί μια δυνητικά θετική προσωπική στάση σε μια κατάσταση συλλογικής ενοχής. Φταις και συ που υπάρχουν φασίστες, ακόμα και αν ολόκληρη η ζωή σου είναι αφιερωμένη στη δημιουργία χώρων και σχέσεων που προσπαθούν να τον ξεριζώσουν. Και μάλιστα, φταις όσο φταίει και κείνος που δεν κάνει απολύτως τίποτε.
Είχα γράψει άλλοτε ότι η συλλογική συζήτηση είναι εκείνη που δημιουργεί τη συλλογική ευθύνη. Δεν αρνούμαι τη δυνατότητα μιας συλλογικής ενοχής, άλλωστε είναι και κείνη που μας εν-έχει μέσα σε ένα κοινωνικό σύνολο. Ωστόσο, αρνούμαι μια συλλογική ενοχή η οποία είναι θέσει και όχι εκ των πραγμάτων δική μου. Για τον ίδιο λόγο αρνούμαι πεισματικά να φωνάξω το σύνθημα-καραμέλα του τελευταίου καιρού, εαμ ελας μελιγαλάς.
Να ξεφύγεις από το φαύλο κύκλο της βίας σημαίνει πρώτα απ’ όλα να αρνηθείς να τη συζητήσεις με τους όρους που σου θέτει αυτή. Καταλαβαίνω πως, σε μια εποχή που η «ιστορική αναγκαιότητα» μοιάζει να είναι τόσο ξεκάθαρη, που τα γεγονότα πιέζουν και δίνουν την εντύπωση πως κοσμοϊστορικές αλλαγές μας περιμένουν στην επόμενη γωνία, να αρνηθείς να συζητήσεις την επικαιρότητα μοιάζει να είναι η χειρότερη μορφή απόδρασης από την πραγματικότητα. Ωστόσο, με το πιστόλι στον κρόταφο, τι νόημα έχει να συζητάς με αυτόν που το κρατάει; Η δύναμη ενός κινήματος κρίνεται από το βαθμό στον οποίο μπορεί να θέσει τους όρους για μια συζήτηση. Να δημιουργήσει τις συνθήκες και τις δομές που θα επιτρέψουν να συζητηθεί δημόσια η παρούσα κατάσταση. Οποιαδήποτε άλλη κουβέντα εμπίπτει απλώς στο πεδίο της δημοσιότητας, άρα είναι θήραμα του θεάματος.
Ειρωνικά λοιπόν, θα πρότεινα να εξετάσουμε τη δολοφονία δυο φρουρών των γραφείων της ΧΑ με ένα σαφώς πιο πολεμικό τρόπο: όπως στον πόλεμο οι ιδέες έρχονται απλώς να καλύψουν τους νεκρούς, και οι νεκροί είναι πεθαμένοι είτε έτσι είτε αλλιώς, ας πούμε ότι έχουμε πόλεμο. Και ας δεχθούμε ότι εμείς δεν είμαστε οπλισμένοι, αλλά ούτε θέλουμε και να οπλιστούμε. Με μαθηματική ακρίβεια, αυτό σημαίνει ότι εντασσόμαστε στον άμαχο πληθυσμό μιας σύρραξης η οποία δεν μας ενέχει, αλλά στην οποία εμπλεκόμαστε είτε το θέλουμε είτε όχι. Το ερώτημα που θα θέσουμε εμείς, ως άμαχος πληθυσμός μιας σύρραξης στην οποία είμαστε απούσες και απόντες δεν έχει να κάνει ασφαλώς με εκείνο που θέλει να μας πείσει η κυριαρχία ότι είναι το κεντρικό ερώτημα.
Και το ερώτημα είναι: πως θα επιβιώσουν οι δομές, οι κουλτούρες διαλόγου και ανταλλαγής, το αίσθημα της αλληλεγγύης σε ένα καθεστώς γενικευμένου κοινωνικού πολέμου; Απλούστερα, το ερώτημα γίνεται: πώς θα προστατευτώ εγώ και πώς θα προστατέψω τους και τις συντρόφισσές μου από τα τυφλά χτυπήματα ενός τέτοιου πολέμου; Αρνούμαι λοιπόν το ερώτημα αν αυτή η πράξη ήταν σωστή ή όχι, όπως αρνούμαι την ενοχή μου. Δεν λέω εγώ το όχι. Το όχι το λέει η ενεργή αθωότητά μου.
Τι σημαίνει όμως να διεκδικείς το δικαίωμα να υπάρχεις μέσα στα γεγονότα χωρίς να χρησιμοποιείς τους όρους, τη γλώσσα, την κουλτούρα της κυριαρχίας; Σημαίνει σίγουρα να παράξεις μια καινούρια γλώσσα, μια γλώσσα που μιλάει για άλλα πράγματα. Κύριο συστατικό της γλώσσας αυτής είναι να αρνείται, στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό, να φετιχοποιήσει τις λέξεις τις οποίες χρησιμοποιεί. Ο μόνος τρόπος να γίνει αυτό είναι να αποδεχτεί, εξ αρχής, το πενιχρό μερίδιο πραγματικότητας που της αντιστοιχεί. Όταν μιλάμε για συλλογικές δομές, για κοινωνικά ιατρεία, για συλλογικές κουζίνες, για δίκτυα αλληλεγγύης, για λαϊκές συνελεύσεις, για κοινωνικούς αγώνες, καλό είναι να μιλάμε με παρρησία. Με ειλικρίνεια. Να επιδοθούμε στο ταπεινό έργο της περιγραφής και της ανάλυσης αυτών των μικρών πραγμάτων, με τα προβλήματα, τους περιορισμούς αλλά και τις προοπτικές που διανοίγουν. Σε αντίθεση με έναν υπερφίαλο, κατηγορηματικό, φαλλοκρατικό λόγο που προτάσσει τις μεγάλες αφηγήσεις, τα μεγάλα σχήματα, τις μεγάλες συγκινήσεις ως αρχή και τέλος της πολιτικής δράσης, ας μιλήσουμε τη γλώσσα της φροντίδας, της ανοιχτότητας, της α-λήθειας. Ας μιλήσουμε εξ αρχής ανοιχτά για τα μικρά μας πράγματα, τις μικρές μας δυνάμεις και ικανότητες, και ας ανακαλύψουμε μια γλώσσα που να τους αντιστοιχεί. Ας μιλήσουμε για τους κοινωνικούς αγώνες με βάση αυτό που πραγματικά συμβαίνει στους ανθρώπους που συμμετέχουν σε αυτούς και όχι ως την επόμενη μητέρα όλων των μαχών, νεκρό κουφάρι στο στόμα του επόμενου αριστερού πολιτικάντη.
Μας λείπουν οι λέξεις για να μιλήσουμε για όλα αυτά τα πράγματα, για πραγματικές ανθρώπινες σχέσεις που δημιουργούνται μέσα σε ένα καθεστώς αγώνα ενάντια στο πραγματικό όπως αυτό ορίζεται όχι μόνο από «αυτούς εκεί έξω», αλλά και από τις πολιτικές σχέσεις μέσα στο χώρο. Δε μας λείπουν ακριβώς, κυκλοφορούν μέσα μας και μέσα στις πιο μύχιες μας σχέσεις. Απλώς δεν φτάνουν ποτέ στην εκφορά, διότι ως τέτοιες μας χαρακτηρίζουν σαν κάτι άλλο από αυτό που φανταζόμαστε ότι ήρθαμε να κάνουμε εδώ. Να σώσουμε τον κόσμο; Να κάνουμε την επανάσταση; Ας μάθουμε πρώτα να συζητάμε για την βιωμένη μας πραγματικότητα. Μια δύσκολη συζήτηση, σχεδόν όπως τη συζήτηση ενός θλιμμένου χωρισμού, αλλά την προτιμώ από όλες αυτές που κυκλοφορούν στην πιάτσα τον τελευταίο μήνα.
Πηγή:
http://spinanelcuore.wordpress.com/2013/12/01/%CE%BC%CE%B5%CE%B3%CE%AC%CE%BB%CE%B1-%CF%83%CF%84%CF%8C%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CF%81%CE%AD%CF%82-%CF%87%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%AF%CE%B5/